Ιωάννα Παπαντωνίου
Η ιδρύτρια του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος σε μια γλαφυρή εξιστόρηση της ζωής και του έργου της
Εν συντομία
Η ιστορία της Ιωάννας Παπαντωνίου ή μια ιστορία μιας γυναίκας που έμαθε να αδράχνει την κάθε μέρα.
Γιατί ενδιαφέρει
Ελληνικός πολιτισμός δεν είναι μόνο ο αρχαίος αλλά και ο νεότερος.
Για να συναντήσω την Ιωάννα Παπαντωνίου, τη γυναίκα πίσω από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα (ΠΛΙ) και το Μουσείο Παιδικής Ηλικίας, την πρώτη γυναίκα σκηνογράφο του Εθνικού Θεάτρου, που συνεργάστηκε με τον Μάικλ Ελιοτ και τον Κάρολο Κουν, η οποία για χρόνια γύριζε την Ελλάδα κάνοντας λαογραφική έρευνα και έχει ζήσει μια πλούσια ζωή –όχι με οικονομικούς όρους αλλά βάσει εμπειριών–, προσωπικά ταξίδεψα απλώς μέχρι το Ναύπλιο. Μιλήσαμε στον χώρο για τον οποίο πάλεψε μια ζωή – και ακόμη παλεύει. Μια γυναίκα υπέροχη, που στα 84 χρόνια της είναι εξαιρετικά οξυδερκής, με χιούμορ και όρεξη για δουλειά. Την αφήνω να διηγηθεί η ίδια την περιπετειώδη ιστορία της μέχρι σήμερα.
Από το Ναύπλιο στην Αθήνα και στο Παρίσι
Ο πατέρας μου Βασίλης Παπαντωνίου γεννήθηκε το 1888. Ο παππούς μου τον έστειλε στη Γερμανία, όπου σπούδασε χημικός μηχανικός. Επιστρέφοντας στο Ναύπλιο μαζί με άλλους σπουδαγμένους συγγενείς και φίλους έκανε πειράματα πάνω στις κονσέρβες και έπεισε τον παππού και άλλους από την οικογένεια Μανουσάκη να ιδρύσουν το εργοστάσιο, για πελτέ αρχικά. Ο παππούς πούλησε τον μύλο που είχε και έδωσε τα χρήματα για το εργοστάσιο. Ετσι δημιουργήθηκε ο Κύκνος το 1915. Ενώ πήγαινε καλά, στους Βαλκανικούς Πολέμους φαλίρισε. Δημιουργήθηκαν χρέη, έγινε δικαστήριο και ο παππούς μου καταδικάστηκε. Βγήκε θιγμένος και πέθανε στον δρόμο από καρδιακή προσβολή. Σιγά σιγά όμως το εργοστάσιο ξαναπήρε τα πάνω του. Περάσαμε πολλές φάσεις απ’ ό,τι θυμάμαι. Αλλά όλοι έκαναν υπομονή.
Οταν ο πατέρας μου έγινε κληρονόμος όλης της περιουσίας του πατέρα του –γιατί ήταν ο πρώτος αρσενικός– τη μοιράστηκε με τα αδέρφια του και βάσταξε τον φούρνο που ήταν εδώ (σ.σ.: στο κτίριο όπου στεγάζεται το ΠΛΙ), που τον έχτισε ο παππούς μου και που έφτιαχνε κουραμάνα για τον στρατό. Εδώ το έκανε σπίτι του. Με τη μητέρα μου παντρεύτηκε όταν ήταν μεγάλος πια, το 1930. Εγώ γεννήθηκα το 1936. Θα γεννιόμουν στο Ναύπλιο, αλλά η μητέρα μου –εύπορη όπως ήταν– αποφάσισε να γεννήσει στην Αθήνα. Εγώ ήρθα μετά τον πόλεμο εδώ για να γνωρίσω το ναυπλιώτικο συγγενολόι.
Την εποχή του πολέμου δεν είμαι σίγουρη ακριβώς τι έγινε, ίσως να επιτάχτηκε το εργοστάσιο. Πάντως τότε κυκλοφορούσε ο Κύκνος. Ωστόσο περνούσαμε δύσκολα οικονομικά· στην Κατοχή συνηθίσαμε τη δύσκολη ζωή. Εγώ μεγάλωσα πολύ σκληραγωγημένη από τη μάνα μου. Μέσα στον πόλεμο έτρωγα το χώμα με το κουτάλι. Οταν χαλούσε ο καιρός με έβγαζε έξω ξεκάλτσωτη. Δεν είχαμε μάθει να ζούμε καλά, ήταν φυσική κατάσταση η ένδεια. Στον πόλεμο το σπίτι μας επειδή ήταν μεγάλο το είχαν επιτάξει και φιλοξενούσαμε Εγγλέζους στρατιώτες. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά. Ηρθαν μια μέρα και τον πήραν οι αντάρτες, τον κατηγορούσαν ότι έκρυβε λίρες. Εκτοτε δεν τον είδαμε.
Το 1948 είχα αρχίσει να παχαίνω πολύ και ο γιατρός πρότεινε να πάω στο Παρίσι να κάνω εξετάσεις για να δούμε τι έχω. Εμεινα έναν μήνα εκεί. Με μάγεψε αυτή η πόλη. Στο Λούβρο όταν είδα τη Νίκη της Σαμοθράκης έχασα τη φωνή μου. Κατόπιν εορτής σκέφτομαι τι καλά που είναι εκεί το άγαλμα, εάν το έπαιρναν στη Σαμοθράκη θα το έβαζαν
«Το 1948 είδα στο Παρίσι τη δεύτερη επίδειξη του Dior. Εδώ πού να δεις τέτοια ρούχα αφού περνούσαμε πόλεμο»
σε καμιά πλατεία, όπως έχουν κάνει τώρα με το αντίγραφο. Τότε είχα την τύχη να δω από κοντά τη δεύτερη επίδειξη του Dior. Γυρίζοντας στο ξενοδοχείο ζωγράφιζα ό,τι ρούχα είχα δει. Θυμάμαι, είχα ξετρελαθεί με τον χρωματικό συνδυασμό ενός φορέματος: πράσινο παπαγαλί, μελιτζανί και μπλε ρουά. Εδώ πού να δεις τέτοια ρούχα αφού περνούσαμε πόλεμο. Τα παλτά μου η μητέρα μου τα έκανε ζακέτες και στις φούστες πρόσθετε λωρίδες από κάτω για να μακραίνουν. Γυρίζαμε τα ρούχα μέσα έξω. Αυτό που λέμε τώρα ανακύκλωση ίσχυε τότε εξ ανάγκης. Πολλές γυναίκες μετέτρεπαν τα παλιά αντρικά κοστούμια σε ταγέρ. Δεν πετούσαμε τίποτε. Σχεδόν δεν είχαμε σκουπίδια. Αρχίσαμε να βγάζουμε μια φορά την εβδομάδα όταν έγιναν οι πολυκατοικίες.
Η λαογραφία που έγινε λαοκρατία
Εγώ ήθελα να γίνω σκηνογράφος από πολύ μικρή. Από δύο χρόνων ο θείος μου με πήγαινε να βλέπω οπερέτες στο Ολύμπια. Το πρώτο έργο που θυμάμαι είναι η «Εύθυμη χήρα». Είχα μείνει έκθαμβη και τότε αποφάσισα ότι θα γίνω ενδυματολόγος. Οταν τέλειωσα το σχολείο πήγαμε με τη μητέρα μου στην Αγγλία και είχα την αίσθηση ότι πάω να σπουδάσω σκηνογράφος. Εν αγνοία μου με έβαλε εσωτερική σε ένα finishing school όπου στέλνανε τις δεσποινίδες της καλής κοινωνίας να μάθουν καλούς τρόπους. Εγώ έπαθα σοκ αλλά ούσα ρεαλίστρια είπα: «Νανά, μια και ήρθες, μάθε κάτι να φύγεις από εδώ». Πήρα το Proficiency, έκανα λογιστικά που δεν μου χρειάστηκαν ποτέ, ιππασία, τένις, τέτοια πράγματα.
Οταν επέστρεψα στην Ελλάδα κάθε μέρα έβλεπα και έναν γαμπρό. Ημουν κληρονόμος, ήξεραν ότι υπάρχει προίκα και ερχόταν η μαμά με τον γιο, εγώ έπρεπε να τους σερβίρω το σοκολατάκι και το λικέρ τους. Ενώ δεν ήθελα καθόλου να παντρευτώ, το έκανα για να φύγω από τη μητέρα μου, η οποία μετά τον θάνατο του πατέρα είχε γαντζωθεί επάνω μου και αυτό δεν το άντεχα. Παντρεύτηκα λοιπόν στα είκοσί μου. Από την πρώτη νύχτα του γάμου ήθελα διαζύγιο αλλά ντρεπόμουν. Ωστόσο μέσα σε αυτό τον πολύ δύσκολο γάμο που κράτησε δέκα χρόνια ωρίμασα πολύ και ήξερα τι ήθελα.
Ηδη από οχτώ χρόνων, μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, ήμουν στο Λύκειο Ελληνίδων και χόρευα. Από το 1956 ξεκίνησα τα ταξίδια για επιτόπιες λαογραφικές έρευνες σε διάφορα χωριά της Ελλάδας. Ημασταν μια ομάδα έντεκα ατόμων που άλλαξε το Λύκειο. Ξεκινήσαμε από τη Θράκη και κατεβαίναμε. Τότε ήταν παραμεθόριος και παίρναμε άδεια από την Ασφάλεια, σαν να πηγαίναμε στο Τιμπουκτού. Οταν φτάναμε και μας ρωτούσαν τι κάνουμε, απαντούσαμε «λαογραφία». O χωροφύλακας έλεγε: «Τι; Λαοκρατία;». Στη Μακεδονία μιλούσαν σλαβομακεδονικά. Στα χωριά που ήταν πιο κοντά στη Βουλγαρία οι λέξεις ήταν διαφορετικές. Για παράδειγμα, το πουκάμισο προς τη Σερβία το λέγανε «κόσουλα» ενώ προς τη Βουλγαρία «ρίζα». Εγώ έκανα ενδυματολογικές έρευνες με συνεντεύξεις, μου έδειχναν τα παραδοσιακά τους ρούχα. Δεν ήμουν εξειδικευμένη αλλά μάθαινα στην πράξη. Ολα μου τα απωθημένα βγήκαν εκεί, στον χορό και στην ενδυματολογία.
Στα τριάντα μου χρόνια και εφόσον είχα πια χωρίσει, αποφάσισα να πάω στην Αγγλία να σπουδάσω. Με δέχτηκε ένα σχολείο, έκανα προδιπλωματικά και τελικά κατάφερα να μπω στο Wimbledon School of Art για να σπουδάσω ενδυματολογία. Πήρα το πιο δυνατό δίπλωμα με βαθμολογία 80 στα 100. Στην Αγγλία είχα την τύχη να δουλέψω με τον μεγάλο Μάικλ Ελιοτ στο Royal Exchange Theatre. Θυμάμαι το swinging London του 1960, μια απίθανη εποχή με πολλή νεολαία και χρώματα σε βαθμό υπερβολής.
Δουλεύοντας με τους θρύλους
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1971 ήταν χούντα. Δεν ήθελα να γυρίσω, αλλά πάντα είχα στο μυαλό μου να κάνω το ίδρυμα στη μνήμη του πατέρα μου. Ο μέντοράς μου, ο Φοίβος Ανωγειανάκης, μου είπε: «Αυτοί δεν ξέρουμε πόσο θα μείνουν, έλα». Την πρώτη μου δουλειά ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου την έκανα στον «Κοριό» του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι με σκηνοθέτη τον Αλέξη Σολομό, ο οποίος μου είπε: «Δεν θα σε πληρώσω αλλά θα σε πάω στο Εθνικό Θέατρο». Και πραγματικά τον χειμώνα έκανα το «Τριαντάφυλλο στο στήθος» με τη Mαίρη Αρώνη και ήμουν η πρώτη γυναίκα ενδυματολόγος στο Εθνικό. Εκτοτε δεν ξαναζήτησα δουλειά. Με φώναξαν ο Μινωτής και η Παξινού και κάναμε το «Μάνα, κουράγιο» και τον «Εμπορο της Βενετίας». Με τον Κουν κάναμε το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» που θεωρώ την καλύτερή μου δουλειά ever, που λένε. Αλλά το χτίσαμε μαζί το έργο – αυτό μου άρεσε στον Κουν. Στις πρόβες συζητούσαμε και βρίσκαμε καταπληκτικές λύσεις. Παρόλο που με τον Κουν έφτασα να καπνίζω πέντε πακέτα τσιγάρα τη μέρα, ήταν η καλύτερη συνεργασία μου. Αυτή η συνεργασία σκηνοθέτη και σκηνογράφου μού θύμιζε πώς δουλεύαμε στο Λονδίνο. Ωστόσο και την τελευταία μου παράσταση με σκηνοθέτη τον Κώστα Τσιάνο και τη Λυδία Κονιόρδου το 2005 στον «Κύκλο με την κιμωλία» μπορώ να πω ότι τη χάρηκα πολύ. Ημουν επίσης η πρώτη γυναίκα που πήγε στην Επίδαυρο. O ενδυματολόγος Αντώνης Φωκάς έφτυνε την πέτρα και έλεγε: «Αυτό το χρώμα θα βάψετε τους χιτώνες». Κι εγώ πήγα με τιρκουάζ στην Επίδαυρο· πώς δεν μας δείρανε! Μπορεί να επηρεαζόμουν από τις παραδοσιακές φορεσιές αλλά δεν αντέγραφα τις καραγκούνες, κράταγα την ουσία των στολών και τις ενσωμάτωνα στα κοστούμια.
Τότε αγωνίστηκα για τα εργατικά δικαιώματα, για να μπούμε στο ΙΚΑ οι σκηνογράφοι. Ηθελα να κοιτάω την εργατική τάξη στα μάτια, αυτό με έτρωγε. Δούλευα πάρα πολύ, έπαιρνα όποιο έργο ερχόταν στον δρόμο μου. Είχα ένα Mini Morris, στοιχειώδες αυτοκίνητο, που δεν ήξερες καν πότε τελείωνε η βενζίνα και σε άφηνε στα βουνά. Πήγαινα στη Θεσσαλονίκη, δούλευα στο Κρατικό Θέατρο και γύριζα το βράδυ για νυχτερινή πρόβα στην Αθήνα.
«Διαλέγω προσωπικά τα ενδύματα και τα υποδήματα που μου αρέσουν, συνήθως αρκετά παράξενα. Ο μεγάλος μου καημός είναι ότι αποκαλούμαστε “λαογραφικό μουσείο”, ενώ το σωστό για εμένα είναι “νεότερου πολιτισμού”»