Ιωάννης Καποδίστριας
Μια διαδρομή στα χρόνια που επηρέασε η πολύπλευρη προσωπικότητα του νεαρού γιατρού ο οποίος έφτασε να γίνει κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους
Παρών στην πολυκύμαντη εποχή του
ΟΙωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου 1776 και ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά του Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου και επιφανούς μέλους της κερκυραϊκής κοινωνίας, και της Αδαμαντίνης (Διαμαντίνας) Γονέμη, κόρης αριστοκρατικής οικογένειας της Κύπρου. Η καταγωγή της οικογένειας Καποδίστρια ήταν από το ακρωτήριο Ιστρια της Αδριατικής (Capo d’Istria) – άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν από τη Βενετία, ενώ άλλοι, όπως ο Τρύφων Ευαγγελίδης το 1894, ότι έχουν τις ρίζες τους στο Βυζάντιο: «Η οικογένεια Καποδιστρίου είναι αρχαιοτάτη, αναγομένη μέχρις αυτού του ΙΓ΄ αιώνος μ.Χ.». Ο Βίκτωρ Βιττόρι –το αρχικό όνομα της οικογένειας ήταν Βιττόρι–, που κατέφυγε στην Κέρκυρα για πολιτικούς λόγους το 1373, υιοθέτησε πρώτος το επώνυμο Καποδίστριας. Τελικά η οικογένεια Καποδίστρια αναγράφεται το 1477 στη Χρυσή Βίβλο, το περίφημο Libro d’Οro των ευγενών της Κέρκυρας, ως καθολική στο θρήσκευμα. 1
Ολοι οι απόγονοι του Νικολάου και του Αντωνίου Καποδίστρια είχαν το δικαίωμα να φέρουν τον τίτλο του κόμη που, όπως λέγεται, τους είχε απονείμει ο Κάρολος Εμμανουήλ Β΄, δούκας της Σαβοΐας και βασιλιάς της Κύπρου. Η αναγνώριση του τίτλου από τη Δημοκρατία της Βενετίας πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουλίου 1796. Η οικογένεια Γονέμη –της μητέρας του Ιωάννη Καποδίστρια– ήταν και αυτή εγγεγραμμένη στο Libro d’Oro από το 1606.
Ο νεαρός Καποδίστριας έλαβε μόρφωση που συνηθιζόταν στους γόνους ευγενών –λατινικά, ιταλικά, γαλλικά κ.ά., ενώ τα γραπτά ελληνικά του ήταν περιορισμένα– δίπλα σε δυτικούς κληρικούς και το 1794 ταξίδεψε στη Βενετία για να τελειοποιήσει τα λατινικά του. Την περίοδο 1795-97 σπούδασε κυρίως Ιατρική και παράλληλα Φιλοσοφία και Νομική στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα και όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, με τρία διπλώματα στα 21 του χρόνια, επέστρεψε αμέσως στην Κέρκυρα, η οποία, όπως και τα υπόλοιπα Επτάνησα, μόλις είχε περιέλθει στην κυριαρχία των δημοκρατικών Γάλλων καταλύοντας τη βενετοκρατία. Στο νησί άρχισε να ασκεί αφιλοκερδώς το ιατρικό επάγγελμα. Στις 12 Απριλίου 1799, όταν τα Επτάνησα πλέον είχαν καταληφθεί από τον ενωμένο ρωσοτουρκικό στόλο, καθώς Ρωσία και Τουρκία συμμάχησαν εναντίον των Γάλλων, ο νεαρός Καποδίστριας διορίστηκε αρχίατρος του οθωμανικού στρατιωτικού νοσοκομείου από τον ναύαρχο Αβδούλ Καντίρ βέη. Εκείνη την εποχή συμμετείχε με τους αδελφούς του Βιάρο και Αυγουστίνο στο μεγάλο συμβούλιο των ευγενών που συγκροτήθηκε, ενώ ο πατέρας τους πήρε μέρος στις διαπραγματεύσεις για το καθεστώς των νήσων στην Κωνσταντινούπολη.
Ίόνιος Πολιτεία
Οταν το 1800, με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αυτονομήθηκαν τα Επτάνησα (η Επτάνησος Πολιτεία τέθη
κε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης), ο νεαρός Καποδίστριας –αντιπροσωπεύοντας τον πατέρα του– μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο εκλήθη να αποτρέψει την εξέγερση της Κεφαλονιάς εξαιτίας πολιτικών, κοινωνικών και τοπικιστικών αντιθέσεων. Το 1801 οι δύο άντρες υπό την ιδιότητα των «αυτοκρατορικών επιτρόπων» έλαβαν δραστικά μέτρα, οι τοπικές αρχές παραιτήθηκαν, ανέλαβαν οι ίδιοι προσωρινά τη διοίκηση του νησιού σε συνεργασία με την Επιστατική Επιτροπή που συνέστησαν και ολοκλήρωσαν το έργο της εγκαθίδρυσης της νεοϊδρυθείσας πολιτείας στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη. Ο Καποδίστριας επέστρεψε στην Κέρκυρα και πρωτοστάτησε στη σύσταση φιλολογικού συλλόγου (Εταιρεία των Φίλων), από τον οποίο προέκυψε αργότερα ο Εθνικός Ιατρικός Σύλλογος, η συγκρότηση του οποίου αποδίδεται στον νεαρό γιατρό, ο οποίος εξελέγη γραμματέας του.
Την εποχή εκείνη ο νεαρός Καποδίστριας ήρθε σε πρώτη επαφή με τη διπλωματία της Ρωσίας. Καθώς οι μνήμες της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ακόμη νωπές, οι μεγάλες δυνάμεις θορυβήθηκαν από τα τεκταινόμενα στην προσφάτως γαλλοκρατούμενη Ιόνια Πολιτεία και ο τσάρος απέστειλε τον απεσταλμένο της Επτανήσου Πολιτείας στην Πετρούπολη Γεώργιο Μοτσενίγο για να επιληφθεί της κατάστασης. Φτάνοντας στην Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1802, διέλυσε τη Γερουσία, σχημάτισε προσωρινή και εκτιμώντας τις ικανότητες του 26άχρονου Καποδίστρια του ανέθεσε καθήκοντα γραμματέα της Επικρατείας, δίνοντάς του έτσι τη δυνατότητα να αποκτήσει πείρα στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων. Από τη θέση του εφόρου της Παιδείας κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες στην οργάνωση της εκπαίδευσης και την ίδρυση ανώτερων σχολών.
Ο Καποδίστριας διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Ρώσο πληρεξούσιο και τον Μάιο του 1805, ύστερα από πρότασή του, συμπεριλήφθηκε στη δεκαμελή επιτροπή που εξέλεξε η Γερουσία για να συντάξει έκθεση με τις προς αναθεώρηση διατάξεις του συντάγματος που είχε επιβάλει η ρωσοτουρκική συμμαχία το 1800 («Βυζαντινόν»). Η έκθεση παραδόθηκε τον επόμενο χρόνο και οι μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκαν ομόφωνα από τη Γερουσία. Καταργούσε το διαδοχικό δικαίωμα ευγενείας και επέτρεπε σε κάθε άτομο που παρουσίαζε τα εχέγγυα του ικανού πολίτη και διακρινόταν για την αρετή και τη μόρφωσή του να εκλέγεται σε ηγετικές θέσεις και να μετέχει στη Γερουσία. Εθετε τις βάσεις για την ανάπτυξη της παιδείας και εξασφάλιζε την ακεραιότητα της ιδιοκτησίας, τον σεβασμό του οικογενειακού ασύλου και την ισονομία, θεμελιώνοντας τις τρεις μεγάλες εξουσίες του κράτους, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Σε μια από τις συντακτικές συνελεύσεις διαφώνησε με τον απεσταλμένο του τσάρου Μοτσενίγο, καθώς οι αλλαγές που πρότεινε ο Καποδίστριας ήταν πολύ φιλελεύθερες σε σχέση με αυτές που μπορούσε να αποδεχθεί η ρωσική αυλή. Παρ’ όλα αυτά και μπροστά στο αδιέξοδο ο Καποδίστριας εισηγήθηκε στη Γερουσία την ψήφιση του συντάγματος με το επιχείρημα ότι «κανένα άλλο σύνταγμα δεν είχε εγκριθεί και ότι μόνο αυτό που είχε προτείνει ο Μοτσενίγος θα τύγχανε έγκρισης από τη ρωσική αυλή».
Ηταν όχι μόνο το πρώτο νεοελληνικό σύνταγμα που ψηφιζόταν ελεύθερα αλλά και το πρώτο με εξαιρετικά φιλελεύθερες –για την εποχή του– διατάξεις. Δυστυχώς η ισχύς του δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ: στο Τιλσίτ το 1807 Ναπολέοντας και τσάρος Αλέξανδρος συμφώνησαν σε νέο διαμοιρασμό και η Επτάνησος Πολιτεία παραχωρήθηκε εκ νέου στους Γάλλους.
Η αποστολή στη Λευκάδα
Τον Μάιο του 1806 έληξε η θητεία του ως γραμματέα της Επικρατείας και τον επόμενο μήνα ανέλαβε τη διεύθυνση της Δημόσιας Σχολής της Δημοκρατίας, ιδρύματος που είχε συσταθεί με δική του πρωτοβουλία. Στη συνέχεια, στις εκλογές του ίδιου χρόνου για τους πληρεξούσιους της Κέρκυρας ο Ιωάννης Καποδίστριας εξελέγη όγδοος σε ψήφους.
Στις 2 Ιουνίου 1807 αναλαμβάνει νέα –και τελευταία στην Επτάνησο Πολιτεία– αποστολή, καθώς η Γερουσία τον διόρισε έκτακτο επίτροπο στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα) με ουσιαστικό σκοπό την άμυνα του νησιού απέναντι στους Οθωμανούς του Αλή Πασά. 2 Εκεί ο Καποδίστριας βρισκόταν ουσιαστικά υπό τις διαταγές του Ρώσου στρατιωτικού διοικητή Αστφέρ, ανήκε δηλαδή στη ρωσική υπηρεσία. Μαζί με τον Καποδίστρια έφτασαν στο νησί και 300 Ρώσοι στρατιώτες, καθώς και ο μητροπολίτης Αρτας Ιγνάτιος για να εμψυχώσει τους κατοίκους. Υπό την προστασία των Ρώσων συνεργάστηκε με τους αρματολούς, οργανώνοντας μάλιστα και την περίφημη μυστική συνέλευση των κλεφτοαρματολών στο Μαγεμένο της Νικιάνας όπου συμμετείχαν όλοι οι οπλαρχηγοί που είχαν καταφύγει στη Λευκάδα (Βαρνακιώτης, Μπουκουβάλας, Μπότσαρης, Κατσαντώνης, Τζαβέλας, Γρίβας κ.ά.). 3
Στη συνάντηση αυτή ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον Αντώνη Κατσαντώνη ως γενικό αρχηγό των κλεφτών στη δυτική Ελλάδα. Ομως η γαλλορωσική συνθήκη του Τιλσίτ (7 Ιουλίου 1807) επανέφερε το παλαιό καθεστώς και τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στη Γαλλία (μάλιστα βάσει του δεύτερου μυστικού άρθρου της συνθήκης, τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν προσωπικά στον Ναπολέοντα ως οικογενειακό κτήμα). 4 Ετσι, ο Καποδίστριας ανακλήθηκε στην Κέρκυρα και οι Ελληνες οπλαρχηγοί περιθωριοποιήθηκαν, παρά τις ρητές οδηγίες του προς τη Γερουσία, την οποία συμβούλευε να κρατήσει ανεκτική στάση απέναντι στους κλέφτες ώστε οι τελευταίοι αφενός να φθείρουν τα στρατεύματα του Αλή Πασά, αφετέρου να τον κρατούν μακριά από τη Λευκάδα.5
Ο επιτετραμμένος Γάλλος στρατηγός Μπερτιέ προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Καποδίστρια προσφέροντάς του αξιώματα, εκείνος όμως τα αρνήθηκε κρατώντας επαφή με τη Ρωσία, με τους αξιωματούχους της οποίας διατηρούσε άριστες σχέσεις.
Διπλωματική καριέρα
Εκτιμώντας τη θητεία του στα Επτάνησα και τη στάση του απέναντι στη ρωσική διπλωματία, τον Μάιο του 1808 ο κόμης Νικόλαος Πέτροβιτς Ρουμιάντσεφ, επικεφαλής του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ανακοίνωσε στον Καποδίστρια μέσω επιστολής ότι τιμήθηκε με τον τίτλο του ιππότη β΄ τάξεως του τάγματος της Αγίας Αννας και τον προσκάλεσε στην Πετρούπολη, όπου έφτασε τον Ιανουάριο του επόμενου έτους μέσω Βενετίας και Βιέννης, να αναλάβει υπηρεσία στο διπλωματικό σώμα της Ρωσίας. Αν και προβιβάστηκε ως κρατικός σύμβουλος και τοποθετήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών, παρέμεινε δύο χρόνια χωρίς αρμοδιότητες, διαβιώντας με πενιχρά οικονομικά μέσα και αποκρούοντας επανειλημμένες προτάσεις να παντρευτεί μια πλούσια Ρωσίδα. Βαθύτατα θρησκευόμενος, συναναστρέφεται τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, ενώ πυκνές ήταν οι επαφές του με την οικογένεια Στούρτζα – η κόρη της οικογένειας Ρωξάνδρα ήταν η μόνη που τον συγκίνησε. Στις 20 Αυγούστου 1811 δέχθηκε τον διορισμό στη θέση του ακολούθου στην πρεσβεία της Ρωσίας στη Βιέννη, όπου παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1812. Εκεί συναναστράφηκε με τον Ανθιμο Γαζή και άλλους εκπροσώπους της ελληνικής παροικίας, ενώ τον παρακολουθούσε η μυστική αστυνομία με εντολή του υπουργού Εξωτερικών Κλέμενς φον Μέτερνιχ. Επόμενος σταθμός στην πορεία του ήταν το Βουκουρέστι, όπου διορίστηκε ως αξιωματούχος με πολιτικά καθήκοντα στη ρωσική στρατιά του Δούναβη. 7 Εκεί συνδέθηκε με τον ναύαρχο Τσιτσαγκόφ και το 1812 έγινε σύμβουλος και διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του. 8
Η χρησιμότητα του Καποδίστρια στη ρωσική αυτοκρατορική αυλή επιβεβαιώνεται περίτρανα όταν ο τσάρος Αλέξανδρος τον διορίζει μυστικό απεσταλμένο του στην Ελβετία, με σκοπό να προσεταιριστεί την ελβετική κυβέρνηση που ήταν φιλικά προσκείμενη στη Γαλλία, να μείνει η χώρα ενωμένη και να διατηρήσει την ουδετερότητά της σε περίπτωση εισβολής στη Γαλλία. Εδώ θα διαφανεί η ιδιοφυΐα του Καποδίστρια σε μια αποστολή μυστικής διπλωματίας που απαιτούσε λεπτότατους χειρισμούς. Εκτός του Καποδίστρια, στην ίδια υπόθεση ενεπλάκη και ο βαρόνος
Λεμπτσέλτερν εκ μέρους της Αυστρίας, καθώς η αποστολή ήταν κοινή, αλλά τα ζητούμενα διαφορετικά. Οι Ρώσοι ήθελαν να εξασφαλίσουν την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της Ελβετίας, ενώ οι Αυστριακοί επιθυμούσαν να εγκαταστήσουν μια φιλική σ’ αυτούς κυβέρνηση, ώστε να διασφαλίσουν την άδεια διέλευσης των στρατευμάτων τους από την Ελβετία.
Ο βαρόνος Λεμπτσέλτερν εργαζόταν μυστικά υπό τις αυστηρές οδηγίες του κόμη Μέτερνιχ προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1813 κάλεσε τον Καποδίστρια και του ζήτησε να υπογράψει μια διακοίνωση (nota), με την οποία θα επιτρεπόταν να εισέλθουν τα συμμαχικά στρατεύματα στην ελβετική επικράτεια μέχρι να ανακτηθούν τα εδάφη που είχε αποσπάσει η Γαλλία από την Ελβετία. Ο Καποδίστριας, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν έργο της μυστικής διπλωματίας της κυβέρνησης της Αυστρίας, αρνήθηκε να την υπογράψει, αλλά λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη.
Μετά την υπογραφή εκ μέρους της ρωσικής πλευράς αναχώρησε για τη Βάδη Βυρτεμβέργη (Μπάντεν), όπου βρισκόταν το στρατηγείο των Ρώσων. Ο τσάρος περίμενε ότι ο Καποδίστριας δεν θα είχε υπογράψει τη διακοίνωση. Εξεπλάγη όμως όταν ο νεαρός διπλωμάτης του ανέφερε ότι έπραξε το αντίθετο. Σύμφωνα με τον Καποδίστρια, η δημοσίευση της διακοίνωσης και η ταυτόχρονη εισβολή του αυστριακού στρατού στην Ελβετία θα είχαν αποτέλεσμα να διχαστούν οι κάτοικοι της χώρας και να φανούν οι Αυστριακοί ως υποκινητές πραξικοπήματος αφού η διακοίνωση έπαιρνε πλέον χαρακτήρα τελεσίγραφου.
Ο Καποδίστριας συνέστησε στον τσάρο να αποκηρύξει τη διακοίνωση, αφού οι Αυστριακοί δεν θα μπορούσαν να επικαλεστούν την υπογραφή του μυστικού πράκτορά τους, πράγμα το οποίο και έγινε. Ετσι, χάρη στους διπλωματικούς ελιγμούς του Καποδίστρια, οι Αυστριακοί έχασαν κάθε έρεισμα στην Ελβετία, η οποία εξασφάλισε την ουδετερότητα και την ανεξαρτησία της.
Καθώς τα ομόσπονδα κράτη της Ελβετίας διαφωνούσαν μεταξύ τους και οι διπλωματικές διεργασίες στη Ζυρίχη δεν είχαν αποτέλεσμα, ο τσάρος Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια έκτακτο απεσταλμένο του και πληρεξούσιο υπουργό για την Ελβετία. Τότε ο Καποδίστριας, εμπνευσμένος από τις αρχές της αρχαιοελληνικής δημοκρατίας, συνέταξε το ελβετικό σύνταγμα το οποίο προέβλεπε αυτόνομα κρατίδια (καντόνια) που θα συγκροτούν την ελβετική ομοσπονδία. Η συμμετοχή της Γενεύης στο νέο αυτό κρατίδιο θεωρείται καθαρά δική του πρωτοβουλία.
Εφτιαξε δηλαδή ένα νέο ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα που ένωσε επιτυχώς τα διάφορα καντόνια. Για τον λόγο αυτό ο Καποδίστριας θεωρείται ο πρώτος επίτιμος πολίτης της Ελβετίας.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1814 πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο της Βιέννης, συνέδριο-σταθμός για την ευρωπαϊκή ιστορία, στο οποίο συμμετείχε ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας. Στα τέλη του 1814 διορίστηκε αντιπρόσωπος της Ρωσίας στις επίσημες συνεδριάσεις της επιτροπής των πέντε. Η παρουσία του Καποδίστρια στη Βιέννη θεωρείται καταλυτική, αφού με τις συμβουλές του επηρέαζε αποφασιστικά τον τσάρο. Κατά τον ιππότη Φον Γκεντς, σύμβουλο του Μέτερνιχ, η τελική πράξη του συνεδρίου που υπογράφηκε τον Μάιο του 1815 ήταν δημιούργημα του Καποδίστρια και του ιδίου.
Το 1815 ο Καποδίστριας ίδρυσε τη Φιλόμουσο Εταιρεία σε συνεργασία με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Ανθιμο Γαζή, τον Αλέξανδρο Στούρτζα κ.ά., σκοπός της οποίας ήταν να βοηθήσει νεαρούς Ελληνες να σπουδάσουν σε σχολεία του εξωτερικού.
Εκείνη τη χρονιά, με την είσοδο των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι (μετά τη μάχη του Βατερλό), ο Καποδίστριας εκπροσώπησε τη Ρωσία στη συνδιάσκεψη των συμμάχων, όπου προσπάθησε να επιβάλει τις ρωσικές απόψεις, πετυχαίνοντας την ακεραιότητα της Γαλλίας και την επιβολή συνταγματικής διακυβέρνησης στα Επτάνησα. Με δική του παρέμβαση κατάφερε να αποκτήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων νήσων τα βασικά χαρακτηριστικά κράτους με σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις, εκλεγμένη κυβέρνηση και σημαία, με εγγυήτρια δύναμη την Αγγλία – η εναλλακτική λύση της αυστριακής κατοχής θεωρήθηκε καταστροφική. Η συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην προσωπική διαδρομή του Καποδίστρια.
Τον ίδιο χρόνο (1815) ο τσάρος διόρισε τον Καποδίστρια δεύτερο γραμματέα Εξωτερικών Υποθέσεων και με την ιδιότητα αυτή συμμετείχε στο συνέδριο του Ααχεν (1818) και στη διάσκεψη του Κάρλσμπαντ. Μετά το τέλος των διπλωματικών του υποχρεώσεων ζήτησε να ταξιδέψει στην Κέρκυρα. Επειτα από παραμονή δύο μηνών και αφού διαπίστωσε ιδίοις όμμασι την τυραννική πολιτική του Αγγλου αρμοστή αναχώρησε για την Ιταλία και στη συνέχεια για το Λονδίνο, όπου έτυχε ψυχρής υποδοχής. Στις συζητήσεις του με τους Αγγλους αξιωματούχους σχετικά με το ζήτημα των Ιονίων νήσων δεν βρήκε ανταπόκριση, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει άπρακτος για την Αγία Πετρούπολη.
Ο Καποδίστριας συμμετείχε στα συνέδρια του Τροπάου και του Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα), που οργανώθηκαν για να αντιμετωπιστούν οι σχεδόν ταυτόχρονες εξεγέρσεις (Αύγουστος 1820) στη Νάπολη της Ιταλίας, αλλά και στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Στο συνέδριο του Λάιμπαχ ήλθε η είδηση για την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Η απάντηση του τσάρου ήταν η επίσημη καταδίκη της επανάστασης, η απόταξη του Αλ. Υψηλάντη και η άδεια στην Υψηλή Πύλη να αποστείλει στρατό στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο Καποδίστριας έδωσε πραγματική μάχη για να μη σταλεί βοήθεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να κρατήσουν αυστηρή ουδετερότητα οι ξένες δυνάμεις. Η διαφωνία μεταξύ του τσάρου και του υπουργού Εξωτερικών του δεν άργησε να εκδηλωθεί. Ο δεύτερος υποστήριζε την ανάληψη μονομερούς ενέργειας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς υπεράσπιση των χριστιανών, ενώ ο πρώτος ενδιαφερόταν μόνο για τη στάση του Λονδίνου. Από τα τέλη του 1821 ο Καποδίστριας είχε χάσει την αυτοκρατορική εύνοια και στις αρχές του 1822 ο τσάρος αποφάσισε να του αφαιρέσει τη διαχείριση του ανατολικού ζητήματος. Τον Φεβρουάριο του 1822 ο Αλέξανδρος Α΄ απέστειλε στη Βιέννη, εν αγνοία του Καποδίστρια,
τον Τατίτσεφ με εντολές να εξουσιοδοτήσει τον Μέτερνιχ να διαπραγματευθεί με την Υψηλή Πύλη για λογαριασμό της Ρωσίας. 13
Οι συνεχείς τριβές με τον δεύτερο γραμματέα Εξωτερικών Υποθέσεων Νέσελροντ και η συνεχής διαφωνία του με τον τσάρο τον ανάγκασαν να παραιτηθεί. Στις 19 Αυγούστου 1822 κι ενώ ο Αλέξανδρος Α΄ δεν είχε κάνει αποδεκτή την παραίτησή του, αναχώρησε από την Πετρούπολη και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου μαζί με τον τραπεζίτη Εϋνάρδο και άλλες διακεκριμένες προσωπικότητες φιλελλήνων, όπως τον Στράτφορντ Κάνινγκ, ξάδερφο του πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Γεώργιου Κάνινγκ και πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, έκανε τα πάντα για την επαναστατημένη Ελλάδα.
Κυβερνήτης στην Ελλάδα
Την ιδέα να κληθεί ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδας διατύπωσε πρώτος ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στην από 27.10.1821 επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης επίσης υπέγραψε πρόσκληση προς τον Καποδίστρια το 1822 και ο Πετρόμπεης το 1824.
Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ο Κολοκοτρώνης τον πρότεινε για «ηγέτη του έθνους» και τελικά εκλέχθηκε κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Ο κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως θα αναθεωρούνταν από τη συνέλευση. Σημαντικό ρόλο στην κλήση του Καποδίστρια στην Ελλάδα διαδραμάτισε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αρχηγός του αγγλικού κόμματος τότε, αν και αρχικά ήταν κατά της εκλογής του. Αλλαξε όμως γνώμη και εξασφάλισε την έγκριση του Αγγλου μοιράρχου Χάμιλτον, που είχε και τη σύμφωνη γνώμη του Στράτφορντ Κάνινγκ. Ενώ, λοιπόν, και οι Ελληνες αγγλόφιλοι προέκριναν τον Καποδίστρια, η εκλογή του θεωρήθηκε ήττα της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής και νίκη της Ρωσίας.
Προτού δεχθεί την πρόταση, ο Καποδίστριας επισκέφτηκε την Πετρούπολη προκειμένου να αποδεσμευτεί επισήμως από την υπηρεσία του τσάρου. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου έφτασε σε ατυχή συγκυρία, δεδομένου ότι την επομένη της άφιξής του κηδευόταν ο φιλέλληνας πρωθυπουργός Γεώργιος Κάνινγκ. Η υποδοχή που του έγινε εκεί ήταν για μία ακόμη φορά τουλάχιστον ψυχρή. Ο βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος Δ΄ τον άφησε να περιμένει στην πινακοθήκη του Ουίνδσορ και εμφανίστηκε πρόχειρα ντυμένος, χαζεύοντας τους πίνακες, αγνοώντας τον επιδεικτικά και ανταλλάσσοντας
στο τέλος έναν ψυχρό χαιρετισμό στα γαλλικά. Η κίνηση αυτή, αντίθετη τόσο με τη βασιλική εθιμοτυπία όσο και με την απλή αστική αντίληψη για την καλή συμπεριφορά, δείχνει ξεκάθαρα την εχθρότητα που ένιωθε η Αγγλία για τον ικανότατο αυτό διπλωμάτη που υπηρετούσε «αλλότρια συμφέροντα».
Επόμενος σταθμός το Παρίσι, όπου έγινε θερμά δεκτός και τελικά αναχώρησε για την Αγκώνα, όπου έφτασε στις 8 Νοεμβρίου. Εκεί θα τον παρελάμβανε αγγλικό πλοίο να τον μεταφέρει στην Ελλάδα. Συνέβη όμως ένα επεισόδιο που δείχνει ξεκάθαρα τις διαθέσεις της Αγγλίας απέναντι στον υποψήφιο κυβερνήτη της Ελλάδας. Ο Καποδίστριας αντί να παραληφθεί αμέσως από αγγλικό πλοίο παρέμεινε εκεί 49 μέρες και κατόπιν το πλοίο, που τον παρέλαβε στις 26 Δεκεμβρίου, αντί να τον μεταφέρει πρώτα στην Κέρκυρα (να προσκυνήσει τους τάφους των προγόνων του) και κατόπιν στην Ελλάδα, κατά παράβαση της συμφωνίας του με τους Αγγλους τον μετέφερε στη Μάλτα, όπου συναντήθηκε με τον ναύαρχο Κόδριγκτον, ο οποίος τον ενημέρωσε για τις πολιτικές διαθέσεις της Αγγλίας, η οποία μετά τον θάνατο του Κάνινγκ είχε λιγότερο φιλελληνικές θέσεις.
Ο Καποδίστριας απέπλευσε επιτέλους από τη Μάλτα για την Ελλάδα στις 14 Ιανουαρίου 1828 με το αγγλικό πολεμικό πλοίο «Warspite» και δύο ακόμη πολεμικά, ένα γαλλικό και ένα ρωσικό. Μετά την άτυπη «απαγωγή» του από τους Αγγλους, σε συνδυασμό με την ψυχρή υποδοχή του Αγγλου μονάρχη λίγους μήνες νωρίτερα, κατάλαβε ότι η Αγγλία δεν θα δεχόταν καμία προσπάθεια για επέκταση των συνόρων του νεοπαγούς κράτους και ότι ως κυβερνήτης θα έπρεπε να αρκεστεί σε αυτά που καθόριζε η Συνθήκη της 6ης Ιουλίου, δηλαδή αυτονομία (επιθυμούσαν τη δημιουργία προτεκτοράτου) και όχι ανεξαρτησία, σύνορα που καθορίζονταν στη γραμμή Αχελώου – Μαλιακού. Επρεπε επίσης να αποστασιοποιηθεί από την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας ως πρώην υπουργός Εξωτερικών της.
Στις 18 Ιανουαρίου 1828, δέκα μήνες μετά την απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο όπου έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και τέσσερις μέρες αργότερα στην Αίγινα, πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Λίγο αργότερα αποφασίστηκε να ξαναγίνει το Ναύπλιο πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Οι σχέσεις με τις προστάτιδες δυνάμεις
Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 16ης Νοεμβρίου 1828 που έθετε τον Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των συμμάχων.
Ο Καποδίστριας πίεζε ώστε να αλλάξει η γραμμή των συνόρων. Η Ρωσία πρότεινε τη γραμμή Αρτας – Βόλου, αλλά η Αγγλία αντιδρούσε διότι συμπεριλάμβανε την Ακαρνανία που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τα Επτάνησα και φοβόταν τη μετάδοση της επανάστασης. Ο Καποδίστριας δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η Ακαρνανία είχε μείνει έξω και από τα τρία πρωτόκολλα. Ετσι, όταν στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 δόθηκε η τελευταία μάχη του Αγώνα, η μάχη της Πέτρας, όπου οι Ελληνες με στρατηγό τον Δημήτριο Υψηλάντη νίκησαν τους Τούρκους, ο Καποδίστριας υποχρέωσε την Πύλη να αποσύρει όλα τα στρατεύματα από τη Στερεά Ελλάδα. Οι Σύμμαχοι τότε ήλθαν προ τετελεσμένου γεγονότος. Οι συνεχείς διαπραγματεύσεις, οι συνεχείς αλλαγές των συνόρων και ο πόλεμος που εξελισσόταν εκνεύρισαν την Αγγλία, η οποία απαίτησε την εκκένωση της Στερεάς Ελλάδας.
Τότε ο Καποδίστριας έδωσε ένα ακόμη δείγμα της ιδιοφυΐας του και αξιοποίησε στο έπακρο τις θυσίες και το αίμα των Ελλήνων αγωνιστών εφαρμόζοντας αριστοτεχνικά το «διαίρει και βασίλευε». Επεισε λοιπόν τους Αγγλους και τους Γάλλους ότι η ανεξαρτησία της Ελλάδας θα αποτελούσε ανάχωμα στην προέλαση της Ρωσίας και ταυτόχρονα έπεισε τους Ρώσους ότι η ανεξαρτησία της Πελοποννήσου θα αποτελούσε ανάχωμα για την επανάσταση, περιορίζοντάς την εκεί, οπότε θα σταματούσαν πλέον οι ελληνικές διεκδικήσεις και ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη θα έμενε ανοικτός στους Ρώσους. Ετσι οι Ρώσοι πίεσαν την Τουρκία να υπογράψει τα νέα σύνορα της Ελλάδας, η δε Αγγλία, προκειμένου να πάρει ρεβάνς και να μη μείνει έξω από το παιχνίδι της επιρροής, δέχτηκε κάτι παραπάνω από την αυτονομία που στήριζε αρχικά. Ετσι δέχτηκε τελικά την πολυπόθητη ανεξαρτησία και τα σύνορα στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού.
Ανασυγκρότηση μιας έρημης χώρας
Η διακυβέρνηση ενός κράτους άρτι συσταθέντος που έβγαινε από πολυετή πόλεμο μόνο εύκολη δεν ήταν. Ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει την πειρατεία, την ανυπαρξία πολιτειακών θεσμών, τη διάλυση του στρατού, καθώς και την τραγική οικονομική κατάσταση της χώρας. Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν η αναστολή του συντάγματος και η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της Εθνοσυνέλευσης συνέστησε το Πανελλήνιον, ένα γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ τη διακυβέρνηση ανέλαβε η κεντρική γραμματεία, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου διοικούμενου από τον ίδιο. Επίσης χώρισε τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες.
Πρώτη κίνηση ήταν η καταστολή της πειρατείας, έργο το
οποίο ανέλαβε με επιτυχία ο Ανδρέας Μιαούλης, και ύστερα προχώρησε βαθμιαία υπάγοντας τον στόλο στην κυβέρνηση, αφού μέχρι τότε τα πλοία ήταν ιδιοκτησία των καραβοκυραίων. Στην προσπάθεια αναδιοργάνωσης του στρατού από άτακτα σώματα που ήταν περιλαμβάνεται και η ίδρυση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου αξιωματικών (Ευελπίδων). Ιδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το τουρκικό γρόσι.
Οσον αφορά την εκπαίδευση, κατασκεύασε νέα σχολεία, εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο καθώς και το Ορφανοτροφείο Αίγινας, δίνοντας βαρύτητα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, γι’ αυτό και δεν ίδρυσε εξαρχής πανεπιστήμιο, καθώς θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξουν πρώτα απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης. Για τον λόγο αυτό χτυπήθηκε και από την Εκκλησία, που επιθυμούσε τη δημιουργία μιας νέας τάξης ετερόφωτων διανοουμένων. Από πολύ νεαρή ηλικία είχε δώσει βάση στο θέμα της παιδείας. Πίστευε ότι εκεί ήταν το μέλλον του τόπου. Μάλιστα από το 1817 στην Ελβετία εξασφάλισε με δικά του χρήματα τη μόρφωση 300 νέων Ελλήνων. Ενα από τα πρώτα του μελήματα ήταν η ίδρυση της Ιονίου Ακαδημίας (1824). Σε αυτή διαμορφώθηκε η λόγια νεοελληνική γλώσσα, εκδόθηκαν τα πρώτα νεοελληνικά πανεπιστημιακά συγγράμματα και ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους προσωπικότητες που διέπρεψαν στην ελληνική παιδεία, όπως ο Ανδρέας Κάλβος, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Πέτρος Βράιλας-Αρμένης. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ήταν βασικό βήμα για την αφύπνιση του Ελληνα έπειτα από 400 χρόνια σκλαβιάς και αλαλίας.
Στο πρόβλημα της διανομής της εθνικής γης ο Καποδίστριας δεν κατάφερε να βρει λύση και δυστυχώς εκατομμύρια στρέμματα παρέμειναν στους μεγαλοϊδιοκτήτες (κοτζαμπάσηδες) και στην Εκκλησία.
Ο Καποδίστριας επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γεωργία, βασική πηγή πλούτου της Ελλάδας. Ιδρυσε τη Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα και ενθάρρυνε την καλλιέργεια της πατάτας για να λύσει βασικά διατροφικά προβλήματα. Δημιούργησε κυβερνητικό τυπογραφείο στην Αίγινα, αλλά άσκησε ασφυκτικό έλεγχο στον Τύπο που έφτασε μέχρι τον περιορισμό της ελευθεροτυπίας το 1831. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εφημερίδες «Ανεξάρτητος», «Ηώς», «Απόλλων» που έκλεισαν λόγω αντικυβερνητικών θέσεων και οι εκδότες τους διώχθηκαν. Δέχτηκε σφοδρή κριτική για την τοποθέτηση των δύο αδερφών του, Βιάρου και Αυγουστίνου, στις δύο κορυφαίες θέσεις του αρχιναύαρχου και αρχιστράτηγου αντίστοιχα, αφού οι επικριτές τούς θεωρούσαν ακατάλληλους για τις θέσεις αυτές, ενώ κάποιοι ιστορικοί φτάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πτώση του κυβερνήτη. Γενικά στην εσωτερική πολιτική επέδειξε υπέρμετρο συγκεντρωτισμό, αλλά ταυτόχρονα έδωσε προτεραιότητα σε βασικά θέματα.
Ο Καποδίστριας είχε αποκτήσει πολλούς εχθρούς. Αναγνωρίζοντας ότι στη χώρα δεν ήταν κεκτημένος ο κοινοβουλευτισμός και γνωρίζοντας καλά ότι οι ξένες δυνάμεις μπορούσαν εύκολα να εκμεταλλευτούν την κατάσταση αυτή, ανέστειλε ορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες. Γνώστης του διπλωματικού παιχνιδιού, έβλεπε την «ευρύτερη εικόνα» και συγκέντρωσε στα χέρια του όλες τις εξουσίες προκειμένου να έχει πλήρη έλεγχο των κινήσεων. Ηταν γενναίος άνθρωπος, αυστηρός με τους άλλους, ιδίως με τον εαυτό του, και δεν υπέκυψε στους ωμούς εκβιασμούς και στις απειλές της Αγγλίας, αν και γνώριζε πολύ καλά ότι κινδύνευε η ζωή του.
Ο Καποδίστριας είναι ο μόνος πολιτικός άνδρας μέχρι σήμερα που άρχισε επαναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού χρέους κηρύσσοντας στάση πληρωμών όσο θα διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις και μάλιστα λίγο προτού καταλήξει η διαδικασία σε θετικά για την Ελλάδα αποτελέσματα δολοφονήθηκε. Πολλά έχουν ειπωθεί για το ποιοι όπλισαν το χέρι των δολοφόνων του και για την ανάμειξη των μεγάλων δυνάμεων στην υπόθεση αυτή. Η άρνηση του Φόρεϊν Οφις να ανοίξει τον φάκελό του –186 χρόνια μετά τον θάνατό του– μάλλον φανερώνει παρά αποκρύπτει το μέγεθος της ανάμειξης και το modus operandi της εξωτερικής πολιτικής της Αγγλίας.