Το ΚΚ Γαλλίας και ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος
Παρόμοια στρατηγική αλλά αποκλίνουσα τακτική στο ζήτημα της εξουσίας. Το ΚΚΓ υποδέχτηκε επιφυλακτικά την αναγγελία κυβέρνησης της «Ελεύθερης Ελλάδας». Ομως υποστήριξε ολόπλευρα τον Δημοκρατικό Στρατό. Ο Πωλ Ελυάρ ανεβαίνει στον Γράμμο και απευθύνει με τηλ
Το έτος 1944 το τέλος του πολέμου ήταν προδιαγεγραμμένο. Η επόμενη μέρα όμως συγκλόνιζε με διαφορετικό τρόπο τον ευρωπαϊκό Νότο σε σχέση με τις χώρες του Βορρά. Στον Νότο οι –πολύ ισχυρότερες– δυνάμεις της Αντίστασης δεν έδειχναν να συμβιβάζονται με μια επιστροφή στο προπολεμικό παρελθόν. Ο πόλεμος είχε επιφέρει πολλές και κατακλυσμιαίες αλλαγές για να θεωρηθεί απλώς μια παρένθεση, ενώ διάχυτη ήταν η αίσθηση πως η Απελευθέρωση ήταν μετάβαση προς μια νέα εποχή.
Το ζήτημα της ημερήσιας διάταξης το 1944 ήταν οι μεταπολεμικές διευθετήσεις, ποια δηλαδή σχήματα θα αντικαθιστούσαν τη ναζιστική «Νέα Ευρώπη» που κυριάρχησε σε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η πρόσδεση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο ναζιστικό άρμα, στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού πολέμου κατά της Σοβιετικής Ενωσης, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία στενών δεσμών των ανώτερων κοινωνικών τάξεων των κατακτημένων χωρών με τους κατακτητές τους. Οι ανάγκες της πολεμικής οικονομίας οδηγούσαν σε ραγδαία απαξίωση της εργατικής δύναμης –σε σημείο φυσικής εξόντωσης– ενώ παράλληλα αποκόμιζαν κέρδη στους πρόθυμους επιχειρηματίες. Με τον τρόπο αυτό εμπεδωνόταν ένα ναζιστικό κοινωνικό σύστημα στις κατεχόμενες χώρες και κατά κάποιο τρόπο αποκτούσε σε κάθε χώρα τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά του.
Οι δεσμοί αυτοί επενδύονταν πολιτικά στο σχήμα της α ντι κομμουνιστικής σταυροφορίας, στην υπεράσπιση της πολιτισμένης Δύσης από τις ορδές εξ Ανατολών και οι Γερμανοί ναζί αναδεικνύονταν σε κοινούς υπερασπιστές των τότε ευρωπαϊκών αξιών. Η δε κοινωνική άβυσσος της «Νέας Ευρώπης» θεωρούνταν επίγειος παράδεισος –ή έστω μονόδρομος– απέναντι στην απειλή του μπολσεβικισμού.
Ολα αυτά όμως έμελλε να τελειώσουν σύντομα. Ο πόλεμος είχε χαθεί και ο σχεδιασμός της μεταπολεμικής Ευρώπης περνούσε στα χέρια των δυνάμεων που θα έβγαιναν νικήτριες. Η ήττα της Γερμανίας συμπαρέσυρε την ιδεολογία του καθεστώτος της αλλά και τις πολιτικές δυνάμεις που συνεργάστηκαν μαζί της. Καθώς οι τελευταίες αποτελούσαν σεβαστό τμήμα του προπολεμικού πολιτικού δυναμικού, η επιστροφή στα μεσοπολεμικά σχήματα, ως να μην είχε συμβεί και τίποτα σπουδαίο, αποδεικνυόταν ανέφικτη, όπως αντιλήφθηκε η Βρετανία που το προσπάθησε.
Η συνεργασία των νικητών με το δωσίλογο στελεχικό δυναμικό ήταν κάτι το ασύμβατο με τις δεσμεύσεις του Χάρτη του Ατλαντικού και το όραμα των Ηνωμένων Εθνών ενάντια στον φασισμό. Στο πλαίσιο αυτό αναδυόταν και η σημαντική πολιτική παρακαταθήκη της Αντίστασης. Οι νέες πολιτικές δυνάμεις ήταν παρούσες και διεκδικούσαν πρωταγωνιστική θέση στο μεταπολεμικό σκηνικό, αντλώντας το κύρος τους από την πάλη κατά του φασισμού, τη λαϊκή υποστήριξη και την ηθική υπεροχή τους όχι μόνο έναντι
των δωσιλόγων αλλά και όσων ολιγώρησαν και καιροσκόπησαν (attentisme).
Οι χώρες του Νότου, από την Ελλάδα και την Αλβανία έως τη μεσογειακή Γαλλία, με όλες τις διαφορές μεταξύ τους, έμοιαζαν ευεπίφορες σε ριζικές αλλαγές. Τα νεότερα κράτη στα Βαλκάνια, βγαλμένα μέσα από τις κατακλυσμιαίες αλλαγές του προηγούμενου πολέμου, ήταν ακόμη ανοιχτά στην εθνοκρατική συγκρότησή τους. Το νεαρό αλβανικό κράτος βρισκόταν κυριολεκτικά στον αέρα, καθώς καμία δύναμη δεν αναγνωριζόταν ως κυβέρνηση από τους Συμμάχους. Η Γιουγκοσλαβία, που είχε χτιστεί πάνω στις στάχτες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε διαμελισθεί από τον Αξονα και είχε μετατραπεί σε πεδίο εθνικών εκκαθαρίσεων. Το σχήμα που θα μπορούσε να την επαναφέρει στη ζωή ήταν ζητούμενο και όχι δεδομένο.
Η Ιταλία, με τη συνθηκολόγησή της το καλοκαίρι του 1943, έβγαινε ταυτόχρονα από δύο δεκαετίες φασισμού. Το 1944, χωρισμένη στη ζώνη που έλεγχαν οι Σύμμαχοι και σε εκείνη που κρατούσαν ακόμη οι Γερμανοί με τα υπολείμματα του φασιστικού καθεστώτος, σπαρασσόταν από εμφύλια διαμάχη. Η Γαλλία αγωνιούσε για τη μεταπολεμική τύχη της, καθώς μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού της βυθιζόταν στην ανυποληψία λόγω της συνεργασίας του καθεστώτος του Βισύ, ενώ η απελευθέρωσή της ήταν στα χέρια των άσπονδων συμμάχων της. Πίσω στην Ελλάδα, έπειτα από ένα μακρύ και αιματηρό καλοκαίρι, μέσα στην ενιαία κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως συνυπήρχαν δύο διαμετρικά αντίθετες προτάσεις για το μέλλον της χώρας, υπό τον στενό έλεγχο των Βρετανών.
Τρεις πόλοι εξουσίας
Στις κατεχόμενες χώρες σχηματίστηκαν τρεις διακριτοί πόλοι εξουσίας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο πρώτος ήταν οι κυβερνήσεις συνεργασίας στο κατεχόμενο έδαφος που αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές Κατοχής. Ο δεύτερος πόλος ήταν οι εξόριστες κυβερνήσεις, με πυρήνα τις προκατοχικές κυβερνήσεις που διέφυγαν και συνέχιζαν να υφίστανται και να εκπροσωπούν τις χώρες τους από το εξωτερικό, χωρίς όμως να έχουν καμία εξουσία. Η νομιμοποίησή τους προερχόταν από τους Συμμάχους, βασικά τους Βρετανούς, που τις αναγνώριζαν ως νόμιμες κυβερνήσεις και εν πολλοίς τις συντηρούσαν. Ο τρίτος αναδυόμενος πόλος ήταν αυτός της Αντίστασης – των ομάδων, των κομμάτων, των προσωπικοτήτων που πέρασαν στην παρανομία και συνέχιζαν την πάλη εντός των κατεχόμενων χωρών. Η νομιμοποίησή τους προερχόταν επίσης από την ελεγχόμενη συνεργασία τους με τους Συμμάχους, αλλά κυρίως από το πολιτικό και ηθικό κύρος των επιλογών τους.
Οι σχέσεις μεταξύ των τριών πόλων δεν ήταν πάντοτε ξεκάθαρες. Μερίδες των συνεργαζόμενων καθεστώτων διατηρούσαν επαφές με τους Συμμάχους για έγκαιρη αλλαγή πλευράς σε περίπτωση ανάγκης. Από τη μεριά τους, οι δυνάμεις της Αντίστασης προσπαθούσαν να επιβληθούν ως υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, να λάβουν επίσημη αναγνώ
ριση από τους Συμμάχους και να εξασφαλίσουν τον αποκλεισμό του μηχανισμού του δωσιλογισμού από το μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό.
Οι δυνάμεις της Αντίστασης προσπαθούσαν μέσω της εισαγωγής νέων πολιτικών όρων όχι μόνο να περιγράψουν, αλλά και να διαμορφώσουν με επιτελεστικό τρόπο τη νέα πολιτική πραγματικότητα και τη σφαίρα του πολιτικά δυνατού.
Το ΚΚΕ διακήρυσσε ότι «θ’ αγωνιστεί να κατακτήσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού στις εκλογές της συντακτικής εθνοσυνέλευσης» και παράλληλα θεωρούσε «μοναδικό κατάλληλο πολίτευμα για τη μεταπολεμική αναδημιουργία της Ελλάδας τη λαϊκή δημοκρατία». Η «λαοκρατία» όπως κατοχυρώθηκε εμβληματικά υπήρξε ο σκοπός του ΕΑΜ και ταυτόχρονα μια διαδικασία που ιδανικά προοιωνιζόταν τους θεσμούς της Ελεύθερης Ελλάδας.
Στη Γαλλία ξανά, η κατοχύρωση των δυνάμεων της Αντίστασης μέσω της λαϊκής θέλησης περιγραφόταν και νομιμοποιούνταν με τους όρους «δρώσα δημοκρατία» (democracie agissante) και «πραγματική δημοκρατία» (democracie reelle), σε αντιδιαστολή με την παλιά κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Εχει ενδιαφέρον η ρητορική της πολιτικής αντιπαράθεσης στις δύο περιπτώσεις. Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ και τα συνασπισμένα εναντίον του αστικά πολιτικά κόμματα διεκδικούσαν εξίσου την εκπροσώπηση του έθνους και οικοδομούσαν τη δική τους εκδοχή εθνικής ενότητας προσπαθώντας οριακά να αποκλείσουν το άλλο μέρος. Ας μην ξεχνάμε ότι το ΕΑΜ δεν έκανε λόγο για «Αντίσταση» αλλά για «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα».
Στη δε Γαλλία, η πάλη διεξαγόταν μεταξύ της έννοιας της «αντίστασης» ως θεμέλιου λίθου μιας νέας πολιτικής νομιμότητας, σύμφωνα με τον πολιτικό λόγο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας (ΚΚΓ), και της έννοιας της συνέχειας του κράτους (της αιώνιας Γαλλίας) σύμφωνα με τον Ντε Γκολ.
Παρατηρούμε ορισμένες φορές το φαινόμενο να αποδίδονται στην αριστερή Αντίσταση, που είχε ως ραχοκοκαλιά της τα κομμουνιστικά κόμματα, επιπρόσθετες πολιτικές βλέψεις, ότι συνδύαζε τον εθνικό αγώνα με τα αιτήματα κοινωνικής αλλαγής, την κοινωνική επανάσταση κ.λπ. Και αυτό σε αντιδιαστολή με άλλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι είχαν μόνο εθνικό ή πατριωτικό προσανατολισμό. Γνωρίζουμε όμως πως ειδικά το 1944 κανείς δεν ήταν ανυποψίαστος για την επόμενη μέρα και όλοι είχαν πολιτικές βλέψεις, ακόμη κι αν αυτές περιορίζονταν στην επιστροφή στο παρελθόν ή στην παρεμπόδιση της πραγματοποίησης των αιτημάτων του αντιπάλου.
Στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστική η συχνή αναφορά σε αντιΕΑΜικές δυνάμεις ή αντιΕΑΜικό στρατόπεδο για οργανώσεις που αυτοπροσδιορίζονταν ως εθνικές ή εθνικιστικές, όπως επίσης η αναβίωση μεγαλοϊδεατικών συνθημάτων –ιμπεριαλιστικά τα χαρακτηρίζει ο Θεοτοκάς– τις ημέρες της Απελευθέρωσης ως απάντηση στο πρόταγμα του ΕΑΜ για λαοκρατία.
Συνοψίζοντας μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα κομμουνιστικά κόμματα, κατά τη μετωπική λογική του μεσοπολέμου, ακολουθούσαν με συνέπεια και επιτυχία μια πολιτική γραμμή που θα είχε ως αποτέλεσμα να εδραιωθούν ως βασικός πυλώνας του πολιτικού σκηνικού στις χώρες τους, ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη.
Αν εξετάσουμε την πολιτική δύο κομμουνιστικών κομ
μάτων, της Ελλάδας και της Γαλλίας, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες στη στρατηγική τους απέναντι στο ζήτημα της εξουσίας και ενδιαφέρουσες αποκλίσεις στην τακτική. Το γενικό σχέδιο ήταν η κατοχύρωση των κομμάτων με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους στο πολιτικό σκηνικό, μέσα από τη συνεργασία με τους Συμμάχους και τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις που στήριζαν, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα τον ριζικό αποκλεισμό του δωσίλογου πολιτικού προσωπικού.
Η συμμετοχή σε πανεθνικές κυβερνήσεις συνδυαζόταν με μια πυρετώδη προσπάθεια αλλαγής συσχετισμών και κατοχύρωσης της ηγεμονίας στην οργανωμένη βάση της κοινωνίας, σε θεσμούς όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί, την προσέγγιση τμημάτων του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας. Αυτοί οι νέοι συσχετισμοί, με τη σειρά τους, θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν de facto μέσα από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Η γαλλική περίπτωση: η Αντίσταση ως υπέρτατη πηγή νομιμότητας
Στην άλλη άκρη της Μεσογείου, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και το Εθνικό Μέτωπο συμμετείχαν στη Γαλλική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης και μετέπειτα στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας υπό τον στρατηγό Ντε Γκολ. Η πολιτική στρατηγική του γαλλικού κόμματος –το οποίο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου είχε άμεση και διαρκή επαφή με τη Σοβιετική Ενωση– δεν διέφερε και πολύ από εκείνη του αντίστοιχου ελληνικού.
Το ΚΚΓ στόχευε στην αυτονομία της Αντίστασης εντός γαλλικού εδάφους σε σχέση με τους Συμμάχους αλλά και της Αντίστασης του εξωτερικού στο Αλγέρι ή στο Λονδί
νο. Εδώ δεν υπήρχε ελεύθερο έδαφος, όπως στην ελληνική περίπτωση, και ο σχεδιασμός ήταν να εγκατασταθούν νέα όργανα διοίκησης από την Αντίσταση κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης και της «πανεθνικής εξέγερσης» που θα τη συνόδευε. Αυτά τα όργανα, όπως και στην Ελλάδα, θα αναγκαζόταν να τα αναγνωρίσει η κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην οποία συμμετείχε το ΚΚΓ– το κύρος και τη νομιμοποίησή τους τα αντλούσαν από την υπέρτατη πηγή μεταπολεμικής νομιμότητας, την ίδια την Αντίσταση.
Στη Γαλλία, και οι δύο πόλοι –Ντε Γκολ και Κομμουνιστικό Κόμμα– συνέκλιναν στον αποκλεισμό του τρίτου, του δωσίλογου προσωπικού του καθεστώτος συνεργασίας του Βισύ, από τη μεταπολεμική εξουσία, που περνούσε μέσα από τη χρησιμοποίησή τους από τους Συμμάχους, καταρχάς τους Αμερικανούς. Εξίσου ίσως απειλητικά για το κύρος και την υπόσταση της μεταπολεμικής Γαλλίας φάνταζαν τα σενάρια σχηματισμού στρατιωτικής συμμαχικής κυβέρνησης μετά την απόβαση στη Νορμανδία. Στη γαλλική περίπτωση κανένα μέρος δεν απέκλειε το άλλο από τον εθνικό κορμό. Ο στρατηγός Ντε Γκολ επιθυμούσε την αναγέννηση της «αιώνιας Γαλλίας» και τόνιζε πως πηγή των εξουσιών θα ήταν το κράτος, ενώ οι κομμουνιστές υπενθύμιζαν την ενοχή του τελευταίου θεσμού για το αίσχος της συνεργασίας και προέτασσαν την υπεροχή –ηθική, πολιτική και εντέλει πολιτειακή– της Αντίστασης. Τα δύο μέρη θα έλυναν τις πολιτικές διαφορές τους αφού ξεμπέρδευαν τόσο με τους δωσίλογους όσο και με την παρουσία των Συμμάχων, στους οποίους δεν επιθυμούσαν να δώσουν δικαιώματα εσωτερικής παρέμβασης. Μοναδική παραφωνία υπήρξε το πριγκιπάτο του Μονακό, όπου ο τοπικός ηγεμόνας είχε την ιδέα να ζητήσει τη βοήθεια των Αμερικανών για να τιθασεύσει το θορυβώδες αντιστασιακό κίνημα. Οι Αμερικανοί αρνήθηκαν ευγενικά να ικανοποιήσουν το αίτημα.
Στις πρώτες εκλογές του 1945 στη Γαλλία το ΚΚΓ αναδείχτηκε πρώτο με 5 εκατομμύρια ψήφους και ποσοστό 26%, ενώ μια σύγκριση μεγεθών δείχνει ότι το ελληνικό κόμμα ήταν πολύ ισχυρότερο. Το αν αυτές οι κατακλυσμιαίες αλλαγές τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο θα αποτυπώνονταν ή όχι σε μια νέα πολιτική πραγματικότητα ήταν το διακύβευμα τη στιγμή της Απελευθέρωσης. Και στο σημείο αυτό υπεισήλθε αποφασιστικά το σύστημα επιρροής των νέων –και παλαιών– παγκόσμιων δυνάμεων.
Ενώ λοιπόν στη Γαλλία έγινε η αποστράτευση των αντιστασιακών οργανώσεων και το ΚΚΓ εισήλθε στην κυβέρνηση, στην Ελλάδα η ίδια διαδικασία χρησιμοποιήθηκε από τους Βρετανούς και τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου για να εξωθήσουν τους υπουργούς του ΕΑΜ σε παραίτηση και να ξεκινήσουν την προαποφασισμένη σύγκρουση με την Αριστερά αιματοκυλώντας το συλλαλητήριο του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944. Περνώντας εν τάχει την επόμενη περίοδο θα αναφερθούμε στη στάση του ΚΚΓ όσον αφορά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Η στάση του ΚΚΓ απέναντι στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο
Το ΚΚΓ συμμετείχε στην κυβέρνηση της χώρας του από την απελευθέρωση έως το 1947, προωθώντας ένα πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, εθνικοποιήσεων, εκβιομηχά
νισης και «αγώνα για παραγωγή», εκδημοκρατισμού, αλλά όχι και αποαποικιοποίησης. Στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου που γρήγορα αντικατέστησε τη μεταπολεμική συνεργασία μεταξύ των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1947 το ΚΚΓ, όπως και τα κομμουνιστικά κόμματα Ιταλίας και Βελγίου, θα εκδιωχθεί από την κυβέρνηση ενόψει του αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ. Ως απάντηση θα έρθει η συγκρότηση της Κομινφόρμ τον Σεπτέμβριο του 1947 από τα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και εκείνα της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Με την αποχώρηση των Γάλλων κομμουνιστών από την κυβέρνηση το 1947, θα επέλθει χάσμα στην πολιτική ζωή της χώρας. Από τα τέλη του 1947 και το 1948 μια σειρά απεργιακών κυμάτων συγκλόνισαν τη χώρα. Από την άλλη η ανάδυση του γκολικού RPF, μιας νέας πολιτικής δύναμης της Δεξιάς που πολιτευόταν με βάση τον αντικομμουνισμό και συγκέντρωσε υποστηρικτές της δωσίλογης κυβέρνησης Πετέν, οδήγησε σε πολιτικές συγκρούσεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα το ΚΚΓ προσέγγισε και τα γεγονότα του ελληνικού εμφυλίου.
Στις αρχές του 1946 το «ελληνικό ζήτημα» θα τεθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ από τη σοβιετική αντιπροσωπεία, που ζητά τον τερματισμό της βρετανικής ανάμειξης στην Ελλάδα. Παρά τον συμβιβασμό που ακολούθησε και τους χαμηλούς τόνους, το ΚΚΓ μέσω του Τύπου του και ειδικά της «L’Humanité» θα προβάλει ιδιαίτερα το γεγονός. Το ΚΚΓ θα εκδώσει ανακοίνωση καταδικάζοντας τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα:
«Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΓ και η κοινοβουλευτική ομάδα του [...] καταδικάζουν με αγανάκτηση τα εγκλήματα των φασιστών ληστών που λεηλατούν τα γραφεία των εργατικών και δημοκρατικών οργανώσεων και σφάζουν τους μαχητές που πολέμησαν με ηρωισμό τη χιτλερική Γερμανία για να απελευθερώσουν τη γη τους.
Απευθύνουν στους Ελληνες πατριώτες μήνυμα ενεργητικής συμπαράστασης στον θαρραλέο αγώνα που διεξάγουν για τη συντριβή του φασισμού και για την αποκατάσταση των αληθινών θεσμών». («L’Humanité», 23 Ιανουαρίου 1946, σε Ν. Μπαλτά 1993) Ολο το 1946 το ΚΚΓ θα υπερασπιστεί την Αριστερά στην Ελλάδα προβάλλοντας τον κίνδυνο εκφασισμού.
Το 1947, με την εξαγγελία του Δόγματος Τρούμαν στις 12 Μαρτίου, η Ελλάδα επανέρχεται στο διεθνές προσκήνιο ως μέρος πλέον μιας πλανητικής σύγκρουσης που δεν έχει επιστροφή. Το ΚΚΓ θα καταγγείλει το Δόγμα Τρούμαν και θα στείλει ειδικό απεσταλμένο της «L’Humanité» στην Ελλάδα. Σε αυτόν θα δώσει συνέντευξη ο Μάρκος Βαφειάδης, η οποία θα δημοσιευτεί στις 30-31 Μαρτίου 1947 υπό τον τίτλο «Να γιατί πολεμάμε». Περίπου δύο μήνες αργότερα, στις 20 Μαΐου, η εφημερίδα του ΚΚΓ θα αναδημοσιεύσει από ελληνικές εφημερίδες κομμένα κεφάλια ανταρτών σε κοινή θέα.
Στις 25 Ιουνίου 1947 ξεκίνησε το 11ο συνέδριο του ΚΚΓ στο Στρασβούργο, ενώ το κόμμα έχει αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Στο πλαίσιο των εργασιών του συνεδρίου, ο αντιπρόσωπος του ΚΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης θα διακηρύξει την πρόθεση δημιουργίας μιας «ελεύθερης Ελλάδας» με ξεχωριστή κυβέρνηση. Αυτή η σημα