Περισφίγγοντας τον ζωτικό χώρο του αντιπάλου
1947 «ΛΙΜΝΕΣ» ΕΝΑΝΤΙΟΝ «ΤΕΡΜΙΝΟΥΣ»
Ο Εθνικός Στρατός παίρνει τα ηνία από Χωροφυλακή και παραστρατιωτικούς στην επιχείρηση εξόντωσης του Δημοκρατικού Στρατού, κατ’ αρχάς στη νότια και κεντρική Ελλάδα. Ο ανέφικτος στόχος του Ζαχαριάδη για δημιουργία στρατού 50.000 αντρών. Ο ΔΣΕ, παρά την πειθαρχία και τη μαχητικότητά του, υστερούσε σε στρατολογήσεις και εξοπλισμό. Οι μάχες σε Ηπειρο, Μακεδονία
Επιχείρηση «Τέρμινους»
Το 1947 οι επιχειρήσεις του Εμφυλίου διευρύνθηκαν και επεκτάθηκαν σε όλη σχεδόν τη χώρα. Ομως η διαφορά δεν ήταν απλώς ποσοτική αλλά και ποιοτική. Μέχρι το 1947 κύριος αντίπαλος του ΔΣΕ ήταν η Χωροφυλακή και οι παραστρατιωτικές ομάδες της Δεξιάς. Κύριος στόχος ήταν η «απελευθέρωση» των ορεινών κυρίως περιοχών, ώστε να περάσουν από τον έλεγχο της κυβέρνησης και την τρομοκρατία των παρακρατικών συμμοριών στον έλεγχο των ανταρτών.
Ομως το 1947 τα χαρακτηριστικά του πολέμου άλλαξαν. Σε αυτό συνετέλεσαν δύο κυρίως αίτια. Πρώτον, την ευθύνη αντιμετώπισης του ΔΣΕ ανέλαβε πλέον ο Εθνικός Στρατός και δεύτερον, το ΚΚΕ αποφάσισε να εγκαθιδρύσει σταθερή κυριαρχία σε εκτεταμένη εδαφική περιοχή, αναγκάζοντας τον ΔΣΕ να μετατραπεί από ένα σύνολο αντάρτικων ομάδων σε «λαϊκό επαναστατικό στρατό».
Στις αρχές του 1947 ο Δημοκρατικός Στρατός έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος των ορεινών όγκων της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ο μεγαλύτερος όγκος των δυνάμεων του ΔΣΕ δρούσε στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία (7.500 άντρες), καθώς επίσης στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα (2.500 – 3.000 άντρες).
Την άνοιξη του 1947 ο Εθνικός Στρατός έβαλε σε εφαρμογή την επιχείρηση «Τέρμινους», που είχε σαν στόχο να εκκαθαρίσει τους ορεινούς όγκους της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας (όρη Αγραφα, Κόζιακα, Χάσια, Αντιχάσια, Πήλιο, Ολυμπο, Πιέρια, Γράμμο, Βόιον) και στη συνέχεια να εκκαθαρίσει τους ορεινούς όγκους της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας.
Οι επιχειρήσεις θα διεξάγονταν διαδοχικά από νότο προς βορρά με μια σειρά προκαταρκτικών εξορμήσεων στις περιοχές Φαρσάλων, Δομοκού, Ρεντίνας, προκειμένου να ανακοπεί ενδεχόμενη διαφυγή των ανταρτών ανατολικά. Θα ακολουθούσε η κύρια επίθεση κατά των ορεινών της Θεσσαλίας, με μια σειρά επιμέρους ενεργειών (επιχειρήσεις «Αετός», «Ιέραξ», «Κύκνος», «Πελαργός»). Τέλος, η μεγάλη επιχείρηση «Κόραξ» θα ολοκλήρωνε την παγίδα με το σφράγισμα των βόρειων συνόρων, ξεκινώντας από τα Ζαγόρια και με προσανατολισμό προς τον Γράμμο, τον Σμόλικα και το Βόιο.
Η επιχείρηση «Αετός» ήταν η πρώτη χρονικά στα τέλη Απριλίου 1947 και είχε σκοπό να εκκαθαρίσει τις ομάδες που δρούσαν στα ορεινά της Αρτας και των Τρικάλων. Δύναμη του Εθνικού Στρατού που κυμαινόταν ανάμεσα σε 12.000 με 15.000 άντρες θα αντιμετώπιζε τα τοπικά αρχηγεία του ΔΣΕ, των οποίων η συνολική δύναμη κυμαινόταν από 1.500 έως 2.200 άντρες. Υπήρχε όμως μια θανάσιμη λεπτομέρεια σ’ αυτές τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις: Οι αντάρτες δεν μπορούσαν να προσβλέπουν σε ευνοϊκή μεταχείριση. Οπως ανέφερε –με κυνισμό– η απόρρητη διαταγή του τότε διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού υποστράτηγου Π. Καλογερόπουλου: «Σκοπός των επιχειρήσεων αυτών είναι Η ΕΞΟΝΤΩΣΙΣ των συμμοριτών. Μόνον όταν πραγματοποιηθή τούτο πρέπει να θεωρήσωμεν ότι επέτυχον αι ενέργειαί μας» 1.
Ομως εκτός από την περιοχή των Τζουμέρκων και ιδίως του Κόζιακα, όπου ο Εθνικός Στρατός επέτυχε τον στόχο του, οι πρώτες επιχειρήσεις είχαν πενιχρά αποτελέσματα. Οι καιρικές συνθήκες στην Πίνδο ήταν ακραίες και στάθηκαν οδυνηρές και για τα δύο στρατόπεδα, ιδιαιτέρως για τους άντρες του ΔΣΕ που δεν είχαν καμία υποδομή πέραν του οπλισμού τους και πολλές φορές ακολουθούνταν από αμάχους. Εχει καταγραφεί μάλιστα ένα ανθρώπινο περιστατικό στο κακοτράχαλο πέρασμα της Νιάλας, όπου μια μανιασμένη χιονοθύελλα χτύπησε μια φάλαγγα του ΔΣΕ που προσπαθούσε να ξεφύγει από τον Εθνικό Στρατό. Πολλοί ένοπλοι και άμαχοι πέθαναν από το ψύχος, ενώ ένα κομμάτι της φάλαγγας βρήκε καταφύγιο στα αντίσκηνα των στρατιωτών του Εθνικού Στρατού και πέρασαν μια νύχτα μονιασμένοι μπρος στη μανία της φύσης, για να συλληφθούν όμως το άλλο πρωί και να καταδικαστούν αργότερα σε θάνατο οι περισσότεροι από αυτούς. Σε γενικές γραμμές όμως, οι αντάρτες κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον κλοιό του Εθνικού Στρατού στα ορεινά της Θεσσαλίας, της Στερεάς και της Ηπείρου.
Την ίδια εποχή η εκστρατεία του υπουργού Δημοσίας Τάξεως Ναπολέοντα Ζέρβα εναντίον των ανταρτών που δρούσαν στην Πελοπόννησο στέφτηκε με πλήρη αποτυ
χία, παρά τις μεγάλες προσδοκίες του πρώην ηγέτη του ΕΔΕΣ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίου 1947, τμήμα 150 ανταρτών του ΔΣΕ Λακωνίας με επικεφαλής τους Πρεκεζέ, Κονταλώνη και Γιαννούκο πραγματοποίησαν μια αριστοτεχνική και τελείως αναίμακτη επιχείρηση εισβάλλοντας στη λακωνική πρωτεύουσα χωρισμένοι σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η μία με παραπλανητικές ενέργειες κατέλαβε το κέντρο και τις νοτιοδυτικές γειτονιές της πόλης καθηλώνοντας τμήματα του στρατού και της Χωροφυλακής, ενώ η δεύτερη ομάδα χτύπησε και κατέλαβε τις φυλακές Σπάρτης απελευθερώνοντας 230 πολιτικούς κρατούμενους. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 21 Απριλίου 1947, οι αντάρτες μπήκαν στο Γύθειο και απελευθέρωσαν τους κρατούμενους των φυλακών της κωμόπολης. Η επιχείρηση αυτή έτυχε διεθνούς προβολής αφού συμπτωματικά εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στην Αθήνα η Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ η οποία θα εξέταζε τη βασιμότητα των ισχυρισμών των Αγγλων και Αμερικανών που διατείνονταν ότι ξένες δυνάμεις βοηθούσαν τους αντάρτες. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κ. Τσαλδάρης, στις 7 Ιουνίου 1947, χαρακτήρισε την κατάσταση που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση στην Πελοπόννησο όχι απλώς ζήτημα «δημοσίας τάξεως» αλλά «εμπόλεμο κατάσταση».
Ενας επιτυχημένος ελιγμός του ΔΣΕ στην Ηπειρο, τον Ιούλιο του 1947, δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση στο κυβερνητικό στρατόπεδο και κινητοποίησε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς φάνηκε να απειλείται η κυριαρχία της πόλης των Ιωαννίνων. Η ενέργεια ήταν από στρατιωτική άποψη πολύ εντυπωσιακή, καθώς εκμεταλλεύτηκε τα κενά που άφηνε πίσω του ο Εθνικός Στρατός και επιπροσθέτως οι άντρες του ΔΣΕ, στις 13 και 14 Ιουλίου, ανέτρεψαν τον συσχετισμό δυνάμεων στη γέφυρα του Μπουραζανίου και προωθήθηκαν έως το Καλπάκι που δεσπόζει της πόλης των Ιωαννίνων, δημιουργώντας πανικό μέσα στην πόλη.
Τελικά οι αντάρτες στράφηκαν προς τα Γρεβενά και στις 25 Ιουλίου προσπάθησαν να καταλάβουν την πόλη χωρίς όμως επιτυχία. Η αποτυχία κατάληψης των Γρεβενών κατέδειξε τις τακτικές αδυναμίες του ΔΣΕ, αλλά η συνολικότερη εικόνα έδωσε στο ΚΚΕ την εντύπωση ότι το εγχείρημα είχε πιθανότητες επιτυχίας και στον Εθνικό Στρατό ότι σε πολλές περιπτώσεις αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στον ανταρτοπόλεμο.
Η ομιλία του στελέχους του ΚΚΕ Μ. Πορφυρογέννη στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας (Στρασβούργο 27/6/1947), στην οποία υπονοούσε τη συγκρότηση κυβερνητικού σχήματος εκ μέρους των ανταρτών, ώθησε τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Ναπολέοντα Ζέρβα να συλλάβει χιλιάδες αριστερούς πολίτες στην Αθήνα και να τους στείλει στις φυλακές και την εξορία, δημιουργώντας προβλήματα συνοχής ακόμη και στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ως αιτιολογία, ο Ζέρβας επικαλέστηκε την ανακάλυψη κάποιου «σχεδίου εξέγερσης» στην Αθήνα με σκοπό «την κατάλυση του κράτους». Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και οι Δ. Παρτσαλίδης (ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ), Δ. Παπαρήγας, Αλ. Λούλης, Κ. Γαβριηλίδης, Κ. Καβαφάκης (αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη»). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στις 5 Αυγούστου 1947, ο Μάρκος Βαφειάδης –μέσω του ασυρμάτου του ΔΣΕ– να επικηρύξει ως προδότες τους Ν. Ζέρβα, Στ. Γονατά, και Γ. Παπανδρέου, συνιστώντας ακόμη και τη δολοφονία τους.
Τον Αύγουστο του 1947 όλα δείχνουν να εκτραχύνονται και οι Αμερικανοί –που είχαν πλέον διαδεχθεί τους Αγγλους,
αφού ο πρόεδρος Τρούμαν ήδη από τις 12 Μαρτίου είχε ανακοινώσει στο Κογκρέσο στρατιωτική και οικονομική βοήθεια 300.000.000 δολαρίων για την καταπολέμηση του κομμουνιστικού κινδύνου– άρχισαν να πιέζουν προς τον σχηματισμό κυβέρνησης Φιλελευθέρων-Λαϊκών, γεγονός που κατέστη δυνατό τον Σεπτέμβριο του 1947 με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Η διεύρυνση της κυβέρνησης προς τον χώρο του Κέντρου αποτελούσε σταθερή επιδίωξη των αμερικανικών πιέσεων, οι οποίες αποσκοπούσαν στον περιορισμό του παρακράτους και στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας με τρόπο που θα περιόριζε την κοινωνική πόλωση και την ουσιαστική δημιουργία δύο χωριστών επικρατειών: του κράτους των Αθηνών και του κράτους της υπαίθρου.
Ετσι, το φθινόπωρο του 1947 είχε καίρια σημασία, αφού στο στρατιωτικό επίπεδο η σύγκρουση μετατράπηκε σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Οι επιτελείς του Εθνικού Στρατού συσκέφτηκαν στον Βόλο μαζί με την πολιτική ηγεσία και τη συμμετοχή των Αμερικανών, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί ότι έπρεπε να στερήσουν τον ΔΣΕ από το κοινωνικό και οικονομικό προστατευτικό κέλυφος που του πρόσφεραν οι ντόπιοι πληθυσμοί των ορεινών περιοχών. Αρχισε λοιπόν ένα ξερίζωμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τα χωριά τους και η αναγκαστική τους μετακίνηση στις πόλεις. Με αυτό τον τρόπο το κράτος θα επενέβαινε ριζικά στο κοινωνικό τοπίο διαμορφώνοντάς το βίαια και θέτοντας τα θεμέλια της μεταπολεμικής αστυφιλίας.
Το Σχέδιο «Λίμνες»
Τον Σεπτέμβριο του 1947 η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ ενέκρινε το σχέδιο «Λίμνες», το οποίο έθετε ως στόχο του ΔΣΕ την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Βόρειας Ελλάδας. Πρωτεύουσα της «απελευθερωμένης» αυτής περιοχής θα ήταν η Θεσσαλονίκη και για να επιτευχθεί ο στόχος κρινόταν απαραίτητος ο μετασχηματισμός του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό με δύναμη τουλάχιστον 50.000 αντρών. Η εξέλιξη αυτή ήλθε να συμπληρώσει τις οδηγίες που είχαν δώσει από τον Απρίλιο του 1947 οι Ν. Ζαχαριάδης και Γ. Ιωαννίδης στον Μάρκο Βαφειάδη. Η απόφαση αυτή του ΚΚΕ σηματοδοτούσε την απόλυτη ρήξη με το καθεστώς της πολιτικής νομιμότητας και το βάρος πλέον της κομματικής δουλειάς έπεφτε στον ένοπλο αγώνα, με την οδηγία «να μεταφερθεί αποφασιστικά το κέντρο βάρους όλης της κομματικής δουλειάς στον πολεμικό-επιχειρησιακό τομέα, για να υψώσει τον Δημοκρατικό Στρατό σε εκείνη τη δύναμη που στο συντομότερο δυνατό διάστημα θα οδηγήσει στη δημιουργία της ελεύθερης Ελλάδας, βασικά σε όλες τις βόρειες περιοχές της χώρας»
Μέτσοβο. Η μερική κατάληψη
Στις αρχές Οκτωβρίου 1947 ο ΔΣΕ δεχόταν μεγάλη πίεση από τις κυβερνητικές δυνάμεις στη Θεσσαλία και τη Στερεά. Ταυτόχρονα άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις πληθυσμών στην ύπαιθρο. Τότε ο ΔΣΕ έστρεψε εκ νέου τη δράση του στην Ηπειρο, η οποία μέχρι τότε θεωρείτο ασφαλής περιοχή για τις κυβερνητικές δυνάμεις λόγω της προηγούμενης δράσης εκεί του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ). Πρώτη εκδήλωση της δράσης αυτής αποτέλεσε η μάχη του Μετσόβου στις 18 Οκτωβρίου 1947, κατά την οποία τμήματα της πόλης καταλήφθηκαν για λίγες μέρες.
Η κατάληψη του Μετσόβου θα επέτρεπε τη συγκέντρωση των διωκόμενων πληθυσμών σε έναν ενιαίο ορεινό όγκο, όπου θα υπήρχαν οι βάσεις και οι προϋποθέσεις για την εκπαίδευση των διωκόμενων και τη μετατροπή τους σε εφεδρείες. Η κινητοποίηση του Εθνικού Στρατού απέτρεψε την οριστική κατάληψη της πόλης, αλλά ο προσωρινός έλεγχος της περιοχής από τον ΔΣΕ επέτρεψε την ασφαλή διέλευση αμάχων που ακολουθούσαν τους αντάρτες και διευκόλυνε την αποκατάσταση της επαφής των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν κατά μήκος της οροσειράς της Πίνδου. Στις 2 και 6 Νοεμβρίου ο ΔΣΕ έκανε απόπειρες κατάληψης της πόλης. Οι επιχειρήσεις αυτές αποκρούστηκαν από τον ΕΣ, αλλά με βαρύτατες απώλειες και για τους δύο αντιμαχόμενους στρατούς. Οι δυνάμεις του ΕΣ σαν απάντηση έκαναν αντεπίθεση για να καταλάβουν τις θέσεις του ΔΣΕ στις παρυφές της πόλης, αλλά τα αποτελέσματα ήταν τραγικά και υπήρχαν μεγάλες απώλειες, κυρίως στις δυνάμεις του πεζικού.
Μουργκάνα - Κόνιτσα
Λίγες μέρες αργότερα οι μονάδες του ΔΣΕ διείσδυσαν στην περιοχή της Μουργκάνας, της οροσειράς της Θεσπρωτίας, η οποία μπορούσε να υποστηρίξει τη δυνατότητα του ανταρτοπόλεμου. Οι αντάρτες κινήθηκαν ταυτόχρονα και προς το Σούλι και Πωγώνι, δημιουργώντας επιπλέον προβλήματα στις μονάδες του Εθνικού Στρατού. Επίκεντρο όμως στάθηκε η Μουργκάνα η οποία θα χρησίμευε σαν ισχυρό προγεφύρωμα στην επικείμενη επιχείρηση κατάληψης της Κόνιτσας. Για το εγχείρημα αυτό χρησιμοποιήθηκαν οι μονάδες του Αρχηγείου Ηπείρου του ΔΣΕ, οι οποίες είχαν στο μεταξύ ανασυγκροτηθεί. Στρατιωτικός διοικητής ανέλαβε ο Βασίλης Γκανάτσιος (Χείμαρρος), τον οποίον πλαισίωναν ο επιτελάρχης του Αρχηγείου Γιώργος Καλλιανέσης (Μεσσήνης) και ο πολιτικός επίτροπος Κώστας Κολιγιάννης (Παύλος Αρβανίτης). Η επιχείρηση είχε μεγάλο βαθμό δυσκολίας καθώς έπρεπε να καλυφθούν μεγάλες αποστάσεις σε περιοχές ελεγχόμενες από τον Εθνικό Στρα
τό. Η επιχείρηση άρχισε στα τέλη Νοεμβρίου 1947 από την περιοχή των Ζαγορίων και το σχέδιο προέβλεπε την προσέγγιση του στόχου τόσο από την περιοχή του Πωγωνίου όσο και από την περιοχή του Καλαμά. Παρά την αποτυχία κατάληψης της Ζίτσας, η νίκη του ΔΣΕ στο Δελβινάκι και η κατάληψη της μικρής αυτής κωμόπολης ενίσχυσαν σημαντικά την τροφοδοσία των ανταρτών και η επιχείρηση ολοκληρώθηκε με την κατάληψη των χωριών της οροσειράς της Μουργκάνας. Επίσης σημαντική στάθηκε για τον ΔΣΕ η στρατολόγηση νέων από τα χωριά της γύρω περιοχής. Παρατηρήθηκε επίσης σημαντικός αριθμός στρατολόγησης νέων γυναικών στο αντάρτικο, κάτι που έδινε σημαντικότατα ερείσματα στον ντόπιο πληθυσμό της περιοχής.
Η κατάληψη του ορεινού όγκου της Μουργκάνας δημιούργησε πρόσθετα προβλήματα στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Οι εκτιμήσεις της VIII ορεινής Μεραρχίας του Εθνικού Στρατού είναι αποκαλυπτικές: «Κατά τας ανωτέρω επιχειρήσεις οι συμμορίται ναι μεν δεν έσχον καμία οφθαλμοφανή επιτυχία (διάλυσιν τμήματος τινά σημαντικού) πλην όμως κατόρθωσαν να οργανωθούν πέριξ του ορεινού όγκου της Μουργκάνας έχοντας εξασφαλισμένα τα νώτα των επί των συνόρων. Η εγκατάστασις εις την ανωτέρω περιοχήν εξ (6) συμμοριακών συγκροτημάτων με ελευθέραν επικοινωνίαν με την Αλβανίαν και τον εκ τοιαύτης ποικίλλον ανεφοδιασμόν, είναι διαρκής σοβαρά απειλή και ευνοεί γενικοτέραν επίθεση εναντίον της Ηπείρου». 3[3]
Η κατάληψη της Μουργκάνας αποτύπωνε τα νέα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί στην Ηπειρο. Παράλληλα, στις 23 Δεκεμβρίου 1947 ανακοινώθηκε και επίσημα η συγκρότηση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ ή Κυβέρνηση του Βουνού) που αποτελείτο αποκλειστικά από ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ και έδρευε στους ορεινούς όγκους της βόρειας Πίνδου. Η κίνηση αυτή, της ανακήρυξης μιας κυβέρνησης με ξεκάθαρες αποσχιστικές βλέψεις, σηματοδότησε για το ΚΚΕ την πλήρη ρήξη, χωρίς δυνατότητα συμβιβασμού με τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Σε αυτήν τη συγκυρία το αρχηγείο του ΔΣΕ αποφάσισε μια επιχείρηση που θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στην αντίπαλη πλευρά. Ετσι αποφασίστηκε η κατάληψη της Κόνιτσας που δυνητικά θα χρησίμευε σαν πρωτεύουσα της απελευθερωμένης από τον ΔΣΕ Βόρειας Ελλάδας. Η επιχείρηση ήταν παράτολμη και εκδηλώθηκε ανήμερα των Χριστουγέννων, στις 25 Δεκεμβρίου του 1947. Η κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη αντέδρασε άμεσα και στις 27 Δεκεμβρίου εξέδωσε τον Αναγκαστικό Νόμο 509 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του Κοινωνικού Καθεστώτος, και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», με τον οποίο το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και η Εθνική Αλληλεγγύη τέθηκαν εκτός νόμου.
Το τριπλό πλεονέκτημα
Στις 25 Δεκεμβρίου 1947, λίγες μέρες μετά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης του Βουνού, ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις για την κατάληψη της Κόνιτσας. Ηταν η πρώτη φορά που ο ΔΣΕ αναλάμβανε μια επιχείρηση τόσο μεγάλης κλίμακας. Η απόπειρα κατάληψης της Κόνιτσας είχε τριπλή σημασία: πρώτον, εάν πετύχαινε θα είχε καταληφθεί μία από τις πλέον οχυρές και προχωρημένες θέσεις του αντιπάλου. Δεύτερον, η επιτυχία θα προσέδιδε κύρος στη νεοσύστατη ΠΔΚ (Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση) και θα επέφερε καίριο πλήγμα στο ηθικό του κυβερνητικού στρατοπέδου. Τρίτον, ενδεχόμενη νίκη θα επέτρεπε στον ΔΣΕ να ανεφοδιαστεί σε όπλα και υλικά, αλλά και να προβεί σε εκτεταμένες στρατολογήσεις.
Στρατιωτικές πηγές αναφέρουν ότι στη μάχη της Κόνιτσας έλαβαν μέρος περίπου 12.000 άντρες και από τα δύο στρατόπεδα. Τη διοίκηση μάχης είχε αναλάβει από πλευράς ΔΣΕ ο Μάρκος Βαφειάδης και από την πλευρά του ΕΣ ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δόβας.
Στην Κόνιτσα οι δυνάμεις του ΕΣ ήταν οι εξής:
Δύο πλήρη τάγματα του στρατού (582 ΤΠ και 584 ΤΠ) μαζί με ένα ενισχυμένο τάγμα Χωροφυλακής και ΜΑΥ. Τα τάγματα βρίσκονταν σε οχυρή διάταξη στα υψώματα γύρω από την πόλη, ενώ ένας λόχος στρατοπέδευε στη γέφυρα Μπουραζάνι. Μια δύναμη τάγματος στρατοπέδευσε στο Καλπάκι, ενώ αρκετές μικρότερες βρίσκονταν σε οχυρά φυλάκια στον δρόμο Κόνιτσας-Καλπακίου. Μέσα στην πόλη της Κόνιτσας ήταν εγκατεστημένα τέσσερα πεδινά πυροβόλα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν οι εξής:
Δύο ταξιαρχίες (32η και 16η) που χτύπησαν από τη Λυκοράχη περιμετρικά στις θέσεις του ΕΣ και τη γέφυρα Μπουραζάνι. Ενα ενισχυμένο τάγμα με μια διμοιρία κομάντο, με κύριο στόχο την αποκοπή κινήσεων για ενίσχυση του ΕΣ από τον δρόμο του Καλπακίου.
Η μάχη ξεκίνησε τα ξημερώματα της 25ης Δεκεμβρίου και οι δυνάμεις των ανταρτών επιτέθηκαν με σχετική επιτυχία στα εξωτερικά φυλάκια της πόλης, τα οποία βρίσκονταν πάνω σε υψώματα. Επικεφαλής των επιθέσεων τέθηκαν οι Γιώργος Σοφιανός (32η) και Δημήτρης Ζυγούρας (16η), ενώ το αρχηγείο του ΔΣΕ ήταν στη θέση Καστάνιανη, 17 χιλιόμετρα από την Κόνιτσα.
Εξαρχής οι αντάρτες επικεντρώθηκαν στην κατάληψη των υψωμάτων Τσούρνικο και Ιτιά που βρίσκονταν στο αριστερό τμήμα της περιμέτρου. Το πρώτο ύψωμα κατελήφθη σχεδόν αμέσως από την 32η ταξιαρχία του ΔΣΕ και από εκεί οι επιτιθέμενοι στράφηκαν κατά της γέφυρας στο Μπουραζάνι, την οποία υπερασπιζόταν ένας λόχος πεζικού και ένας λόχος ΜΑΥ. Η επίθεση του Παλαιολόγου ήταν τόσο σφοδρή, ώστε σε δύο ώρες κατόρθωσε να διαλύσει εντε
λώς και τους δύο λόχους, των οποίων όλοι οι βαθμοφόροι σκοτώθηκαν και ελάχιστοι άντρες ξέφυγαν στα γύρω υψώματα. Ο Παλαιολόγος στη συνέχεια κατέλαβε τα υψώματα Βίγλα, Πελεκάνια και Μακροβούνι και η οδική αρτηρία Κόνιτσας-Ιωαννίνων πέρασε στον έλεγχο του ΔΣΕ. Το μεσημέρι το τζιπ του συνταγματάρχη Δόβα έπεσε σε νάρκη τραυματίζοντάς τον σοβαρά και πλέον την υπεράσπιση της πόλης ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Παλλαντάς. Το πυροβολικό του ΔΣΕ κτυπούσε τώρα στόχους μέσα στην Κόνιτσα, τα φυλάκια προς το Καλπάκι έπεφταν το ένα μετά το άλλο, ενώ από τα γύρω υψώματα μόνον η Ιτιά κράταγε. Το βράδυ ο διοικητής ζήτησε τη βοήθεια της αεροπορίας και ένα σμήνος Σπιρτφάιρ επιχείρησε εναντίον των ανταρτών συνοδευόμενο από δύο μεταγωγικά Ντακότα που θα έριχναν τρόφιμα και πυρομαχικά. Το σμήνος δέχτηκε σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά από τον ΔΣΕ και αναγκάστηκε να αποχωρήσει με μικρές απώλειες.
Την επόμενη μέρα, 26 Δεκεμβρίου, κατελήφθη το ύψωμα Ιτιές και οι αντάρτες προωθήθηκαν ακόμη πλησιέστερα στην πόλη. Ο Εθνικός Στρατός πλέον κατείχε μόνον το ύψωμα Προφήτης Ηλίας, τον Αγιο Αθανάσιο και το κέντρο της Κόνιτσας. Ο σχεδιασμός των ανταρτών άλλαξε και πλέον στόχευαν στο νοτιοδυτικό σημείο της πόλης. Ενα τμήμα των ανταρτών διέσπασε την άμυνα και κατέλαβε τα πρώτα σπίτια. Η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη την τρίτη μέρα, 27 Δεκεμβρίου 1947.
Στις 28 Δεκεμβρίου, ένα τάγμα ανταρτών κατόρθωσε να σπάσει την αμυντική διάταξη στον βορρά, διέλυσε έναν ολόκληρο λόχο του ΕΣ και κατέλαβε τη θέση Μακροβούνι. Ο διοικητής του λόχου Παπαναστασίου σκοτώνεται από χειροβομβίδα. Κύριο μέλημα του ΕΣ ήταν να περιορίσει τη διείσδυση των ανταρτών από το Μακροβούνι και τελικά το ρήγμα αυτό θα κλείσει την 29η Δεκεμβρίου, αφού όμως σπαταλήθηκαν πολλές δυνάμεις. Η κατάσταση όμως παρέμεινε απελπιστική στο Καλπάκι, το οποίο οι αντάρτες χτυπούσανν από παντού και στο Αρχηγείο της Αθήνας έφτασαν τα νέα της επικείμενης καταστροφής.
Στο μεταξύ η φάλαγγα του Παλαιολόγου αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, καθώς δυνάμεις του ΕΣ από το Μέτσοβο προωθήθηκαν στο Καλπάκι και μάχονταν σκληρά με τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Τελικά το ΓΕΣ διέταξε να προωθηθούν όλες οι δυνάμεις Χωροφυλακής και ΛΟΚ από το Μέτσοβο. Ετσι κατέφθασαν στην Κόνιτσα ένα σύνταγμα Χωροφυλακής και τέσσερις λόχοι των ΛΟΚ.
Το πρωί της 29ης Δεκεμβρίου 1947, γίνονταν σποραδικές συγκρούσεις κυρίως στα γύρω από την πόλη υψώματα και στο Καλπάκι. Οι άντρες του ΔΣΕ ανασυντάχθηκαν για να ετοιμαστούν για τη τελική μεγάλη επίθεση, η οποία θα καθορίσει την τύχη της πόλης της Κόνιτσας. Η μεγάλη επίθεση αποφασίστηκε να γίνει την 31η Δεκεμβρίου. Ομως ο χρόνος που περνούσε ήταν σε βάρος του ΔΣΕ. Τα μεσάνυχτα της 29ης Δεκεμβρίου, οι λόχοι των ΛΟΚ έφτασαν αθόρυβα και ακροβολίστηκαν στον δρόμο Καλπακίου-Κόνιτσας. Οταν λοιπόν ξημέρωσε η 30ή Δεκεμβρίου, οι άντρες του Παλαιολόγου έχουν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις των ΛΟΚ στα νώτα τους. Ολόκληρη η μέρα κύλησε με σκληρές μάχες που έδειξαν πως ούτε ο υπέρτερος οπλισμός, ούτε τα ΛΟΚ από μόνα τους μπορούσαν να ανατρέψουν την κατάσταση και οι δυνάμεις του ΕΣ αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στα εσωτερικά δρομάκια της πόλης. Οι αντάρτες έκαναν συνεχείς επιθέσεις στον Προφήτη Ηλία ο οποίος είχε αποκοπεί τελείως και οι δυνάμεις των ΛΟΚ ακινητοποίησαν το μέτωπο, χωρίς όμως και οι ίδιες να μπορούν να προχωρήσουν.
Τα ξημερώματα της 31ης Δεκεμβρίου, ο ΔΣΕ εξαπέλυσε τη μεγάλη επίθεση. Οι δυνάμεις που υποστήριζαν την επιχείρηση βρίσκονταν συγκεντρωμένες στον Προφήτη Ηλία και την Τραπεζίτσα. Η επίθεση ξεκίνησε, όμως οι δυνάμεις του ΔΣΕ δεν μπορούν να διασπάσουν τις γραμμές των αμυνόμενων.
Την ίδια ώρα κατέφτασε στην Κόνιτσα ένα ξεκούραστο τάγμα. Πρόκειται για το 527 ΤΠ, με διοικητή τον πρώην ΕΔΕΣίτη Γεώργιο Λυγεράκη. Το τάγμα αυτό με τη βοήθεια και των ΛΟΚ κατέλαβε τελικά το χωριό Γεροπλάτανος, με βαρύτατες πάντως απώλειες. Τώρα στη μάχη ενεπλάκη και μια νέα διμοιρία των ΛΟΚ και της Σχολής Αξιωματικών που ήρθε από τη Κέρκυρα. Παρά την ισχυρή τους αντίσταση υποχώρησαν συντεταγμένα και το μηχανικό του ΕΣ βρήκε την ευκαιρία και ανακατασκεύασε τη γέφυρα Ρομπόκη.
Το ξημέρωμα της 1ης Ιανουαρίου 1948 μέσα σε πυκνή ομίχλη ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση του ΔΣΕ στις θέσεις Προφήτη Ηλία και Αγιο Αθανάσιο. Οι μάχες που δόθηκαν εκεί ήταν από τις πλέον φονικές της περιόδου. Τα ΛΟΚ όλη την ημέρα προσπαθούσαν να καταλάβουν τη γέφυρα στο Μπουραζάνι, η οποία είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, δίχως όμως αποτέλεσμα.
Τις επόμενες δύο μέρες οι αντάρτες κατόρθωσαν να κρατήσουν τη γέφυρα, Το βράδυ της 2ης Ιανουαρίου 1948, με το σκοτάδι κατόρθωσαν και μπήκαν στην Κόνιτσα δύο τάγματα της 43ης Ταξιαρχίας πεζικού, ενισχύοντας τις θέσεις των αμυνομένων. Η τελευταία φάση της μάχης της Κόνιτσας άρχισε τη νύχτα της 3ης Ιανουαρίου. Ο Εθνικός Στρατός εξαπέλυσε σφοδρή αντεπίθεση σε όλο το μήκος του μετώπου και στα υψώματα του Λυκόμορου και της Ηλιοράχης. Οι επιχειρήσεις υποστηρίχτηκαν από αεροπορικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας.
Οι άντρες του ΔΣΕ αντιστάθηκαν και πολέμησαν με σθένος απέναντι σε μεγαλύτερες και πιο ξεκούραστες δυνάμεις και τελικά άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά και συντεταγμένα. Την 5η Ιανουαρίου οι άντρες των ΛΟΚ συνειδητοποίησαν ότι οι αντάρτες εγκατέλειψαν και ανατίναξαν τη γέφυρα στο Μπουραζάνι. Την επόμενη μέρα, 6 Ιανουαρίου, οι άντρες του ΕΣ κατέλαβαν τη θέση Ιτιά και στις 7 Ιανουαρίου έπεσε η τελευταία σφαίρα. Η μάχη της Κόνιτσας έληξε με βαρύτατες απώλειες για τις δυνάμεις των ΕΣ, ΛΟΚ, ΜΑΥ και Χωροφυλακής με 522 νεκρούς, ενώ για τον ΔΣΕ με 240 νεκρούς και 77 τραυματίες.
Στις 7 Ιανουαρίου, ενώ οι κάννες των όπλων ακόμη κάπνιζαν, η πόλη της Κόνιτσας δέχτηκε μια υψηλή καλεσμένη. Ηταν η βασίλισσα Φρειδερίκη η οποία έφτασε με ισχυρή φρουρά για να στηρίξει τους κατοίκους και τους υπερασπιστές της πόλης. Το γεγονός φανερώνει τη σημασία που είχε η Κόνιτσα για την περιοχή και την ανησυχία που προκάλεσε η απόπειρα κατάληψής της από τον ΔΣΕ, ο οποίος απέδειξε ότι δεν ήταν «μια συμμορία κομμουνιστών» όπως διέδιδε σε όλους τους τόνους η κυβερνητική προπαγάνδα, αλλά ένας τακτικός και καλά οργανωμένος στρατός.
Η αποτυχία στην κατάληψη της Κόνιτσας έδειξε ότι ο ΔΣΕ μπορεί να ήταν ικανός για μάχες παράταξης, αλλά δεν είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό και εφόδια, και για τον λόγο αυτό έπρεπε να επιλέγει πολύ προσεκτικά κάθε του κίνηση. Ο Μάρκος Βαφειάδης κάνοντας έναν απολογισμό των αιτίων της ήττας καταλόγισε πρωτίστως ευθύνες στα διοικητικά στελέχη.
Η αιτία της αποτυχίας όμως έγκειται στην κατωτερότητα του πολεμικού υλικού και στην πολύ μικρότερη αριθμητικά δύναμη του ΔΣΕ.