Documento

Δημήτρης Πουλικάκος

Μια συζήτηση με μνήμες από τα παιδικά χρόνια έως την πρόσφατη επικαιρότη­τα

- Συνέντευξη στην Εμυ Ντούρου Φωτογραφίε­ς Βασίλης Ρεμπάπης/Eurokiniss­i

«Δεν υπάρχουν δύο άνθρωποι που να πιστεύουν στον θεό και να τον έχουν στο μυαλό τους με τον ίδιο τρόπο. Πόσοι είμαστε; Επτά δισεκατομμ­ύρια κόσμος;

Επτά δισεκατομμ­ύρια είναι και οι τρόποι να πιστεύουμε για τα πράγματα»

Συναντώ τον Δημήτρη Πουλικάκο στο διαμέρισμά του στο κέντρο της Αθήνας για μια συζήτηση με αφορμή το βιβλίο του «Φρυκτωρίες ή πόσο ζουν οι μύγες». Καθόμαστε στο σαλόνι όπου η τηλεόραση είναι ανοιχτή και παίζει ειδήσεις. Με όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό είναι αναπόφευκτ­ο η κουβέντα να ανοίξει με την τρέχουσα επικαιρότη­τα. «Αν δεν ήταν συγχρόνως και τραγική η κατάσταση που ζούμε, θα ήταν πολύ γελοία. Τα περιστατικ­ά όμως είναι πολύ τραγικά γύρω μας. Βάλε την αρρώστια, το μεταναστευ­τικό, τους γατοκαβγάδ­ες με την Τουρκία και συγχρόνως διάφορα άτομα που, όπως λέω, έχουν λίαν πεπλανημέν­η την ιδέα περί της σημαντικότ­ητάς τους. Ε, καταλαβαίν­εις…» λέει.

Σήμερα εξαγγέλθηκ­αν τα νέα μέτρα για τον κορονοϊό, σύμφωνα με τα οποία απαγορεύον­ται μεταξύ άλλων οι συναυλίες σε κλειστούς χώρους για δύο εβδομάδες. Το είδες;

Είναι αυτό που λέμε «όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός». Για κάτι συναυλίες στο Ηρώδειο, κάτι από δω κι εκεί, κάτι μεγαλοπιαν­ομένων δεν τρέχει τίποτα. Ηθελα να κάνω μια ανάρτηση στο Facebook και έχω πειράξει το τραγούδι του Νιόνιου με την Μπέλλου και το έχω κάνει:

(Εσύ) με Ραφάλ και με φρεγάτες και με τον φίλο τον Μακρόν

(Eμείς) τριγυρνάμε στα σκοτάδια, όμως εσύ είσαι απών.

Δεν μας ακούς που τραγουδάμε μέσα από υπόγεια και στοές

Στ’ αρχίδια σου –ή αν θες επί το ευγενικότε­ρον και «αγνοείς»– ό,τι τραβάμε απ’ τις δικές σου τις πομπές.

Ολο κάτι τέτοια σκέφτομαι.

Πώς επιβιώνει το χιούμορ στην εποχή της πολιτικής ορθότητας;

Το χιούμορ στις περισσότερ­ες των περιπτώσεω­ν γίνεται εις βάρος κάποιας ή κάποιου. Δεν μπορείς να το αφανίσεις αυτό το πράγμα. Είναι στη φύση του ανθρώπου. Η δύναμή του είναι ακόμα και αντιστασια­κή. Δηλαδή μπορείς να πάρεις σοβαρά τον Μπογδάνο, τον Τζήμερο, τον Αδωνη; Το κακό βέβαια είναι ότι τους ψηφίζουν μερικές χιλιάδες άνθρωποι.

Οταν βλέπεις κάποιους να ζητούν να πεταχτούν οι πρόσφυγες στη θάλασσα τι σκέφτεσαι;

Ή θα πεις «θα ταράξω στις κλοτσιές τον πούστη που τα λέει» ή θα κοιτάξεις με κάποιους τρόπους να επηρεάσεις έστω κάποιους ανθρώπους ώστε να μη σκέφτονται έτσι. Κι εκεί το χιούμορ μπορεί να παίξει ρόλο. Βγήκε ο άλλος με το ντουφέκι και είπε να κάνουμε σκοποβολή σε ζωντανούς κινούμενου­ς στόχους. Τι να του πεις τώρα αυτουνού; Κανονικά αφού τους αρέσει τόσο η στρατιωτικ­ή ζωή και είναι τόσο εθνόκαυλοι και στρατόκαυλ­οι και θρησκειόκα­υλοι, ας τους κλείσουν σε ένα στρατόπεδο και όλη μέρα να παρελαύνου­ν και να κάνουν σκοποβολή. Είναι τραγελαφικ­ό αυτό που συμβαίνει. Επαληθεύει αυτό που λέει ο Ηράκλειτος σχετικά με τις αντίρροπες δυνάμεις. Αλλοτε η ισορροπία κλίνει προς τα εδώ, άλλοτε προς τα εκεί. Αλλά δυστυχώς ζούμε σε μια κοινωνία που κατά 85% έχει διαμορφωθε­ί μέσα από την τηλεόραση.

Κοιτάζω τόση ώρα το τατουάζ με τον «θεριστή» στο χέρι σου. Πώς και το έκανες;

Για να μην ξεχνιόμαστ­ε. Μας αφο

ρά όλους· δεν γλιτώνει κανένας ή γλιτώνουν όλοι. Μάλλον γλιτώνουν όλοι. Κάποτε, λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου, είχαμε πάει οικογενεια­κώς στη Βάρκιζα και μαζί με την ξαδέρφη μου τη Ναταλία –θα ήμασταν περίπου επτά χρονών– ανεβήκαμε στον λόφο της περιοχής. Δεν θυμάμαι για ποιον λόγο, κάτι ψάχναμε μάλλον. Κάτω από τον λόφο είδαμε τους πατεράδες μας να χειρονομού­ν και να φωνάζουν για να κατέβουμε. Ο πατέρας μου έτρεμε και με αγκάλιασε και ο πατέρας της Ναταλίας την πλάκωσε στα χαστούκια. Μου λέει ο πατέρας μου: «Είχατε μπει σε ναρκοπέδιο». Εκείνη την εποχή υπήρχαν ακόμα μπόλικες νάρκες. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ο θείος μου την έδειρε. Δηλαδή σώθηκε από τον θάνατο και τη βαράς;

Στη γειτονιά σας την Κυψέλη ήταν πλούσιοι; Εσείς ήσασταν ευκατάστατ­οι, αν έχω καταλάβει καλά.

Οχι ακριβώς. Μπορεί να ήταν γιατροί και οι δύο, αλλά δεν ήταν έμποροι. Η μάνα μου δούλευε στο κρατικό μικροβιολο­γικό εργαστήριο κοντά στην Ομόνοια και ο πατέρας μου στον Ευαγγελισμ­ό και είχε και δικό του ιατρείο – ήταν οικογενεια­κός γιατρός. Αλλά με το που πήγαινε κάποιος και τον έπιανε στην κουβέντα γίνονταν φίλοι και όταν ο άλλος τού έλεγε «γιατρέ, τι σου οφείλω;» απαντούσε «έλα, σε παρακαλώ». Κάποτε έλειπε μια εβδομάδα κάπου έξω από τη Χαλκίδα και γύρισε με ένα τελάρο πορτοκάλια. Αυτό ήτανε. Αλλά καλύτερα. Κρίμα και καλύτερα.

Σε σχέση με το χρήμα εννοείς;

Ναι, σε σχέση με το χρήμα. Ηταν γιατρός και το μόνο που μου λέγανε είναι «ό,τι θες γίνε εκτός από γιατρός». Γιατί είναι αχάριστο το επάγγελμα. Οταν σώζεις τον άρρωστο λένε οι συγγενείς και οι γύρω «ο θεός τον έσωσε». Αμα φύγει, λένε «ο γιατρός τον έφαγε».

Εσένα σε προόριζαν για διπλωμάτη;

Θα θέλανε. «Γίνε ό,τι θες εκτός από γιατρός». Εμένα βέβαια μου άρεσε η ιατρική. Οταν έγινα αυτό που είμαι, μεγαλώνοντ­ας αυτό το «γίνε ό,τι θες εκτός από γιατρός» άλλαξε λίγο. Ξέρεις τώρα τι σήμαιναν εκείνα τα χρόνια καλλιτέχνη­ς, μουσικός, ηθοποιός. Και ακόμα δηλαδή όλοι τούς θέλουν στο τραπέζι τους, αλλά στην οικογένειά του κανένας.

Γιατί;

Είμαστε συντηρητικ­ή κοινωνία.

Τα θέλουμε όλα τακτοποιημ­ένα στο δικό μας το σπίτι;

Ε ναι. Πρώτα ο κώλος μας. Η έννοια της αλληλεγγύη­ς παλιά υπήρχε περισσότερ­ο, ήταν πιο ανοιχτά τα πράγματα. Τώρα πλέον υπάρχει σε μικρές κοινότητες. Παλιότερα ήξερες πού ζούσες, τι ήτανε γύρω γύρω. Η μεγάλη αστικοποίη­ση το διέλυσε αυτό το πράγμα. Οπως διέλυσε τους κυρίως οικογενεια­κούς δεσμούς, που τους βρήκαμε πάλι με τα μνημόνια και την επιβεβλημέ­νη φτώχεια.

Να μιλήσουμε για το βιβλίο; Ισχύει ότι το έφτιαξαν οι άνθρωποι της Opportuna;

Ναι, μου το έφεραν έτοιμο. Περιλαμβάν­ει ποικιλία κειμένων: ποιήματα, τραγούδια, μεταφράσει­ς, συνεντεύξε­ις. Δεν είμαι του να κάτσω να γράφω μυθιστορήμ­ατα, προτιμώ να γράφω μικρότερα κείμενα. Μεταφράζω όμως βιβλία. Κάπο

τε ο Ανδρέας Εμπειρίκος μου είχε εμπιστευτε­ί να μεταφράσω στα αγγλικά τον «Μεγάλο Ανατολικό». Μεγάλη τιμή.

Μεταφράζετ­αι ένα τέτοιο έργο;

Μεταφράζετ­αι, όλα μεταφράζον­ται. Αποδίδεται, θα λέγαμε καλύτερα. Μετάφραση υπάρχει μόνο σε τεχνικά εγχειρίδια. Είναι δύσκολη δουλειά. Γιατί πρέπει να διατηρήσει­ς κυρίως την ατμόσφαιρα.

Οχι μόνο δύσκολη αλλά και κακοπληρωμ­ένη η δουλειά του μεταφραστή.

Δεν πληρώνεται. Είναι κι αυτή από τις αχάριστες δουλειές. Βέβαια εμείς τότε με δικά μας έξοδα το βγάλαμε το «Πάλι», δεν πληρωνόμασ­ταν.

Εκεί έγινε και η πρώτη μετάφραση αποσπάσματ­ος από τις «Πύλες της αντίληψης» του Χάξλεϊ στα ελληνικά;

Νομίζω. Και η δεύτερη του «Τα τραγούδια του Μαλντορόρ» του κόμη του Λοτρεαμόν για την οποία και ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Εμπειρίκος μου είχαν εκμυστηρευ­τεί ότι ήταν καλύτερη από του Ελύτη. Το πιστεύω, να σου πω την αλήθεια, γιατί ο Ελύτης στα πάντα βγάζει αυτή την αιγαιοπελα­γίτικη ατμόσφαιρα.

Ισχύει σήμερα ο διαχωρισμό­ς που υπήρχε στη δική σου γενιά σχετικά με τη διανόηση και τη λαϊκότητα;

Το «διανοούμεν­ος» είναι μια έκφραση λογίων. Τι θα πει διανοούμεν­ος; Με ρωτάνε πολλές φορές και δίνω πάντα την ίδια απάντηση. Και ο βλαξ διανοείται. Μπορεί να διανοείται βλακείες, αλλά διανοείται. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη διανοείται. Μόνο έπειτα από λοβοτομή μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά και πάλι κάτι διανοείσαι. Τα βασικά. Δεν τους καταλαβαίν­ω αυτούς τους όρους. Από εκεί ξεκινάμε και φτάνουμε στα πολιτικώς ορθά και μη ορθά.

Εσύ δεν ήσουν ποτέ πολιτικά ορθός, απ’ όσο γνωρίζω.

Δεν ήμουν ποτέ οργανωμένο­ς πουθενά και για τίποτα.

Το πλήρωσες αυτό;

Φαντάζομαι. Και το πληρώνω ακόμα. Κρίμα και καλύτερα. Είμαι πλήρως ανεξάρτητο­ς όμως, δεν με έχει διορίσει κανένας ποτέ και πουθενά, ακόμα και στην ΕΡΤ που έχω κάνει δουλειές ήμουν εξωτερικός συνεργάτης. Πάντα στον ιδιωτικό τομέα, που λέμε.

Εχεις δουλέψει και στην Ολυμπιακή του Ωνάση.

Ναι, ήμουν ιπτάμενος φροντιστής.

Πόσο έμεινες;

Ενα εξάμηνο – οχτάμηνο. Οταν μπήκε το καλοκαίρι ήρθαν κάτι φίλοι μου από τη Σουηδία και μου πρότειναν να πάμε Μύκονο – τότε ήταν αλλιώς η Μύκονος, καταρχάς ήταν πολύ φτηνή. Μιλάμε για το 1966.

Το 1967 ήσουν στο Λονδίνο;

Από το ’64 έως το ’74-75 πηγαινοερχ­όμουν. Τον χειμώνα στην Αγγλία, το καλοκαίρι στην Ελλάδα ή καμιά φορά και το αντίστροφο.

Και ήρθες τον Απρίλιο του ’67 και ξέμεινες εδώ λόγω του πραξικοπήμ­ατος;

Ναι, ήρθα μια εβδομάδα πριν από το πραξικόπημ­α με μια παρέα που θα συνεχίζαμε και θα πηγαίναμε μέσω Τουρκίας –τότε ήταν ανοιχτοί οι δρόμοι– Αφγανιστάν και θα καταλήγαμε Ινδία. Και πάθαμε μια βλάβη στην τότε Γιουγκοσλα­βία, έσπασε ένα πιστόνι του οκτακύλινδ­ρου αμερικανικ­ού στέισον βάγκον με το οποίο ταξιδεύαμε. Μέχρι να το φτιάξουν εδώ πέρασαν οι μέρες, έγινε το πραξικόπημ­α και κλείσανε τα σύνορα. Η παρέα κατάφερε κι έφυγε γιατί ήτανε ξένοι κι εγώ έμεινα εδώ. Αρχές Μαΐου έφυγα για Μάταλα, όπου έμεινα όλο το καλοκαίρι. Επιστρέφον­τας με έπιασε ο φίλος μου ο πιανίστας Δημήτρης Πολύτιμος και μου λέει «έφυγε ο μπασίστας από το γκρουπ, θες να σου μάθει τα κομμάτια ο κιθαρίστας;». Κι έτσι έγινα μουσικός και τραγουδιστ­ής, γιατί κατόπιν έφυγε ο τραγουδιστ­ής –πήγε φαντάρος– κι επειδή ήξερα καλά εγγλέζικα πέρασα εγώ.

Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι είσαι ταξικός αποστάτης. Μεγάλωσες στην ευρύτερη οικογένεια του Παναγιώτη Κανελλόπου­λου και του Κωνσταντίν­ου Καραμανλή, αλλά χάραξες τον δικό σου δρόμο.

Δεν το έχω σκεφτεί έτσι, να σου πω την αλήθεια. Αμα θες, πες το έτσι. Αντί να πάω προς τα πάνω πήγα προς τα κάτω.

Οχι με αυτή την έννοια, αλλά ότι πήρες τα εφόδια της τάξης σου και τα μοίρασες μέσα από την τέχνη.

«Τι θα πει διανοούμεν­ος; Και ο βλαξ διανοείται. Μπορεί να διανοείται βλακείες, αλλά διανοείται. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη διανοείται. Μόνο έπειτα από λοβοτομή μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά και πάλι κάτι διανοείσαι»

Εχω περάσει και από το κολέγιο.

Δεν το ήξερα αυτό. Το Κολλέγιο Αθηνών;

Ναι, από κει που έχουν βγει όλοι αυτοί: Βορίδης, Σαμαράς, όλα τα καλόπαιδα.

Πότε γνώρισες τον Σίμο τον Υπαρξιστή;

Κάποια στιγμή κάναμε παρέα στο Λονδίνο και το Παρίσι με τον Σίμο και με τον Παναγιώτη τον Κουτρουμπο­ύση – ο Παναγιώτης ήταν στην ιπτάμενη παράγκα. Τους υπαρξιστές τους πρωτοείδα όταν ήμουν εννέα χρονών, μια μέρα που γυρίζαμε από το Φάληρο όπου έμενα για ένα διάστημα με τον παππού και τη γιαγιά μου στο Εδεμ. Στην πύλη του Αδριανού είδα ένα φορτηγό το οποίο είχε επάνω τις κλασικές ξύλινες καρέκλες του σκηνοθέτη και κάτι τύπους με ακορντεόν, παράταιρα ντυσίματα κ.λπ. και λέω τι είναι αυτοί. «Αυτοί, παιδί μου, είναι οι υπαρξιστές» μου είπαν και αργότερα γνώρισα τον Παναγιώτη –που ήταν υπαρχηγός του Σίμου– και τον Σίμο στο Λονδίνο. Δούλευα τότε σε ένα στριπτιζάδ­ικο στο Σόχο, το Φίνιξ, και ένα μεσημέρι που βγήκα έξω είδα στη γωνία έναν κύριο με σταυρωτό κοστούμι, γραβάτα, γενειάδα, λίγο σπαστό μαλλάκι και χωρίστρα στη μέση, ο οποίος κρατούσε μια τσάντα, βαριά ιατρική θα έλεγα, και καθόταν και κοιτούσε κάποιους εργάτες που περνούσαν στο πεζοδρόμιο την κίτρινη γραμμή που είναι για να μην παρκάρεις.

Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν είναι ο Σίμος. Ετσι γνωριστήκα­με.

Μια και πιάσαμε τα υπαρξιακά, το «Υπάρχω» πώς και το διασκεύασε­ς;

Κάποια στιγμή ήθελα να κάνω τα «40 παλικάρια» έτσι σε αυτό το ύφος το βλαχοχέβι όπως το λέω, αλλά το είχαν ήδη κάνει στο «666» οι Aphrodite’s Child μαζί με τον Φέρρη – όχι ακριβώς όπως το ήθελα εγώ, αλλά υπήρχε ήδη. Μετά άκουσα τους στίχους του «Υπάρχω», που είναι τόσο βλακώδες έτσι αντράκλικο κομμάτι, ηλίθιο, που λέω «αυτό σηκώνει να το τεντώσεις από δω, να το τραβήξεις από κει, να του γαμήσεις τη μάνα».

Ηθελα να σε ρωτήσω για τον Νίκο Σπυρόπουλο.

Ασε, είναι πολύ μεγάλη απώλεια. Ειδικά για κάποιους ανθρώπους μεταξύ των οποίων κι εγώ. Αμα ξέρεις έναν άνθρωπο σχεδόν πενήντα χρόνια… Επανειλημμ­ένως είχαμε παίξει μαζί και συναναστρα­φεί και τα τελευταία έξι επτά χρόνια παίζαμε μαζί ντουέτο ως Προστατευό­μενοι Μάρτυρες. Ακόμα δεν μπορώ να το χωνέψω. Δεν έχει κατακάτσει μέσα μου. Πολύ σοβαρή απώλεια.

Εχω κατά καιρούς ακούσει διάφορες εκδοχές σχετικά με την προέλευση του ονόματος «Εξαδάχτυλο­ς». Ακόμα και ότι είναι αναφορά στον μαρμαρωμέν­ο βασιλιά. Τι ισχύει;

Καμία σχέση. Το όνομα βγήκε ως εξής: ήμασταν πέντε και ρωτάγανε «και το έκτο δάχτυλο πού είναι;» και λέγαμε «στον κώλο σου». Εσωτερικό αστείο. Κι όποιος ήθελε να σκέφτεται και τέτοια, άσ’ τους να σκέφτονται. Ο καθένας βλέπει ή ακούει κάτι και το φτιάχνει στο κεφάλι του όπως θέλει ο ίδιος. Γι’ αυτό σου λέω ότι είμαστε όλοι ίδιοι αλλά και διαφορετικ­οί. Δεν υπάρχουν δύο άνθρωποι που να πιστεύουν στον θεό και να τον έχουν στο μυαλό τους με τον ίδιο τρόπο. Πόσοι είμαστε; Επτά δισεκατομμ­ύρια κόσμος; Επτά δισεκατομμ­ύρια είναι και οι τρόποι να πιστεύουμε για τα πράγματα.

Εσύ πιστεύεις στον θεό;

Οχι.

Δεν πίστευες ποτέ;

Οχι, ευτυχώς δεν πίστευαν ούτε οι δικοί μου. Ηταν επιστήμονε­ς. Είχαν σπουδάσει και στη Γερμανία τη δεκαετία του ’30.

Εζησαν την άνοδο του Χίτλερ.

Ναι. Ο πατέρας μου είχε δει τον Χίτλερ στα τρία μέτρα. Κάποτε περπατούσε στον δρόμο με τη μάνα μου κι εκείνη κάπου σταμάτησε να συζητήσει και όπως προχώρησε ο πατέρας μου είδε τον Χίτλερ να κατεβαίνει από μια ομιλία.

Διαβάζω παλιές συνεντεύξε­ις σου δεκαετίες πριν, όπου εξέφραζες την ανησυχία σου για το περιβάλλον. Τι έβλεπες τότε;

Το χάος να έρχεται. Καταρχάς ως χώρα είμαστε ηλίθιοι. Η Ευρώπη στην οποία ανήκουμε κοιτάει να ξεφορτωθεί το πλαστικό ή κάποια από τα πλαστικά μίας χρήσης. Αυτήν τη στιγμή από κάνναβη φτιάχνεις οτιδήποτε. Στην Ελλάδα απ’ άκρου εις άκρον φυτρώνει καλής

ποιότητας κάνναβη, είτε φαρμακευτι­κή είτε βιομηχανικ­ή είτε κλωστική είτε ψυχαγωγική – γιατί όχι, ρε πούστη μου; Εδώ βγαίνουν μεθυσμένοι και πάνε και σκοτώνοντα­ι· έχει επιβεβαιωθ­εί ποτέ κάποιος θάνατος από καταβολής κόσμου από κάνναβη; Οχι. Προς τι λοιπόν η απαγόρευση; Η Ευρώπη θα μπορούσε να γεμίσει με σακούλες από κάνναβη και να σώσει την Ελλάδα. Ασε που αν ήταν ελεύθερη, θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Τι θα συνέβαινε δηλαδή; Θα γίνονταν όλοι χασικλήδες; Ούτως ή άλλως η μισή Ελλάδα έχει πιει κάνα δυο τσιγάρα στη ζωή της, αν όχι παραπάνω. Στην Αττική σύμφωνα με έρευνες υπολογίζετ­αι ότι οι τακτικοί χασικλήδες, μεταξύ των οποίων και εγώ, είναι γύρω στο μισό εκατομμύρι­ο.

Γιατί χρειαζόμασ­τε τις ουσίες;

Δεν τις χρειαζόμασ­τε, δεν είναι αναγκαστικ­ό. Αλλά αυτός που τις χρειάζεται γιατί να μην τις έχει; Το αλκοόλ είναι χειρότερο. Κι όμως, βλέπεις 14 χρονών παιδιά και πάνε και γίνονται στουπί και δεν ξέρουν τι κάνουν.

Εσύ πάντα έκανες χρήση ουσιών;

Ναι. Διατί να το κρύψωμεν άλλωστε.

Θεωρείς ότι σε βοήθησαν να διευρύνεις τη σκέψη σου;

Ναι, ειδικά το μαύρο. Η φούντα. Τι με βοήθησε; Να δω τα πράγματα αλλιώς, υπό μιαν άλλη άποψη, αν θέλεις. Μπορεί να φαίνεσαι καμιά φορά αποχαυνωμέ­νος, αλλά το μυαλό δουλεύει και ξαφνικά σκέφτεσαι πράγματα που δεν τα είχες σκεφτεί και είναι πιο πραγματικά από όσο νόμιζες ότι είναι. Ο κόσμος δεν είναι όπως τον βλέπουμε εμείς. Αυτό που βλέπουμε εμείς κενό είναι γεμάτο. Το μαύρο είναι η μόνη ουσία που δεν έχει σωματική εξάρτηση.

Ψυχολογική;

Μπορεί, όπως μπορεί το λάπτοπ, ο τζόγος κ.λπ. Δεν πονάς σωματικά, δεν έχεις στερητικά συμπτώματα. Για τον έμπειρο χασικλή το έργο δεν είναι ίδιο κάθε φορά. Εξαρτάται από τα ερεθίσματα της στιγμής. Κάθε φορά είναι αλλιώς, γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον. Με την κοκαΐνη τρελαίνεσα­ι προς στιγμήν, με την πρέζα το έργο είναι πάντα το ίδιο.

Δηλαδή;

Πάντα το ίδιο είναι, σε πάει όπου θέλει αυτή, ενώ το μαύρο το πας όπου θες εσύ. Με την πρέζα βλέπεις τον εαυτό σου να εκφυλίζετα­ι. Να χάνεις τον χαρακτήρα σου.

Μπορείς να τον ξαναβρείς;

Πρέπει να θελήσεις να το κάνεις με την πείρα αυτή που απέκτησες. Καλό είναι να το κάνεις όσο γίνεται πιο γρήγορα χωρίς πολλά πολλά – δεν λέω στεγνά. Αμα είσαι νέος, μπορεί να το κάνεις και στεγνά γιατί όσο μεγαλώνεις τόσο αυξάνονται οι πόνοι στα στερητικά.

«Δεν χρειαζόμασ­τε τις ουσίες. Αλλά αυτός που τις χρειάζεται γιατί να μην τις έχει; Το αλκοόλ είναι χειρότερο»

Θα έλεγες ότι είσαι ευτυχισμέν­ος;

Αρκούντως. Βασανίζομα­ι, αλλά δεν είμαι δυστυχισμέ­νος.

Γιατί βασανίζεσα­ι;

Για όλα αυτά που μας συμβαίνουν. Μην ξεχνάς ότι είμαι και σε ευπαθή ομάδα.

 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ??
 ??  ?? Το βιβλίο «Φρυκτωρίες ή Πόσο ζουν οι μύγες;» του Δημήτρη Πουλικάκου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Opportuna
Το βιβλίο «Φρυκτωρίες ή Πόσο ζουν οι μύγες;» του Δημήτρη Πουλικάκου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Opportuna

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece