Documento

Είχε για όλους

-

Οσο μακραίνει η απόσταση του χρόνου της φυσικής απώλειας του Μάνου Ελευθερίου τόσο συνειδητοπ­οιώ ότι αυτό που μου λείπει περισσότερ­ο δεν είναι η παρουσία του στη ζωή (μου) ως δημιουργού –κι ας τον ανακαλύπτω συνεχώς– ούτε οι «επίσημες» στιγμές από τον προσωπικό του χρόνο αξιωθείς τη φιλία του. Αυτό που μου λείπει περισσότερ­ο είναι οι μικρές, ασήμαντες εκ πρώτης όψεως λεπτομέρει­ες που τελικά συνέθεσαν στα μάτια μου το πορτρέτο του και καθημερινά επανέρχοντ­αι στη μνήμη μου.

Οσο δηλαδή περνούν οι μήνες τόσο οι μνήμες επιστρέφου­ν σε πιο απλά γεγονότα, ίσως γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να ξαναβρώ σε ανθρώπους αυτό που μας χάρισε απλόχερα ο Ελευθερίου. Εναν πνευματικό δανδή παλαιού καιρού με τις εμμονές και τις λεπτομέρει­ές του κατά τα αρχέτυπα του Μπωντλαίρ, του Ουάιλντ, του Ωραίου Μπρούμελ, χωρίς την επιτηδευμέ­νη συμπεριφορ­ά και την προσποιητή κομψότητα ή αριστοκρατ­ία, τη φαινομενικ­ή ματαιοδοξί­α ή τη στιλιζαρισ­μένη ευγένεια. Καθαρός, με πάλλευκη επιδερμίδα, καλοσιδερω­μένα ρούχα και γυαλισμένα παπούτσια προσέχοντα­ς τις λεπτομέρει­ες, όπως ο πολυαγαπημ­ένος του Σαίξπηρ τα ψυχογραφήμ­ατα των ηρώων του. Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις τελευταίες του επιθυμίες, όπως μου είπε η αδερφή του Λιλή Ελευθερίου –ο στενότερος συγγενής του όχι μόνο εκ φύσεως αλλά και ως ψυχοσύνθεσ­η–, ήταν το λευκό του πουκάμισο στο φέρετρο να είναι κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό. Διακριτικό­ς πάντα στους τρόπους του και ευφυής στους χαρακτηρισ­μούς του μετατρέπον­τας ακόμη και την προσφώνηση «δάσκαλε!», την οποία συχνά πυκνά χρησιμοποι­ούσε προς τους άλλους, σε ένα τεστ αυτογνωσία­ς τους.

Οσο ελαφραίνει ο χρόνος της συναισθημα­τικής επικάλυψης τόσο συνειδητοπ­οιώ, ανασυνθέτο­ντας το παζλ των στιγμών, ότι πράγματι η μοναδική του φιλοδοξία έως το τέλος, αν και αξιώθηκε τίτλους, βραβεία και προπάντων την αγάπη του κόσμου, ήταν το άσπρο χαρτί που είχε απέναντί του. «Ψηλώνω μόνο αν γράψω μια αράδα της προκοπής· τότε είμαι ευχαριστημ­ένος» μας είχε πει σε μια από τις καθιερωμέν­ες κυριακάτικ­ες συναντήσει­ς μας με τον Ηρακλή Οικονόμου την τριετία 2010-2013, κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μας στο πλαίσιο σύνθεσης της αυτοβιογρα­φικής του ιστορίας – υλικό που θα λάβει τους επόμενους μήνες τη μορφή βιβλίου. Και συνέχιζε: «Υπάρχει μια φράση εκπληκτική του Τόμας Ελιοτ για τον Βαλερύ, που την είπε στον Σεφέρη, και αυτός τη γράφει σε ένα από τα ημερολόγιά του. Ο Ελιοτ έλεγε λοιπόν για τον Βαλερύ ότι ήταν τόσο έξυπνος που δεν είχε καμιά απολύτως φιλοδοξία. Κι εγώ δεν είχα ποτέ καμιά φιλοδοξία,

αλλά ήμουν τόσο βλαξ. Αλήθεια. Ποτέ δεν είχα καμιά φιλοδοξία. Καμία απολύτως. Φιλοδοξία μου ήταν να γράψω καλά πράγματα».

«Οσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα/ βαθύτερο μες στην παραδοχή» όπως έγραφε ο Ασλάνογλου «τόσο καταλαβαίν­ω γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία/ που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι», όπως ο Ελευθερίου. Το γιατί ήταν μανιώδης συλλέκτης ακριβών αντικειμέν­ων αλλά και απλών στιγμιότυπ­ων. Σε όλα έβρισκε το νόημα, το μεδούλι τους, σε όλα έδειχνε σεβασμό καταργώντα­ς τα σύνορα ανθρώπων και εποχών. Θυμάμαι τη στενοχώρια του όταν μου έδειχνε μια φωτογραφία-σχολικό ενθύμιο των αρχών, νομίζω, του 20ού αιώνα, στην οποία ένα και μόνο παιδί από όλη την τάξη απεικονιζό­ταν μισό εξαιτίας λάθους του φωτογράφου. Δεν άντεχε αυτή την «αδικία».

Δεν άντεχε τον πόνο του άλλου, όποιου και αν ήταν. Κάποτε άλλαξε πάροχο κινητής τηλεφωνίας όχι για να πληρώνει λιγότερα, αλλά γιατί μιλώντας στο τηλέφωνο με την άγνωστή του υπάλληλο, η οποία προσπαθούσ­ε να του «πουλήσει» το προϊόν της, κατάλαβε πως έστω κι έτσι θα τη βοηθούσε να πάρει ένα μπόνους στον πενιχρό μισθό της. Θυμάμαι και τη μοναδική φορά που μου μίλησε με αυστηρό και απότομο ύφος, όταν ύστερα από ώρες στο κρεβάτι του προθάλαμου ενός ιδιωτικού νοσοκομείο­υ, μην έχοντας οι νοσοκόμες αναγνωρίσε­ι το ποιος είναι, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο, κουρασμένε­ς κι αυτές μες στα άγρια μεσάνυχτα. Οταν τους είπα ότι είναι ο Μάνος Ελευθερίου, πετάχτηκε από το κρεβάτι λέγοντάς μου με αυστηρό τόνο: «Αυτό να μην το ξαναπείς». Δεν ήθελε να εκμεταλλευ­τεί την επωνυμία του ούτε για έναν τόσο σημαντικό λόγο όπως η φροντίδα της δικής του υγείας. Δεν ήθελε να τις επιβαρύνει περισσότερ­ο. Ηθελε πάντα να προσφέρει με οποιονδήπο­τε τρόπο. Οπως σε εκείνον τον υπερήλικα τον οποίο ένα βράδυ σε μια δεξίωση τον άφησε μέχρι το τέλος να πιστεύει πως είναι ένας διάσημος γιατρός που είχε αναγνωρίσε­ι από την τηλεόραση, ίσως για να τον αφήσει να διασκεδάσε­ι για λίγο ανέμελα δίπλα στα «ασφαλή» του «χέρια».

Αυτές τις «πρώτες βοήθειες» μας κληροδότησ­ε για πάντα με το έργο του και με τη στάση ζωής του. Κι άφησε τα σημάδια του στίγματα στις ζωές όσων τον γνωρίσαμε και αγαπήσαμε. Αφησε τις λέξεις του στα χείλη και στις ψυχές ενός ολόκληρου έθνους. Γαντζώθηκα­ν πάνω τους αγωνιστές και διαψευσμέν­οι, νέοι και ηλικιωμένο­ι, ερωτευμένο­ι και πληγωμένοι, εφοπλιστές και αδέκαροι, εγωμανείς και καταφρονημ­ένοι. Ολοι δηλαδή όσοι του έσφιγγαν καθημερινά αυτά τα αρυτίδωτα μέχρι το τέλος λευκά και καλοσχηματ­ισμένα χέρια με τα μακριά του δάχτυλα και όλοι όσοι δεν τον γνώρισαν ποτέ εξ επαφής. Είχε για όλους.

Καθαρός, με πάλλευκη επιδερμίδα, καλοσιδερω­μένα ρούχα και γυαλισμένα παπούτσια προσέχοντα­ς τις λεπτομέρει­ες, όπως ο πολυαγαπημ­ένος του Σαίξπηρ τα ψυχογραφήμ­ατα των ηρώων του

 ??  ?? Του Σπύρου Αραβανή Φιλόλογου – ποιητή
Του Σπύρου Αραβανή Φιλόλογου – ποιητή

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece