Συμβιβασμός και συνεννόηση
Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Είναι σίγουρο πως ακόμη και ο Τολιάτι, όταν το 1946 συνέτασσε τον περίφημο νόμο για την αμνηστία, λάμβανε σοβαρά υπόψη όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα». 6 Ο εκδημοκρατισμός του κράτους ήταν δύσκολο εγχείρημα. Τον Φεβρουάριο του 1946 είχαν εξεταστεί οι περιπτώσεις 394.000 δημόσιων υπαλλήλων και λειτουργών, από τους οποίους απολύθηκαν τελικά 1.580. Οι περισσότεροι από αυτούς επικαλέστηκαν το «σύνδρομο του γατόπαρδου» (gattopardismo) που αναγκάζεται να αλλάξει τα στίγματα του τριχώματός του, αφού η εγγραφή στο Φασιστικό Κόμμα ήταν υποχρεωτική για κάθε δημόσιο υπάλληλο. Τελικά η επιτροπή που είχε συσταθεί για να ολοκληρώσει το έργο της κάθαρσης διαλύθηκε τον Μάρτιο του 1946 και τρεις μήνες αργότερα ανακοινώθηκαν οι πρώτες περιπτώσεις χορήγησης αμνηστίας, ενώ ταυτόχρονα ανακλήθηκαν όλες οι ποινές φυλάκισης κάτω των πέντε ετών.
Στην πραγματικότητα όλοι οι νομάρχες, δήμαρχοι και τα μεσαία στελέχη των δημόσιων υπηρεσιών που διώχθηκαν την περίοδο 1944-45 επέστρεψαν στο πόστο τους και δεν χρειάστηκε να καταβάλουν τα τυχόν πρόστιμα που τους καταλογίστηκαν, ενώ 50.000 Ιταλοί που καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για φασιστικές δραστηριότητες έμειναν για μικρό διάστημα στη φυλακή. Τελικά εκτελέστηκαν 50 άτομα στα οποία τα δικαστήρια είχαν επιβάλει την ποινή του θανάτου. Βεβαίως δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή του αναγνώστη πως οι εκτελέσεις του Μουσολίνι και της Πετάτσι δεν ήταν οι μοναδικές περιπτώσεις, καθώς οι παρτιζάνοι προέβησαν σε πολλές εκτελέσεις φασιστών και μάλιστα αρκετά μετά τη λήξη του Πολέμου. Ομως επρόκειτο για πρωτοβουλιακές δράσεις της βάσης και λιγότερο για κατευθύνσεις της ηγεσίας.
Αντίθετα, στην Ελλάδα –όπου οι ιθύνοντες κύκλοι της άρχουσας τάξης συνεργάστηκαν εξαρχής με τους Γερμανούς κατακτητές– οι μεταπολεμικές διώξεις δεν στράφηκαν προς τη Δεξιά, αλλά προς την Αριστερά, που είχε πρωτοστατήσει στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών. Ελάχιστα άτομα τιμωρήθηκαν με αυστηρότητα για τη συ
νεργασία τους με τους Γερμανούς, ενώ η θανατική ποινή έγινε το κατεξοχήν όπλο στον αγώνα κατά της Αριστεράς. Οι διώξεις στην Ελλάδα είχαν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα. Οι συγκρούσεις που ξέσπασαν το 1944-45 έπεισαν τους Βρετανούς ότι έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα ένα συντηρητικό καθεστώς και πως η δίωξη όσων πολιτικών και επιχειρηματιών συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς μπορούσε να έχει αρνητικά αποτελέσματα σε μια μικρή χώρα μεγάλης στρατηγικής σημασίας, όπου η επαναστατική Αριστερά ήταν έτοιμη να πάρει στα χέρια της την εξουσία.
«Ευτυχώς για την Ιταλία, ο Τολιάτι απέφυγε να πράξει όσα έγιναν στην Ελλάδα». 7 Η περιπέτεια της Ελλάδας στάθηκε για τους Ιταλούς μια «μαύρη ιστορία» και πάνω σε αυτήν στηρίχθηκαν τόσο οι ρεφορμιστές όσο και οι σταλινικοί για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τους επιλογές και πρακτικές, είτε αυτές ήταν συμβιβαστικές είτε ανατρεπτικές. Ακόμη και σήμερα, πλήθος διανοουμένων που προέρχονται από το PCI (και όχι μόνο) χρησιμοποιούν αυτά τα γεγονότα για να υπογραμμίσουν μια υποτιθέμενη αντιδιαστολή ανάμεσα στον «εμπνευσμένο ρεαλισμό» του Τολιάτι και τον «παιδιάστικο τυχοδιωκτισμό» του ΚΚΕ.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και κάποιες ομοιότητες. Τόσο ο Τολιάτι όσο και ο Μορίς Τορές του Κομμουνιστικού Kόμματος Γαλλίας πήραν την κατεύθυνση να προχωρήσουν στον αφοπλισμό των αντάρτικων ομάδων και να εργαστούν στις κυβερνήσεις εθνικής συμφιλίωσης – του στρατάρχη Μπαντόλιο ο πρώτος και του στρατηγού Ντε Γκολ ο δεύτερος.
Οι Ιταλοί υπογραμμίζουν την παράδοση της εξουσίας εκ μέρους των κομμουνιστών στην άρχουσα τάξη και την αντικατάσταση του αντικαπιταλιστικού και αντιιμπεριαλιστικού μπλοκ με την πολιτική συμμαχία των τριών μεγάλων κομμάτων. Ετσι, οι Ιταλοί κομμουνιστές αποδέχτηκαν τους αστικούς θεσμούς ως προνομιακό χώρο της πολιτικής τους δράσης.
Ο Τολιάτι γράφει σχετικά στο κείμενό του «Ενότητα της εργατικής τάξης και τα καθήκοντα των κομμουνιστικών κομμάτων», τον Νοέμβριο του 1949: «Οι εργάτες, οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές, οι δημοκράτες και οι καθολικοί γνωρίστηκαν καλύτερα και ένιωσαν την ανάγκη να συνεχίσουν και μετά τον πόλεμο την κοινή δουλειά τους για τη συντριβή όλων των υπολειμμάτων του Φασισμού για τη δημιουργία μιας καινούργιας ελεύθερης και φιλειρηνικής κοινωνίας, που να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία όλων των λαών και την κοινωνική πρόοδο».
Ο Τολιάτι με τις ενέργειές του θέτει στην ουσία τα
θεμέλια του ευρωκομμουνισμού, του οποίου τους καρπούς έδρεψε αργότερα ο γενικός γραμματέας του PCI Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, που κάτω από την ηγεσία του το κόμμα έγινε το δεύτερο της Ιταλίας σε κοινοβουλευτική δύναμη και το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης.
Ο συμβιβασμός των Ιταλών κομμουνιστών κατορθώνει να απομακρύνει τον κίνδυνο ενός εμφύλιου πολέμου, ενώ στην Ελλάδα τα πράγματα παραμένουν επικίνδυνα ρευστά. Οι Ελληνες κομμουνιστές που είχαν πρωτοστατήσει στην Εθνική Αντίσταση και στον αγώνα κατά του φασισμού φαίνεται πως περίμεναν ευνοϊκότερη μεταχείριση, τώρα που ο ρόλος της νικήτριας Σοβιετικής Ενωσης είχε παγκοσμίως αναβαθμιστεί και οι Αγγλοι ήταν σύμμαχοι στον αντιφασιστικό αγώνα. Ομως οι εξελίξεις θα τους διέψευδαν οικτρά.
Οι Ιταλοί παρατηρούν πως ο Τσόρτσιλ, προκειμένου να καθησυχάσει τον Στάλιν και τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης, παρουσίασε τη σφαγή της 3ης Δεκέμβρη ως «μια εξέγερση των κομμουνιστών», τους οποίους μεθοδικά αποκαλούσε «αναρχικούς, γκάνγκστερ και τροτσκιστές».
«To KKE, με αφορμή την άρνηση Παπανδρέου να δώσει κάποια σημαντικά χαρτοφυλάκια στους κομμουνιστές, άρχισε την 1η Δεκεμβρίου ένα επικίνδυνο μπρα ντε φερ με την κυβέρνηση, όχι όμως μια εξέγερση με σκοπό την επανάσταση».
Τα τραγικά γεγονότα του Παγκόσμιου Πολέμου και του Δεκέμβρη άλλαξαν πολλές φορές την αντίληψη του ΚΚΕ για τους Βρετανούς. Ετσι, οι «Βρετανοί ιμπεριαλιστές» όταν συμμαχούν με τον Στάλιν μετατρέπονται σε «αντιφασίστες συμμάχους»· όταν όμως δολοφονούν εν ψυχρώ τον λαό στο Σύνταγμα, ξαφνικά διαλύεται το νεφέλωμα «της μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας» που είχε αποδεχθεί η πολιτική του ΚΚΕ.
Ο Τσόρτσιλ είχε προετοιμαστεί για να καλύψει το έδαφος που άφηναν οι κατοχικές δυνάμεις υποχωρώντας από την Ελλάδα και δεν επρόκειτο να διστάσει. Ο Στάλιν ενδιαφερόταν να κρατήσει τα εδάφη της ηπειρωτικής Ευρώπης που είχε απελευθερώσει από τον Χίτλερ και να προσαρτήσει στη σοβιετική επιρροή τη Ρουμανία και την Ουγγαρία, παρά τη θέληση των λαών τους και τη μικρή δύναμη των ντόπιων κομμουνιστικών κομμάτων.
Αυτό υπογραμμίζεται και από μια επιστολή που είχε στείλει ο Τσόρτσιλ στον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας στις 7 Νοεμβρίου (έναν μήνα πριν από τα Δεκεμβριανά).
«Κατά την κρίση μου, αφού έχουμε πληρώσει στη Ρωσία το τίμημα που έπρεπε ώστε να έχουμε ελευθερία κινήσεων στην Ελλάδα, δεν πρέπει να διστάσουμε να αποσπάσουμε βρετανικά στρατεύματα για να βοηθήσουμε τη βασιλική
κυβέρνηση της Ελλάδας υπό την προεδρία του Παπανδρέου. Τα βρετανικά στρατεύματα πρέπει να επέμβουν για να προλάβουν και να εμποδίσουν παράνομες πράξεις».
Οι Βρετανοί είχαν επιλέξει προσεκτικά τον χρόνο και τον τόπο της σύγκρουσης. Ενώ η άλλη πλευρά ούτε είχε προετοιμαστεί ούτε είχε κινητοποιήσει τον λαό προς την κατεύθυνση αυτή ούτε είχε φροντίσει να συγκεντρώσει τις απαραίτητες δυνάμεις για μια σύγκρουση που έμοιαζε αναπόφευκτη.
Οι Ιταλοί επισημαίνουν δύο βασικές διαφορές σε σχέση με την πατρίδα τους. Πρώτον, «τη σφοδρότητα της ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα». Δεύτερον, «την αδυναμία της αξιοθρήνητης και υποτελούς αστικής τάξης της Ελλάδας να δεχτεί μια ήπια μεταρρυθμιστική πολιτική που θα παραχωρούσε κάτι στους κομμουνιστές, ώστε στα μάτια του λαού να δικαιολογείται και η δική της παρουσία στην κυβέρνηση».
Οταν ο Τσόρτσιλ επικρίθηκε από τον βρετανικό Τύπο για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, αμύνθηκε ισχυριζόμενος πως ο Στάλιν έμενε αμετακίνητος στη μεταξύ τους συμφωνία και πως οι σοβιετικές εφημερίδες «Πράβντα» και «Ισβέστια» δεν έγραψαν ούτε ένα επικριτικό σχόλιο όλες τις εβδομάδες που διάρκεσαν τα επεισόδια.
Οι Ελληνες κομμουνιστές προκειμένου να αποφύγουν τη σύγκρουση υπέγραψαν το 1944 τρεις συμφωνίες (Πλάκα 29 Φλεβάρη, Λίβανος 20 Μάη, Καζέρτα 26 Σεπτέμβρη) που παραχωρούσαν την ανώτερη διοίκηση της Αντίστασης στους Βρετανούς και τον βασιλιά. Παρ’ όλα αυτά η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, δημιουργώντας ερωτήματα γιατί οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ (περίπου 40.000 άντρες της κεντρικής Ελλάδας) αντί να μπουν στην πρωτεύουσα κυνηγούν και διαλύουν εύκολα τους άντρες του ΕΔΕΣ. Ετσι, μετά τη σφαγή της 3ης Δεκεμβρίου, στις συμπλοκές εμπλέκονται νέοι από τις αντιστασιακές οργανώσεις της Αθήνας οι οποίοι είναι άπειροι και όχι καλά οπλισμένοι. Εδώ υπάρχουν δύο σημεία κριτικής: πρώτον, γιατί δεν αποτίμησαν σωστά την κατάσταση και δεν εγκατέλειψαν τη παλαιά συνήθεια της εξόντωσης των ανταγωνιστών.
Οι Σοβιετικοί από τη μεριά τους δεν αναμείχθηκαν καθόλου στην υπόθεση της ελληνικής σύγκρουσης. Οταν στις 25 Δεκεμβρίου ο Τσόρτσιλ ήλθε στην Ελλάδα συνάντησε τους εκπροσώπους του ΕΛΑΣ οι οποίοι, άγνωστο για ποιον λόγο, περίμεναν μια αναγνώριση της προσφοράς τους στον αγώνα κατά του ναζισμού από τον Βρετανό πρωθυπουργό
και ζήτησαν τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και τα υφυπουργεία του υπουργείου Αμύνης και Εξωτερικών. Τελικά δεν πήραν τίποτε και αποχώρησαν. Στη συνάντηση εκείνη, εκτός του Τσόρτσιλ παρευρισκόταν ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ο οποίος επρόκειτο να χριστεί προσωρινά αντιβασιλέας, ο Γ. Παπανδρέου, αλλά και ο αρχηγός της σοβιετικής αποστολής Γκριγκόρι Ποπόφ. Ο Δαμασκηνός όρισε πρωθυπουργό τον Πλαστήρα, που σκλήρυνε τη στάση του αποκαλώντας τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ «αναρχικούς και ληστές». Η Σοβιετική Ενωση στις 30 Δεκεμβρίου έστειλε πρέσβη στην Αθήνα, αναγνωρίζοντας επίσημα το καθεστώς που εξόντωνε με τον πλέον άγριο τρόπο τους Ελληνες αντιστασιακούς και κομμουνιστές.
Ενας πικρός συμβιβασμός
Μετά την ήττα οι Ελληνες κομμουνιστές επέλεξαν ακόμη μια φορά τον δρόμο του συμβιβασμού, υπογράφοντας τη συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945. Η συμφωνία προέβλεπε τον αφοπλισμό των αντάρτικων ομάδων, όπως έγινε και στην Ιταλία (με τη συμφωνία που υπόγραψαν οι Παγέτα, Πάρι, Σόνιο και Πιτζόνι) τον Δεκέμβριο του 1944 στη Ρώμη.
«Η διαφορά είναι ότι οι όροι της Βάρκιζας είναι πιο επαχθείς και δεν δίνουν τίποτε σε αντάλλαγμα. Η συμμετοχή του ΕΛΑΣ στην κυβέρνηση αποκλείεται, ενώ το δημοψήφισμα για τη βασιλεία και οι εκλογές παραπέμπονται στις καλένδες. Η συμφωνία προσφέρει στους άντρες του ΕΑΜΕΛΑΣ μια ανέντιμη αμνηστία, αφού αποκλείει τα “ποινικά αδικήματα”. Αυτό στο εγγύς μέλλον θα επιτρέψει στους εμπλεκόμενους του Δεκέμβρη και στους αγωνιστές της αντίστασης να δικαστούν αργότερα για “ποινικά αδικήματα” που τελέστηκαν στην κατοχή».
Για τον Αντόνιο Μοσκάτο οι διαφορές είναι δύο:
«Στην Ιταλία ο υπουργός Δικαιοσύνης είναι κομμουνιστής (Τολιάτι) και αυτός αναλαμβάνει να αποκαταστήσει την ταξική δικαιοσύνη η οποία θα αμνηστεύσει τους συνεργάτες των Γερμανών και θα φυλακίσει τους αντιστασιακούς. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, αποκλείεται αμέσως η συμμετοχή των κομμουνιστών στην κυβέρνηση. Πέρα όμως από αυτό, τα αποτελέσματα δεν είναι και τόσο διαφορετικά. Στην Ελλάδα, η αξιοθρήνητη και ξεπουλημένη αστική τάξη (εκτός των εφοπλιστών, που όμως έχουν τις δουλειές τους στο εξωτερικό) δεν έχει την οικονομι
κή δύναμη, άρα ούτε την υπομονή ούτε την πολυτέλεια να στηρίξει μια “δημοκρατική φάση” συνεργασίας των τάξεων με τους κομμουνιστές, στους οποίους δεν μπορεί και δεν θέλει να παραχωρήσει τίποτε. Πρόκειται για μια αστική τάξη που μοιάζει με τη γιουγκοσλαβική, προσκολλημένη σε μια απαρχαιωμένη μοναρχία και υπόδουλη στους ξένους. Τα διαφορετικά αποτελέσματα δεν οφείλονται τόσο στον προσανατολισμό των κυρίαρχων τάξεων των δύο χωρών όσο στη στρατηγική και την τακτική των κομμουνιστών των δύο χωρών».
Τα αποτελέσματα στην Ιταλία είναι λιγότερο δραματικά, αφού η ιταλική ιμπεριαλιστική αστική τάξη –σε αντίθεση με την ελληνική– έχει τη δυνατότητα να συνεισφέρει κάτι –έστω και προσωρινά– ώστε να αποζημιώσει το PCI για τον αγώνα για την αποκατάσταση της νομιμότητας.
Στην Ελλάδα, ο άγριος διωγμός των κομμουνιστών είναι γενικευμένος και αρχίζει την επόμενη μέρα μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας. Πρωταγωνιστές, τα πρώην μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας που δημιουργήθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές. Στην Ιταλία οι διώξεις αφορούν μεμονωμένα επεισόδια, όπως την καταδίκη σε θάνατο τριών παρτιζάνων οι οποίοι στην απελευθέρωση εκτέλεσαν 51 φασίστες χωρίς δίκη.
Οι Ιταλοί εστιάζουν επίσης στην τραγική περίπτωση του Αρη Βελουχιώτη, που προέβλεψε τη σύγκρουση με τους Εγγλέζους και αρνήθηκε να καταθέσει τα όπλα του, καταλήγοντας να πεθάνει μόνος, απομονωμένος από τους συντρόφους του και συκοφαντημένος από το ΚΚΕ. Τέλος, οι Ιταλοί εστιάζουν στην αψυχολόγητη ενέργεια των Ελλήνων κομμουνιστών να απέχουν από τις εκλογές του 1946, κάτι που βοήθησε στην επιπλέον περιθωριοποίηση του ΚΚΕ και επέτρεψε στη Δεξιά να εντατικοποιήσει τον διωγμό και την εξόντωση των αριστερών στην Ελλάδα, αλλά και στην ακόμη πιο παράλογη νομιμοποίηση του δημοψηφίσματος για τη μοναρχία, που έγινε μέσα σε κλίμα τρόμου και είχε ως αποτέλεσμα η βασιλεία, η οποία ήταν ανεπιθύμητη το 1944, να επανέλθει παίρνοντας το ασύλληπτο ποσοστό του 68%, ενώ η δημοκρατία το 32% και έπρεπε να περιμένει 30 ολόκληρα χρόνια.
Οι Ιταλοί βλέπουν τελικά στον ελληνικό εμφύλιο μια ευκαιρία που χάθηκε για τους κομμουνιστές όταν ο ΕΛΑΣ δεν αναλαμβάνει δράση τον Οκτώβριο του 1944, προτού οι Εγγλέζοι προλάβουν να μεταφέρουν στρατεύματα, ενώ έχει στην ουσία τον έλεγχο μιας χώρας που ελευθερώθηκε καθώς τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρούσαν για να μην πέσουν στην «τανάλια» του Σοβιετικού στρατάρχη Τολμπούχιν που κατηφόριζε στα Βαλκάνια και των συμμαχικών δυνάμεων που ανηφόριζαν στην Ιταλία. Αναγνωρίζουν όμως πως η διγλωσσία/αμηχανία του ΚΚΕ και η αδυναμία κάποιων στελεχών του να εκτιμήσουν σωστά την κατάσταση οδηγούν στην ήττα και τη μετέπειτα τραγωδία. Διακρίνουν τη διαφορετικότητα και τη συνειδητότητα της ιταλικής από την ελληνική μη παραγωγική αστική τάξη. Μην ξεχνάμε πως η αστική τάξη της Ελλάδας προτιμούσε να κρατά κλειστά τα εργοστάσια, μη χρησιμοποιώντας για την παραγωγή τις πρώτες ύλες που την προμήθευαν οι σύμμαχοι, αλλά προτιμώντας να κερδοσκοπεί πουλώντας τες στη μαύρη αγορά. Αναγνωρίζουν όμως ότι οι χειρισμοί Τολιάτι γλίτωσαν την Ιταλία από ένα αιματοκύλισμα, το οποίο στην Ελλάδα επιδιώχθηκε μεθοδικά.