Σκοταδιστική εκκλησία
Ο Μηνάς Παπαγεωργίου και ο Γιώργος Οικονόμου για την αναβίωση του αντικληρικαλιστικού διαγωνισμού της «Μέλισσας» το 1821
Εναν πρωτότυπο διαγωνισμό που θα συζητηθεί (ευχόμαστε) θα προκηρύξει στις 21 Σεπτεμβρίου η ΚΕΠΕΚ (Κίνηση Ελλήνων Πολιτών για την Εκκοσμίκευση του Κράτους). Πρόκειται για την αναβίωση του αντίστοιχου διαγωνισμού που είχε ξεκινήσει το ελληνικό περιοδικό «Μέλισσα» στο Παρίσι το 1821 και είχε θέμα τα δεινά που επισώρευσαν οι αρχιερείς στο «ημών γένος». Αναζητήσαμε τον Μηνά Παπαγεωργίου, δημοσιογράφο, διευθυντή της εκδοτικής σειράς Lux Orbis και μέλος της ΚΕΠΕΚ, και τον Γιώργο Οικονόμου, δρα Φιλοσοφίας, οι οποίοι συμμετέχουν στην επιτροπή αξιολόγησης των εργασιών, για να συζητήσουμε τόσο για τις λεπτομέρειες του διαγωνισμού όσο και για τη σκοταδιστική δράση της εκκλησίας στον τόπο μας.
Ποιοι λόγοι υπαγόρευσαν την έκδοση του περιοδικού «Μέλισσα»;
Μηνάς Παπαγεωργίου: Η «Μέλισσα» ήταν το περιοδικό που ίδρυσαν στο Παρίσι ο Σπυρίδων Κονδός και ο Κωνσταντίνος-Αγαθόφρων Νικολόπουλος κατά την περίοδο 1819-21. Επρόκειτο για ένα έντυπο που εξελίχθηκε σε ένθερμο υποστηρικτή των διαφωτιστικών ιδεών. Λόγω της επίδρασής τους από τη διδασκαλία του Κοραή αλλά και εξαιτίας της απόστασης που τους χώριζε από την Ελλάδα, οι συντάκτες της «Μέλισσας» δεν δίσταζαν να εξαπολύουν σφοδρές επιθέσεις κατά των αντεπαναστατών συμπατριωτών τους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και μέλη της ανώτατης ιεραρχίας της εκκλησίας.
Ποιο το περιεχόμενο του διαγωνισμού που προκήρυξε η «Μέλισσα» την άνοιξη του 1821 και ποια η τύχη του;
Μ.Π.: Την άνοιξη του 1821 οι συντάκτες της «Μέλισσας» προκήρυξαν διαγωνισμό με θέμα «Ποια και πόσα είναι τα κακά, όσα προξένησαν και έτι προξενούσιν εις το δυστυχές ημών γένος οι περισσότεροι των αρχιερέων, από Φωτίου του πατριάρχου μέχρι σήμερον; Ποιοι δεν υπάρχουσιν οι κύριοι τρόποι, δι’ ων είναι δυνατόν να καταργηθή ο πανωλέθριος και φρικτός δεσποτισμός των αναξίων διαδόχων του φιλανθρώπου Ιησού και σωτήρος;». Δίχως αμφιβολία πρόκειται για σφοδρότατα αντικληρικαλική διατύπωση που σοκάρει τον μέσο Ελληνα του 21ου αιώνα. Και μόνο το γεγονός αυτό οφείλει να προβληματίσει οποιονδήποτε ως προς το κατά πόσο γνωρίζουμε την αλήθεια για τις συνθήκες που επικρατούσαν το 1821 αναφορικά με τις σχέσεις της ανώτατης ιεραρχίας του πατριαρχείου και τα προτάγματα των επαναστατών και διαφωτιστών. Ο διαγωνισμός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, μια και το περιοδικό έπαυσε τη λειτουργία του λόγω της έναρξης του Αγώνα.
Η εκκλησία εκείνο τον καιρό δεν φρόντιζε, καταπώς μαθαίνουμε στο σχολείο, για τη φώτιση των ραγιάδων;
Μ.Π.: Η έστω και επιδερμική ενασχόληση οποιουδήποτε με τις πρωτότυπες πηγές της εποχής διαψεύδει κατηγορηματικά τα μυθεύματα που αφορούν την υποτιθέμενη θετική στάση της εκκλησίας απέναντι στις έννοιες του φωτισμού, της ελευθερίας και της δημιουργίας ενός νέου εθνικού κράτους. Η αντιδιαφωτιστική και αντεπαναστατική στάση της ανώτατης ιεραρχίας διαφαίνεται δεκαετίες πριν από το ’21, κορυφώνεται την τριετία 1819-21 και συνεχίζεται ακόμη και στα πρώτα χρόνια δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους, όταν ο πατριάρχης Αγαθάγγελος στις αρχές του 1828 αποστέλλει επιστολή προς τον Ιωάννη Καποδίστρια ζητώντας του την επανένωση της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οργανώνοντας λίγους μήνες αργότερα αποστολή τριών μητροπολιτών στην Πελοπόννησο με σκοπό να επηρεάσει το ποίμνιο προς αυτή την κατεύθυνση.
Ποια αναγκαιότητα οδήγησε την ΚΕΠΕΚ στην αναβίωση του διαγωνισμού;
Μ.Π.: Υπήρξε μια αίσθηση ιστορικού χρέους. Ενός χρέους απέναντι στους ανθρώπους που αποτέλεσαν την πνευματική ατμομηχανή της επανάστασης και αφιέρωσαν τη ζωή και το έργο τους στο να εμφυσήσουν στους συμπατριώτες τους τα ιδανικά της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Γνωρίζοντας ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα –με μια διαμορφωμένη ιστορία που βρίθει από εθνικούς μύθους– θα ήταν αδύνατον με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από την επανάσταση να μείνουμε άπραγοι μπροστά σε ένα τέτοιο γεγονός. Επιθυμούμε να καταγραφεί ότι εν έτει 2021 κάποιοι αποφάσισαν να σκαλίσουν τις πρωτότυπες πηγές, γνωστοποιώντας στην ελληνική κοινωνία ένα τεκμήριο που μας φέρνει αντιμέτωπους με τις πραγματικές συνθήκες του ’21, όσο ενοχλητική κι αν είναι για κάποιους αυτή η ιστορία. Αλλωστε, εθνικό είναι μόνο το αληθές. Ή μήπως όχι;
Στα σχολεία μαθαίνουμε ότι σε κρίσιμες ιστορικές περιστάσεις η εκκλησία στάθηκε αρωγός σε κάθε «εθνική» προσπάθεια. Πόσο απέχει από την αλήθεια η συγκεκριμένη διαπίστωση;
«Η αντεπαναστατική στάση της ανώτατης ιεραρχίας διαφαίνεται πριν από το ’21, κορυφώνεται την τριετία 1819-21 και συνεχίζεται ακόμη και στα πρώτα χρόνια δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους» Μηνάς Παπαγεωργίου
Δημοσιογράφος
Γιώργος Οικονόμου: Η εκκλησία ως εξουσιαστικός θεσμός στάθηκε πάντοτε στο πλευρό της εκάστοτε εξουσίας, είτε αυτή ήταν ο αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είτε ο σουλτάνος και ο κοτζαμπάσης επί οθωμανικής κυριαρχίας είτε οι μονάρχες, οι δικτάτορες, η Δεξιά και η ακροδεξιά στο νεοελληνικό κράτος. Με την έννοια αυτή υπήρξε βαθύτατα αντιδημοκρατική και αντιλαϊκή παρά τα κηρύγματα και τις κατηχήσεις. Δεν μπορεί να είναι εθνικό ό,τι είναι αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό. Ενα κλασικό παράδειγμα από την Ιστορία: η επίσημη εκκλησία στράφηκε εναντίον του Ελευθέριου Βενιζέλου την περίοδο του Εθνικού Διχασμού και προέβη στο μεσαιωνικής εμπνεύσεως και υλοποιήσεως «ανάθεμα» στο Πεδίον του Αρεως. Ενα άλλο παράδειγμα είναι πρόσφατο: η υποστήριξη μητροπολιτών και ιερέων στους νεοναζιστές, ενώ η επίσημη εκκλησία τήρησε σιγήν ιχθύος. Η συμπόρευση με τους νεοναζιστές δίνει τα πιο άσχημα μηνύματα στην κοινωνία και δη στους νέους ανθρώπους – είναι προτροπή προς τη βία και τη βαρβαρότητα του φασισμού. Διαχρονικά η εκκλησία ενδιαφερόταν και φρόντιζε μόνο τα συμφέροντά της –οικονομικά, ιδεολογικά, εξουσιαστικά– χωρίς κανέναν ενδοιασμό και όχι τα λεγόμενα εθνικά συμφέροντα. Είναι βεβαίως στυλοβάτης του εκάστοτε εθνικισμού, ο οποίος καπηλεύεται την ιδέα του έθνους και ουδεμία σχέση έχει με το «εθνικό συμφέρον».
«Η συμπόρευση της εκκλησίας με τους νεοναζιστές δίνει τα πιο άσχημα μηνύματα στην κοινωνία και δη στους νέους ανθρώπους
– είναι προτροπή προς τη βία και τη βαρβαρότητα του φασισμού» Γιώργος Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας
Οσο η εκκλησία φαίνεται να αντίκειται στους αγώνες του λαού τόσο μεγαλώνει η χορεία των «ηρώων» της. Γιατί πιστεύετε ότι αυτοί οι «ήρωες» γίνονται αποδεκτοί από την πλειονότητα;
Γ.Οικ.: Ο «ήρωας» επιβάλλεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία τον κατασκευάζει για δική της χρήση. Από την άλλη, ο «ήρωας» είναι ατομική περίπτωση που δεν πρέπει να συγκαλύπτει το γενικό κλίμα. Τέτοια είναι η περίπτωση του Διονυσίου του Φιλοσόφου τον 17ο αιώνα. Μια ηρωική εξαίρεση στη γενικευμένη παθητικότητα και υποταγή της εκκλησίας στον κατακτητή. Ο Παπαφλέσσας επίσης ήταν μια ηρωική εξαίρεση κληρικού. Φυσικά οι περιπτώσεις αυτές τονίζονται και διαφημίζονται από την επίσημη εκκλησία για να αντισταθμίσει τη δική της συνεργασία με τον κατακτητή. Ο Γεννάδιος, ο Γρηγόριος Ε΄ κ.ά. δεν ανήκουν σε αυτό το είδος, αλλά αποτελούν κατασκευές για ιδεολογική χρήση και παραμυθία.
Δυστυχώς η εκκλησία στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρή, κράτος εν κράτει, και έχει τη δύναμη με τα μέσα που διαθέτει σε όλους τους τομείς να επιβάλλει την άποψη και τη θέλησή της. Η κύρια δύναμή της απορρέει από τη συνύπαρξή της με το κράτος και τη χρηματοδότησή της από αυτό, δηλαδή από τα χρήματα των φορολογουμένων. Το ζήτημα είναι μέχρι πότε θα γίνεται αυτό. Διότι τα ψεύδη και ο αρνητικός ρόλος της αποκαλύπτονται σιγά σιγά και όλο και περισσότεροι καταλαβαίνουν την αλήθεια. Νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει και μπορεί να υπάρξει ένα ισχυρό κίνημα για τον χωρισμό εκκλησίας – κράτους για να αποδεσμευτεί επιτέλους η πολιτεία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της και από την απομύζηση δυνάμεων και πλούτου από αυτή.
Πώς αξιολογείτε τη στάση που κράτησε η εκκλησία στη διάρκεια τόσο της οικονομικής όσο και της προσφυγικής και της υγειονομικής κρίσης;
Γ.Οικ.: Η στάση της εκκλησίας ήταν επιεικώς απαράδεκτη. Οσον αφορά την υγειονομική κρίση, φανέρωσε όλο τον σκοταδισμό της με τη μη αποδοχή των επιστημονικών απόψεων, την έλλειψη σεβασμού στους συνανθρώπους μας, την έλλειψη ευθύνης για την υγεία των ανθρώπων. Ολα αυτά οφείλονται όχι μόνο στον σκοταδισμό και στην ανευθυνότητά της αλλά και στο οικονομικό συμφέρον, διότι κύρια πηγή του πλούτου της εκκλησίας είναι ο οβολός των πιστών, που τον προσφέρουν στις λειτουργίες και τις άλλες θρησκευτικές τελετές. Και είναι πολλά τα χρήματα, χωρίς απόδειξη και αφορολόγητα. Εδώ θα πρέπει να πούμε κάτι που σπανίως λέγεται – και έχει επισταμένως συγκαλυφθεί: η εκκλησία ανήκει στην οικονομική ελίτ αφού η ηγεσία της διαχειρίζεται μεγάλη ακίνητη και κινητή περιουσία – οικόπεδα, διαμερίσματα, κτίρια, επιχειρήσεις, τραπεζικές καταθέσεις, ομόλογα. Συνεπώς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καπιταλιστικού συστήματος. Κεφαλαιοκράτης δεν είναι μόνο ο ιδιώτης κάτοχος των μέσων παραγωγής αλλά και ο διαχειριστής μεγάλης περιουσίας όπως είναι η εκκλησία. Ετσι εξηγείται η υποστήριξή της σε όλες τις βασιλικές, δεξιές, δικτατορικές, αυταρχικές και αντισυνταγματικές κυβερνήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας.