Το πολιτικό μέτωπο του ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ
Του Γιάννη Σκαλιδάκη
Από τον Ιούλιο του 1941 το ΚΚΕ καλούσε «τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του» σε ένα «εθνικό μέτωπο της απελευθέρωσης για τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης που θα αποκαταστήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες». Ο Σιάντος πρότεινε την πρωθυπουργία στον Γ. Παπανδρέου, που αρνήθηκε. Στην ΠΕΕΑ έγιναν δεκτοί 22 βουλευτές του 1936. Η επιτροπή επίλυσης διαφωνιών
Η μετωπική πολιτική του ΚΚΕ πριν από τον πόλεμο
Το ξετύλιγμα του μίτου της μετωπικής πολιτικής του ΚΚΕ που οδηγεί στο ΕΑΜ και στην ΠΕΕΑ ξεκινά αναγκαστικά από την 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1934. Σε αυτήν πήραν μέρος, εκτός από τον Νίκο Ζαχαριάδη, και οι σημαντικότεροι πρωταγωνιστές του ΕΑΜικού εγχειρήματος, μεταξύ άλλων οι Γιάννης Ζέβγος, Γιάννης Ιωαννίδης, Μήτσος Παρτσαλίδης, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Πέτρος Ρούσος, Γιώργης Σιάντος, Χρύσα Χατζηβασιλείου. Το σώμα αυτό έμεινε γνωστό για την ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και τον καθορισμό του χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα ως «αστικοδημοκρατικού χαραχτήρα με τάσεις γρήγορης μετατροπής σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση». Εμπαινε δε ως καθήκον της πολιτικής δράσης του κόμματος η πάλη ενάντια στον φασισμό και τον πόλεμο.
Οι πρωταγωνιστές του εγχειρήματος του ΕΑΜ και μετέπειτα της ΠΕΕΑ συνευρέθηκαν στα μετωπικά εγχειρήματα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου για την αποτροπή του εκφασισμού της χώρας, προσπάθειες που οδήγησαν στη δημιουργία του Παλλαϊκού Μετώπου. Στις 6 Απριλίου δημοσιεύεται στον «Ριζοσπάστη» διακήρυξη, με τις υπογραφές μεταξύ άλλων των Δ. Γληνού, Κ. Βάρναλη, Ν. Καρβούνη, Αιμ. Βεάκη και Γαλάτειας Καζαντζάκη, που επισήμαινε τον άμεσο κίνδυνο του φασισμού και ανακοίνωνε τη συγκρότηση Αντιφασιστικής Επιτροπής για την προετοιμασία αντιφασιστικού συνεδρίου. Από τις αρχές του Ιουνίου 1934 είχε συγκροτηθεί μια Πανελλαδική Αντιφασιστική Επιτροπή στην οποία συμμετείχαν τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Αν και το συνέδριο απαγορεύτηκε, συνήλθε πανελλαδική αντιφασιστική συνδιάσκεψη με εκατοντάδες συνέδρους.
Μετά την ολοκλήρωση του 7ου Συνεδρίου της Διεθνούς συνήλθε η 4η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου 1935. Το σώμα αυτό ενέκρινε τις θέσεις του 7ου Συνεδρίου και προσάρμοσε τις θέσεις του όσον αφορά την αντιμετώπιση του φασισμού. Προκρίθηκε η αποκατάσταση του ενιαίου μετώπου όλων των πολιτικών και συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Τον φασισμό και τη μοναρχία θα απέτρεπε η δημιουργία ενός παλλαϊκού μετώπου «της ελευθερίας και δημοκρατίας», στο οποίο χωρούσαν πλέον όχι μόνο τα σοσιαλιστικά και αγροτικά κόμματα και οργανώσεις αλλά και όλα τα άλλα κόμματα, όπως οι Φιλελεύθεροι, που αναφέρονται συγκεκριμένα, σε μια «ελάχιστη δημοκρατική – αντιφασιστική βάση». Το ΚΚΕ θα υποστήριζε μια δημοκρατική – αντιφασιστική κυβέρνηση στην ελάχιστη βάση της αποκατάστασης όλων των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, του χτυπήματος του φασισμού και του μοναρχισμού, της γενικής αμνηστίας και της προκήρυξης ελεύθερων εκλογών με αναλογική.
Λίγες ημέρες πριν από την κήρυξη της δικτατορίας Μεταξά, στις 22 Ιουλίου 1936, υπογράφηκε συμφωνητικό για τη δημιουργία λαϊκού μετώπου πάλης εναντίον του φασισμού, για την υπεράσπιση και ανάπτυξη της δημοκρατίας, ανάμεσα στο ΚΚΕ και το Αγροτικό Κόμμα υπό τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο. Η δικτατορία Μεταξά θα ανέκοπτε βίαια την πολιτική ζωή και θα καταδίωκε ιδιαίτερα τον προοδευτικό χώρο και ειδικά τους κομμουνιστές. Οι μετέπειτα συναγωνιστές στο ΕΑΜ θα συνευρίσκονταν πλέον στις εξορίες και τις φυλακές μέχρι την κήρυξη του πολέμου.
Τα όρια των πολιτικών συμμαχιών του ΚΚΕ στον μεσοπόλεμο κάλυπταν εντέλει ένα μέρος της Αριστεράς και δεν μπόρεσαν να επεκταθούν πέρα από αυτήν, παρά τις προσπάθειες και τις πρόσκαιρες και εύθραυστες συνεννοήσεις με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Η εμβέλεια αυτών των πολιτικών συμμαχιών μάλιστα θα άφηνε το αποτύπωμά της τόσο στην πολιτική διάσταση του ΕΑΜ όσο και στη σύνθεση της ΠΕΕΑ. Οι έκτακτες συνθήκες της Κατοχής δεν θα κατάφερναν να οδηγήσουν στο ξεπέρασμά της. Την ίδρυση του ΕΑΜ, όπως γνωρίζουμε, συναποφάσισαν με το ΚΚΕ το ΣΚΕ, η νεοδημιουργημένη ΕΛΔ του Ηλία Τσιριμώκου και το ΑΚΕ, όπως είχε διαμορφωθεί μέσα στην Κατοχή.
Ζυμώσεις για διεύρυνση της συμμαχίας
Η δημιουργία ξεχωριστού κυβερνητικού οργάνου δεν ήταν έξω από την οπτική του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Πριν ακόμη από τον σχηματισμό του ΕΑΜ η απόφαση της 6ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, στις αρχές Ιουλίου του 1941, καλούσε «τον ελληνικό λαό, τα κόμματα και τις οργανώσεις του» σε ένα «εθνικό μέτωπο της απελευθέρωσης», μεταξύ άλλων στόχων, «για τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από όλα τα κόμματα, που θα αποκαταστήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες του λαού, θα του εξασφαλίσει ψωμί και δουλειά, θα συγκαλέσει συνταχτική εθνοσυνέλευση και θα υπερασπίσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ελλάδας από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική δύναμη».
Στην μπροσούρα «Λαοκρατία και σοσιαλισμός» που κυκλοφόρησε, όπως γράφει η έκδοση «Γενάρη – Απρίλη 1943» το ΚΚΕ έβαζε το ζήτημα της διακυβέρνησης της χώρας μετά την εκπλήρωση της εθνικής απελευθέρωσης και τασσόταν εναντίον «των διχτατορικών λύσεων, απ’ όπου κι αν προέρχονται». Επιδίωκε δε τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από τα «εθνικά κόμματα και οργανώσεις που δέχονται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας», με σκοπό την άμεση προκήρυξη δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα και ελεύθερων εκλογών για συντακτική εθνοσυνέλευση.
Η δημιουργία όμως της Ελεύθερης Ελλάδας δημιουργούσε νέα, μη προβλέψιμα ζητήματα και απαιτήσεις διοίκησης, που υπερέβαιναν τη σχηματισμένη και σχηματοποιημένη γραμμή πανεθνικής ενότητας και λύσης του κυβερνητικού προβλήματος μετά την απελευθέρωση. Οι λύσεις που έπρεπε αναγκαστικά να δοθούν για τη διακυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας αλλά και για την αντιπροσώπευση αυτής της εξουσίας απέναντι στους άλλους πόλους εξουσίας, εγχώριους και ξένους, υπήρξαν για τους παραπάνω λόγους δύσκολες και αντιφατικές. Δεν έλειψαν οι διαφορετικές στάσεις και επιλογές απέναντι σε αυτά τα προβλήματα μέχρι τον τελικό σχηματισμό της ΠΕΕΑ και την ανάληψη των κυβερνητικών ευθυνών από αυτήν.
