ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣΑΝ ΔΙAΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ
Συμπορεύτηκαν στην ανατροπή του βασιλιά αλλά οι δρόμοι τους χώρισαν και βρέθηκαν αντιμέτωποι μέχρι αλληλοεξοντώσεως
Πολιτική «τοπογραφία» και προσωπογραφίες των πρωταγωνιστών
Οταν ο Λουδοβίκος 16ος συγκαλούσε το καλοκαίρι του 1789 τη μεγάλη Συνέλευση των Τάξεων, προκειμένου να βρεθεί λύση για τα δεινά οικονομικά της χώρας, δεν φανταζόταν τι θα επακολουθούσε. Στη συνέλευση συμμετείχαν οι τρεις τάξεις, δηλαδή οι ευγενείς (αριστοκράτες), ο κλήρος και οι αστοί ή τρίτη τάξη. Η διαφωνία ξεκίνησε από τον τρόπο ψηφοφορίας. Ο βασιλιάς ήθελε –όπως πάντα– να ψηφίσουν έχοντας μία ψήφο ανά τάξη. Ετσι, όμως, η τρίτη τάξη, ενώ ήταν πολυπληθέστερη, πάντα μειοψηφούσε.
Οι δύο άλλες τάξεις (ευγενείς, κλήρος) εξαιρούνταν της φορολογίας, οπότε συνασπίζονταν, και με ψήφους δύο προς μία αποφάσιζαν ό,τι ήθελαν και τον λογαριασμό πλήρωνε πάντα η τρίτη τάξη. Εξάλλου, οι τάξεις των ευγενών και του κλήρου ήταν συγκοινωνούντα δοχεία αφού πολλοί γόνοι ευγενών –αναζητώντας επιπλέον ερείσματα εξουσίας– γίνονταν κληρικοί. Ετσι, πέρα από την αριστοκρατία του ξίφους (noblesse d’ epée), υπήρχε και η αριστοκρατία του ράσου (noblesse de robe).
Οταν λοιπόν οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης επέμειναν οι ψήφοι να είναι ανάλογες της πληθυσμιακής δύναμης κάθε τάξης, ο βασιλιάς οργισμένος αποφάσισε να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση, κλειδώνοντας την αίθουσα συνεδριάσεων ώστε να μην μπει κανείς μέσα. Αυτός ήταν ο σπινθήρας που άναψε μια πραγματική κοινωνική και πολιτική πυρκαγιά στη Γαλλία του 18ου αιώνα.
Η Γαλλική Επανάσταση, λοιπόν, ήταν επανάσταση της μεσαίας τάξης: της τάξης των εμπόρων, των βιοτεχνών, των μαστόρων, των αγροτών κ.λπ. Η τάξη αυτή, ενώ είχε αποκτήσει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πλούτη, δεν είχε καταφέρει να αυξήσει την πολιτική της επιρροή. Κατ’ αναλογία και οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της ανήκαν στη μεσαία τάξη: ο Ροβεσπιέρος, ο Δαντόν, ο Μαρά, ο Σαιν Ζυστ, ο Καμίλ Ντεμουλέν.
Οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν νομικοί, δημοσιογράφοι, έμποροι και κτηματίες. Αυτοί μπόρεσαν να σηκώσουν το ανάστημά τους απέναντι στην απόλυτη μοναρχία και ο εξαθλιωμένος λαός ενώθηκε μαζί τους.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν κατά τη διάρκεια της απόλυτης μοναρχίας του Λουδοβίκου και οι διάφορες λέσχες, οι οποίες λειτούργησαν σαν χώροι ελεύθερης σκέψης και έκφρασης, όπως η Λέσχη των Ιακωβίνων, η Λέσχη των Κορδελιέρων, η Λέσχη των Γιρονδίνων κ.λπ. Στην πορεία οι λέσχες αυτές θα εξέφραζαν διαφορετικές ιδεολογικές γραμμές στο πλαίσιο της επανάστασης.
Ιακωβίνοι: το δομινικανικό μοναστήρι που εξέφραζε τους προλετάριους
Οι ιακωβίνοι πήραν το όνομά τους από το ομώνυμο δομινικανικό μοναστήρι όπου έκαναν τις συνεδριάσεις τους. Οι
ιακωβίνοι εξέφραζαν πολιτικά τους προλετάριους της εποχής, την τάξη των Αβράκωτων (sans culottes), και θεωρητικά αποτελούσαν την άκρα Αριστερά της επανάστασης. Οι ιακωβίνοι επειδή κάθονταν στα ορεινά (ψηλά) έδρανα της Εθνοσυνέλευσης πήραν το κοινοβουλευτικό παρωνύμιο Ορεινοί (Montagnards). Ηγετική φυσιογνωμία τους ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, ο οποίος ήταν ηθικά άμεμπτος –οι εχθροί του τον αποκαλούσαν «αδιάφθορο»–, ανυποχώρητος επαναστάτης και πρωτεργάτης της Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας και αργότερα της Επιτροπής Γενικής Ασφαλείας που κλήθηκε να υπερασπιστεί την επανάσταση απέναντι στον εμφύλιο πόλεμο της Βανδέας, την επέμβαση των ξένων δυνάμεων και τις απόπειρες αντεπαναστατικών πραξικοπημάτων των βασιλοφρόνων και της Καθολικής Εκκλησίας.
Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος, ο αδιάφθορος
Ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος γεννήθηκε στο Αρτουά το 1758, έζησε φτωχικά παιδικά χρόνια αλλά κατόρθωσε με υποτροφία να σπουδάσει νομικά. Αρχισε να δικηγορεί στο Παρίσι και το 1789 εκλέχθηκε αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων. Αρχικά συντηρητικός, τάχθηκε κατά της θανατικής ποινής και –όπως οι περισσότεροι– υπέρ μιας βασιλευόμενης δημοκρατίας. Το 1790 ο Ροβεσπιέρος εκλέχτηκε πρόεδρος της αριστερής πτέρυγας των ιακωβίνων. Φλογερός ομιλητής, διέπρεψε στη δίκη του Λουδοβίκου ο οποίος καρατομήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1793. Τον Ιούνιο του 1793 οι ιακωβίνοι έθεσαν εκτός νόμου τους Γιρονδίνους και ανέλαβαν την εξουσία. Τους επόμενους μήνες θα κυβερνήσει άτεγκτα στηριζόμενος στα Επαναστατικά Δικαστήρια και στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, μαζί με τον Κουτόν και τον Σαιν Ζυστ. Αντιτάχθηκε στους Γιρονδίνους που ήθελαν να κηρύξουν τον πόλεμο στην Αυστρία, εκκαθάρισε τον στρατό από τους βασιλικούς αξιωματικούς, εγκαθίδρυσε τη λατρεία του υπέρτατου όντος και κράτησε σταθερή την πορεία της επανάστασης την ώρα που η Γαλλία είχε δεχτεί επίθεση από την Αυστρία, την ώρα που μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος στη Βανδέα, την ώρα που οι Αγγλοι είχαν αποκλείσει τα λιμάνια και οι καθολικοί με δικό τους στρατό χτυπούσαν από τα σύνορα της Ισπανίας. Μόνο ίσως λάθος του ήταν πως έβλεπε την πολιτική με νομικούς όρους και μπλοκαρίστηκε στα θέματα νομιμότητας. Ηταν από τους λίγους πολιτικούς άντρες που αντιπροσώπευσαν με συνέπεια το προλεταριάτο της εποχής, την τάξη των Αβράκωτων.
Λουί Αντουάν Λεόν ντε Σαιν Ζυστ
Ο Σαιν Ζυστ γεννήθηκε στην Ντεσίζ το 1767. Ο πατέρας του ήταν λοχαγός του ιππικού με πολλές διακρίσεις και η μητέρα του κόρη συμβολαιογράφου του βασιλιά. Οταν τελείωσε τις σπουδές του στο κολέγιο των Ορατοριανών
εργάστηκε για ένα διάστημα στο γραφείο του εισαγγελέα της Σουασόν και ύστερα εγγράφηκε στη νομική σχολή της Ρεν. Τον Απρίλιο του 1788 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της νομικής. Το 1791 εκδίδει το έργο του «Το πνεύμα της επανάστασης και του συντάγματος της Γαλλίας». Τα επόμενα δύο χρόνια δούλεψε το «Περί φύσεως», ένα έργο που είχε χαθεί και το μόνο χειρόγραφο το παρέδωσε η οικογένεια Καρνό στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας το 1947. Τον Σεπτέμβριο του 1792 εκλέχτηκε αντιπρόσωπος της Αιν στη Συμβατική Εθνοσυνέλευση και στην πρώτη του ομιλία εισηγήθηκε τη θανατική ποινή για τον Λουδοβίκο, και μάλιστα χωρίς δίκη, επιχειρηματολογώντας επ’ αυτού. Το 1793 εκλέχτηκε μέλος της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και στήριξε την τρομοκρατία προκειμένου να προστατεύσει την επανάσταση. Η συλλογιστική αυτή, τηρουμένων των αναλογιών, ενσαρκώνει για πρώτη φορά την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στάθηκε πάντα στο πλευρό του Ροβεσπιέρου, τον οποίο σεβόταν και θαύμαζε, αναλαμβάνοντας τις πιο δύσκολες υποθέσεις. Πρωτοστάτησε στην ανατροπή των Γιρονδίνων το 1793 αλλά και στο ξεσκέπασμα και στην εξουδετέρωση του Εμπέρ και των οπαδών του. Μετά τις διαδοχικές ήττες από τον στρατό της Αυστρίας ανέλαβε τη στρατιά του Ρήνου και ηγήθηκε –κυριολεκτικά– του στρατού των Αβράκωτων που χτύπησε αποφασιστικά τον συνασπισμό Αυστριακών
και Πρώσων, απωθώντας τους πίσω από το φυσικό σύνορο του Ρήνου και νικώντας θριαμβευτικά στη μάχη του Φλερύς το 1794. Ανάμεσα στις μάχες ο Σαιν Ζυστ κρατούσε σημειώσεις για το «Fragmens sur les Institutions Républicaines» (θραύσματα για τους δημοκρατικούς θεσμούς) όπου οραματιζόταν τους θεσμούς μιας άλλης κοινωνίας. Επιστρέφοντας θριαμβευτής στο Παρίσι βρήκε την Επιτροπή Σωτηρίας διχασμένη και τον Ροβεσπιέρο στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης. Τις επόμενες μέρες δεν πρόλαβε να συμφιλιώσει τους συντρόφους του και το πραξικόπημα της 9ης Θερμιδόρ τον οδήγησε στη λαιμητόμο μαζί με τον Ροβεσπιέρο, τον Κουτόν και πολλούς άλλους. Οταν καρατομήθηκε ήταν μόλις 26 ετών. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι αν ζούσε, θα υποσκέλιζε τον Ροβεσπιέρο και θα συγκρουόταν με τον Βοναπάρτη για την κατάκτηση της εξουσίας.
Zορζ Κουτόν
Ο Κουτόν γεννήθηκε στην Οβέρν το 1755. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος και ο νεαρός Ζορζ ακολούθησε το επάγγελμα. Καθώς μεγάλωνε, άρχισαν να παραλύουν τα πόδια του, κάτι που ο ίδιος απέδιδε στις συχνότατες σεξουαλικές συνευρέσεις της νεότητάς του. Διαγνώστηκε με μηνιγγίτιδα το 1792 και από τότε κυκλοφορούσε με αναπηρικό καρότσι που κινούνταν με χερούλια και γρα
νάζια. Ο Κουτόν έφτασε στο Παρίσι το 1791 για να λάβει μέρος στη Συντακτική Συνέλευση και έγινε μέλος των ιακωβίνων. Τον Σεπτέμβριο του 1792 εκλέχθηκε στην Εθνική Συνέλευση. Ανέπτυξε φιλία με τον Σαρλ Φρανσουά Ντιμουριέ και παραλίγο να μπει στο κλαμπ των Γιρονδίνων. Τελικά ήρθε κοντά με τον Ροβεσπιέρο και μπήκε στον σκληρό πυρήνα των Ορεινών. Στη δίκη του Λουδοβίκου ψήφισε την ποινή του θανάτου δίχως έφεση και συγκρούστηκε με τους Γιρονδίνους που ζητούσαν δημοψήφισμα. Στις 30 Μαΐου 1793 ο Κουτόν εκλέχτηκε μέλος της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και τρεις μέρες αργότερα ζήτησε τη σύλληψη των Γιρονδίνων. Τον Ιούλιο του 1793 στάλθηκε στη Λυών, όπου είχαν επαναστατήσει οι βασιλικοί. Στις 12 Οκτωβρίου 1793 διατάχθηκε να γκρεμίσει την πόλη και αυτός υπάκουσε απρόθυμα, κατεδαφίζοντας κάποια από τα πλούσια σπίτια της. Ετσι, έναν μήνα αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Κολό ντ’ Ερμπουά, ο οποίος μέχρι τον Απρίλιο του 1794 καταδίκασε 1.880 κατοίκους σε θάνατο. Επιστρέφοντας στο Παρίσι ψηφίστηκε πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης και προώθησε τις διώξεις του Εμπέρ και των οπαδών του. Πέρασε τον νόμο της 22ης Πρεριάλ που εισηγούνταν τη δίκη των κατηγορουμένων δίχως νομική υπεράσπιση και μάρτυρες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλά θύματα. Αυτό οδήγησε στην κρίση της 9ης Θερμιδόρ, τη σύλληψή
του και την καταδίκη του σε θάνατο μαζί με τον Ροβεσπιέρο, τον Σαιν Ζυστ και άλλους.
Κορδελιέροι: η μονή των φραγκισκανών και η μορφωμένη μεσαία τάξη
Οι κορδελιέροι ήταν άλλη μια πολιτική λέσχη της επαναστατημένης Γαλλίας. Το πλήρες όνομά της ήταν Κοινωνία των Φίλων των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, αλλά πήραν το όνομά τους από τη μονή των Κορδελιέρων (φραγκισκανών μοναχών) όπου συνήθιζαν να συνεδριάζουν. Σύνθημά τους είχαν υιοθετήσει το «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφοσύνη».
Η πλειονότητα των κορδελιέρων ήταν αστοί και η ηγεσία τους προερχόταν από τη μορφωμένη μεσαία τάξη. Η λέσχη είχε δύο τάσεις, μια μετριοπαθή και μια εξτρεμιστική.
Μετριοπαθείς ήταν ο Ζορζ Δαντόν, ο Καμίλ Ντεμουλέν, ο Πιέρ Φιλιπό και ο Φαμπρ ντ’ Εγκλατέν.
Εξτρεμιστές ήταν ο μέγας λαϊκιστής Ζαν Ρενέ Εμπέρ και ο Αντουάν-Φρανσουά Μομορό.
Στην ίδια λέσχη όμως ήταν και ο Ζαν-Πολ Μαρά, ο Ζαν-Μπατίστ Μπαρέρ, ο Στανισλάς-Μαρί Μαγιάρ και η «αμαζόνα» της επανάστασης Τερουάν ντε Μερικούρ.
Μάλιστα από τη λέσχη αυτή εκπορεύονταν δύο από τις κυριότερες εφημερίδες του επαναστατημένου Παρι