Η «στρατηγική της έντασης» αλά ελληνικά
Ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, βουλευτής της Ενωσης Κέντρου, ορκίζεται πρωθυπουργός μία ώρα μετά την προφορική παραίτηση Παπανδρέου, ο οποίος κηρύσσει τον «νέον ανένδοτον αγώνα υπέρ της δημοκρατίας». Ο Παν. Κανελλόπουλος προσφέρει προκαταβολικά υποστήριξη της ΕΡΕ σε όποια κυβέρνηση διαφωνούντων του Κέντρου
Το σκηνικό παίρνει φωτιά από τον Γρίβα της κατοχικής Χ με τη σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ. Ο Αλέξανδρος Νάτσινας του ΙΔΕΑ έχει μεταθέσει από το 1958 τον Γεώργιο Παπαδόπουλο –σύνδεσμο με τη CIA– στην ΚΥΠ θεωρώντας τον «άριστο στη συλλογή πληροφοριών». Το όνομά του ήταν ήδη γνωστό από το «σχέδιο Περικλής» για νοθεία των εκλογών του 1961 και το διαβόητο σαμποτάζ του Εβρου
ΟΙούλιος του 1965 έμελλε να είναι πολύ θερμότερος του συνηθισμένου. Η Ενωση Κέντρου, το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, είχε κερδίσει τις εκλογές του 1964 με ποσοστό 52,72% και είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Πρόθεση του Γ. Παπανδρέου ήταν να αντικαταστήσει τον υπουργό Αμύνης Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Ι. Γεννηματά (θεωρούνταν υπεύθυνος για τη βία και νοθεία των εκλογών του 1961), οι οποίοι ελέγχονταν πλήρως από το παλάτι, με ανθρώπους της δικής του εμπιστοσύνης. Υποψήφιος για τη θέση του υπουργού ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, γιος του πρωθυπουργού, όμως το παλάτι πρόβαλλε ισχυρή αντίσταση, στηρίζοντας τον Π. Γαρουφαλιά, ο οποίος αρνήθηκε να υπακούσει στην εντολή του πρωθυπουργού και να παραιτηθεί από τη θέση του υπουργού. Ο Γ. Παπανδρέου αναγκάστηκε τότε να διαγράψει τον Γαρουφαλιά από την Ενωση Κέντρου και ταυτόχρονα έκανε έναν ελιγμό καλής θέλησης προτείνοντας να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Αμύνης. Το παλάτι, και ειδικά ο Κωνσταντίνος, επέμεινε να αναλάβει το υπουργείο άνθρωπος της απόλυτης εμπιστοσύνης του, αλλιώς αρνούνταν να υπογράψει το ανάλογο διάταγμα. Τότε ο Γεώργιος Παπανδρέου μπροστά σ’ αυτή την κατάφωρη ασέβεια προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού, αφού δεν ήταν ελεύθερος να αναλάβει όποιο υπουργείο έκρινε σκόπιμο, αναγκάστηκε να παραιτηθεί κηρύσσοντας τον «νέον ανένδοτον αγώνα υπέρ της δημοκρατίας». Μετά την προφορική δήλωση της παραίτησης του Γ. Παπανδρέου ο επόμενος πρωθυπουργός Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, μέλος της Ενωσης Κέντρου, ορκίστηκε μέσα στην επόμενη ώρα, χωρίς να έχει συνταχθεί ακόμη η έγγραφη παραίτηση της κυβέρνησης. Oι δρόμοι της Aθήνας γέμισαν από διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για την ανατροπή του νόμιμου πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, ενώ οι κινητοποιήσεις που οργανώνονταν από την Ενωση Κέντρου και την αριστερή ΕΔΑ κατέληγαν σε βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία, θύμα των οποίων υπήρξε και ο 25άχρονος φοιτητής και στέλεχος της Αριστεράς Σωτήρης Πέτρουλας.
Την παραίτηση του Αθανασιάδη-Νόβα διαδέχτηκε η κυβέρνηση του Ηλία Τσιριμώκου στις 18 Αυγούστου, ενώ έναν μήνα αργότερα πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Στέφανος Στεφανόπουλος. Στην κυβέρνηση του Στεφανόπουλου συμμετείχαν οι Τσιριμώκος και Νόβας ως αντιπρόεδροι και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως υπουργός Συντονισμού και Οικονομικών.
Στρατηγική διάσπασης της Ενωσης Κέντρου
Πέρα από τον έλεγχο του στρατού, το παλάτι επιδίωκε στρατηγικά τη διάσπαση της Ενωσης Κέντρου αφού η δημοτικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου εκείνη την εποχή σημείωνε άνοδο. Κύρια θέση του ήταν η ανεξαρτητοποίηση της εξω
τερικής πολιτικής από την πολιτική των ΗΠΑ και των λοιπών δυτικών συμμάχων. Είναι πιθανό βλέποντας τη δημοτικότητά του να ανεβαίνει στελέχη τόσο του εσωτερικού (επίδοξοι διάδοχοι του Γ. Παπανδρέου που ένιωθαν να απειλούνται τα σχέδιά τους, όπως ο Κ. Μητσοτάκης) όσο και του εξωτερικού (Αμερικανοί αξιωματούχοι) να επιθυμούσαν με την κρίση αυτή να ανακόψουν την πορεία του. Σε συζητήσεις με Αμερικανούς διπλωμάτες λίγο πριν από τα γεγονότα του Ιουλίου ο Κ. Μητσοτάκης είχε εκφράσει την άποψη ότι ο Α. Παπανδρέου ήταν η κύρια πηγή των προβλημάτων της Ενωσης Κέντρου και ότι θα έπρεπε να απομακρυνθεί τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την Ελλάδα.1
Ανάδυση μιας νέας δυναμικής κοινωνικής πραγματικότητας
Πολλοί, επίσης, υπογραμμίζουν ότι οι εκλογές του 1964 είχαν αναδείξει μια νέα δυναμική κοινωνική πραγματικότητα.
Την εποχή εκείνη εισήλθαν στην πολιτική σκηνή νέες κοινωνικές δυνάμεις που έως τότε παρέμεναν μάλλον στο περιθώριο: αγρότες στην ύπαιθρο, φοιτητές και εργαζόμενοι νέοι στα αστικά κέντρα και γενικότερα οι μισθωτοί. Επίσης, θα προστίθετο σταδιακά στο εργατικό δυναμικό σημαντικός αριθμός εργατών καθώς ωρίμαζαν οι επενδύσεις στη βιομηχανία, ενώ εμφανίζονταν στο προσκήνιο και νέοι μη καθιερωμένοι ελεύθεροι επαγγελματίες, δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί. Αυτό το διαφοροποιημένο κοινωνικό δυναμικό δεν κινούνταν εκτός του κοινοβουλευτισμού, αλλά απαιτούσε το αντιπροσωπευτικό σύστημα να λειτουργεί χωρίς εκ των
άνω χειραγώγηση. Αυτό θα ήταν το κρίσιμο στοιχείο που θα καθόριζε τη λαϊκή προτίμηση τον συγκρουσιακό Ιούλιο του 1965. Συνεπώς, ενώ η πολιτική μεταβολή του Φεβρουαρίου του 1964 δεν ήταν αλλαγή καθεστώτος, δεν ήταν όμως ούτε απλή εναλλαγή κομμάτων αλλά επρόκειτο για αλλαγή τρόπου άσκησης της πολιτικής.
Ο (αντι)κομμουνιστικός κίνδυνος
Η ΕΡΕ αντιμετώπιζε σχεδόν με αγωνία την καθίζηση των δυνάμεών της ακόμη και σε περιοχές όπου παραδοσιακά κυριαρχούσε, όπως η ύπαιθρος, αλλά και σε κοινωνικές κατηγορίες όπως ο στρατός, τα σώματα ασφαλείας και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι δημοτικές εκλογές του Ιουλίου του 1964 είχαν επιβεβαιώσει τις τάσεις αυτές. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης σε συνθήκες πιο ανοιχτού και αβέβαιου πολιτικού παιχνιδιού ήταν εμφανής, ενώ επίσης έκδηλη ήταν και η ανησυχία πως η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου θα μπορούσε να ανατρέψει την ισορροπία των δυνάμεων μέσα στον κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα στο «βαθύ μετεμφυλιακό κράτος». Εντονη ήταν και η ανησυχία αναβίωσης κάποιας κομμουνιστικής απειλής, η οποία μπορούσε να προκύψει από τη δυνατότητα ανεμπόδιστης δραστηριότητας της Αριστεράς, ιδίως της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη που είχε μεγάλη απήχηση στη δημοκρατική νεολαία της χώρας.
Υποστήριξη σε «τυχόν» κυβέρνηση διαφωνούντων της Ενωσης Κέντρου
Τον Ιανουάριο του 1965 η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου επρόκειτο να ενισχύσει άθελά της τη ροπή της ΕΡΕ προς
την πόλωση, όταν απέφυγε να εναντιωθεί στην πρόταση της ΕΔΑ για παραπομπή του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και δύο υπουργών του σε ειδικό δικαστήριο για υπόθεση της ΔΕΗ.
Επιστρατεύτηκε, λοιπόν, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που θα καλούσε τους οπαδούς του σε συγκέντρωση στην πλατεία Κλαυθμώνος τον Φεβρουάριο του 1965. Εκεί απηύθυνε πρόσκληση ανατροπής της κυβέρνησης Παπανδρέου και πρόσφερε την υποστήριξη της ΕΡΕ σε όποια κυβέρνηση διαφωνούντων της Ενωσης Κέντρου τυχόν προέκυπτε. Επρόκειτο για το βασικό σενάριο της Αποστασίας του 1965. Ή μια «στρατηγική της έντασης» στην ελληνική εκδοχή της.
Ηδη από τον Ιανουάριο του 1965 το παλάτι εξέταζε τις δυνατότητες σχηματισμού κυβέρνησης με τη συμμετοχή διαφωνούντων στελεχών της Ενωσης Κέντρου. Ο Στέφανος Στεφανόπουλος ήταν μεταξύ αυτών και επρόκειτο να σχηματίσει τελικά την τρίτη κυβέρνηση αποστατών τον Σεπτέμβριο του 1965. Στις σχετικές συνομιλίες συμμετείχε και ο εκδότης της κεντρώας εφημερίδας «Ελευθερία» Πάνος Κόκκας, πολιτικός φίλος του υπουργού Οικονομικών και ισχυρού στελέχους της Ενωσης Κέντρου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η στάση του στέμματος καθοριζόταν από την παρωχημένη αντίληψη ότι «ο θρόνος συνιστούσε τον θεσμικό και πολιτικό εγγυητή του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος» και ότι η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου συνιστούσε τουλάχιστον αμφίβολο παράγοντα στο θέμα της αντικομμουνιστικής αξιοπιστίας. Αρρητα επικρατούσε και ένα είδος ιστορικά κληροδοτημένης δυσπιστίας μεταξύ του θρόνου και μιας παράταξης η οποία, αν και δεν
έθετε –από το 1946 και μετά– πολιτειακό ζήτημα, θεωρούσε εαυτήν δημοκρατική και κληρονόμο του βενιζελισμού.2
Οι ΗΠΑ, οι στρατιωτικοί και η ενδοκομματική… ανασφάλεια
Στο μετεμφυλιακό καθεστώς το παλάτι εξασφάλιζε την επιβίωσή του, όπως είχε διδαχτεί από τους Αγγλους, ελέγχοντας τον στρατό και εξολοθρεύοντας κάθε πολιτικό του αντίπαλο. Ομως τα χρόνια είχαν περάσει και οι Αγγλοι είχαν παραδώσει τα ηνία της υψηλής καθοδήγησης στους Αμερικανούς οι οποίοι με τη σειρά τους διαπίστωναν ότι οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατεύματος ήταν κυρίως αντικομμουνιστές και λιγότερο φιλοβασιλικοί. Αυτή η διαπίστωση θα άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των Αμερικανών με το παλάτι και με τους ακραιφνείς αντικομμουνιστές αξιωματικούς.
Υπήρχε και ένας νέος παίκτης στο πολιτικό παιχνίδι: o Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος είχε εισέλθει στην πολιτική μόλις στις αρχές του 1964, έπειτα από μια αξιόλογη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Προς έκπληξη Ελλήνων και Αμερικανών είχε αντιταχθεί στην προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού με βάση τα σχέδια Ατσεσον (Acheson), θεωρώντας τα «εκδήλωση της αμερικανικής παρεμβατικό
τητας στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή». Ο Ανδρέας Παπανδρέου εμφανιζόταν –ήδη από την άνοιξη του 1965– ως φορέας και εκφραστής των πιο ριζοσπαστικών αντιλήψεων εντός της Ενωσης Κέντρου και φαινόταν να κερδίζει τόση υποστήριξη εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας ώστε να είναι υπολογίσιμος παράγοντας για τη διαδοχή όποτε θα έμπαινε τέτοιο θέμα.
Ετσι, πολλά συντηρητικά στελέχη της Ενωσης Κέντρου ένιωσαν να απειλούνται. Για πολλούς αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για την ερμηνεία της στάσης των αποστατών του 1965. Στελέχη όπως ο Κ. Μητσοτάκης, ο Σταύρος Κωστόπουλος της γνωστής μεσσηνιακής οικογένειας τραπεζιτών, ο Στ. Στεφανόπουλος, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, ο Ιωάννης Τούμπας ήταν τουλάχιστον επιφυλακτικά έναντι της πολιτικής που ακολουθούσε ο Γ. Παπανδρέου και ακόμη περισσότερο έναντι των ριζοσπαστικών αντιλήψεων του Α. Παπανδρέου. Είχαν αντιμετωπίσει με επιφύλαξη την απόρριψη του δεύτερου σχεδίου Ατσεσον, απέβλεπαν σε τερματισμό της πολιτικής παροχών της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου και είχαν αντιταχθεί στην επίσκεψη Παπανδρέου στη Σοβιετική Ενωση τον Μάρτιο του 1965, «ως υπερβαίνουσα τα επιτρεπτά όρια». Διαθέτοντας επίσης βάση ισχύος έβλεπαν αρνητικά την ανα
διάταξη των εσωκομματικών ισορροπιών που προκαλούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το τελευταίο στοιχείο ενδιέφερε ασφαλώς και ένα στέλεχος προερχόμενο από την Αριστερά, τον αμφιλεγόμενο Ηλ.Τσιριμώκο, ο οποίος, αν και δεν συμμεριζόταν τις άλλες ενστάσεις των συναδέλφων του, συνέδραμε την Αποστασία ως πρωθυπουργός τον Αύγουστο του 1965.
Οι Αμερικανοί συμφωνούσαν με το παλάτι ότι ο στρατός έπρεπε να είναι έξω από τον έλεγχο της κυβέρνησης. Οταν ξέσπασε η κρίση οι Αμερικανοί υποστήριξαν αρχικά μια συμβιβαστική λύση, η οποία πάντως θα άφηνε τον στρατό εκτός του ελέγχου της κυβέρνησης. Αφού, όμως, εξερράγη η κρίση στις 15 Ιουλίου, ο αμερικανικός παράγοντας θα υποστήριζε σθεναρά τις προσπάθειες για να παρεμποδιστεί η επάνοδος του Παπανδρέου στην εξουσία.3
ΑΣΠΙΔΑ. Εκτροχιασμός με μια επιστολή του Γρίβα!
Το ξέσπασμα της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ την άνοιξη του 1965 ήρθε να θολώσει τα νερά. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ξεκίνησε με τον πλέον ύποπτο τρόπο στις 18 Μαΐου του 1965 από ένα δημοσίευμα της εφημερίδας της Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυξ», την οποία εξέδιδε ο ακραίος δεξιός πρώην πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, της ΕΡΕ. Εκεί γινόταν νύξη για κάποια οργάνωση προοδευτικών αξιωματικών βάσει μιας επιστολής που είχε στείλει ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, άλλοτε αρχηγός της οργάνωσης Χ, στον υπουργό Αμύνης Πέτρο Γαρουφαλιά και τον βασιλιά Κωνσταντίνο «παρακάμπτοντας» τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Στην ομάδα των αξιωματικών εμπλεκόταν και ο λοχαγός Αρις Μπουλούκος, γνωστός του στρατηγού Γρίβα, αφού λέγεται πως είχε υπηρετήσει στην οργάνωση Χ και είχε μετατεθεί στην Κύπρο κατόπιν επιμονής του στρατηγού, και άνθρωπος του συστήματος αφού είχε τοποθετηθεί και στην ΚΥΠ κατόπιν απαίτησης του τραπεζίτη και υπουργού Εξωτερικών Σταύρου Κωστόπουλου. Η υπόθεση ήταν ιδιαίτερα μπλεγμένη, άρα σαφώς ενορχηστρωμένη.
Ο Γ. Παπανδρέου όταν έλαβε γνώση της υπόθεσης και αντιλαμβανόμενος τη σκευωρία έστειλε στη Δικαιοσύνη για διερεύνηση τόσο την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ όσο και το σχέδιο «Περικλής», το οποίο αφορούσε τη βία και νοθεία του 1961 και την παρακρατική και παραστρατιωτική οργανωτική δομή των Αμερικανών. Θέλησε έτσι να δημιουργήσει ένα αντίβαρο, ένα ανάχωμα προκειμένου να προστατεύσει τον στοχοποιημένο γιο του Α. Παπανδρέου αλλά και τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Παπατέρπο, υποδιοικητή
της ΚΥΠ και φίλο του Ανδρέα ο οποίος προσπαθούσε να περιορίσει το παρακράτος της Δεξιάς.4
Στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ άρχισαν να γίνονται αποκαλύψεις και να περιγράφονται οι συνωμοτικοί μηχανισμοί του ΙΔΕΑ που θα οδηγούσαν στη δικτατορία του 1967. Για τον λόγο αυτό στις 26 Ιανουαρίου του 1967 αποφασίστηκε να συνεχιστεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών. Οπως έγραφε ο Αρις Μπουλούκος: «Οι συνεχείς αποκαλύψεις από μέρους μας των συνωμοτικών μηχανισμών τους, αλλά και συγκεκριμένων προσώπων και στοιχείων που φώτιζαν τις προθέσεις και τις διασυνδέσεις των τους ανησύχησαν. Είχαμε αποκαλύψει μέσα σε δύο μήνες διαδικασίας πάνω από 100 αξιωματικούς που ολοφάνερα ανήκαν στην ΙΔΕΑτική συνωμοτική ομάδα. Το όνομα του Γ. Παπαδόπουλου είχε επανειλημμένα αναφερθεί, όχι μόνο για το “διαβόητο” σαμποτάζ του Εβρου, αλλά και για τα καθήκοντά του ως “γραμματέως” στο “σχέ
διο Περικλής”. Είχαν αποκαλυφθεί και πολλοί συνωμότες της παραΚΥΠ».
Να θυμίσουμε ότι η δίκη επιφύλασσε δραματικές εξελίξεις για ορισμένους παράγοντές της όπως τον δικηγόρο υπεράσπισης του Μπουλούκου Νικηφόρο Μανδηλαρά ο οποίος έφερε στο προσκήνιο το όνομα του Γ. Παπαδόπουλου και τελικά δολοφονήθηκε από τη χούντα στις 18 Μαΐου του 1967.
Μπορεί τύποις ο στρατηγός Παπάγος να διέλυσε τον ΙΔΕΑ το 1954, όμως οι στρατιωτικοί του κινήματος του 1951 ενδυναμωμένοι από την ατιμωρησία προχώρησαν στην ίδρυση της Ενωσης Νέων Αξιωματικών, ενώ ο Παπαδόπουλος στάλθηκε σε στρατιωτικό σχολείο στις ΗΠΑ και επιστρέφοντας στην Ελλάδα ήταν πλήρως στρατολογημένος από τους Αμερικανούς. Ο στρατηγός Παπάγος ιδρύει το 1954 την ΚΥΠ τοποθετώντας τον Αλέξανδρος Νάτσινα διοικητή της, ενώ ήταν αναμειγμένος στο πραξικόπημα του 1951. Ο στρατηγός Νάτσινας