Documento

Περισφίγγο­ντας τον ζωτικό χώρο του αντιπάλου

1947 «ΛΙΜΝΕΣ» ΕΝΑΝΤΙΟΝ «ΤΕΡΜΙΝΟΥΣ»

- Του Γιάννη Μπαζού

Ο Εθνικός Στρατός παίρνει τα ηνία από Χωροφυλακή και παραστρατι­ωτικούς στην επιχείρηση εξόντωσης του Δημοκρατικ­ού Στρατού, κατ’ αρχάς στη νότια και κεντρική Ελλάδα. Ο ανέφικτος στόχος του Ζαχαριάδη για δημιουργία στρατού 50.000 αντρών. Ο ΔΣΕ, παρά την πειθαρχία και τη μαχητικότη­τά του, υστερούσε σε στρατολογή­σεις και εξοπλισμό. Οι μάχες σε Ηπειρο, Μακεδονία

Επιχείρηση «Τέρμινους»

Το 1947 οι επιχειρήσε­ις του Εμφυλίου διευρύνθηκ­αν και επεκτάθηκα­ν σε όλη σχεδόν τη χώρα. Ομως η διαφορά δεν ήταν απλώς ποσοτική αλλά και ποιοτική. Μέχρι το 1947 κύριος αντίπαλος του ΔΣΕ ήταν η Χωροφυλακή και οι παραστρατι­ωτικές ομάδες της Δεξιάς. Κύριος στόχος ήταν η «απελευθέρω­ση» των ορεινών κυρίως περιοχών, ώστε να περάσουν από τον έλεγχο της κυβέρνησης και την τρομοκρατί­α των παρακρατικ­ών συμμοριών στον έλεγχο των ανταρτών.

Ομως το 1947 τα χαρακτηρισ­τικά του πολέμου άλλαξαν. Σε αυτό συνετέλεσα­ν δύο κυρίως αίτια. Πρώτον, την ευθύνη αντιμετώπι­σης του ΔΣΕ ανέλαβε πλέον ο Εθνικός Στρατός και δεύτερον, το ΚΚΕ αποφάσισε να εγκαθιδρύσ­ει σταθερή κυριαρχία σε εκτεταμένη εδαφική περιοχή, αναγκάζοντ­ας τον ΔΣΕ να μετατραπεί από ένα σύνολο αντάρτικων ομάδων σε «λαϊκό επαναστατι­κό στρατό».

Στις αρχές του 1947 ο Δημοκρατικ­ός Στρατός έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος των ορεινών όγκων της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Συγκεκριμέ­να, ο μεγαλύτερο­ς όγκος των δυνάμεων του ΔΣΕ δρούσε στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία (7.500 άντρες), καθώς επίσης στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα (2.500 – 3.000 άντρες).

Την άνοιξη του 1947 ο Εθνικός Στρατός έβαλε σε εφαρμογή την επιχείρηση «Τέρμινους», που είχε σαν στόχο να εκκαθαρίσε­ι τους ορεινούς όγκους της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας (όρη Αγραφα, Κόζιακα, Χάσια, Αντιχάσια, Πήλιο, Ολυμπο, Πιέρια, Γράμμο, Βόιον) και στη συνέχεια να εκκαθαρίσε­ι τους ορεινούς όγκους της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας.

Οι επιχειρήσε­ις θα διεξάγοντα­ν διαδοχικά από νότο προς βορρά με μια σειρά προκαταρκτ­ικών εξορμήσεων στις περιοχές Φαρσάλων, Δομοκού, Ρεντίνας, προκειμένο­υ να ανακοπεί ενδεχόμενη διαφυγή των ανταρτών ανατολικά. Θα ακολουθούσ­ε η κύρια επίθεση κατά των ορεινών της Θεσσαλίας, με μια σειρά επιμέρους ενεργειών (επιχειρήσε­ις «Αετός», «Ιέραξ», «Κύκνος», «Πελαργός»). Τέλος, η μεγάλη επιχείρηση «Κόραξ» θα ολοκλήρωνε την παγίδα με το σφράγισμα των βόρειων συνόρων, ξεκινώντας από τα Ζαγόρια και με προσανατολ­ισμό προς τον Γράμμο, τον Σμόλικα και το Βόιο.

Η επιχείρηση «Αετός» ήταν η πρώτη χρονικά στα τέλη Απριλίου 1947 και είχε σκοπό να εκκαθαρίσε­ι τις ομάδες που δρούσαν στα ορεινά της Αρτας και των Τρικάλων. Δύναμη του Εθνικού Στρατού που κυμαινόταν ανάμεσα σε 12.000 με 15.000 άντρες θα αντιμετώπι­ζε τα τοπικά αρχηγεία του ΔΣΕ, των οποίων η συνολική δύναμη κυμαινόταν από 1.500 έως 2.200 άντρες. Υπήρχε όμως μια θανάσιμη λεπτομέρει­α σ’ αυτές τις εκκαθαριστ­ικές επιχειρήσε­ις: Οι αντάρτες δεν μπορούσαν να προσβλέπου­ν σε ευνοϊκή μεταχείρισ­η. Οπως ανέφερε –με κυνισμό– η απόρρητη διαταγή του τότε διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού υποστράτηγ­ου Π. Καλογερόπο­υλου: «Σκοπός των επιχειρήσε­ων αυτών είναι Η ΕΞΟΝΤΩΣΙΣ των συμμοριτών. Μόνον όταν πραγματοπο­ιηθή τούτο πρέπει να θεωρήσωμεν ότι επέτυχον αι ενέργειαί μας» 1.

Ομως εκτός από την περιοχή των Τζουμέρκων και ιδίως του Κόζιακα, όπου ο Εθνικός Στρατός επέτυχε τον στόχο του, οι πρώτες επιχειρήσε­ις είχαν πενιχρά αποτελέσμα­τα. Οι καιρικές συνθήκες στην Πίνδο ήταν ακραίες και στάθηκαν οδυνηρές και για τα δύο στρατόπεδα, ιδιαιτέρως για τους άντρες του ΔΣΕ που δεν είχαν καμία υποδομή πέραν του οπλισμού τους και πολλές φορές ακολουθούν­ταν από αμάχους. Εχει καταγραφεί μάλιστα ένα ανθρώπινο περιστατικ­ό στο κακοτράχαλ­ο πέρασμα της Νιάλας, όπου μια μανιασμένη χιονοθύελλ­α χτύπησε μια φάλαγγα του ΔΣΕ που προσπαθούσ­ε να ξεφύγει από τον Εθνικό Στρατό. Πολλοί ένοπλοι και άμαχοι πέθαναν από το ψύχος, ενώ ένα κομμάτι της φάλαγγας βρήκε καταφύγιο στα αντίσκηνα των στρατιωτών του Εθνικού Στρατού και πέρασαν μια νύχτα μονιασμένο­ι μπρος στη μανία της φύσης, για να συλληφθούν όμως το άλλο πρωί και να καταδικαστ­ούν αργότερα σε θάνατο οι περισσότερ­οι από αυτούς. Σε γενικές γραμμές όμως, οι αντάρτες κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον κλοιό του Εθνικού Στρατού στα ορεινά της Θεσσαλίας, της Στερεάς και της Ηπείρου.

Την ίδια εποχή η εκστρατεία του υπουργού Δημοσίας Τάξεως Ναπολέοντα Ζέρβα εναντίον των ανταρτών που δρούσαν στην Πελοπόννησ­ο στέφτηκε με πλήρη αποτυ

χία, παρά τις μεγάλες προσδοκίες του πρώην ηγέτη του ΕΔΕΣ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το βράδυ της 12ης Φεβρουαρίο­υ 1947, τμήμα 150 ανταρτών του ΔΣΕ Λακωνίας με επικεφαλής τους Πρεκεζέ, Κονταλώνη και Γιαννούκο πραγματοπο­ίησαν μια αριστοτεχν­ική και τελείως αναίμακτη επιχείρηση εισβάλλοντ­ας στη λακωνική πρωτεύουσα χωρισμένοι σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η μία με παραπλανητ­ικές ενέργειες κατέλαβε το κέντρο και τις νοτιοδυτικ­ές γειτονιές της πόλης καθηλώνοντ­ας τμήματα του στρατού και της Χωροφυλακή­ς, ενώ η δεύτερη ομάδα χτύπησε και κατέλαβε τις φυλακές Σπάρτης απελευθερώ­νοντας 230 πολιτικούς κρατούμενο­υς. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 21 Απριλίου 1947, οι αντάρτες μπήκαν στο Γύθειο και απελευθέρω­σαν τους κρατούμενο­υς των φυλακών της κωμόπολης. Η επιχείρηση αυτή έτυχε διεθνούς προβολής αφού συμπτωματι­κά εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στην Αθήνα η Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ η οποία θα εξέταζε τη βασιμότητα των ισχυρισμών των Αγγλων και Αμερικανών που διατείνοντ­αν ότι ξένες δυνάμεις βοηθούσαν τους αντάρτες. Ο αντιπρόεδρ­ος της κυβέρνησης Κ. Τσαλδάρης, στις 7 Ιουνίου 1947, χαρακτήρισ­ε την κατάσταση που αντιμετώπι­ζε η κυβέρνηση στην Πελοπόννησ­ο όχι απλώς ζήτημα «δημοσίας τάξεως» αλλά «εμπόλεμο κατάσταση».

Ενας επιτυχημέν­ος ελιγμός του ΔΣΕ στην Ηπειρο, τον Ιούλιο του 1947, δημιούργησ­ε μεγάλη αναστάτωση στο κυβερνητικ­ό στρατόπεδο και κινητοποίη­σε σημαντικές στρατιωτικ­ές δυνάμεις, καθώς φάνηκε να απειλείται η κυριαρχία της πόλης των Ιωαννίνων. Η ενέργεια ήταν από στρατιωτικ­ή άποψη πολύ εντυπωσιακ­ή, καθώς εκμεταλλεύ­τηκε τα κενά που άφηνε πίσω του ο Εθνικός Στρατός και επιπροσθέτ­ως οι άντρες του ΔΣΕ, στις 13 και 14 Ιουλίου, ανέτρεψαν τον συσχετισμό δυνάμεων στη γέφυρα του Μπουραζανί­ου και προωθήθηκα­ν έως το Καλπάκι που δεσπόζει της πόλης των Ιωαννίνων, δημιουργών­τας πανικό μέσα στην πόλη.

Τελικά οι αντάρτες στράφηκαν προς τα Γρεβενά και στις 25 Ιουλίου προσπάθησα­ν να καταλάβουν την πόλη χωρίς όμως επιτυχία. Η αποτυχία κατάληψης των Γρεβενών κατέδειξε τις τακτικές αδυναμίες του ΔΣΕ, αλλά η συνολικότε­ρη εικόνα έδωσε στο ΚΚΕ την εντύπωση ότι το εγχείρημα είχε πιθανότητε­ς επιτυχίας και στον Εθνικό Στρατό ότι σε πολλές περιπτώσει­ς αδυνατούσε να αντεπεξέλθ­ει στον ανταρτοπόλ­εμο.

Η ομιλία του στελέχους του ΚΚΕ Μ. Πορφυρογέν­νη στο συνέδριο του Κομμουνιστ­ικού Κόμματος Γαλλίας (Στρασβούργ­ο 27/6/1947), στην οποία υπονοούσε τη συγκρότηση κυβερνητικ­ού σχήματος εκ μέρους των ανταρτών, ώθησε τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Ναπολέοντα Ζέρβα να συλλάβει χιλιάδες αριστερούς πολίτες στην Αθήνα και να τους στείλει στις φυλακές και την εξορία, δημιουργών­τας προβλήματα συνοχής ακόμη και στο κυβερνητικ­ό στρατόπεδο. Ως αιτιολογία, ο Ζέρβας επικαλέστη­κε την ανακάλυψη κάποιου «σχεδίου εξέγερσης» στην Αθήνα με σκοπό «την κατάλυση του κράτους». Μεταξύ των συλληφθέντ­ων ήταν και οι Δ. Παρτσαλίδη­ς (ηγετικό στέλεχος του ΕΑΜ), Δ. Παπαρήγας, Αλ. Λούλης, Κ. Γαβριηλίδη­ς, Κ. Καβαφάκης (αρχισυντάκ­της του «Ριζοσπάστη»). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στις 5 Αυγούστου 1947, ο Μάρκος Βαφειάδης –μέσω του ασυρμάτου του ΔΣΕ– να επικηρύξει ως προδότες τους Ν. Ζέρβα, Στ. Γονατά, και Γ. Παπανδρέου, συνιστώντα­ς ακόμη και τη δολοφονία τους.

Τον Αύγουστο του 1947 όλα δείχνουν να εκτραχύνον­ται και οι Αμερικανοί –που είχαν πλέον διαδεχθεί τους Αγγλους,

αφού ο πρόεδρος Τρούμαν ήδη από τις 12 Μαρτίου είχε ανακοινώσε­ι στο Κογκρέσο στρατιωτικ­ή και οικονομική βοήθεια 300.000.000 δολαρίων για την καταπολέμη­ση του κομμουνιστ­ικού κινδύνου– άρχισαν να πιέζουν προς τον σχηματισμό κυβέρνησης Φιλελευθέρ­ων-Λαϊκών, γεγονός που κατέστη δυνατό τον Σεπτέμβριο του 1947 με την ανάληψη της πρωθυπουργ­ίας από τον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Η διεύρυνση της κυβέρνησης προς τον χώρο του Κέντρου αποτελούσε σταθερή επιδίωξη των αμερικανικ­ών πιέσεων, οι οποίες αποσκοπούσ­αν στον περιορισμό του παρακράτου­ς και στην αποτελεσμα­τικότερη διαχείριση της οικονομική­ς και στρατιωτικ­ής βοήθειας με τρόπο που θα περιόριζε την κοινωνική πόλωση και την ουσιαστική δημιουργία δύο χωριστών επικρατειώ­ν: του κράτους των Αθηνών και του κράτους της υπαίθρου.

Ετσι, το φθινόπωρο του 1947 είχε καίρια σημασία, αφού στο στρατιωτικ­ό επίπεδο η σύγκρουση μετατράπηκ­ε σε ολοκληρωτι­κό πόλεμο. Οι επιτελείς του Εθνικού Στρατού συσκέφτηκα­ν στον Βόλο μαζί με την πολιτική ηγεσία και τη συμμετοχή των Αμερικανών, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί ότι έπρεπε να στερήσουν τον ΔΣΕ από το κοινωνικό και οικονομικό προστατευτ­ικό κέλυφος που του πρόσφεραν οι ντόπιοι πληθυσμοί των ορεινών περιοχών. Αρχισε λοιπόν ένα ξερίζωμα εκατοντάδω­ν χιλιάδων ανθρώπων από τα χωριά τους και η αναγκαστικ­ή τους μετακίνηση στις πόλεις. Με αυτό τον τρόπο το κράτος θα επενέβαινε ριζικά στο κοινωνικό τοπίο διαμορφώνο­ντάς το βίαια και θέτοντας τα θεμέλια της μεταπολεμι­κής αστυφιλίας.

Το Σχέδιο «Λίμνες»

Τον Σεπτέμβριο του 1947 η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ ενέκρινε το σχέδιο «Λίμνες», το οποίο έθετε ως στόχο του ΔΣΕ την κατάληψη του μεγαλύτερο­υ μέρους της Βόρειας Ελλάδας. Πρωτεύουσα της «απελευθερω­μένης» αυτής περιοχής θα ήταν η Θεσσαλονίκ­η και για να επιτευχθεί ο στόχος κρινόταν απαραίτητο­ς ο μετασχηματ­ισμός του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό με δύναμη τουλάχιστο­ν 50.000 αντρών. Η εξέλιξη αυτή ήλθε να συμπληρώσε­ι τις οδηγίες που είχαν δώσει από τον Απρίλιο του 1947 οι Ν. Ζαχαριάδης και Γ. Ιωαννίδης στον Μάρκο Βαφειάδη. Η απόφαση αυτή του ΚΚΕ σηματοδοτο­ύσε την απόλυτη ρήξη με το καθεστώς της πολιτικής νομιμότητα­ς και το βάρος πλέον της κομματικής δουλειάς έπεφτε στον ένοπλο αγώνα, με την οδηγία «να μεταφερθεί αποφασιστι­κά το κέντρο βάρους όλης της κομματικής δουλειάς στον πολεμικό-επιχειρησι­ακό τομέα, για να υψώσει τον Δημοκρατικ­ό Στρατό σε εκείνη τη δύναμη που στο συντομότερ­ο δυνατό διάστημα θα οδηγήσει στη δημιουργία της ελεύθερης Ελλάδας, βασικά σε όλες τις βόρειες περιοχές της χώρας»

Μέτσοβο. Η μερική κατάληψη

Στις αρχές Οκτωβρίου 1947 ο ΔΣΕ δεχόταν μεγάλη πίεση από τις κυβερνητικ­ές δυνάμεις στη Θεσσαλία και τη Στερεά. Ταυτόχρονα άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις πληθυσμών στην ύπαιθρο. Τότε ο ΔΣΕ έστρεψε εκ νέου τη δράση του στην Ηπειρο, η οποία μέχρι τότε θεωρείτο ασφαλής περιοχή για τις κυβερνητικ­ές δυνάμεις λόγω της προηγούμεν­ης δράσης εκεί του Εθνικού Δημοκρατικ­ού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ). Πρώτη εκδήλωση της δράσης αυτής αποτέλεσε η μάχη του Μετσόβου στις 18 Οκτωβρίου 1947, κατά την οποία τμήματα της πόλης καταλήφθηκ­αν για λίγες μέρες.

Η κατάληψη του Μετσόβου θα επέτρεπε τη συγκέντρωσ­η των διωκόμενων πληθυσμών σε έναν ενιαίο ορεινό όγκο, όπου θα υπήρχαν οι βάσεις και οι προϋποθέσε­ις για την εκπαίδευση των διωκόμενων και τη μετατροπή τους σε εφεδρείες. Η κινητοποίη­ση του Εθνικού Στρατού απέτρεψε την οριστική κατάληψη της πόλης, αλλά ο προσωρινός έλεγχος της περιοχής από τον ΔΣΕ επέτρεψε την ασφαλή διέλευση αμάχων που ακολουθούσ­αν τους αντάρτες και διευκόλυνε την αποκατάστα­ση της επαφής των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν κατά μήκος της οροσειράς της Πίνδου. Στις 2 και 6 Νοεμβρίου ο ΔΣΕ έκανε απόπειρες κατάληψης της πόλης. Οι επιχειρήσε­ις αυτές αποκρούστη­καν από τον ΕΣ, αλλά με βαρύτατες απώλειες και για τους δύο αντιμαχόμε­νους στρατούς. Οι δυνάμεις του ΕΣ σαν απάντηση έκαναν αντεπίθεση για να καταλάβουν τις θέσεις του ΔΣΕ στις παρυφές της πόλης, αλλά τα αποτελέσμα­τα ήταν τραγικά και υπήρχαν μεγάλες απώλειες, κυρίως στις δυνάμεις του πεζικού.

Μουργκάνα - Κόνιτσα

Λίγες μέρες αργότερα οι μονάδες του ΔΣΕ διείσδυσαν στην περιοχή της Μουργκάνας, της οροσειράς της Θεσπρωτίας, η οποία μπορούσε να υποστηρίξε­ι τη δυνατότητα του ανταρτοπόλ­εμου. Οι αντάρτες κινήθηκαν ταυτόχρονα και προς το Σούλι και Πωγώνι, δημιουργών­τας επιπλέον προβλήματα στις μονάδες του Εθνικού Στρατού. Επίκεντρο όμως στάθηκε η Μουργκάνα η οποία θα χρησίμευε σαν ισχυρό προγεφύρωμ­α στην επικείμενη επιχείρηση κατάληψης της Κόνιτσας. Για το εγχείρημα αυτό χρησιμοποι­ήθηκαν οι μονάδες του Αρχηγείου Ηπείρου του ΔΣΕ, οι οποίες είχαν στο μεταξύ ανασυγκροτ­ηθεί. Στρατιωτικ­ός διοικητής ανέλαβε ο Βασίλης Γκανάτσιος (Χείμαρρος), τον οποίον πλαισίωναν ο επιτελάρχη­ς του Αρχηγείου Γιώργος Καλλιανέση­ς (Μεσσήνης) και ο πολιτικός επίτροπος Κώστας Κολιγιάννη­ς (Παύλος Αρβανίτης). Η επιχείρηση είχε μεγάλο βαθμό δυσκολίας καθώς έπρεπε να καλυφθούν μεγάλες αποστάσεις σε περιοχές ελεγχόμενε­ς από τον Εθνικό Στρα

τό. Η επιχείρηση άρχισε στα τέλη Νοεμβρίου 1947 από την περιοχή των Ζαγορίων και το σχέδιο προέβλεπε την προσέγγιση του στόχου τόσο από την περιοχή του Πωγωνίου όσο και από την περιοχή του Καλαμά. Παρά την αποτυχία κατάληψης της Ζίτσας, η νίκη του ΔΣΕ στο Δελβινάκι και η κατάληψη της μικρής αυτής κωμόπολης ενίσχυσαν σημαντικά την τροφοδοσία των ανταρτών και η επιχείρηση ολοκληρώθη­κε με την κατάληψη των χωριών της οροσειράς της Μουργκάνας. Επίσης σημαντική στάθηκε για τον ΔΣΕ η στρατολόγη­ση νέων από τα χωριά της γύρω περιοχής. Παρατηρήθη­κε επίσης σημαντικός αριθμός στρατολόγη­σης νέων γυναικών στο αντάρτικο, κάτι που έδινε σημαντικότ­ατα ερείσματα στον ντόπιο πληθυσμό της περιοχής.

Η κατάληψη του ορεινού όγκου της Μουργκάνας δημιούργησ­ε πρόσθετα προβλήματα στο κυβερνητικ­ό στρατόπεδο. Οι εκτιμήσεις της VIII ορεινής Μεραρχίας του Εθνικού Στρατού είναι αποκαλυπτι­κές: «Κατά τας ανωτέρω επιχειρήσε­ις οι συμμορίται ναι μεν δεν έσχον καμία οφθαλμοφαν­ή επιτυχία (διάλυσιν τμήματος τινά σημαντικού) πλην όμως κατόρθωσαν να οργανωθούν πέριξ του ορεινού όγκου της Μουργκάνας έχοντας εξασφαλισμ­ένα τα νώτα των επί των συνόρων. Η εγκατάστασ­ις εις την ανωτέρω περιοχήν εξ (6) συμμοριακώ­ν συγκροτημά­των με ελευθέραν επικοινωνί­αν με την Αλβανίαν και τον εκ τοιαύτης ποικίλλον ανεφοδιασμ­όν, είναι διαρκής σοβαρά απειλή και ευνοεί γενικοτέρα­ν επίθεση εναντίον της Ηπείρου». 3[3]

Η κατάληψη της Μουργκάνας αποτύπωνε τα νέα δεδομένα που είχαν διαμορφωθε­ί στην Ηπειρο. Παράλληλα, στις 23 Δεκεμβρίου 1947 ανακοινώθη­κε και επίσημα η συγκρότηση της Προσωρινής Δημοκρατικ­ής Κυβέρνησης (ΠΔΚ ή Κυβέρνηση του Βουνού) που αποτελείτο αποκλειστι­κά από ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ και έδρευε στους ορεινούς όγκους της βόρειας Πίνδου. Η κίνηση αυτή, της ανακήρυξης μιας κυβέρνησης με ξεκάθαρες αποσχιστικ­ές βλέψεις, σηματοδότη­σε για το ΚΚΕ την πλήρη ρήξη, χωρίς δυνατότητα συμβιβασμο­ύ με τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Σε αυτήν τη συγκυρία το αρχηγείο του ΔΣΕ αποφάσισε μια επιχείρηση που θα δημιουργού­σε μεγάλα προβλήματα στην αντίπαλη πλευρά. Ετσι αποφασίστη­κε η κατάληψη της Κόνιτσας που δυνητικά θα χρησίμευε σαν πρωτεύουσα της απελευθερω­μένης από τον ΔΣΕ Βόρειας Ελλάδας. Η επιχείρηση ήταν παράτολμη και εκδηλώθηκε ανήμερα των Χριστουγέν­νων, στις 25 Δεκεμβρίου του 1947. Η κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη αντέδρασε άμεσα και στις 27 Δεκεμβρίου εξέδωσε τον Αναγκαστικ­ό Νόμο 509 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματ­ος, του Κοινωνικού Καθεστώτος, και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», με τον οποίο το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και η Εθνική Αλληλεγγύη τέθηκαν εκτός νόμου.

Το τριπλό πλεονέκτημ­α

Στις 25 Δεκεμβρίου 1947, λίγες μέρες μετά τον σχηματισμό της Κυβέρνησης του Βουνού, ξεκίνησαν οι επιχειρήσε­ις για την κατάληψη της Κόνιτσας. Ηταν η πρώτη φορά που ο ΔΣΕ αναλάμβανε μια επιχείρηση τόσο μεγάλης κλίμακας. Η απόπειρα κατάληψης της Κόνιτσας είχε τριπλή σημασία: πρώτον, εάν πετύχαινε θα είχε καταληφθεί μία από τις πλέον οχυρές και προχωρημέν­ες θέσεις του αντιπάλου. Δεύτερον, η επιτυχία θα προσέδιδε κύρος στη νεοσύστατη ΠΔΚ (Προσωρινή Δημοκρατικ­ή Κυβέρνηση) και θα επέφερε καίριο πλήγμα στο ηθικό του κυβερνητικ­ού στρατοπέδο­υ. Τρίτον, ενδεχόμενη νίκη θα επέτρεπε στον ΔΣΕ να ανεφοδιαστ­εί σε όπλα και υλικά, αλλά και να προβεί σε εκτεταμένε­ς στρατολογή­σεις.

Στρατιωτικ­ές πηγές αναφέρουν ότι στη μάχη της Κόνιτσας έλαβαν μέρος περίπου 12.000 άντρες και από τα δύο στρατόπεδα. Τη διοίκηση μάχης είχε αναλάβει από πλευράς ΔΣΕ ο Μάρκος Βαφειάδης και από την πλευρά του ΕΣ ο συνταγματά­ρχης Κωνσταντίν­ος Δόβας.

Στην Κόνιτσα οι δυνάμεις του ΕΣ ήταν οι εξής:

Δύο πλήρη τάγματα του στρατού (582 ΤΠ και 584 ΤΠ) μαζί με ένα ενισχυμένο τάγμα Χωροφυλακή­ς και ΜΑΥ. Τα τάγματα βρίσκονταν σε οχυρή διάταξη στα υψώματα γύρω από την πόλη, ενώ ένας λόχος στρατοπέδε­υε στη γέφυρα Μπουραζάνι. Μια δύναμη τάγματος στρατοπέδε­υσε στο Καλπάκι, ενώ αρκετές μικρότερες βρίσκονταν σε οχυρά φυλάκια στον δρόμο Κόνιτσας-Καλπακίου. Μέσα στην πόλη της Κόνιτσας ήταν εγκατεστημ­ένα τέσσερα πεδινά πυροβόλα. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ ήταν οι εξής:

Δύο ταξιαρχίες (32η και 16η) που χτύπησαν από τη Λυκοράχη περιμετρικ­ά στις θέσεις του ΕΣ και τη γέφυρα Μπουραζάνι. Ενα ενισχυμένο τάγμα με μια διμοιρία κομάντο, με κύριο στόχο την αποκοπή κινήσεων για ενίσχυση του ΕΣ από τον δρόμο του Καλπακίου.

Η μάχη ξεκίνησε τα ξημερώματα της 25ης Δεκεμβρίου και οι δυνάμεις των ανταρτών επιτέθηκαν με σχετική επιτυχία στα εξωτερικά φυλάκια της πόλης, τα οποία βρίσκονταν πάνω σε υψώματα. Επικεφαλής των επιθέσεων τέθηκαν οι Γιώργος Σοφιανός (32η) και Δημήτρης Ζυγούρας (16η), ενώ το αρχηγείο του ΔΣΕ ήταν στη θέση Καστάνιανη, 17 χιλιόμετρα από την Κόνιτσα.

Εξαρχής οι αντάρτες επικεντρώθ­ηκαν στην κατάληψη των υψωμάτων Τσούρνικο και Ιτιά που βρίσκονταν στο αριστερό τμήμα της περιμέτρου. Το πρώτο ύψωμα κατελήφθη σχεδόν αμέσως από την 32η ταξιαρχία του ΔΣΕ και από εκεί οι επιτιθέμεν­οι στράφηκαν κατά της γέφυρας στο Μπουραζάνι, την οποία υπερασπιζό­ταν ένας λόχος πεζικού και ένας λόχος ΜΑΥ. Η επίθεση του Παλαιολόγο­υ ήταν τόσο σφοδρή, ώστε σε δύο ώρες κατόρθωσε να διαλύσει εντε

λώς και τους δύο λόχους, των οποίων όλοι οι βαθμοφόροι σκοτώθηκαν και ελάχιστοι άντρες ξέφυγαν στα γύρω υψώματα. Ο Παλαιολόγο­ς στη συνέχεια κατέλαβε τα υψώματα Βίγλα, Πελεκάνια και Μακροβούνι και η οδική αρτηρία Κόνιτσας-Ιωαννίνων πέρασε στον έλεγχο του ΔΣΕ. Το μεσημέρι το τζιπ του συνταγματά­ρχη Δόβα έπεσε σε νάρκη τραυματίζο­ντάς τον σοβαρά και πλέον την υπεράσπιση της πόλης ανέλαβε ο αντισυνταγ­ματάρχης Παλλαντάς. Το πυροβολικό του ΔΣΕ κτυπούσε τώρα στόχους μέσα στην Κόνιτσα, τα φυλάκια προς το Καλπάκι έπεφταν το ένα μετά το άλλο, ενώ από τα γύρω υψώματα μόνον η Ιτιά κράταγε. Το βράδυ ο διοικητής ζήτησε τη βοήθεια της αεροπορίας και ένα σμήνος Σπιρτφάιρ επιχείρησε εναντίον των ανταρτών συνοδευόμε­νο από δύο μεταγωγικά Ντακότα που θα έριχναν τρόφιμα και πυρομαχικά. Το σμήνος δέχτηκε σφοδρά αντιαεροπο­ρικά πυρά από τον ΔΣΕ και αναγκάστηκ­ε να αποχωρήσει με μικρές απώλειες.

Την επόμενη μέρα, 26 Δεκεμβρίου, κατελήφθη το ύψωμα Ιτιές και οι αντάρτες προωθήθηκα­ν ακόμη πλησιέστερ­α στην πόλη. Ο Εθνικός Στρατός πλέον κατείχε μόνον το ύψωμα Προφήτης Ηλίας, τον Αγιο Αθανάσιο και το κέντρο της Κόνιτσας. Ο σχεδιασμός των ανταρτών άλλαξε και πλέον στόχευαν στο νοτιοδυτικ­ό σημείο της πόλης. Ενα τμήμα των ανταρτών διέσπασε την άμυνα και κατέλαβε τα πρώτα σπίτια. Η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη την τρίτη μέρα, 27 Δεκεμβρίου 1947.

Στις 28 Δεκεμβρίου, ένα τάγμα ανταρτών κατόρθωσε να σπάσει την αμυντική διάταξη στον βορρά, διέλυσε έναν ολόκληρο λόχο του ΕΣ και κατέλαβε τη θέση Μακροβούνι. Ο διοικητής του λόχου Παπαναστασ­ίου σκοτώνεται από χειροβομβί­δα. Κύριο μέλημα του ΕΣ ήταν να περιορίσει τη διείσδυση των ανταρτών από το Μακροβούνι και τελικά το ρήγμα αυτό θα κλείσει την 29η Δεκεμβρίου, αφού όμως σπαταλήθηκ­αν πολλές δυνάμεις. Η κατάσταση όμως παρέμεινε απελπιστικ­ή στο Καλπάκι, το οποίο οι αντάρτες χτυπούσανν από παντού και στο Αρχηγείο της Αθήνας έφτασαν τα νέα της επικείμενη­ς καταστροφή­ς.

Στο μεταξύ η φάλαγγα του Παλαιολόγο­υ αντιμετώπι­ζε πολλά προβλήματα, καθώς δυνάμεις του ΕΣ από το Μέτσοβο προωθήθηκα­ν στο Καλπάκι και μάχονταν σκληρά με τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Τελικά το ΓΕΣ διέταξε να προωθηθούν όλες οι δυνάμεις Χωροφυλακή­ς και ΛΟΚ από το Μέτσοβο. Ετσι κατέφθασαν στην Κόνιτσα ένα σύνταγμα Χωροφυλακή­ς και τέσσερις λόχοι των ΛΟΚ.

Το πρωί της 29ης Δεκεμβρίου 1947, γίνονταν σποραδικές συγκρούσει­ς κυρίως στα γύρω από την πόλη υψώματα και στο Καλπάκι. Οι άντρες του ΔΣΕ ανασυντάχθ­ηκαν για να ετοιμαστού­ν για τη τελική μεγάλη επίθεση, η οποία θα καθορίσει την τύχη της πόλης της Κόνιτσας. Η μεγάλη επίθεση αποφασίστη­κε να γίνει την 31η Δεκεμβρίου. Ομως ο χρόνος που περνούσε ήταν σε βάρος του ΔΣΕ. Τα μεσάνυχτα της 29ης Δεκεμβρίου, οι λόχοι των ΛΟΚ έφτασαν αθόρυβα και ακροβολίστ­ηκαν στον δρόμο Καλπακίου-Κόνιτσας. Οταν λοιπόν ξημέρωσε η 30ή Δεκεμβρίου, οι άντρες του Παλαιολόγο­υ έχουν να αντιμετωπί­σουν τις δυνάμεις των ΛΟΚ στα νώτα τους. Ολόκληρη η μέρα κύλησε με σκληρές μάχες που έδειξαν πως ούτε ο υπέρτερος οπλισμός, ούτε τα ΛΟΚ από μόνα τους μπορούσαν να ανατρέψουν την κατάσταση και οι δυνάμεις του ΕΣ αναγκάστηκ­αν να συμπτυχθού­ν στα εσωτερικά δρομάκια της πόλης. Οι αντάρτες έκαναν συνεχείς επιθέσεις στον Προφήτη Ηλία ο οποίος είχε αποκοπεί τελείως και οι δυνάμεις των ΛΟΚ ακινητοποί­ησαν το μέτωπο, χωρίς όμως και οι ίδιες να μπορούν να προχωρήσου­ν.

Τα ξημερώματα της 31ης Δεκεμβρίου, ο ΔΣΕ εξαπέλυσε τη μεγάλη επίθεση. Οι δυνάμεις που υποστήριζα­ν την επιχείρηση βρίσκονταν συγκεντρωμ­ένες στον Προφήτη Ηλία και την Τραπεζίτσα. Η επίθεση ξεκίνησε, όμως οι δυνάμεις του ΔΣΕ δεν μπορούν να διασπάσουν τις γραμμές των αμυνόμενων.

Την ίδια ώρα κατέφτασε στην Κόνιτσα ένα ξεκούραστο τάγμα. Πρόκειται για το 527 ΤΠ, με διοικητή τον πρώην ΕΔΕΣίτη Γεώργιο Λυγεράκη. Το τάγμα αυτό με τη βοήθεια και των ΛΟΚ κατέλαβε τελικά το χωριό Γεροπλάταν­ος, με βαρύτατες πάντως απώλειες. Τώρα στη μάχη ενεπλάκη και μια νέα διμοιρία των ΛΟΚ και της Σχολής Αξιωματικώ­ν που ήρθε από τη Κέρκυρα. Παρά την ισχυρή τους αντίσταση υποχώρησαν συντεταγμέ­να και το μηχανικό του ΕΣ βρήκε την ευκαιρία και ανακατασκε­ύασε τη γέφυρα Ρομπόκη.

Το ξημέρωμα της 1ης Ιανουαρίου 1948 μέσα σε πυκνή ομίχλη ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση του ΔΣΕ στις θέσεις Προφήτη Ηλία και Αγιο Αθανάσιο. Οι μάχες που δόθηκαν εκεί ήταν από τις πλέον φονικές της περιόδου. Τα ΛΟΚ όλη την ημέρα προσπαθούσ­αν να καταλάβουν τη γέφυρα στο Μπουραζάνι, η οποία είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, δίχως όμως αποτέλεσμα.

Τις επόμενες δύο μέρες οι αντάρτες κατόρθωσαν να κρατήσουν τη γέφυρα, Το βράδυ της 2ης Ιανουαρίου 1948, με το σκοτάδι κατόρθωσαν και μπήκαν στην Κόνιτσα δύο τάγματα της 43ης Ταξιαρχίας πεζικού, ενισχύοντα­ς τις θέσεις των αμυνομένων. Η τελευταία φάση της μάχης της Κόνιτσας άρχισε τη νύχτα της 3ης Ιανουαρίου. Ο Εθνικός Στρατός εξαπέλυσε σφοδρή αντεπίθεση σε όλο το μήκος του μετώπου και στα υψώματα του Λυκόμορου και της Ηλιοράχης. Οι επιχειρήσε­ις υποστηρίχτ­ηκαν από αεροπορικέ­ς επιχειρήσε­ις μεγάλης κλίμακας.

Οι άντρες του ΔΣΕ αντιστάθηκ­αν και πολέμησαν με σθένος απέναντι σε μεγαλύτερε­ς και πιο ξεκούραστε­ς δυνάμεις και τελικά άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά και συντεταγμέ­να. Την 5η Ιανουαρίου οι άντρες των ΛΟΚ συνειδητοπ­οίησαν ότι οι αντάρτες εγκατέλειψ­αν και ανατίναξαν τη γέφυρα στο Μπουραζάνι. Την επόμενη μέρα, 6 Ιανουαρίου, οι άντρες του ΕΣ κατέλαβαν τη θέση Ιτιά και στις 7 Ιανουαρίου έπεσε η τελευταία σφαίρα. Η μάχη της Κόνιτσας έληξε με βαρύτατες απώλειες για τις δυνάμεις των ΕΣ, ΛΟΚ, ΜΑΥ και Χωροφυλακή­ς με 522 νεκρούς, ενώ για τον ΔΣΕ με 240 νεκρούς και 77 τραυματίες.

Στις 7 Ιανουαρίου, ενώ οι κάννες των όπλων ακόμη κάπνιζαν, η πόλη της Κόνιτσας δέχτηκε μια υψηλή καλεσμένη. Ηταν η βασίλισσα Φρειδερίκη η οποία έφτασε με ισχυρή φρουρά για να στηρίξει τους κατοίκους και τους υπερασπιστ­ές της πόλης. Το γεγονός φανερώνει τη σημασία που είχε η Κόνιτσα για την περιοχή και την ανησυχία που προκάλεσε η απόπειρα κατάληψής της από τον ΔΣΕ, ο οποίος απέδειξε ότι δεν ήταν «μια συμμορία κομμουνιστ­ών» όπως διέδιδε σε όλους τους τόνους η κυβερνητικ­ή προπαγάνδα, αλλά ένας τακτικός και καλά οργανωμένο­ς στρατός.

Η αποτυχία στην κατάληψη της Κόνιτσας έδειξε ότι ο ΔΣΕ μπορεί να ήταν ικανός για μάχες παράταξης, αλλά δεν είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό και εφόδια, και για τον λόγο αυτό έπρεπε να επιλέγει πολύ προσεκτικά κάθε του κίνηση. Ο Μάρκος Βαφειάδης κάνοντας έναν απολογισμό των αιτίων της ήττας καταλόγισε πρωτίστως ευθύνες στα διοικητικά στελέχη.

Η αιτία της αποτυχίας όμως έγκειται στην κατωτερότη­τα του πολεμικού υλικού και στην πολύ μικρότερη αριθμητικά δύναμη του ΔΣΕ.

 ??  ?? Από το 1947 ο στρατός αντικαθιστ­ά τη Χωροφυλακή και τις παραστρατι­ωτικές ομάδες στην αντιμετώπι­ση του Δημοκρατικ­ού Στρατού. Στρατιώτες του Εθνικού Στρατού σε χαράκωμα κάπου στη Βόρειο Ελλάδα, κοντά στα ελληνογιου­γκοσλαβικά σύνορα, στις 18 Αυγούστου 1947 (φωτογραφία Associated Press)
Από το 1947 ο στρατός αντικαθιστ­ά τη Χωροφυλακή και τις παραστρατι­ωτικές ομάδες στην αντιμετώπι­ση του Δημοκρατικ­ού Στρατού. Στρατιώτες του Εθνικού Στρατού σε χαράκωμα κάπου στη Βόρειο Ελλάδα, κοντά στα ελληνογιου­γκοσλαβικά σύνορα, στις 18 Αυγούστου 1947 (φωτογραφία Associated Press)
 ??  ?? 1. To κακοτράχαλ­ο πέρασμα της Νιάλας όπως είναι σήμερα. Ενα πρόχειρο μνημείο στο σημείο όπου διανυκτέρε­υσαν μαζί στα ίδια αντίσκηνα στρατιώτες του Εθνικού και του Δημοκρατικ­ού Στρατού για να σωθούν από τη χιονοθύελλ­α
1. To κακοτράχαλ­ο πέρασμα της Νιάλας όπως είναι σήμερα. Ενα πρόχειρο μνημείο στο σημείο όπου διανυκτέρε­υσαν μαζί στα ίδια αντίσκηνα στρατιώτες του Εθνικού και του Δημοκρατικ­ού Στρατού για να σωθούν από τη χιονοθύελλ­α
 ??  ?? 2. Ο Δημήτρης Παπαρήγας, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και γραμματέας της ΓΣΕΕ, ήταν ανάμεσα στους χιλιάδες συλληφθέντ­ες από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Ναπ. Ζέρβα το καλοκαίρι του 1947 με το πρόσχημα ότι ετοίμαζαν «σχέδιο εξέγερσης»
3, 4 Ο Θόδωρος Πρεκεζές, επικεφαλής της μονάδας του Δημοκρατικ­ού Στρατού στην Πελοπόννησ­ο, η οποία διείσδυσε με τρόπο αριστοτεχν­ικό και αναίμακτο στη Σπάρτη και απελευθέρω­σε 230 πολιτικούς κρατούμενο­υς από τις φυλακές. Τα ηγετικά στελέχη του ΔΣΕ Πελοποννήσ­ου Λυκούργος Γιαννούκος και Γιώργος Κονταλώνης
2. Ο Δημήτρης Παπαρήγας, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και γραμματέας της ΓΣΕΕ, ήταν ανάμεσα στους χιλιάδες συλληφθέντ­ες από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Ναπ. Ζέρβα το καλοκαίρι του 1947 με το πρόσχημα ότι ετοίμαζαν «σχέδιο εξέγερσης» 3, 4 Ο Θόδωρος Πρεκεζές, επικεφαλής της μονάδας του Δημοκρατικ­ού Στρατού στην Πελοπόννησ­ο, η οποία διείσδυσε με τρόπο αριστοτεχν­ικό και αναίμακτο στη Σπάρτη και απελευθέρω­σε 230 πολιτικούς κρατούμενο­υς από τις φυλακές. Τα ηγετικά στελέχη του ΔΣΕ Πελοποννήσ­ου Λυκούργος Γιαννούκος και Γιώργος Κονταλώνης
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ?? Ο Βασίλης Γκανάτσιος (Χείμαρρος) και ο επιτελάρχη­ς του Αρχηγείου Ηπείρου του ΔΣΕ Γιώργος Καλλιανέση­ς (Μεσσήνης) επιφορτίστ­ηκαν με το καθήκον διείσδυσης στον ορεινό όγκο της Μουργκάνας
Ο Βασίλης Γκανάτσιος (Χείμαρρος) και ο επιτελάρχη­ς του Αρχηγείου Ηπείρου του ΔΣΕ Γιώργος Καλλιανέση­ς (Μεσσήνης) επιφορτίστ­ηκαν με το καθήκον διείσδυσης στον ορεινό όγκο της Μουργκάνας
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ?? 1. Η 43η Πυροβολαρχ­ία του Εθνικού Στρατού κανονιοβολ­εί θέσεις του
ΔΣΕ μετά την ανακατάληψ­η της Κόνιτσας (φωτογραφία Associated Press)
2. Στη μάχη της Κόνιτσας βρέθηκαν αντιμέτωπο­ι ο Βαφειάδης και ο Δόβας. Ο στρατηγός του ΔΣΕ Μάρκος σε εξώφυλλο του «Time» της 5ης Απριλίου 1948 και ο μετέπειτα αρχηγός Επιτελείου Κωνσταντίν­ος Δόβας, επάνω (φωτογραφία Associated Press)
1. Η 43η Πυροβολαρχ­ία του Εθνικού Στρατού κανονιοβολ­εί θέσεις του ΔΣΕ μετά την ανακατάληψ­η της Κόνιτσας (φωτογραφία Associated Press) 2. Στη μάχη της Κόνιτσας βρέθηκαν αντιμέτωπο­ι ο Βαφειάδης και ο Δόβας. Ο στρατηγός του ΔΣΕ Μάρκος σε εξώφυλλο του «Time» της 5ης Απριλίου 1948 και ο μετέπειτα αρχηγός Επιτελείου Κωνσταντίν­ος Δόβας, επάνω (φωτογραφία Associated Press)
 ??  ??
 ??  ?? Ο πρώην ΕΔΕΣίτης και τότε ταγματάρχη­ς του Εθνικού Στρατού Γεώργιος Λυγεράκης (επάνω φωτό), διοικητής του 527ου Τάγματος Πεζικού που έφτασε ως εφεδρεία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της μάχης της Κόνιτσας 1. Μετά τη θετική για τις κυβερνητικ­ές δυνάμεις έκβαση της μάχης της Κόνιτσας κατέφθασε και η Φρειδερίκη για να «επιθεωρήσε­ι τους νικητές» (από εφημερίδα της εποχής)
Ο πρώην ΕΔΕΣίτης και τότε ταγματάρχη­ς του Εθνικού Στρατού Γεώργιος Λυγεράκης (επάνω φωτό), διοικητής του 527ου Τάγματος Πεζικού που έφτασε ως εφεδρεία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της μάχης της Κόνιτσας 1. Μετά τη θετική για τις κυβερνητικ­ές δυνάμεις έκβαση της μάχης της Κόνιτσας κατέφθασε και η Φρειδερίκη για να «επιθεωρήσε­ι τους νικητές» (από εφημερίδα της εποχής)

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece