Οι στρατηγικές συμπληγάδες της ΕΑΜικής παράταξης
Η Κομμουνιστική Διεθνής –και ο Τολιάτι– κριτικάρουν εξ αριστερών το 1ο γράμμα του Ζαχαριάδη για το «Οχι». Το φθινόπωρο του ’44 τα σοβιετικά στρατεύματα αγγίζουν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, αλλά...
Από την περίοδο της Επανάστασης του 1821 η Αγγλία άρχισε να έχει αποφασιστικό λόγο στις ελληνικές εξελίξεις ο οποίος βαθμιαία διαμορφώθηκε σε μια ισχυρή επιρροή επί του νέου ελληνικού κράτους.
Εξι μήνες πριν από την εγκαθίδρυση της αγγλόφιλης δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, ο στρατιωτικός ακόλουθος της γαλλικής πρεσβείας στην Αθήνα, αντισυνταγματάρχης Ρ. Περονέ, αναρωτήθηκε μήπως ανταποκρινόταν στην αλήθεια αυτό που ακουγόταν στη Γαλλία ότι «η Ελλάδα έχει γίνει αγγλική κτήση».
Ο Ρ. Περονέ τόνισε ότι η Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό ανήκει στη σφαίρα επιρροής της Αγγλίας. Αλλωστε η Ελλάδα «που τη σχέση της με την Αγγλία έχουμε επισημάνει τόσες φορές», ως χώρα ναυτικών, εμπόρων και τραπεζιτών, κατέχει «μια εξαιρετική στρατηγική θέση ανάμεσα στο Σουέζ, τη Χάιφα, τα Δαρδανέλια και την Αδριατική». Η Ελλάδα που διαθέτει σημαντικές ναυτικές βάσεις «προκαλεί τον πειρασμό της κυβέρνησης του Λονδίνου». 1
Ο Γεώργιος Β΄ είχε επανέλθει στην Ελλάδα, κάτω από ειδικές περιστάσεις, μετά το νόθο δημοψήφισμα του φθινοπώρου (3 Νοεμβρίου) 1935, όπως παραδέχτηκαν Βρετανοί επίσημοι. Είχε προηγηθεί η έντονη προσπάθεια του Γεωργίου Γ΄ να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον αγγλικό βασιλικό οίκο.
Το πρόβλημα είχε προκύψει επειδή στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πατέρας του Γεωργίου, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, είχε χαρακτηριστεί από τους Αγγλους και τους Γάλλους φιλογερμανός, οι οποίοι τελικά συνέβαλαν στην έξωσή του από την Ελλάδα. Ο Γεώργιος στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου βρέθηκε ολόθερμα στο πλευρό της Αγγλίας, όπως και η κυβέρνησή του, τόσο κατά την ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940 όσο και κατά τη γερμανική εισβολή εναντίον της χώρας στις 6 Απριλίου 1941.
Στις 21 Απριλίου 1941, ο Γεώργιος διόρισε νέο πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό, μετά την αυτοκτονία του Αλέξανδρου Κορυζή. Ο Ε. Τσουδερός την ίδια μέρα στο διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό είπε μεταξύ άλλων:
«Η Ελλάς θα παραμείνει πιστή εις τας φιλίας της και τας συμφωνίας της και είναι ευγνώμων προς τον μεγάλον και ευγενή βρετανικόν λαόν, ο οποίος προσφέρει με υπεράνθρωπον αυτοθυσίαν, διά του αγώνος που συνεχίζει με καρτερίαν κατά της βίας του ναζισμού, την υψίστην υπηρεσίαν εξ όσων ποτέ προσέφερεν εις την ανθρωπότητα, και ο οποίος λαός, όπως και άλλοτε, ήλθεν εδώ εις τον τόπον μας εξ ιδίας του πρωτοβουλίας και θελήσεως διά να συμπολεμήσει υπέρ του δικαίου μας και της ελευθερίας μας». 2
Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου αποκαλυπτόταν βαθμιαία ότι ήταν στο βάθος φιλοαγγλικό, άλλωστε αν ήταν φιλομουσολινικό ή φιλοχιτλερικό δεν θα υπήρχε λόγος να υποστεί επίθεση από την Ιταλία και στη συνέχεια από τη Γερμανία. Αν και μετά τη χιτλερική εισβολή «ανώτατοι Ελληνες αξιωματικοί» άρχισαν να ομιλούν «περί συνθηκολογήσεως». Κάτι που έγινε τελικά.
Ενώ ο Γεώργιος και η κυβέρνησή του ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για την Κρήτη και στη συνέχεια μετά την εκεί γερμανική επικράτηση να φυγαδευτούν στο εξωτερικό με τη βοήθεια των Αγγλων, κανένας από τους κυβερνώντες ή τους συμμάχους τους δεν είχε πρόθεση ν’ αφήσει κάποιες εστίες αντίστασης στην Ελλάδα. Στο βασιλικό καθεστώς και στους Αγγλους φάνηκε να υπήρχε η σκέψη ότι η ανάπτυξη ενός λαϊκού αντιστασιακού αγώνα στην κατεχόμενη Ελλάδα θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει το υπάρχον μέχρι τότε πολιτικό κατεστημένο αλλά και τη βρετανική επιρροή στη χώρα. Με αυτό το πνεύμα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου παρέδωσε στους νέους κατακτητές έναν σημαντικό αριθμό κρατουμένων κομμουνιστών, ανάμεσά τους και τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, που θεωρούνταν ως οι κατεξοχήν αμφισβητίες της καθεστηκυίας τάξης και της βρετανικής επιρροής στην Ελλάδα.
Το βαθύτερο σκεπτικό που επικρατούσε στο αστικό καθεστώς και στους Αγγλους ήταν ότι οι λαοί θα έπρεπε γενικά ν’ αναμένουν το αποτέλεσμα του πολέμου που θα κρινόταν στα πεδία των μαχών των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκείνοι
οι λαοί που θα ήταν στο στρατόπεδο των νικητών στο τέλος του πολέμου, θα επέβαλαν στους ηττημένους εκτός των άλλων και τις εθνικές εδαφικές τους διεκδικήσεις.
«Ελληνες καρτερήτε»
Στο διάγγελμα του Τσουδερού στις 23 Απριλίου 1941 προς τον ελληνικό λαό, λίγο πριν αναχωρήσει «εξ Αθηνών μετά του ηρωϊκού Βασιλέως» διά να μεταφέρει «τον αγώνα εις Κρήτην», διακρινόταν αυτό το σκεπτικό. Το διάγγελμα κατέληγε τονίζοντας: «Ελληνες καρτερήτε. Ετσι αυξάνουν τα ηθικά κέρδη της χώρας διά των οποίων σύντομα θ’ ανεγερθή η νέα Μεγάλη Ελλάς». 3
Μετά την τριπλή κατοχή της Ελλάδας από Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία, για πρώτη φορά στην ιστορία της μετά το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της χώρας το 1830, επικράτησε ένα γενικό κλίμα αδράνειας στους ηγετικούς παραδοσιακούς πολιτικούς κύκλους
Ο Βρετανός μυστικός απεσταλμένος στην Ελλάδα στην περίοδο της Κατοχής Κρίστοφερ Γουντχάουζ είχε διαπιστώσει αυτοπροσώπως το κλίμα αδράνειας και αναμονής που επικρατούσε στους ηγετικούς κύκλους των δύο μεγαλύτερων ελληνικών πολιτικών κομμάτων της προπολεμικής περιόδου, τους Λαϊκούς και τους Φιλελεύθερους, όπως και σε άλλους πολιτικούς χώρους. Σ΄ αυτούς τους «παθητικούς θεατές» που «περίμεναν την απελεύθερωση» χωρίς να κάνουν τίποτα άλλο παρά μόνο να σκέφτονται το δικό τους μέλλον, ο Γουντχαόυζ κατέτασσε «πολλούς απ΄ τους Ελληνες πολιτικούς του παλιού κόσμου, πρώην βουλευτές, επιχειρηματίες, βιομήχανους, κρατικούς υπαλλήλους, επαγγελματίες, ακόμη και την Εκκλησία». Οι «αναμένοντες» υπήρξαν η κύρια τάση της ιθύνουσας ελληνικής τάξης. Ο συνταγματάρχης Γουντχάουζ παρατήρησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι, όταν μιλάμε «για παράνομη δράση και αντίσταση» στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής, εννοούμε από τη μία πλευρά τους κομμουνιστές και από την άλλη τα ενεργά στοιχεία της κεντροαριστεράς». 4
Μέσα στο γενικό κλίμα «αναμονής» της ιθύνουσας τάξης, των μηχανισμών της και των κομμάτων της, ένας ελληνικός πολιτικός σχηματισμός, ουσιαστικά εξαρθρωμένος σε ηγετικό επίπεδο από τη συστηματική αντικομμουνιστική τακτική του φιλοαγγλικού δικτατορικού καθεστώτος, κέρδισε την ιστορική ευκαιρία να τεθεί επικεφαλής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Σ’ αυτή την εξέλιξη είχε συμβάλει σημαντικά το γράμμα που είχε στείλει ο φυλακισμένος αρχηγός του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1940, με την ευκαιρία της ιταλικής επίθεσης, που δημοσιεύτηκε στον αθηναϊκό Τύπο στις 2 Νοεμβρίου και απευθυνόταν «προς τον λαό της Ελλάδας».
Επρόκειτο για μια αρκετά τολμηρή και ριψοκίνδυνη πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, καθώς από τον Αύγουστο του 1939 και την υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ στη Μόσχα, λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Σοβιετική Ενωση ακολουθούσε πολιτική ουδετερότητας, πιστεύοντας ότι έτσι
άφηνε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ν’ αλληλοσυγκρούονται και ν’ αδυνατίζουν.
Στο «ανοιχτό γράμμα» του Ζαχαριάδη «προς το λαό της Ελλάδας» διαβάζουμε: «Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει… Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι… Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη. Επαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για τον σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι μια καινούρια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ιμπεριαλιστική ξενική εξάρτηση. Ολοι στον αγώνα ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της».5
Αλλά το ΚΚΕ δεν ήταν ένα κόμμα που αγωνιζόταν μόνο κατά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της Ελλάδας, ήταν παράλληλα και ένα διεθνιστικό κόμμα, ενεργό μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Ο Ζαχαριάδης φοβούμενος ότι η γραμμή του γράμματός του της 31ης Οκτωβρίου θα μπορούσε να έρχεται σε κάποια αντίθεση με τις θέσεις της ΚΔ συνέταξε δύο ακόμη επιστολές που διέφεραν από την πρώτη. Επιστολές που όμως δεν δημοσιεύθηκαν και έτσι το πρώτο γράμμα ίσχυσε και πέρασε ως κεντρική θέση του ΚΚΕ στην περίοδο της Αντίστασης.
Πράγματι η Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ άσκησε κριτική στο γράμμα του Ζαχαριάδη με απόφασή της στις 10 Ιανουαρίου 1941 που συνυπέγραψαν ο γενικός γραμματέας της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ Γκ. Δημητρόφ και οι Γκότβαλντ (ΚΚ Τσεχοσλοβακίας), Μανουίλσκι (σοβιετικό κόμμα), Ερκολι (Παλμίρο Τολιάτι, ΚΚ Ιταλίας), Φλορίν (ΚΚ Γερμανίας), Πικ (ΚΚ Γερμανίας), Μαρτί (ΚΚ Γαλλίας) και Ντολόρες Ιμπαρούρι (ΚΚ Ισπανίας).
Στην απόφαση της ΕΕ της ΚΔ διαβάζουμε ότι «η συμμαχία με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό (της ελληνικής κυβέρνησης) κατήργησε στη πράξη την ουδετερότητα της Ελλάδας στον παρόντα ιμπεριαλιστικό πόλεμο, μετέτρεψε την Ελλάδα σε όργανο του αγγλικού ιμπεριαλισμού…». Η απόφαση κατέληγε ως εξής: «Τη μοναδική διέξοδο από τη δύσκολη κατάσταση, στην οποία έθεσε τον ελληνικό λαό η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μεταξά, οι κομμουνιστές βλέπουν στην πλήρη απομάκρυνση από αυτή την πολιτική, στην προσχώρηση του ελληνικού λαού στην πολιτική της ουδετερότητας και της ειρήνης που ασκείται από τη Σοβιετική Ενωση, και στην καθιέρωση των πιο στενών και φιλικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Σοβιετικής Ενωσης». 6
Οι προσδοκίες ή αυταπάτες της σοβιετικής ηγεσίας ότι θα μπορούσε να παραμείνει ουδέτερη στον Παγκόσμιο Πό
λεμο καταρρέουν όταν στις 22 Ιουνίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο σοβιετικό έδαφος και σύντομα προχώρησαν σε μεγάλο βάθος. Η Σοβιετική Ενωση δεν άργησε να αποτελέσει μέλος της αντιχιτλερικής συμμαχίας συνεργαζόμενη με δύο θεωρούμενες απ’ όλους τους κομμουνιστές ως μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Επρόκειτο οπωσδήποτε για έναν ιστορικό συμβιβασμό που πήγαζε από την ανάγκη της νίκης απέναντι στον Αξονα.
Ενα προδρομικό σχήμα της αντιΑξονικής συνεργασίας
Το γράμμα του Ζαχαριάδη, χωρίς ο συγγραφέας να έχει συνείδηση αυτής της σημασίας, αποτέλεσε τον πρόδρομο αυτής της συνεργασίας, καθώς καλούσε τον λαό της Ελλάδας σ’ έναν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, σε συμπόρευση μ’ έναν εκπρόσωπο των Αγγλων, όπως ήταν η δικτατορική κυβέρνηση Γεωργίου-Μεταξά.
Αυτό το δίλημμα, του συνδυασμού του εθνικού με τον διεθνισμό, θα αποτελέσει ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα που θ’ απασχολήσει την ηγεσία του ΚΚΕ σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας 1940-50.
Αλλά η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή για το ΚΚΕ για διάφορους λόγους στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η σύνδεση ανάμεσα στο ΚΚΕ, την ΚΔ και το σοβιετικό κόμμα είχε διακοπεί. Αυτό λειτούργησε θετικά για την ενωτική, εθνικοαπελευθερωτική πολιτική, την οποία πριν ακόμη από τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ενωση άρχισε ν’ ακολουθεί η ηγεσία του ΚΚΕ και τα μέλη του ιδρύοντας την «Εθνική Αλληλεγγύη». Η αντιχιτλερική συμμαχία φαίνεται να δικαιώνει αυτήν τη γραμμή.
Η ηγεσία του ΚΚΕ στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 σε συνεργασία με άλλα μικρότερα δημοκρατικά και μετριοπαθή αριστερά κόμματα συνιδρύουν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο το οποίο θα παίξει στη συνέχεια ιδιαίτερο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και στον αγώνα εναντίον των κατακτητών.
Γουντχάουζ: Το ΕΑΜ ακάθεκτο
Στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ) που ιδρύεται αργότερα, τη στρατιωτική διοίκηση αναλαμβάνει ένας απότακτος αξιωματικός του βενιζελικού κινήματος του 1935, ο Στέφανος Σαράφης. Αυτή η σταθερή ενωτική πολιτική στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενισχύει αποφασιστικά τις δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Αυτό δεν διέφυγε της προσοχής των Βρετανών απεσταλμένων στην κατεχόμενη Ελλάδα, οι οποίοι ανησυχούσαν γι’ αυτές τις εξελίξεις. Ο Γουντχάουζ σχολίασε ότι στη διάρκεια του 1943 το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αναπτύχθηκε «με ραγδαίο ρυθμό είτε το υποστήριζαν οι Βρετανοί είτε όχι, ακλόνητο από τις επιθέσεις και την προπαγάνδα των Γερμανών, ακλόνητο και απ’ αυτήν ακόμα τη διάλυση της Τρίτης Διεθνούς τον Μάιο του 1943».7
Στις 10 Μαρτίου 1944 στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας συγκροτήθηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), η «κυβέρνηση του βουνού». Βασικοί σκοποί της Πολιτικής Επιτροπής ορίστηκαν η διεύθυνση του αγώνα του μαχόμενου έθνους, η διοίκηση των ελεύθερων περιοχών, της αποκαλούμενης Ελεύθερης Ελλάδας, η εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος με τον σεβασμό και την εξασφάλιση της λαϊκής κυριαρχίας, όπως και η συνέχιση των προσπαθειών για κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Το ΚΚΕ ακολουθεί ενωτική πολιτική στη σύνθεση των μελών της ΠΕΕΑ, όπου η πλειονότητα δεν ανήκει στην κομμουνιστική συνιστώσα.
Στις 18 Απριλίου 1944 η ΠΕΕΑ ανασχηματίστηκε με την ακόλουθη σύνθεση:
-Αλέξανδρος Σβώλος, πρόεδρος της ΠΕΕΑ -Γιώργης Σιάντος, γραμματέας Εσωτερικών -Ηλίας Τσιριμώκος, γραμματέας της Δικαιοσύνης -Αγγ. Αγγελόπουλος, γραμματέας Οικονομικών
-Ν. Ασκούτσης, γραμματέας Συγκοινωνίας
-Εμ. Μάντακας, γραμματέας Στρατιωτικών
-Κ. Γαβρηλίδης, γραμματέας Γεωργίας
-Π. Κόκκαλης, γραμματέας Πρόνοιας και Υγιεινής
-Σ. Χαζήμπεης, γραμματέας Εθνικής Οικονομίας. Η πλειονότητα των μελών της ΠΕΕΑ δεν ήταν μέλη του ΚΚΕ, σε αντίθεση με την «προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση του βουνού» τον Δεκέμβριο του 1947, που σε άλλες συνθήκες, στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, το σύνολο σχεδόν των μελών της ανήκε στο ΚΚΕ.
Η ηγεσία του ΚΚΕ θεώρησε ότι ο σχηματισμός της ΠΕΕΑ «αποτελεί σύμβολο και ενσάρκωση της εθνικής ενότητας» και είναι «απαραίτητο όργανο για τον συντονισμό και την πολιτική του απελευθερωτικού αγώνα».
Η διάλυση της ΚΔ τον Μάιο του 1943 είχε επιβεβαιώσει και ελευθερώσει ακόμη περισσότερο το σκεπτικό της ηγεσίας του ΚΚΕ που στη 10η Ολομέλεια τον Γενάρη του 1944 είχε διακηρύξει: «Αγωνιζόμαστε να ενωθούν όλες οι δυνάμεις των πατριωτών της Ελλάδας, άσχετα από ιδεολογικές διαφορές, σε μια ακατάλυτη εθνική ενότητα για να συντρίψουμε τους Γερμανούς και Βούλγαρους κατακτητές… αγωνιζόμαστε στο πλευρό των μεγάλων συμμάχων μας –Σοβιετικής Ενωσης, Μεγάλης Βρετανίας, Ενωμένων Πολιτειών– και όλων των ενωμένων εθνών για την παγκόσμια εκμηδένιση του φασισμού και κάθε τυραννίας… αγωνιζόμαστε για την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδας από κάθε ξένη δύναμη… Μισούμε και καταπολεμούμε κάθε είδος ξενοδουλείας, ραγιαδισμού, οικονομικού, πολιτικού, πνευματικού, ψυχικού… Για τη μεταπολεμική αναδημιουργία της Ελλάδας θεωρούμε σαν μόνο κατάλληλο πολίτευμα τη λαϊκή δημοκρατία και θ’ αγωνιστούμε να κερδίσουμε την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και την ελεύθερη εκδήλωση της στη συνταχτική εθνοσυνέλευση μετά την εθνική απελευθέρωση. Για τις παραπάνω αρχές αγωνίζεται το ΚΚΕ μαζί με άλλα κόμματα και οργανώσεις μέσα στις γραμμές του ΕΑΜ… Γι’ αυτό το ΚΚΕ υιοθετεί και υποστηρίζει την πρόταση της ΚΕ του ΕΑΜ για το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης εθνικής ενότητας…».
Για την επιβεβαίωση αυτής της πορείας οργανώθηκαν από τις 23 έως τις 30 Απριλίου 1944 μυστικές εκλογές στην απελευθερωμένη αλλά και κατεχόμενη Ελλάδα στις οποίες σύμφωνα με τους οργανωτές πήραν μέρος 1.800.000 ψηφοφόροι. «Από τις γενικές συνελεύσεις των εκλεκτόρων κατά εκλογική περιφέρεια αναδείχτηκαν 180 εθνοσύμβουλοι που αντιπροσώπευαν όλα τα στρώματα του ελληνικού λαού, εργάτες, αγρότες, διανοούμενους, κληρικούς, στρατιωτικούς και βιομήχανους».
Καθώς η ηγεσία του ΚΚΕ κινείται αυτόνομα, χωρίς πλέον τις συμβουλές της ΚΔ, προχωράει μέσα στην ελληνική πραγματικότητα προς αξιοπρόσεκτες κατευθύνσεις.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας για ανεξαρτησία της Ελλάδας και η μεγάλη ανάπτυξη του ΕΑΜικού κινήματος δημιουργούσαν σοβαρό σκεπτικισμό στην πλευρά των Αγγλων, οι οποίοι βαθύτερα στόχευαν να θέσουν εκ νέου υπό την επιρροή τους τη χώρα. Ετσι, κάποια στιγμή ζήτησαν τη βοήθεια των Σοβιετικών. Ο θαυμασμός και η αγάπη των Ελλήνων κομμουνιστών προς τη Σοβιετική Ενωση ήταν πέρα από κάθε συζήτηση. Τον Δεκέμβριο του 1942 τις αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης υπέγραψε το ΚΚΕ με τον πλήρη τίτλο του: ΚΚΕ (ΕΤΚΔ), ΚΚΕ (Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς). Στο πρώτο χαιρετιστήριο μήνυμα της Συνδιάσκεψης διαβάζουμε: «Ζήτω ο αγώνας των σοβιετικών λαών και του Κόκκινου Στρατού για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από το φασισμό – Ζήτω ο μεγάλος αρχηγός και στρατηλάτης της απελευθέρωσης σ. Στάλιν». 10
Ο Σοβιετικός πρεσβευτής στο Κάιρο
Η πρώτη σημαντική έμμεση παρεμβολή των Σοβιετικών παρουσιάστηκε την περίοδο της Διάσκεψης του Λιβάνου, την άνοιξη του 1944. Εκείνη την περίοδο η ηγεσία του Βουνού ήταν πολύ δυσαρεστημένη με τη στάση της αριστερής αντιπροσωπείας στον Λίβανο. Τότε ο Πέτρος Ρούσος, μέλος της αντιπροσωπείας της Αριστεράς, σε έκθεσή του στο Πολιτικό Γραφείο έγραψε ότι «η προσωπική γνώμη» του Σοβιετικού πρεσβευτή στο Κάιρο Νικολάι Νόβικοφ, που του διαβιβάστηκε, ήταν η ακόλουθη:
«1. Η συμφωνία του Λιβάνου ανταποκρίνεται προς τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων.
2. Η στάση της αντιπροσωπείας σας είναι η σωστή.
3. Πρέπει να μπείτε στην κυβέρνηση (Γ. Παπανδρέου).
4. Να φροντίσετε να γίνει γνωστή η γνώμη αυτή στα βουνά».
Αλλά στα τέλη Ιουλίου 1944 μια σοβιετική στρατιωτική αποστολή έφτασε στα αντάρτικα βουνά και διαπιστεύτηκε στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Δεν πρόκειται για μια καθαρά στρατιωτική αποστολή. Οπως και οι αντίστοιχες αποστολές των Αγγλων και Αμερικανών στην Ελλάδα, έτσι και η σοβιετική αποτέλεσε το μυστικό μάτι της κυβέρνησης της, συνδεδεμένη με συγκεκριμένες ειδικές