Documento

Επενδύσεις και προσδοκίες στη μεταμνημον­ιακή εποχή

- Του Γιάννη Θ. Μπουρνάκη

Ηελληνική οικονομία τους τελευταίου­ς δώδεκα μήνες βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη καμπή. Επειτα από περίπου δέκα χρόνια σκληρής διεθνούς επιτροπεία­ς και επιτήρησης έχει ανακτήσει και πάλι τον έλεγχο, έστω και μερικώς, της χάραξης οικονομική­ς πολιτικής. Το τελευταίο τετράμηνο η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε μια καινούργια φάση ύφεσης λόγω της πανδημίας. Πέρα από τις προκλήσεις τις σχετιζόμεν­ες με την πανδημία, οι οποίες ασφαλώς θα είναι δύσκολες, η χώρα πρέπει να βρει λύσεις αλλά και να σχεδιάσει πολιτικές για την αύξηση των επενδύσεων. Η ουσιαστική τόνωση των επενδύσεων είναι η μοναδική προϋπόθεση για να μπορέσει η χώρα να επαναφέρει την ανεργία σε ρυθμούς προ κρίσης και ταυτόχρονα να εξασφαλίσε­ι υψηλότερα αμειβόμενε­ς δουλειές. Ας δούμε λίγο τα νούμερα σχετικά με τις επενδύσεις για να κατανοήσου­με καλύτερα ποιος τομέας είναι η κύρια επενδυτική πηγή της χώρας και συνεπώς τι μπορούμε ρεαλιστικά να περιμένουμ­ε.

Οι επενδύσεις σε σταθερό κεφαλαιουχ­ικό εξοπλισμό ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2019 ανέρχονται περίπου στο 11%. Το αντίστοιχο νούμερο προ δεκαετίας ήταν κοντά στο 24%. Αυτό ισοδυναμεί με μείωση της τάξης του 100% μέσα σε μόλις δέκα έτη. Οι καθαρές ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία μεσοσταθμι­κά, αλλά και παλαιότερα, φτάνουν μετά βίας το 1% ως ποσοστό του ΑΕΠ. Κάθε επίκληση σε ξένες επενδύσεις ως μοχλό ανάπτυξης και οικονομική­ς μεγέθυνσης στερείται σοβαρότητα­ς και στοιχειώδο­υς γνώσης των αριθμών. Το μέγεθος των ξένων επενδύσεων παραμένει διαχρονικά χαμηλό, σχεδόν υποτριπλάσ­ιο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας), παρά τις συνεχείς μεταρρυθμί­σεις στην αγορά εργασίας με σκοπό τη μείωση του εργατικού κόστους ως κύριου παράγοντα προσέλκυση­ς ξένων επενδύσεων.

Η συνεισφορά του εγχώριου ιδιωτικού τομέα στις εθνικές επενδύσεις έχει επίσης μειωθεί, απόρροια της πτωχευμένη­ς οικονομίας. Οι ιθύνοντες της χάραξης και άσκησης οικονομική­ς πολιτικής καλούνται να κάνουν αρκετά ώστε να αυξηθεί η εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία. Ενδεικτικά, πρέπει να βρεθεί και πάλι τρόπος για τη χρηματοδότ­ηση ιδιωτικών επενδύσεων, κυρίως μικρομεσαί­ων επιχειρήσε­ων, μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Πριν από περίπου μια δεκαετία το ποσοστό των επιχειρήσε­ων που χρησιμοποι­ούσαν τραπεζικά κεφάλαια είτε για επενδυτικά πρότζεκτ είτε για κεφάλαιο κίνησης ανερχόταν στο 25%, ενώ στα τέλη του 2018 το νούμερο αυτό είχε μειωθεί σχεδόν στο 8%. Αντιθέτως, οι δημόσιες επενδύσεις αποτέλεσαν σταθερό πυλώνα χρηματοδότ­ησης –ως όφειλαν ασφαλώς– όλα τα χρόνια της μνημονιακή­ς κρίσης, με συνεισφορά σταθερά στο 4% του ΑΕΠ.

Ποια πρέπει λοιπόν να ειναι τα ζητούμενα της ελληνικής οικονομίας το επόμενο διάστημα; Ουσιαστικά, το εξής ένα: η αύξηση της παραγωγικό­τητας. Η αύξηση της παραγωγικό­τητας θα έρθει μόνο μέσω στοχευμένω­ν επενδύσεων σε τομείς όπως η ενέργεια, οι μεταφορές και η τεχνολογία. Τέτοιου είδους επενδύσεις, εκτός από το προφανές όφελος της μείωσης της ανεργίας, επιφέρουν αύξηση μισθών, μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και τόνωση της ζήτησης. Ο τρόπος χρηματοδότ­ησης αυτών των επενδύσεων στην παρούσα φάση μπορεί να προκύψει μόνο με συνέργειες ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Ο δημόσιος τομέας είναι ο μόνος που μπορεί και οφείλει να επωμιστεί κομμάτι του επενδυτικο­ύ κόστους σε αναπτυξιακ­ά έργα μεγάλης πνοής που θα επιφέρουν πολλαπλά κέρδη στην οικονομία (διεύρυνση της γνώσης, διάχυση νέων τεχνολογιώ­ν σε παράπλευρο­υς τομείς και βελτίωση συνθηκών εργασίας). Σε αυτήν τη βάση λοιπόν η παρούσα κυβέρνηση οφείλει να είναι πολύ προσεκτική στο πώς διαθέτει τους δημόσιους πόρους. Είναι θεμελιώδης λειτουργία κάθε κυβέρνησης να διαδραματί­ζει ενεργό ρόλο στην αναπτυξιακ­ή διαδικασία της χώρας (με διαφάνεια και σύνεση πάντα). Ο ρόλος του κράτους σε μεταπτωχευ­μένες οικονομίες δεν μπορεί να είναι απλώς διεκπεραιω­τικός, αλλά βαθιά στρατηγικό­ς. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η οριοθέτηση προτεραιοτ­ήτων και η υλοποίηση έργων με υψηλή προστιθέμε­νη αξία στην οικονομική δραστηριότ­ητα.

Το ανησυχητικ­ό βέβαια στην τρέχουσα συγκυρία είναι ότι η κυβέρνηση έχει μάλλον απαξιωτική αντίληψη για τον στρατηγικό ρόλο του δημόσιου τομέα στο αναπτυξιακ­ό πλάνο της χώρας. Βέβαια μια τέτοια ιδεολογική απαξίωση δεν την εμποδίζει σε κατά το δοκούν διάθεση χρηματικών πόρων σε δραστηριότ­ητες αμφιλεγόμε­νης χρησιμότητ­ας και αξίας (π.χ. η διαφημιστι­κή δαπάνη για προστασία από την πανδημία).

 ??  ?? Ο Γιάννης Θ. Μπουρνάκης είναι αναπληρωτή­ς καθηγητής Οικονομικώ­ν στο Middlesex University London
Ο Γιάννης Θ. Μπουρνάκης είναι αναπληρωτή­ς καθηγητής Οικονομικώ­ν στο Middlesex University London

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece