ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ
Ο «Παπατζής» που έγινε «Γέρος της Δημοκρατίας» και ο λαϊκός ξεσηκωμός μέσα από τις σελίδες της «Χαμένης άνοιξης» του Στρατή Τσίρκα
«Δικτατορία δωσίλογων με φερετζέ»
Ηπολιτική κρίση του καλοκαιριού του 1965, η αποστασία των βουλευτών της Ενωσης Κέντρου, οι επεμβάσεις του παλατιού, του αμερικανικού παράγοντα και των εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας αλλά και η στάση της Αριστεράς, οι οργανώσεις της νεολαίας και οι ογκώδεις διαδηλώσεις αποτελούν τον ιστορικό καμβά του μυθιστορήματος του Στρατή Τσίρκα «Η χαμένη άνοιξη». Η πλοκή καλύπτει τα γεγονότα από τις 4 έως τις 23 Ιουλίου 1965, ημέρα ταφής του Σωτήρη Πέτρουλα.
Κεντρικό πρόσωπο ο 40χρονος πολιτικός πρόσφυγας Αντρέας που επιστρέφει στην πατρίδα του έπειτα από 18 χρόνια. Στην Ελλάδα συναντά παλιούς συντρόφους και συγγενείς, πληροφορείται τα νέα και τις πολιτικές εξελίξεις. Γνωρίζει μια τριανταπεντάρα Δανεζοελβετίδα, την όμορφη, ερωτική και αλκοολική Φλώρα που διάγει έκλυτο βίο μαζί με μια παρέα Αμερικανών, αλλά και τη νεαρή, φλογερή αγωνίστρια Ματθίλδη που φέρει την κριτική ματιά της νέας γενιάς. Γύρω τους ξένοι πράκτορες, μυστικές υπηρεσίες, πολιτικοί μηχανορραφούν. Οι μνήμες της Κατοχής, των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου, η ηθελημένη σιωπή για την πολιτική προσφυγιά, το σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, η αγωνία για το μέλλον που προδιαγράφεται ζοφερό θέτουν το πλαίσιο. Η Ιστορία, ως διαχρονία και συγχρονία, επηρεάζει τις σχέσεις των χαρακτήρων. Ταράζει τις συνειδήσεις τους, μεταμορφώνει την προσωπικότητα, επιδρά στις σκέψεις τους. «Η Ιστορία, [που] λειτουργεί σαν συνεκτική ύλη, τους ενώνει με τρόπο αόρατο κατά τη διάρκεια όλου του έργου και πάντως πολύ περισσότερο από το εύθραυστο ερωτικό νήμα» γράφει σχετικά ο νεοελληνιστής Μάριο Βίτι.
Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε το 1976 από τις Εκδόσεις Κέδρος και αποτελεί το κύκνειο άσμα του Τσίρκα ο οποίος έφυγε από τη ζωή προτού προλάβει να ολοκληρώσει μια νέα τριλογία στο πρότυπο των «Ακυβέρνητων πολιτειών» που θα κάλυπτε ιστορικά τα «δίσεχτα χρόνια» της δικτατορίας. Ο συγγραφέας, στρατευμένος στην υπόθεση της Αριστεράς, ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του φιλοΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ), αλλά η κριτική ματιά του στις επιλογές της κομμουνιστικής ηγεσίας στη Μέση Ανατολή (όπως αποτυπώθηκε στον πρώτο τόμο των «Ακυβέρνητων πολιτειών», τη «Λέσχη» το 1960) είχε συνέπεια τη διαγραφή του από το ΚΚΕ. Βαθύς γνώστης της Ιστορίας, όχι μόνο όσων προηγήθηκαν του «καυτού» Ιουλίου 1965 αλλά και όσων ακολούθησαν, συνέλαβε με ευαισθησία αλλά και διεισδυτικότητα το πνεύμα της εποχής. Στη «Χαμένη άνοιξη» ο Τσίρκας δίνει τον παλμό των γεγονότων που βιώνει ως αυτόπτης. Μέσα από τα δικά του μάτια ο αναγνώστης διαβάζει τις εφημερίδες της εποχής, συμμετέχει στις συζητήσεις της καμαρίλας, βιώνει την πολιτική ίντριγκα, τις αμερικανικές επεμβάσεις –κρυφές και φανερές– αλλά και τις γεμάτες ενθουσιασμό συγκεντρώσεις των Λαμπράκηδων.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο φιλελεύθερο διάλειμμα της Ενωσης Κέντρου, την «άνοιξη» του συγγραφέα. Μετά τον ζόφο δύο δεκαετιών, του εμφυλιακού κράτους και της καχεκτικής δημοκρατίας που ακολούθησε, φάνηκε μια αχτίδα φιλελευθεροποίησης. «Η ελπίδα για μιαν άλλη ζωή, που βλέπω να χαράζει εδώ. Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου!» αναφωνεί ο πρωταγωνιστής. Διάχυτος ο θαυμασμός για τη νέα γενιά που συνεχίζει τον αγώνα της ΕΠΟΝ με ακμαίο πνεύμα και ενθουσιασμό: «Περασμένα μεσάνυχτα έτυχε να διαβαίνω έξω από τη Λέσχη των Λαμπράκηδων, στην οδό Πειραιώς, είδα να βγαίνει ο Θεοδωράκης και μαζί του ένα τσούρμο κορίτσια κι αγόρια με λαμπερά πρόσωπα – χρόνια είχα να αντικρύσω αυτά τα ολάνοιχτα μάτια».
