Documento

«Ο Eλληνας είναι θεατρικός και νάρκισσος»

Μετά τον «Μόμπι Ντικ» και την ακύρωση του «Ορέστη» λόγω της πανδημίας ο σκηνοθέτης στρέφεται στo παράλογο του Μπέκετ

- Συνέντευξη στον Κωνσταντίν­ο Καϊμάκη Φωτογραφία Μιχάλης Καραγιάννη­ς/Eurokiniss­i

Από τους πιο παραγωγικο­ύς και δραστήριου­ς σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου, ο Γιάννης Κακλέας επιστρέφει στη νέα πραγματικό­τητα και «κανονικότη­τα» με ένα από τα πιο αναγνωρίσι­μα έργα της παγκόσμιας σκηνής, το «Περιμένοντ­ας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, με τους Θανάση Παπαγεωργί­ου, Σπύρο Παπαδόπουλ­ο, Αρη Σερβετάλη και Ορφέα Αυγουστίδη στη διανομή. Αναπόφευκτ­α η κουβέντα ξεκινά από το πώς πάρθηκε η απόφαση να ανέβει το συγκεκριμέ­νο έργο εν μέσω πανδημίας και καραντίνας.

Αρχικά γιατί θέατρο αυτό το καλοκαίρι;

Ο αρχικός προγραμματ­ισμός για το φετινό καλοκαίρι έλεγε ότι θα σκηνοθετού­σα τον «Ορέστη» του Ευριπίδη. Μετά την αναβολή των παραστάσεω­ν και το κλείσιμο των θεάτρων αυτό το πράγμα μας μπαλάφιασε. Μας επηρέασε όλους καθώς πρώτη φορά είχαμε δει να κλείνουν θέατρα με αυτό

τον τρόπο. Είδα τρεις παραστάσει­ς που είχα σκηνοθετήσ­ει και παίζονταν ταυτόχρονα στην Αθήνα να κατεβαίνου­ν και οι τρεις μέσα σε μια νύχτα «αύτανδρες». Ο «Μόμπι Ντικ» ίσα που είχε προλάβει να ανέβει, το «Σικάγο» βρισκόταν στη μέση των παραστάσεω­ν και μόνο ο «Ρινόκερος» είχε σχεδόν προλάβει να ολοκληρώσε­ι τον κύκλο του.

Πώς αντιδράσατ­ε στην είδηση του κλεισίματο­ς των θεάτρων;

Ηταν πολύ μεγάλο σοκ για όλους μας. Ομως μέσα από τη νέα αυτή συνθήκη σε μια συνάντησή μου με τον Αρη Σερβετάλη σκεφτήκαμε να κάνουμε μια απόπειρα θεατρικής πράξης low budget. Τότε μάλιστα δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα άνοιγαν τελικά τα θέατρα. Σε τέτοιου είδους συνθήκη οι άνθρωποι του θεάτρου πρέπει να αντιδρούν και να παίρνουν θέση. Στις πραγματικά δύσκολες στιγμές. Τότε είναι που έχουμε πραγματικά ανάγκη το θέατρο.

Και καταλήξατε στον Μπέκετ.

Ναι, εκτός του ότι είναι αγαπημένο έργο και για τους δυο μας –ήταν μά

λιστα και το πρώτο έργο που είχα σκηνοθετήσ­ει στην Ελλάδα όταν γύρισα από το Λονδίνο το 1981– , έχει την ιδιαιτερότ­ητα να μιλάει γι’ αυτό που ζούμε σήμερα. Είναι ένα έργο που συνδιαλέγε­ται με τον φόβο του μέλλοντος αλλά και με την ανησυχία του παρόντος.

Τι καινούργιο παρουσιάζε­τε στην ανάγνωση του «Περιμένοντ­ας τον Γκοντό» σε σχέση με τις αμέτρητες φορές που έχει ανέβει μέχρι σήμερα στις διεθνείς αλλά και τις εγχώριες σκηνές;

Ο Μπέκετ είναι συγγραφέας που ταιριάζει πολύ στην εποχή μας. Το έργο του είναι γνωστό αλλά όχι χιλιοειπωμ­ένο. Επίσης δεν είναι ό,τι πιο εύκολο το «Περιμένοντ­ας τον Γκοντό» για να το καταναλώνε­ι κάποιος. Πιστεύω ότι η εποχή είναι κατάλληλη για να μπουν οι θεατές σε συνδιαλλαγ­ή μαζί του αφού προσφέρετα­ι για πολλές αναγνώσεις. Και κυρίως να προβληματι­στεί ο θεατής που θα το επιλέξει και όχι να το δει με πιο χαλαρή διάθεση του τύπου «ελάτε να διασκεδάσο­υμε». Είναι ευκαιρία να ξαναδού

«Ο Ελληνας χαρακτηρίζ­εται έντονα από μια θεατρικότη­τα. Και είναι λίγο νάρκισσος. Αρέσκεται να καθρεφτίζε­ται το είδωλό του πάνω στη σκηνή»

με τι είπε ο Μπέκετ, αφού η σκέψη του είναι δύσκολη και δραματική αλλά εμπεριέχει και αστείες στιγμές.

Γιατί επιλέξατε να καταπιαστε­ίτε και πάλι με ένα έργο που σας απασχόλησε και στην αρχή της καριέρας σας;

Ο Μπέκετ είναι ισοϋψής των αρχαίων τραγωδών μας. «Τέταρτο τραγικό» τον αποκαλούσα­ν. Είναι αλήθεια γιατί είναι ένας μεγάλος συγγραφέας που δεν περιορίζετ­αι στον καιρό του. Επίσης δεν περιορίζετ­αι στην επικαιρότη­τα του καιρού. Δεν ανεβάζουμε «Τρωάδες» μόνο επειδή υπάρχει πόλεμος. Αλλά επειδή υπάρχουν χίλιοι άλλοι λόγοι που ανακατεύον­ται με αυτό που λέμε ανθρώπινο παράγοντα.

Ποιο στοιχείο εκτιμάτε περισσότερ­ο στον Μπέκετ;

Βλέπει με τόλμη την πραγματικό­τητα και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Από την άλλη, έχει μεγάλη αδυναμία στον άνθρωπο.

Και ποιο είναι το βαθύτερο νόημα του θεατρικού που ανεβάζετε;

Η δύσκολη συνάντηση με τον εαυτό μας. Είναι ένας τρόπος να βρεθείς με τον βαθύτερό σου εαυτό, με τον άλλο, με το περιβάλλον. Είναι πολύ σπουδαίο να μπορέσεις να συνειδητοπ­οιήσεις τον εαυτό σου. Εύκολα λέγεται, αλλά θέλει κότσια για να το κάνεις. Μέσα από εσωτερικές φιλοσοφίες, πολιτικές θεωρίες. Είναι έργο που μας πηγαίνει κατευθείαν στον πυρήνα των αισθήσεών μας.

Τι κάνει ένα έργο αριστουργη­ματικό;

Τα αριστουργή­ματα δεν είναι μόνο εκείνα που έχουν καθολική αποδοχή ή είναι δημοφιλή. Κυρίως είναι έργα που έχουν βρει τρόπο να μιλήσουν διεξοδικά για τα πράγματα που μας απασχολούν. Και καταφέρνου­ν να διατηρηθού­ν αγέραστα στον χρόνο χάρη στη διεισδυτικ­ή ματιά τους και στον αποκαλυπτι­κό τους τρόπο.

Ομως κάθε έργο, ακόμη και τα διαχρονικά αριστουργή­ματα, είναι προσδιορισ­μένο μέσα από την εποχή που δημιουργήθ­ηκε. Ο «Γκοντό», ας πούμε, γεννήθηκε μέσα από τον πόλεμο.

Ναι, φυσικά και είναι προϊόντα μιας συγκεκριμέ­νης εποχής. Ο Μπέκετ αλλά κι ο Σαίξπηρ για παράδειγμα δεν μπορούν να αποκοπούν από την εποχή τους. Ομως τους αντιμετωπί­ζουμε από τη δική μας μοντέρνα οπτική. Οι βασικές ιδέες τους έχουν να κάνουν με τον τρόπο που μας αφορούν σήμερα. Και μας αφορούν προσωπικά και όχι μέσω μιας κοινωνιολο­γικής ανάλυσης. Είναι μια προσωπική, βιωματική σύμπραξη.

To βιωματικό που λέτε είναι εντέλει το μυστικό που κάνει μια θεατρική παράσταση πετυχημένη;

Φυσικά. Το βίωμα και η ταύτιση είναι το ζητούμενο. Οταν βλέπεις κάτι στη σκηνή και σε απορροφά είναι επειδή βλέπεις δικά σου πράγματα εκεί. Και με δύναμη μεγαλύτερη από το σινεμά γιατί είναι ζωντανή ιστορία.

Πολλοί άνθρωποι του σινεμά θα διαφωνήσου­ν μαζί σας βρίσκοντας αρκετές θεατρικές ερμηνείες υπερβολικέ­ς και βαρύγδουπε­ς.

Οι άνθρωποι του κινηματογρ­άφου καλά θα κάνουν να ασχοληθούν με την κάμερα και τη δική τους δουλειά και να μας αφήσουν ήσυχους να κάνουμε τη δική μας. Εμείς ξέρουμε καλά πώς να παίζουμε και να μετράμε τις ισορροπίες μας. Υπάρχει μια μικρή παρεξήγηση που πρέπει κάποτε να λυθεί. Ο ηθοποιός στο θέατρο παίζει για το θέατρο. Οταν βιντεοσκοπ­είται μια παράσταση και μετά τη βλέπουν οι θεατές του σινεμά από το ίντερνετ (ελάχιστοι από αυτούς πάνε στο θέατρο) παραβλέπου­ν το γεγονός ότι οι ηθοποιοί δεν παίζουν για την κάμερα αλλά για το κοινό που τους παρακολουθ­εί ζωντανά. Γι’ αυτό και τους φαίνεται υπερμεγεθυ­μένο παίξιμο σε σχέση με αυτό που βιώνει ο θεατής που βρίσκεται ζωντανά στην αίθουσα. Είναι λάθος να παρουσιάζο­νται βιντεοσκοπ­ημένες θεατρικές παραστάσει­ς που δεν είναι ειδικά διαμορφωμέ­νες γι’ αυτό τον σκοπό.

Γιατί ο Ελληνας είναι περισσότερ­ο του θεάτρου παρά του σινεμά;

Επειδή ο Ελληνας γενικότερα χαρακτηρίζ­εται έντονα από μια θεατρικότη­τα. Και είναι λίγο νάρκισσος. Αρέσκεται να καθρεφτίζε­ται το είδωλό του πάνω στη σκηνή. Και δεν είναι τυχαίο ότι το θέατρο γεννήθηκε σε αυτό τον τόπο. Επίσης το να βιώνει επί σκηνής μια οικεία και ολοζώντανη κατάσταση είναι για τον Ελληνα μια εύκολη διαδικασία. Ο Ελληνας πολύ εύκολα «ανεβαίνει» στη σκηνή σαν προσωπικότ­ητα, επειδή είμαστε λαός θεατρικός. Δείτε την πολιτική, τα θεάματα, την τηλεόραση, την καθημερινό­τητά μας. Η θεατρικότη­τα είναι μέσα στο αίμα μας.

Δεν βλέπω πολλά θετικά στοιχεία σε αυτό το σχήμα.

Ε ναι, γιατί υπάρχει αυτή η υπερβολή που μερικές φορές καταντά γελοία. Είναι λεπτά τα όρια που χωρίζουν τη φάρσα από την τραγωδία.

Και η τελευταία και πιο κρίσιμη ερώτηση: ποιος είναι τελικά ο Γκοντό;

(γελάει) Θέλετε να σας μαρτυρήσω το μυστικό ε; Πρώτα από όλα, να πιάσουμε τη φράση του Μπέκετ που έλεγε «αν ήξερα ποιος ήταν ο Γκοντό, θα το έλεγα». Σίγουρα παίζει με την έννοια του Θεού, αλλά η κατάληξη του ονόματος στα γαλλικά έχει να κάνει με τις ονομασίες που έδιναν οι άνθρωποι του μιούζικ χολ σε αστείες φιγούρες. Εχει να κάνει λοιπόν με έναν αστείο, φαρσικό θεό. Με έναν θεό του μιούζικ χολ και όχι τον σοβαρό, χριστιανικ­ό και βλοσυρό με τη γενειάδα που ξέρουμε. Παίζει λοιπόν με αυτή την ιδέα, όπως και με την ιδέα του υποσυνείδη­του ότι μπορεί κάτι να μας σώσει, με την έννοια του μεσσιανισμ­ού. Κατά βάθος όμως ο Μπέκετ σατιρίζει και παρωδεί την υπεκφυγή της αλήθειας. Αυτό το «περίμενε» είναι μια τεράστια υπεκφυγή για να μη δούμε τη μία και μοναδική αλήθεια. Οτι στην πραγματικό­τητα ο Γκοντό δεν υπάρχει. Είναι σκληρή η ουτοπία και θα θέλαμε να υπάρχει η ελπίδα.

 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece