Η αντίπερα όχθη
Του Bαγγέλη Τζούκα
Ηπερίοδος της Κατοχής (1941-44) της Ελλάδας από τα στρατεύματα του Αξονα (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) χαρακτηρίστηκε, ως γνωστόν, από τεράστιες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις. 1 Η ανάπτυξη ενός μαζικού αντιστασιακού κινήματος (από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη) στον απόηχο του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου (1940-41) συνοδεύτηκε από ριζοσπαστικοποίηση εκτεταμένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας αλλά και από εμφύλιες διαμάχες στο εσωτερικό του (που υπονόμευαν τη λειτουργία του). Την κατάσταση περιέπλεκαν οι κληρονομιές της μεταξικής περιόδου, η παρουσία ελληνικής κυβέρνησης δωσιλόγων, η αναγνώριση από τον συμμαχικό παράγοντα της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή, οι γεωγραφικές και τοπικές ιδιαιτερότητες του κατοχικού καθεστώτος που επιβλήθηκε ανά περιοχή αλλά και η δυναμική του ανταρτοπολέμου που από το καλοκαίρι του 1942 έκανε δυναμικά την εμφάνισή του στις ορεινές περιοχές της χώρας. Στην Εθνική Αντίσταση πρωταγωνίστησε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), στο οποίο κεντρικό ρόλο διαδραμάτιζε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ).
Η κυριαρχία του ΕΑΜ δεν ήταν αυτονόητη ούτε αναπόφευκτη. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις που σημειώθηκαν στον ελλαδικό χώρο κατά το πρώτο έτος της Κατοχής (χοντρικά μέχρι το φθινόπωρο του 1942) διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εδραίωση και ανάπτυξη του ΕΑΜ και του στρατιωτικού του σκέλους (του ΕΛΑΣ – Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). 2 Από το χρονικό σημείο αυτό και μετά το ΕΑΜικό κίνημα άρχισε να επιβάλλεται σε πολλά σημεία της χώρας, ενώ το κομβικό έτος 1944 συγκροτήθηκε από τους κόλπους του και η «κυβέρνηση του βουνού», η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), μια δομή κρατικής εξουσίας στις ελεγχόμενες από τον ΕΛΑΣ περιοχές, κυρίως στον ευρύτερο χώρο της Πίνδου. 3 Επρόκειτο ασφαλώς για εξέλιξη που ανέτρεπε εκ βάθρων παλαιές πολιτικές ισορροπίες. Καθώς ο πόλεμος όδευε προς το τέλος του το ζήτημα της μεταπολεμικής εξουσίας απασχολούσε πλέον έντονα όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.4
Αν όμως η μια πλευρά (αυτή του ΕΑΜ) διακρινόταν από μεγαλύτερη συνοχή και οργανωτικότητα ως προς την πολιτική της κινητοποίηση, τι συνέβαινε άραγε με την απέναντι πλευρά; Υπήρχε κάποιας μορφής αντιΕΑΜικό μέτωπο, οργανωμένο και συγκροτημένο σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την τροπή των εξελίξεων; Η απάντηση είναι δύσκολη. Το βέβαιο είναι ότι οι μη ΕΑΜικές δυνάμεις ήταν σε μεγάλο βαθμό διασπασμένες και κατακερματισμένες (τουλάχιστον μέχρι το 1944), ενώ την κατάσταση επιδείνωναν οι φατριαστικές διαμάχες στους κόλπους των μέχρι πρότινος μοναρχικών και βενι
ζελικών, το ζήτημα της μοναρχίας και του βασιλιά Γεωργίου Β΄ (που είχε τεθεί εμφατικά εκ μέρους των περισσότερων εκπροσώπων των προπολεμικών κομμάτων) αλλά και το ειδικό βάρος του συμμαχικού παράγοντα (ουσιαστικά της Μεγάλης Βρετανίας) στο πλαίσιο των ευρύτερων γεωπολιτικών και διεθνών συγκυριών.
Τάγματα Ασφαλείας: ελπίζοντας σε «άφεση»
Η κατάσταση διαφοροποιήθηκε έτι περαιτέρω με την ανάληψη της πρωθυπουργίας της «Ελληνικής Πολιτείας», της δωσίλογης κυβέρνησης δηλαδή, από τον Ιωάννη Ράλλη την άνοιξη του 1943 και τη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, των εξοπλισμένων από τους Γερμανούς στρατιωτικών τμημάτων που επέτειναν τις εμφύλιες συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ και οδήγησαν την πόλωση το 1943-44 σε δυσθεώρητα επίπεδα. Ταυτόχρονα με άλλες αυτόνομες ομάδες που δρούσαν κυρίως στη βόρεια Ελλάδα οι δυνάμεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν για την «εξοικονόμηση πολύτιμου γερμανικού αίματος» σε πάμπολλες επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ αλλά και άμαχου πληθυσμού. 5 Παρά το γεγονός ότι καταδικάζονταν επισήμως από το βρετανικό ΣΜΑ (Στρατηγείο Μέσης Ανατολής), οι ηγέτες τους δεν έπαψαν ποτέ να ελπίζουν ότι θα λάμβαναν κάποιου είδους «άφεση αμαρτιών» από τους Βρετανούς στην αναμενόμενη βρετανική επιστροφή και την απελευθέρωση της χώρας για την ενεργό συμμετοχή τους στον «αντικομμουνιστικό αγώνα». Η μετέ