Οι τέχνες και τα γράμματα ανθίζουν, η νεολαία αγωνίζεται χωρίς κομματικές αγκυλώσεις για την παιδεία, τη δημοκρατία. Αγανακτεί, αγωνιά, απελπίζεται. «Ολα μου φαίνονται σαν παραμύθι» σκέφτεται ο Αντρέας. Η σύγκριση του «εσωτερικού και του εξωτερικού» αναπόφευκτη, παρόλο που ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν θα κρίνει «όσα έγιναν εκεί πάνω»: «οι φίλοι ωστόσο, οι συγγενείς, οι σύντροφοι, τα πλήθη που είχαμε αφήσει πίσω και θαρρούσαμε πως είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη, όπως είχαμε πέσει κι εμείς, κι ας λέγαμε το αντίθετο στον Τύπο και τα ραδιόφωνα, εκείνοι όχι μόνο δεν είχαν παραιτηθεί αλλά και πάλευαν πιο σωστά, λιγόλογοι, ανυποχώρητοι. Κατέβαιναν σε όλες τις εκλογικές μάχες. Πότε κέρδιζαν 10 έδρες, πότε καμία, πότε 24. Δεν ήταν η πραγματική τους δύναμη. Ηταν το βαρόμετρο που έδειχνε το κλίμα της τρομοκρατίας της Δεξιάς».
Ο αγώνας μακρύς και δύσκολος. Το παρακράτος βασιλεύει. Ο αντικομμουνισμός κυριαρχεί και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας καταστέλλεται και περιθωριοποιείται: «Εχουμε δικτατορία των δωσίλογων με φερετζέ. Την πα
ρουσιάζουμε για “αληθινή δημοκρατία”. Και η δουλειά τους –δηλαδή η προδοσία του λαού– γίνεται. Καμαρώστε καθεστώς: πατημένο σύνταγμα, κυβέρνηση της μειοψηφίας, χιτλερική νομοθεσία, αστυνομοκρατία, παρακρατικοί δολοφόνοι, γερμανοντυμένοι “πατριώτες” και τα λοιπά…» και σε άλλο σημείο: «Σε άλλες χώρες που οι πολίτες ξέρουν τα δικαιώματά τους θα είχε αλλάξει από καιρό τέτοια κατάσταση. Εδώ τα εδραιωμένα συμφέροντα, η μονοπωλιακή εκμετάλλευση, τα “κλειστά επαγγέλματα”, το συνάλλαγμα που σπαταλιέται σε πολυτέλειες και αργομισθίες…».
«Καταντήσαμε κάθε πολιτικός και κόκκινο φαναράκι»
Οι Αμερικανοί ως νέοι αποικιοκράτες έχουν και αυτοί τα σχέδιά τους για τον τόπο: «Θέλουν την Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης, να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους. Μας θέλουν γκαρσόνια, ταβερνιάρηδες, μαστροπούς, βαρκάρηδες, επιβήτορες, καμπαρετζήδες, μπουζουξήδες, χασισέμπορους αχ αμάν αμάν και συρτάκι αμε και Ζόρμπα δη Γκρηκ κι αυτοί ν’ αρμέγουν τον τόπο, το κρασί, το λάδι, τα πορτοκάλια, τις ντομάτες, τα ροδάκινα, το βαμπάκι, τα μάρμαρα, το βωξίτη, το λιγνίτη, τα μεταλλεύματα και τον ιδρώτα του κόσμου. Κοίτα πού καταντήσαμε κάθε πολιτικός και κόκκινο φαναράκι στην πόρτα του και τ’ όνομά του φωτισμένο σε ταμπελίτσα πλάι στο κουδούνι. Λουίζ Κλάρα Ρόζα Ντολόρες».
Και ο λαός; «Ο μόνος τρόπος για ν’ αποφύγει ο λαός ένα νέο εμφύλιο ήταν ν’ ακουστεί σ’ Ανατολή και Δύση, στεντόρεια η διαμαρτυρία του. Μια διεφθαρμένη, βασικά ξενόδουλη, άρχουσα κάστα βίαζε ξετσίπωτα την εκφρασμένη θέλησή του να κυβερνηθεί επιτέλους δημοκρατικά, πάσχιζε μ’ όλους τους σκοτεινούς μηχανισμούς της να κρατήσει αυτόν τον τόπο εκατό χρόνια πίσω, στον απολυταρχισμό και την ξενοκρατία του Οθωνα. Να φωνάξουμε τόσο δυνατά, που να τρίξουν τα θεμέλια του πύργου απ’ όπου μας φοβέριζαν σφετεριστές και δυνάστες». Αυτός ο λαός εναποθέτει τις ελπίδες του για δημοκρατία στον Γ. Παπανδρέου και τον κάνει κυβέρνηση με 52,72%. Μέσα από τα λόγια του ιδιόρρυθμου «αντικοινωνικού στοιχείου»,
του Κακομοίρα, ακούγεται έκκληση ενότητας και συσπείρωσης. Η Αριστερά πρέπει να «βάλει πλάτη» για να σωθεί ο τόπος: «Παραμερίστε διαφορές με Παπατζήδες ή Σβωλοτσιριμώκους, παράπονα και μνησικακίες για Λίβανους και Δεκέμβρηδες και λοιπά. Ολοι μαζί, όλοι μαζί, να σώσουμε τον τόπο, γιατί η Γερμανίδα λύσσαξε και θα τον ξεπατώσει…». Ο Παπανδρέου από «Παπατζής» μετονομάζεται «Γέρος της Δημοκρατίας» κι ας επιμένει να διεξάγει «διμέτωπο» αγώνα απέναντι σε Δεξιά και Αριστερά.
Τα γεγονότα είναι πυκνά. Αποστασία. Πλήθη οργισμένα ξεχύνονται καθημερινά στους δρόμους. «Το πλήθος είχε καταλάβει όλο το πεζοδρόμιο, αντίκρυ δεξιά μας η Βουλή – άρχιζε η πολιορκία της. Φώναζα κι εγώ με τους άλλους, ώσπου έγδαρα το λαρύγγι μου: “Κάτω οι προδότες. Κάτω οι δούλοι της Αυλής. Ενας είναι ο αρχηγός, ο κυρίαρχος Λαός” [...] Η πλατεία Συντάγματος γέμισε κι οι φωνές, σαν άγρια καταιγίδα, τάραζαν το πλήθος κύμα στο κύμα. Ο τόνος έγινε πιο τραχύς: “Μητσοτάκη, κάθαρμα”. Η αστυνομία του ναυάρχου Τούμπα, του νέου αποστάτη υπουργού Δημοσίας Τάξεως, προσπαθούσε ν’ αναχαιτίσει το πλήθος σχηματίζοντας αλυσίδα με τα χέρια. Υστερα ήρθαν, φαίνεται, άλλες διαταγές κι άρχισε η επίθεση με τα κλομπς για να διαλυθούμε. Τότε ανέβηκαν ως τον ουρανό οι κατάρες κι οι βρισιές».
Ο πρώτος νεκρός Σωτήρης Πέτρουλας, φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και μέλος των Λαμπράκηδων, «αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά». Ο λαός με ηρωικό και πένθιμο τραγούδι ορκίζεται στο όνομα της ελευθερίας να σηκώσει πάλι τις σισύφειες πέτρες: «Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού… Εμπρός στον αγώνα για τη Δημοκρατία…» προτρέπει ο πατέρας του νεκρού.
Η ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, η βίαιη καταστολή, οι εγχώριες και ξένες επεμβάσεις προοιωνίζονταν καινούργια βάσανα για τη χώρα και τον λαό της: «Πάνω από τη χαμένη άνοιξη μετεωριζόταν τώρα ο γύπας του πραξικοπήματος, έτοιμος να ριχτεί και να σπαράξει τον τόπο». Η αποστασία και η πολιτική αστάθεια που προκάλεσε άνοιξαν τον δρόμο στη δικτατορία. Παρά τα νέα δεινά το μήνυμα είναι αισιοδοξία και ελπίδα: κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι μας είναι να την ξαναφέρουμε ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή.