Το νέο κράτος
Τα πολιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής επανάστασης, το καθεστώς και η δολοφονία του Ι. Καποδίστρια, τα ιδεολογικά ρεύματα, τα κόμματα με τα κοινωνικά τους στηρίγματα και οι σύγχρονες αναπαραστάσεις για τον δολοφονημένο κυβερνήτη
Η σύγκρουση για την εξουσία
Σήμερα ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι ενταγμένος στο εθνικό πάνθεον. Ο τρόπος πρόσληψής του ωστόσο δεν είναι ανεξάρτητος από το πρόσωπο που τον ερμηνεύει. Σε γενικές αρχές το βίαιο τέλος της προσπάθειάς του συσχετίζεται με θεωρίες ανολοκλήρωτου μετασχηματισμού της Ελλάδας σε σύγχρονο δυτικό κράτος. Πολύ πρόσφατα η οικονομική κρίση και η αμφισβήτηση των κοινοβουλευτικών δομών αντιπροσώπευσης προσέδωσαν στο πρόσωπο του Καποδίστρια νέα δυναμική. Το πληγωμένο έθνος έβλεπε στη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη τον συμβολισμό της προδοσίας των πολιτικών, η οποία φαίνεται να ακολουθεί την Ελλάδα ως προπατορικό αμάρτημα. Για τους φορείς της νεοφιλελεύθερης κριτικής ο Καποδίστριας αποτελούσε την τρανή απόδειξη της ιστορικής χρεοκοπίας του «λαϊκισμού» και εν γένει της δομικής ανικανότητας του ελληνικού λαού να αυτοκυβερνηθεί. Για τους ακροδεξιούς ο Καποδίστριας αποτελούσε την επιβεβαίωση της ιστορικής αποτυχίας των φιλελεύθερων δημοκρατικών δομών. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Καποδίστριας συνδέθηκε με τη γοητεία του αυταρχικού κράτους ως λύση στην κρίση του κοινοβουλευτισμού.
Τέλος, ο θετικός συμβολισμός του Καποδίστρια συνεπήρε ένα ευρύ δημοκρατικό κοινό. Το κοινό αυτό αποδέχεται τον αυταρχισμό ως αναγκαίο κακό για τη συγκρότηση κράτους σε δύσκολες στιγμές, όπως μετά την ελληνική επανάσταση. Επίσης, θεωρεί ότι ο Καποδίστριας δρούσε υπέρ των λαϊκών συμφερόντων και ιδιαίτερα υπέρ της αγροτικής τάξης έναντι των προυχόντων, δηλαδή των εκπροσώπων του αγγλικού κόμματος. Στην περίπτωση αυτή επανέρχεται κάπως στο προσκήνιο η λανθάνουσα συμπάθεια προς τον ρωσισμό. Εξάλλου ο «κοινωνικός Καποδίστριας» –σύμφωνα με την ωραία διατύπωση των Χριστίνας Κουλούρη και Χρήστου Λούκου– υπήρξε το ιδεολογικό σχήμα με το οποίο αποκαταστάθηκε στις αριστερές συνειδήσεις ήδη από τη δεκαετία του 1950.
Σε όλες αυτές τις θετικές αναπαραστάσεις του Καποδίστρια η δολοφονία του λειτουργεί ως τραύμα. Η δικαιολόγηση ή, ακόμη χειρότερα, η συμφωνία με την πολιτική λογική των εχθρών του –και ιδιαίτερα των δολοφόνων του– ενοχλεί.
Οι Κουλούρη και Λούκος έχουν εντοπίσει αυτή την ιδεολογική λειτουργία του προσώπου του Καποδίστρια στη νεοελληνική ιστορία από τα 1996. Στο εξαιρετικό βιβλίο «Τα πρόσωπα του Καποδίστρια» περιγράφουν την πορεία όλων αυτών των αναπαραστάσεων, από την καταγγελία του ως προδότη και εχθρού του έθνους μέχρι τη σημερινή ενσωμάτωση, συναίνεση και επικαιροποίησή του. Από την άλλη, η κυρίαρχη ιστοριογραφία παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη αναπαράσταση του κυβερνήτη και προσλαμβάνει τα κίνητρά του έξω από την πολιτική και ως άδολα υπέρ του έθνους. Ανάλογα υποβαθμίζει τα κίνητρα της αντιπολίτευσης ως μη πολιτικά και ταπεινά, που καταλήγουν να γίνονται αντεθνικά. Ετσι, διαμορφώνει την εικόνα μιας ελληνικής επανάστασης χωρίς ιδεολογία και πολιτικό όραμα, ένα είδος φατριών και προσωπικοτήτων παθιασμένων αποκλειστικά και μόνο για την εξουσία.
Ο Χρήστος Λούκος με το βιβλίο «Η αντιπολίτευση κατά του κυβερνήτη Ιω. Καποδίστρια 1928-1931» εξισορροπεί ανάμεσα στους παράγοντες κινητοποίησης των υποκειμένων. Ανάμεσα σε αυτούς αναγνωρίζει την ύπαρξη ιδεολογίας και πολιτικές αρχές, τόσο στη διακυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση του Καποδίστρια. Τομή βέβαια αποτελεί το βιβλίο του Γκούναρ Χέρινγκ «Πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936», το οποίο αρνείται τα κόμματα ως πελατειακά σύνολα χωρίς αρχές και τονίζει το στοιχείο του πολιτικού προγράμματος και στα τρία κόμματα. Προτείνεται λοιπόν το αναποδογύρισμα της απολιτικής πρόσληψης των κομμάτων, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης της εποχής του Καποδίστρια, δηλαδή αντιπροτάσσεται η πολιτικοποίηση της ελληνικής επανάστασης.
Ο δημοκρατικός χαρακτήρας της ελληνικής επανάστασης
Βασικό ιδεολογικό στερεότυπο για την ελληνική επανάσταση είναι ότι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να υποδεχτεί ένα δυτικότροπο σύστημα διακυβέρνησης λόγω της ιστορικής της καθυστέρησης κάτω από τη σκλαβιά των Οθωμανών. Οι συνταγματικοί κανόνες εισάχθηκαν από το εξωτερικό και ερμηνεύονται ως ιδέες των μορφωμένων ελίτ. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Χέρινγκ, οι μορφές κρατικής οργάνωσης της πρώτης περιόδου της ελληνικής επανάστασης ήταν, εντελώς αντίθετα, περισσότερο προσαρμοσμένες στην παραδοσιακή αυτοδιοίκηση. Μόνο κατά τη διαμόρφωση του συντάγματος της Επιδαύρου λήφθηκαν υπόψη δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Ομως ακόμη και οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για να ορίσουν τους νέους θεσμούς, παρότι υποτίθεται ότι αντανακλούν τη Γαλλική Επανάσταση και τα ιταλικά συντάγματα, στην πράξη περιγράφουν διαφορετικά πολιτικά όργανα, όπως προέκυψαν από την ελληνική συνθήκη. Συγκεκριμένα, η ιδιομορφία της εξισορρόπησης μεταξύ του βουλευτικού και του εκτελεστικού, μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας, μεταξύ των ατάκτων και της κυβέρνησης των πολιτικών δεν εξηγείται με τον ισχυρισμό περί αποδοχής ξένων ρυθμίσεων, αλλά με τον σεβασμό των ελληνικών δεδομένων.
Ωστόσο, τα συντάγματα δεν κινούνταν εντελώς σε ιδεολογικό κενό. Οι ιδέες του φυσικού δικαίου, οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, της ισότητας και της ελευθερίας είχαν γίνει αποδεκτές από πολύ νωρίς. Είχαν αναπτυχθεί από επαναστάτες και διαφωτιστές όπως ο Ρήγας Φεραίος, είχαν συνδεθεί με ντόπιες παραδόσεις και είχαν διαδοθεί μέσω της Φιλικής Εταιρείας. Αυτοί που ήθελαν να ανατρέψουν τον