Τα σάουντρακ της ζωής μας
Ο κριτικός του κινηματογράφου Ηλίας Φραγκούλης μιλάει για τον Ενιο Μορικόνε με αφορμή το αφιέρωμα που του κάνει το ΚΠΙΣΝ
Από τις 8 έως και τις 13 Σεπτεμβρίου το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος τιμάει τον Ιταλό συνθέτη Ενιο Μορικόνε με ένα αφιέρωμα προβολών ταινιών για τις οποίες έγραψε εμβληματικά σάουντρακ. Το Documento αναζήτησε τον κριτικό κινηματογράφου Ηλία Φραγκούλη, ο οποίος έχει αναλάβει την επιμέλεια του αφιερώματος, και η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από κινηματογραφικές εικόνες και ανεπανάληπτες μουσικές.
Ποιο είναι το αποτύπωμα που άφησε ο Ενιο Μορικόνε στην κινηματογραφική μουσική;
Εχοντας υπογράψει περισσότερα από τετρακόσια μουσικά σκορ για ξεχωριστούς τίτλους στην καριέρα του, ο Μορικόνε δεν είναι απλώς κινηματογραφικός θρύλος αλλά και (φιλμικό) αξιοπερίεργο, ένας συνθέτης αδιανόητα παραγωγικός που δεν σταμάτησε να επανεφεύρει τον εαυτό του και να αλλάζει στιλ ανάλογα με το είδος της ταινίας που υπηρετούσε. Φυσικά αυτό που έγινε σήμα κατατεθέν του είναι εκείνο το «παλαιάς κοπής», παραδοσιακό ύφος του machismo που εμψύχωνε τους ήρωες των ταινιών για τις οποίες έγραψε μουσική. Στο στερεότυπο ενός αρρενωπού άντρα (πιο συχνά της Αγριας Δύσης ή ενός γκανγκστερικού σύμπαντος παρανομίας), το οποίο οι σύγχρονες κοινωνίες σχεδόν «περιθωριοποίησαν», ο Μορικόνε συμπεριφέρθηκε με μια επιθυμία ταύτισης δίνοντάς του ενίοτε και έναν ελεγειακό τόνο, ακριβώς επειδή αισθανόταν ότι ο πραγματικός κόσμος θα τον αποτελειώσει.
«Ο Μορικόνε έγραφε τα πάντα. Και τα κατάφερνε το ίδιο καλά και στο ρομάντζο και στο συναισθηματικό και στο άκρως ερωτικό και στο κωμικό και όπου το γνήσια μελωδικό έπρεπε να βγάζει μια διάθεση νοσταλγίας»
Τα εμβληματικά φιλμ του Σέρτζιο Λεόνε (η τριλογία σπαγγέτι και το «Κάποτε στη Δύση») θα είχαν την ίδια αξία χωρίς τον Μορικόνε; Μήπως θα ήταν πιο σωστό να λέμε φιλμ των Λεόνε – Μορικόνε;
Για τα γουέστερν μπορούμε να το πούμε σίγουρα. Δεν γίνεται να φανταστείς τις εικόνες, τα τοπία, τα κοντινά σε πρόσωπα, τις παύσεις, τον τρόπο που μονταρίστηκαν όλα αυτά τα πλάνα δίχως τις μουσικές του Μορικόνε. Είναι σαν ο συνθέτης να διηύθυνε τον Σέρτζιο Λεόνε.
Οι περισσότεροι αναγνωρίζουν τις μουσικές του στα σπαγγέτι και παραγνωρίζουν τις υπόλοιπες. Υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο Μορικόνε ήταν καλός συνθέτης μόνο για γουέστερν.
Μόνο αν δεν έχεις ιδέα από κινηματογραφική μουσική (τουλάχιστον) λες τέτοια πράγματα. Οι αληθινοί θαυμαστές του συνθέτη γνωρίζουν. Ο Μορικόνε έγραφε τα πάντα. Και τα κατάφερνε το ίδιο καλά και στο ρομάντζο και στο συναισθηματικό και στο άκρως ερωτικό και στο κωμικό και όπου το γνήσια μελωδικό έπρεπε να βγάζει μια διάθεση νοσταλγίας. Ας ξεπεράσουμε κάποτε αυτή την παρεξήγηση ότι ήταν συνθέτης των γουέστερν. Είναι μάλλον απαξιωτικό να παραγνωρίζεται το σύνολο της δουλειάς του.
Θεωρείς ότι η μουσική του παραμένει λειτουργική και δίχως την εικόνα;
Πολλά από τα άλμπουμ του Μορικόνε έχουν μοσχοπουλήσει ακόμη και στη χώρα μας. Είναι δύσκολο να μπεις σε ελληνικό σπίτι και να μη βρεις σε δισκοθήκη ένα παλιό βινύλιο με μουσική που είχε γράψει για κάποια ταινία. Ο Μορικόνε είναι σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής κουλτούρας. Οι συνθέσεις του δεν ανήκουν μονάχα στα φιλμ και στις κινηματογραφικές οθόνες· έχουν ζήσει μαζί μας εκεί έξω εδώ και δεκαετίες. Εχουν τη δύναμη και τη μελωδική ομορφιά για να αντέξουν και σε ένα ξεχωριστό άκουσμα. Ο Μορικόνε έγραφε μουσική, όχι σάουντρακ. Σήμερα τα περισσότερα σάουντρακ έχουν καταντήσει «ατμόσφαιρες» για ταινίες. Δεν μπορούν να ακουστούν έξω από μια ταινία. Αυτό λέει πολλά για την κατάντια της κινηματογραφικής μουσικής στις μέρες μας.
Ποιες είναι οι προτιμήσεις σου από τις μουσικές του;
Φαίνονται από τις επιλογές των φιλμ που έκανα για το αφιέρωμα του ΚΠΙΣΝ. Το αγαπημένο μου θέμα είναι της «Συμμορίας των Σικελών»· κρύβει μια έντονα δραματική λυρικότητα. Το ακούς από τα τέλη του ’60 μέχρι σήμερα και δεν παύει να σε συγκινεί. Εχει διασκευαστεί άπειρες φορές επίσης με τρόπους που αξίζει να ανακαλύψει κανείς – θα πρότεινα τις εκτελέσεις του Τζον Ζορν και των Triology, ενός βιεννέζικου τρίο εγχόρδων. Μετά υπάρχει το «Addio a Cheyenne» από το «Κάποτε στη Δύση». Ενα θέμα που «βηματίζει» σαν ετοιμοθάνατος, που σου βγάζει μια απίστευτη αίσθηση ζωντάνιας αλλά και μοιρολατρικής ειρωνείας μαζί. Ο απότομος τρόπος που κόβεται λίγο πριν από το τέλος… μένεις χωρίς λόγια. Ενώ «βλέπεις» εικόνες ακούγοντάς το, σε παγώνει με αυτό το «pause». Και εννοείται πως λατρεύω την πιο ποπ πλευρά της φιλμογραφίας του. Χαίρομαι αφάνταστα που στο αφιέρωμα θα προβληθεί το «Ντιαμπολίκ» του Μάριο Μπάβα, απ’ όπου θα ακουστεί το «Deep down» με τη φωνή της Μαρία Κριστίνα Μπρανκούτσι μπροστά σε κόσμο που ενδεχομένως δεν έχει δει ποτέ την ταινία. Υπήρχε κι αυτός ο Μορικόνε και πολλοί τείνουν να ξεχνούν ότι δεν αντιμετώπιζε με κόμπλεξ τους σύγχρονους, πέρα από ορχήστρες ήχους.