Αν βγούμε από τα δόγματα μπορεί να βρούμε τη φώτιση
Ο Ιρανός σκηνοθέτης της ταινίας «Παρί» μιλάει για σινεμά και πολιτισμικές ταυτότητες
ΟΙρανός Σιαμάκ Ετεμάντι, σκηνοθέτης της ταινίας «Παρί», ζει και εργάζεται στην Αθήνα εδώ και 25 χρόνια. Το θέμα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του είναι η συνάντηση δύο κόσμων με έντονες πολιτισμικές διαφορές αλλά και απρόβλεπτα κοινά χαρακτηριστικά.
Ποια είναι η ιστορία της ζωής σας;
Θα έλεγα ότι έχω μια αρκετά απλή και γραμμική ιστορία. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Τεχεράνη. Κάπως αργά στη ζωή μου ανακάλυψα το σινεμά και αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό. Κατέληξα στην Ελλάδα και μετά τις σπουδές μου άρχισα να δουλεύω στον χώρο του κινηματογράφου. Κάθε τόσο βέβαια πάω στο Ιράν να συναντήσω την οικογένειά μου και κάθε τόσο έρχονται αυτοί εδώ. Αλλά η ζωή μου πια σχεδόν αποκλειστικά είναι εδώ.
Αφηγήστε την ιστορία των Ιρανών ηρώων σε μια ξένη πόλη στη φόρμα του θρίλερ...
Η ιδέα ξεκίνησε κάποια στιγμή όταν περίμενα τη μητέρα μου στο αεροδρόμιο. Είναι μια μεγάλη κυρία που γνωρίζει λίγα αγγλικά. Σκέφτηκα τι θα γινόταν αν μια ημέρα έφτανε στο αεροδρόμιο και δεν υπήρχε κανείς να την παραλάβει. Ετσι ξεκίνησε η ιστορία μιας μητέρας που αναγκάζεται να βουτήξει σε μια σκοτεινή περιπέτεια για να μάθει τι απέγινε ο γιος της. Η ιστορία από την αρχή ήταν σχεδιασμένη να μοιάζει σαν ένα roller coaster, μια ιστορία αναζήτησης με πολλή αγωνία.
Επιλέξατε να δείξετε την Αθήνα με ένα έντονο στιλιζάρισμα και κάποια δυνατά λυρικά κομμάτια. Γιατί προτιμήσατε το συγκεκριμένο στιλ;
Προσπάθησα να επικεντρωθώ στα στοιχεία που είναι σχεδόν διαχρονικά, είτε είναι οι πορείες και οι συγκρούσεις στα Εξάρχεια είτε είναι οι κακόφημοι δρόμοι του λιμανιού. Η Παρί είναι μια ξένη σε έναν άγνωστο τόπο, «a stranger in a strange land». Προσπαθώντας να βρει το παιδί της τριγυρνά μόνη στις πιο σκοτεινές γωνιές μιας άγνωστης,
απειλητικής αλλά και γοητευτικής πόλης. Πιστεύω ότι αυτά τα σημεία της πόλης έχουν κινηματογραφική γοητεία. Επρεπε να βρούμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το κινηματογραφικό. Οι χώροι έπρεπε να λειτουργήσουν σαν σκηνικό. Ετσι το αστικό τοπίο αποτελεί νέο υλικό για αποκρυπτογράφηση. Τόσο ως εξωτερικός κόσμος αλλά και ως αντανακλάσεις της εσωτερικής της αναζήτησης. Οσο η Παρί βυθίζεται σε αυτή την περιπέτεια τόσο οι κρυφές πτυχές του χαρακτήρα της αποκαλύπτονται και στους θεατές αλλά και στον εαυτό της. Ετσι και η ταινία αλλάζει ύφος: από κοινωνικό δράμα εξελίσσεται σε ταινία αγωνίας και δράσης. Κάποιες στιγμές το φιλμ έπρεπε να έχει την υφή ενός παραισθησιογόνου θρίλερ.
«Αισθάνομαι ότι η σχέση μου με την καινούργια μου πατρίδα, την Ελλάδα, απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Δεν είναι δεδομένο. Σαν να είσαι ένα υιοθετημένο παιδί»
Ποιο είναι το βασικό θέμα της «Παρί»;
Είναι μια ιστορία για την ταυτότητα. Το ερώτημα είναι αν αποβάλουμε διάφορες πτυχές της ταυτότητας που μας αποδίδουν, τι θα απομείνει; Αν η θρησκεία, η μητρική μας γλώσσα, η κοινωνική τάξη, ακόμη και η μητρό
τητα δεν μπορούν πλέον να σε καθορίσουν, τότε ποιος είσαι; Η ιστορία της Παρί αφορά αυτά τα στάδια αλλαγής, την ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε σε έναν νέο κόσμο και να βρίσκουμε την ταυτότητά μας.
Μιλήστε μας για το κεντρικό ποίημα –αν δεν κάνω λάθος, ανήκει στην κλασική περσική ποίηση– που αναφέρεται διαρκώς στην ταινία.
Ανακάλυψα το ποίημα στην Αθήνα. Ηταν στα αγγλικά. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν ανακάλυψα ότι ήταν ένα ποίημα του Ρουμί! Δεν έμοιαζε καθόλου με το αυθεντικό κείμενο, γιατί ήταν μια ελεύθερη απόδοση από τον Αμερικανό ποιητή Κόλμαν Μπαρκς. Ακόμη και σε αυτήν τη μορφή το ποίημα διατηρεί τη δύναμή του. Και να λοιπόν που ένας κλασικός Πέρσης ποιητής του 13ου αιώνα, μέσω της απόδοσης του Κόλμαν, έγινε ένας best seller ποιητής του 20ού αιώνα στην Αμερική. Είχε μεγάλη επιρροή σ’ εμένα. Στην ταινία η Παρί ακολουθεί αυτό το παιχνίδι, αποδίδει με τη σειρά της το ποίημα από τα αγγλικά πίσω στα περσικά. Ενα νέο κείμενο μέσω της διαδικασίας της αναμεταγραφής. Λειτουργεί σαν παράθυρο στον ψυχισμό της, σαν μια παράξενη προσευχή.
Οι έννοιες «πατρίδα» και «θρησκεία» διαρκώς συνδιαλέγονται στην ταινία σας. Για ποιον λόγο;
Αισθάνομαι ότι η σχέση μου με την καινούργια μου πατρίδα, την Ελλάδα, απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Δεν είναι δεδομένο. Σαν να είσαι ένα υιοθετημένο παιδί. Αυτό σε βάζει σε συνεχή κίνηση. Αν αντέξεις τις αβεβαιότητες και τις δυσκολίες, η αγάπη που θα προκύψει μπορεί να είναι ακόμη πιο ουσιαστική, ακριβώς επειδή τίποτε δεν είναι δεδομένο. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την πίστη μας. Αν βγούμε από το δόγμα του έθνους μας, έστω για λίγο, είτε αυτό είναι ένα αμιγώς θρησκευτικό δόγμα είτε είναι μια ιδεολογία που λειτουργεί σαν θρησκεία, μπορεί να βρούμε μια πραγματική εσωτερική φώτιση και αναγέννηση.
Τα γυρίσματα με τις συγκρούσεις ΜΑΤ και αναρχικών μοιάζουν αρκετά ζόρικα.
Ηταν ένα μεγάλο στοίχημα. Μας πήρε έναν χρόνο προσπάθειας, με γυρίσματα στα πραγματικά επεισόδια κάμποσες φορές και στη συνέχεια ένα μεγάλο κινηματογραφικό στήσιμο στο κέντρο της πόλης. Την επιτυχία της σκηνής τη χρωστάω στην ομάδα συνεργατών μου: στον φωτογράφο μου Κλαούντιο Μπολιβάρ, που έφαγε τα δακρυγόνα της ζωής του και κόντεψε να καεί. Οπως και σε όλη την ομάδα παραγωγής και σκηνογραφίας η οποία έστησε τόσο ρεαλιστικά τη σκηνή που ακόμη και οι περαστικοί νόμιζαν ότι γίνονταν πραγματικές ταραχές.
Πόσο αυτοβιογραφική είναι η ταινία;
Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία που χρησιμοποίησα ως πρώτη ύλη στην ιστορία. Η ταυτότητά μου έχει διαμορφωθεί τόσο από τις ιρανικές μου ρίζες όσο και από τη ζωή μου στην Ελλάδα. Αυτές οι εμπειρίες αντικατοπτρίζονται στην ιστορία. Παρί είναι το όνομα της μητέρας μου.