Mόνο για τους δικούς τους
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα δύο ιστορικά βουλεύματα
Διαβάστε ενδεικτικά αποσπάσματα από τα εν λόγω ιστορικά πλέον βουλεύματα με τα οποία οι δικαστές αρνούνται να επικυρώσουν την αμνηστία των τραπεζιτών για τα χαμένα δισεκατομμύρια του ελληνικού λαού:
• Προκύπτει ξεκάθαρα ότι η πρόβλεψη κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων έχει ως αποτέλεσμα αναδρομικά την εξάλειψη αξιοποίνου των σοβαρών εκκρεμών εγκλημάτων μιας ειδικής κατηγορίας προσώπων (διαχειριστές, μέλη διοίκησης και λοιποί εκπρόσωποι πιστωτικών ιδρυμάτων), παραβιάζοντας ευθέως την αρχή της ισότητας και υποκρύπτοντας συγκεκαλυμμένη αμνηστία, ενώ η αιτιολόγηση της νομοθετικής αυτής επιλογής δεν αντέχει στη λογική.
• Οι λοιποί μικρομέτοχοι δεν έχουν πρακτικά τη δυνατότητα να ζητήσουν τον ορισμό προσωρινής διοίκησης για την υποβολή έγκλησης, αφού δεν μπορούν να γνωρίζουν την άδικη συμπεριφορά που συνιστά την απιστία και περαιτέρω δεν μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους αποδεικτικά στοιχεία για να τη θεμελιώσουν. Με τον τρόπο αυτό, ενώ φαινομενικά αναγνωρίζεται δικαίωμα υποβολής έγκλησης, στην πραγματικότητα τέτοιο δικαίωμα δεν μπορεί να ασκηθεί. Συνεπώς, ενόψει του ότι η πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει την πραγματική και αποτελεσματική άσκηση των παρεχόμενων δικαιωμάτων, διατάξεις που καθιστούν για ορισμένη κατηγορία προσώπων και για συγκεκριμένα εγκλήματα αδύνατη την υποβολή έγκλησης προσβάλλουν την αρχή της ισότητας και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, ενώ όταν αφορούν εκκρεμείς υποθέσεις είναι προφανές ότι υποκρύπτουν αμνηστία, απαγορευμένη από το σύνταγμα, καθώς οδηγούν τις εκκρεμείς υποθέσεις σε βέβαιη εξάλειψη του αξιοποίνου αφαιρώντας την κρίση για τις υποθέσεις αυτές από τα δικαστήρια.
«Ο νομοθέτης απέβλεπε στο ακαταδίωκτο»
• Η προϋπόθεση της προηγούμενης υποβολής έγκλησης για την κίνηση ποινικής δίωξης για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ η ποινική δίωξη για κακουργηματική απιστία σε βάρος των λοιπών φυσικών και νομικών προσώπων εξακολουθεί να προβλέπεται ως αυτεπάγγελτη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την ανάγκη ρύθμισης των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων ούτε από τον ατομικό χαρακτήρα του προστατευόμενου έννομου αγαθού.
• Περαιτέρω, ο ατομικός χαρακτήρας του έννομου αγαθού που πλήττεται με το έγκλημα της απιστίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την εξαιρετική μεταχείριση των τραπεζικών στελεχών σε σχέση με την κακουργηματική απιστία σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος, σε αντίθεση με την κακουργηματική απιστία που τελεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο σε βάρος άλλων (φυσικών ή νομικών) προσώπων.
Αντισυνταγματική διάταξη
Και τούτο διότι η λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων τελεί υπό την εγγύηση του ελληνικού δημόσιου, π.χ. με την εγγύηση τραπεζικών καταθέσεων σε περίπτωση πτώχευσης του πιστωτικού ιδρύματος. Επομένως, εφόσον η κακουργηματική απιστία σε βάρος τραπεζικού ιδρύματος μπορεί να οδηγήσει δυνητικά σε πτώχευσή του, που με τη σειρά της θα οδηγήσει στην επιβάρυνση του ελληνικού δημοσίου, γίνεται φανερό ότι ο ατομικός χαρακτήρας του έννομου αγαθού που προστατεύεται με την κακουργηματική απιστία σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος γίνεται πιο «χαλαρός» σε σχέση με την απιστία που τελείται σε βάρος οποιουδήποτε άλλου προσώπου και μπορεί τελικά να επιβαρύνει τη δημόσια περιουσία. Ετσι όμως δεν δικαιολογείται η εξαιρετική ρύθμιση υπέρ των τραπεζικών στελεχών, αλλά τίθενται ζητήματα, πέρα από την απαγορευμένη συγκεκαλυμμένη αμνηστία, αντίθεσης της διάταξης αυτής στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, αφού μεγαλύτερης βαρύτητας κακουργήματα με αντίκτυπο στο σύνολο της κοινωνίας αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προνομιακό, παρέχοντας χωρίς καμία δικαιολόγηση κάλυψη σε ορισμένη μόνο κατηγορία προσώπων (διαχειριστές, μέλη διοίκησης και λοιποί εκπρόσωποι πιστωτικών ιδρυμάτων), ενώ παράλληλα αποδυναμώνονται η δικονομική θέση και το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να ζητήσει δικαστική προστασία μέσω της δίωξης των υπαιτίων για τη σε βάρος του τέλεση της απιστίας. Εξάλλου, από τις αναλύσεις αυτές προκύπτει ξεκάθαρα ότι η αιτιολόγηση αυτή της πιο πάνω νομοθετικής ρύθμισης δεν αντέχει στη λογική, αλλά υποκρύπτεται συγκεκαλυμμένη αμνηστία.
Για όλους αυτούς τους λόγους η διάταξη αυτή «είναι ανεφάρμοστη με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην εξαλείφεται το αξιόποινο για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων από μόνη τη μη υποβολή έγκλησης ή δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας».