Ο δικός μας άγνωστος πόλεμος
Μοιάζουμε με ήρωες και αντιήρωες σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «Covid-19»
Eκεί έξω υπάρχει ένας πόλεμος. Δεν μοιάζει με τις αφηγήσεις του πατέρα μου όταν τον έστησαν έφηβο στον τοίχο με ψεύτικα πυρά. Δεν μοιάζει με την πείνα της μάνας μου εκείνο τον χειμώνα του ’43 που φορούσε κεραμίδια και πανιά αντίς παπούτσια. Δεν μοιάζει με τη γενική επιστράτευση μετά την εισβολή στην Κύπρο το ’74. Δεν μοιάζει με τον πανικό για το AIDS στις αρχές του ’80. Δεν μοιάζει με τίποτε. Δεν μου μοιάζει με τίποτε. Αγνωστος πόλεμος.
Η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας προειδοποιεί
Λίγες μέρες πριν μαζί με την άνοιξη άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα νέα από τη Χουμπέι και τη Γουχάν. Εικόνες στα δελτία των βραδινών ειδήσεων. Μια αρρώστια ξέφυγε κι εξαπλώθηκε. Ανθρωποι κυκλοφορούσαν σαν αστροναύτες και ξαφνικά έπεφταν νεκροί στον δρόμο. Ταινία επιστημονικής φαντασίας «Covid-19». Στην πόλη έκλεισαν όλα. Τρομακτική σιωπή. Πλύσιμο χεριών τριάντα φορές την ημέρα. Τις νύχτες οι κινεζικοί ουρανοξύστες φωτεινοί και τα μπαλκόνια τραγουδούσαν. Να είναι μαζί και να αντέξουν. Και κάτη
ποιες φορές ούρλιαζαν. Σε λίγες μέρες η αρρώστια έχει φτάσει και στα δικά μας μέρη. Ο ιός. Δειλά στην αρχή αλλά κάθε μέρα μολύνονται όλο και περισσότεροι. Αρχίζουν και οι πρώτοι νεκροί. Πόλεμος. Στην αρχή επιφυλακή και μετά καραντίνα. Τα κινητά ενεργοποιούνται από μόνα τους και σκούζουν: «Η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας προειδοποιεί να μείνουμε σπίτι». Οι μάσκες και τα αντισηπτικά πρώτα ακριβαίνουν κι ύστερα εξαφανίζονται. Προσφορά και ζήτηση. Ελεύθερη αγορά. Ο ιός. Οι συναθροίσεις άνω των δέκα ατόμων απαγορεύονται. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια κλείνουν. Οι εκκλησίες αργότερα. Απαγορεύεται η κυκλοφορία. Η απλή έξοδος από το σπίτι γίνεται με αποστολή sms ή με ιδιόχειρη βεβαίωση. Αγνωστος πόλεμος. Κάθε απόγευμα στις 6 μας ενημερώνουν για τον αριθμό των θυμάτων και των μολυσμένων. Των κρουσμάτων και των νεκρών.
Δεν ξέρω. Και δεν ξέρουμε. Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς ξεκίνησε. Ο πόλεμος. Δεν ξέρουμε την αιτία. Δεν ξέρουμε τι τρέχει να προλάβει ο ιός. Δεν μαρτυρά τον στόχο του. Ολα καινούργια. Δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει η καραντίνα. Αγνωστο. Δεν ξέρουμε πόσο θα αντέξουμε. Μέρα μέρα. Δελτίο ανάσας. Αντί για συσσίτια τροφής, συσσίτια βιντεοκλήσεων. Με τους αγαπημένους μας, με την οικογένεια που λείπει, με τους συνεργάτες. Μένουμε σπίτι. Ο καθένας μας μπορεί να είναι φορέας και δεν πρέπει να τον μεταδώσει στους άλλους. Τι να πουν οι υπερήλικες; Τι να πουν οι ευπαθείς ομάδες; Τι να πουν οι μόνοι άνθρωποι; Τι να πουν οι πρόσφυγες; Τι να πουν αυτοί που έχουν ανάγκη θεραπείας; Τι να πουν οι άνεργοι; Τι να πουν οι άστεγοι; Υπάρχουν καραντίνες και καραντίνες.
«Ακόμα τούτ’ την άνοιξη ραγιάδες...»
Υπάρχουν λοιπόν πόλεμοι και πόλεμοι. Αυτός ο νέος άγνωστος μας συντρίβει κάθε σιγουριά. Κάνει ακριβό οτιδήποτε ήταν φυσιολογικό και καθημερινό. Μας ξανακάνει άμαθους. Μας στερεί όλα τα δικαιώματα για να μπορέσουμε να έχουμε το ένα και μοναδικό δικαίωμα: να υπάρξουμε. Σταματάμε να αγγίζουμε τη μάνα μας. Τα παιδιά μας. Ενα φιλί δεν είναι ένα φιλί. Κινδυνεύουμε όχι από έρωτα αλλά από τον θάνατο. Στη διπλανή χώρα συνωστίζονται τα φέρετρα με ανθρώπους ασυνόδευτους στο τελευταίο ταξίδι. Τις νύχτες τα φορτηγά του στρατού μεταφέρουν τα πτώματα. Κλείνουν τα σύνορα. Ο ήλιος όμως αρχίζει να καίει, οι νεραντζιές να ανθίζουν, τα ηλιοβασιλέματα να είναι κατακόκκινα αλλά οι πόλεις είναι άδειες και οι άνθρωποι απομονωμένοι. Και το δίλημμα μεγάλο. Να ζήσουμε. Αλλά να συντηρηθούμε μαζί με τους άλλους. Να έχουμε απόσταση αλλά την ίδια στιγμή να είμαστε πιο κοντά από ποτέ. Ανακαλύπτουμε πως είμαστε πολύ περισσότερο ο ένας με τον άλλο, ο ένας για τον άλλο, αντίθετα με όσα οι βάρβαροι θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε. Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε τη νύχτα γιατί φοβόμαστε μήπως τελειώσει η ζωή μας, των αγαπημένων μας, όλων. Αλλά σκεφτόμαστε κι αυτούς που δεν μένουν σπίτι τους για να μένουμε εμείς οι υπόλοιποι.
Ασκηση υπομονής. Ανάποδη δοκιμασία του χρόνου. Διαστολή με τρυφερότητα και θέση στα όνειρα για μια αγκαλιά και μια βόλτα στη θάλασσα. Ο πόλεμος πάει παντού. Λεηλατεί. Κιτρίνισαν από τον φόβο τους οι άπληστοι που πάντα τον προκαλούν. Τα αρπακτικά κορδώνονται στις οθόνες ενώ κάποιοι άλλοι πολεμούν στα νέα χαρακώματα. Κι όταν κάποτε τελειώσει με τις άγνωστες καταστροφές του θα καταλάβουμε όλοι ότι ανήκουμε στη μεγάλη ευπαθή ομάδα των ανθρώπων. Και θα ξαναγυρίσουμε στη μάνα γη.
«Μία χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο» λέει ο Σολωμός στους «Ελεύθερους πολιορκημένους». Αυτή την άνοιξη της μεγάλης επιδημίας ας κρατήσουμε το χώμα στη χούφτα μας. Για όσο χρειαστεί ο καθένας μόνος του. Και μετά ας ενώσουμε τα χέρια για να φυτέψουμε τον νέο σπόρο.
«Επάψαν τα φιλιά στη γη… στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια. Μία χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο» Δ. Σολωμός «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» Β΄ σχεδίασμα/απόσπ. 13