Από τον Δεκέμβριο του 1943 μπο
ρούμε να πούμε ότι συστηματοποιείται η διοίκηση της Ελεύθερης Ελλάδας μέσα από τους θεσμούς και υπό την εποπτεία του ΕΑΜ, που εξελίσσεται εκ των πραγμάτων από μέτωπο οργανώσεων σε οιονεί κρατικό μηχανισμό, με τελική απόληξη την ΠΕΕΑ. Από την άλλη, οι πολιτικές εξελίξεις βαίνουν δυσοίωνες για το ΕΑΜικό στρατόπεδο καθώς πολλαπλασιάζονται οι επαφές των δύο άλλων κέντρων, της Αθήνας και του Καΐρου. Στο αίτημα της εθνικής ενότητας, που δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει, η κυβέρνηση Τσουδερού απαντάει με την ενότητα με τις παλιές πολιτικές δυνάμεις της Αθήνας μέσω του αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού και επιφυλάσσει για την Αριστερά υποδεέστερη θέση σ’ αυτό το σχήμα. Οι πολιτικές δυνάμεις της Αθήνας μαζί με τις «μαχητικές» ή «εθνικιστικές» οργανώσεις, συχνά στις παρυφές του δωσιλογισμού, είναι ακόμη πιο εχθρικές προς το ΕΑΜ. Μπρος σε αυτή την κατάσταση το ΕΑΜ οφείλει να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή της εθνικής ενότητας, που περιλαμβάνει εκτός από τις καταγγελίες των πολιτικών αντιπάλων του και την προβολή των αντιστασιακών επιτευγμάτων του, τη διοίκηση των περιοχών του ως πρότυπο για τη μεταπολεμική οργάνωση της χώρας. Ο ΕΑΜικός Τύπος, που αναπτύσσεται εντυπωσιακά, ασχολείται πλέον συστηματικά με την αυτοδιοίκηση και τα επιτεύγματά της και παρακινεί τον πληθυσμό να συμμετέχει σε αυτήν.
Το ΕΑΜ «ολοκληρώνει» την εθνική ενότητα στη βάση – ενσωματώνει στους κόλπους του στελέχη από τον παλιό κρατικό μηχανισμό, σημαίνοντα πρόσωπα και παράγοντες των τοπικών κοινωνιών: μετά τους δασκάλους και τους γεωπόνους, τους υπαλλήλους της Αγροτικής και της Εθνικής, μετά τους ιερείς και τους αξιωματικούς έρχονται και οι παλιοί βουλευτές και πολιτευτές, οι εισαγγελείς και πρωτοδίκες. Οσο βέβαια προχωράει αυτή η διαδικασία τόσο σκληραίνει η αντιμετώπιση όσων αντιτίθενται σε αυτήν, που καθώς αμφισβητούν αυτή την εθνική ενότητα γίνονται μέρος της «πιο μαύρης αντίδρασης». Αυτή η σκλήρυνση της στάσης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ θα στραφεί και προς τα «αριστερά», όπου θα αναβιώσουν οι συγκρούσεις με τους τροτσκιστές και τους αρχειομαρξιστές. Αυτή την ενότητα θέλει το ΕΑΜ να αντιστοιχήσει με μια κεντρική πολιτική κατάληξη, τη δημιουργία μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στην οποία θα έχει βαρύνοντα ρόλο και θα συμμετέχει μεταφέροντας τα αντίστοιχα υπουργεία στον χώρο του, την Ελεύθερη Ελλάδα.
Συγκρότηση της ΠΕΕΑ και βολιδοσκόπηση πολιτικών
Η ίδρυση της ΠΕΕΑ υπήρξε σταθμός, όσο εν μέρει και αποτέλεσμα, δύο παράλληλων και αλληλοσυγκρουόμενων διαδικασιών· αφενός της ολοκλήρωσης σχηματισμού της Ελεύθερης Ελλάδας και της αναγκαιότητας πολιτικής έκφρασής της όσο και διοικητικού ελέγχου της, αφετέρου των πολιτικών διεργασιών που είχαν ξετυλιχτεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στη Μέση Ανατολή όσον αφορά τη μεταπολεμική πολιτική κατάσταση, την επιστροφή ή όχι του βασιλιά και την ανάγκη σχηματισμού μιας αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με ανανεωμένο κύρος. Το ΕΑΜ συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές διαδικασίες προβάλλοντας την ανάγκη διεύρυνσης της κυβέρνησης του Καΐρου και της μεταφοράς αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στην περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας ως αναγνώριση του αντιστασιακού αγώνα, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε με αγωνία τις διεθνείς εξελίξεις, τις συναντήσεις κορυφής και τα πολιτικά σχήματα που δημιουργούνταν με τη συμμετοχή αντιστασιακών δυνάμεων.
Ηδη όμως από το 1943 ο σταδιακός σχηματισμός της Ελεύθερης Ελλάδας δημιουργούσε τους όρους σχηματισμού μιας ξεχωριστής κυβέρνησης πριν από την απελευθέρωση της χώρας. Προς αυτήν τη λύση ωθούσαν οι δυσοίωνες εξελίξεις στην Ελλάδα με τη σταδιακή σύμπηξη ενός αντιΕΑΜικού μετώπου από τις πολιτικές δυνάμεις αντί της σύμπραξής τους σε ένα κοινό εθνικό μέτωπο, αλλά και οι ανάλογες εξελίξεις σε Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και με διαφορετικό τρόπο σε Γαλλία και Τσεχοσλοβακία. Το ΚΚΕ, χωρίς να εγκαταλείπει την πολιτική γραμμή της πανεθνικής ενότητας, άρχισε να εξετάζει και αυτό το ενδεχόμενο στο πλαίσιο της πολιτικής του.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θανάση Χατζή, από τις αρχές Μαΐου το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ «διαπίστωνε πως είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για συγκρότηση ανώτατου πολιτικού οργάνου στην Ελεύθερη Ελλάδα, που θα αναλάμβανε κυβερνητικά καθήκοντα σύμφωνα με τις προγραμματικές αρχές του ΕΑΜ». Σχετική πρόταση έγινε αποδεκτή από την ΚΕ του ΕΑΜ και αποφασίστηκε η βολιδοσκόπηση πολιτικών ηγετών και άλλων προσωπικοτήτων για τη στελέχωση μιας προσωρινής κυβέρνησης στην Ελεύθερη Ελλάδα που θα καλούσε την εξόριστη κυβέρνηση σε εθνική ενότητα. Τις σχετικές διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο Χατζής ως γραμματέας του ΕΑΜ με τη συνδρομή μελών του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Οντως έγιναν οι σχετικές επαφές χωρίς όμως απτό αποτέλεσμα. Οι Χατζής και Σιάντος συναντήθηκαν με τον Γ. Παπανδρέου, στον οποίο προτάθηκε η πρωθυπουργία. Ο ίδιος, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό, απέ
φυγε να δεσμευτεί, θέτοντας κυρίως το ζήτημα της υπαγωγής των ένοπλων οργανώσεων υπό την αιγίδα της νέας κυβέρνησης και παραπέμποντας τους συνομιλητές του στους εκπροσώπους του Ενωτικού Κόμματος του Π. Κανελλόπουλου. Αυτοί οι τελευταίοι επιφυλάχτηκαν για τις αποφάσεις του Κανελλόπουλου και ζητούσαν για λογαριασμό του την ηγεσία του κινήματος στη Μέση Ανατολή. Τέλος, μια συνάντηση με τον αρχηγό των Προοδευτικών Φιλελευθέρων Γ. Καφαντάρη δεν έφερε περισσότερους καρπούς. Αρνήθηκε να πάρει μέρος στο εγχείρημα και δήλωσε εμφατικά πως κανένα κόμμα δεν θα δεχόταν να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση στην οποία το πάνω χέρι θα είχε η μερίδα που έλεγχε τον ένοπλο μηχανισμό και πως ακόμη οι Βρετανοί θα καταπολεμούσαν «με λύσσα» μια τέτοια προοπτική. Η δε παρατήρησή του για τον Παπανδρέου ήταν αξιοπρόσεκτη: «Μην πιστεύετε αυτό τον παπατζή. Δεν θα κάνει τίποτε αν δεν εξασφαλίσει συγκατάθεση των Αγγλων. Πουλάει υποσχέσεις για να προσελκύσει την προσοχή στο πρόσωπό του και να εκβιάσει και μας και τους Αγγλους». Μετά την είδηση για την αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς ο πρώτος αυτός γύρος συνομιλιών διακόπηκε.
Ο Ζεύγος τις μέρες της απελευθέρωσης τον Οκτώβριο του ’44 έγραφε στο ημερολόγιό του πως τον Αύγουστο του ’43 είχε αποφασιστεί η ίδρυση κυβερνητικού οργάνου. Σύμφωνα με τον Πέτρο Ρούσο, ο ίδιος και ο Ιωαννίδης είχαν συναντηθεί με τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο το καλοκαίρι του 1943. Στη συνάντηση αυτή ο Ιωαννίδης «σημείωσε πως ωρίμαζε η ανάγκη της δημιουργίας ενός πολιτικού οργάνου στα βουνά που θα έδινε νέα ώθηση στον πόλεμο για το διώξιμο των καταχτητών και σε συνέχεια θα ενεργούσε για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας». Και ρώτησε τον Σοφιανόπουλο αν θα δεχόταν να προεδρεύσει στο πολιτικό όργανο, προσθέτοντας πως το ΕΑΜ οπωσδήποτε θα βαδίσει σταθερά για τη δημιουργία του. Ο Σοφιανόπουλος δεν φάνηκε ώριμος να δεχτεί τέτοια εξόρμηση. Συμφωνούσε πως ο Αξονας θα χάσει τον πόλεμο μα τον φόβιζε η στάση της Αγγλίας. «Δε θ’ αφήσει, είπε, η Αγγλία και ζητάτε πολλά οι κομμουνιστές».
Τις πρώτες μέρες του 1944 πραγματοποιήθηκε στο Κουκάκι η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Την εισήγηση έκανε το μέλος του Πολιτικού Γραφείου Γιάννης Ζεύγος. Η εκτίμηση της εισήγησης ήταν ότι το 1944 «υπάρχουν όλες οι δυνατότητες να συντριβεί ο φασισμός». Η μεταστροφή του πολέμου παρήγαγε πολιτικά αποτελέσμα
τα, όπως οι αποφάσεις της Μόσχας και της Τεχεράνης για την αυτοδιάθεση των λαών και τον εκμηδενισμό του φασισμού. Ως πρώτα δείγματα της νέας περιόδου παρουσιάστηκαν η «τσεχοσοβιετική συνθήκη» και η «καινούργια λαϊκή γιουγκοσλαβική κυβέρνηση». Η πρώτη «εγκαινιάζει την ισότητα σχέσεων ανάμεσα στα κράτη μικρά και μεγάλα», ενώ η δεύτερη «είνε κυβέρνηση λαϊκής δημοκρατίας και σαν τέτοια στηρίζεται σε λαοκρατικές αντιπροσωπευτικές αρχές». Μετά τον απολογισμό της δράσης του ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος έγινε ιδιαίτερη μνεία στη διάλυση του κράτους στην ύπαιθρο και τη γέννηση, ως «ώριμος καρπός», της λαϊκής αυτοδιοίκησης: «τα νεογέννητα λαϊκά όργανα εξουσίας απ’ αυτή τους τη φύση τείνουν να συνενωθούν σ’ ένα κεντρικό αντιπροσωπευτικό κ’ εκτελεστικό όργανο για να δημιουργηθεί κεντρική εξουσία του λαού». Η θέση του κόμματος παρέμενε η εθνική ενότητα. Επιδίωκε τη συνεννόηση με τα υπόλοιπα κόμματα και έβλεπε ως κύριο εμπόδιο τη βασιλεία και την πολιτική του Γεωργίου απέναντι στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, πολιτική που προσπαθούσε να διασπάσει την εθνική ενότητα μέσω των «δυναμικών οργανώσεων».
Σύγκληση Εθνικού Συμβουλίου
Σύμφωνα με τον Σταύρο Κανελλόπουλο, μέλος της Γραμματείας της ΚΕ του ΕΑΜ εκ μέρους της ΕΛΔ, η συγκρότηση της ΠΕΕΑ και του Εθνικού Συμβουλίου αποφασίστηκε ομόφωνα από την ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ στις 10 Ιανουαρίου 1944, στο στέκι του της οδού Πύθωνος στην Κυψέλη. Αφού κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή για τον θάνατο του Δημήτρη Γληνού, ο Θανάσης Χατζής μετέφερε τη συμφωνία του ΚΚΕ, μετά και τις εργασίες της 10ης Ολομέλειας της ΚΕ, με την πρόταση της ΚΕ του ΕΑΜ για συγκρότηση κυβέρνησης στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Στις 10 Μαρτίου 1944, ημέρα Κυριακή, ιδρύθηκε τελικά η ΠΕΕΑ στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας. Η πρώτη σύνθεσή της περιλάμβανε τους Ευριπίδη Μπακιρτζή, Εμμανουήλ Μάντακα, Γεώργιο Σιάντο, Ηλία Τσιριμώκο και Κώστα Γαβριηλίδη.
Στις 16 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα, έφτασαν στην Ελεύθερη Ελλάδα οι Αλέξανδρος Σβώλος, Αγγελος Αγγελόπουλος, Νίκος Ασκούτσης και Δημήτρης Στρατής. Στις 18 αποφασίστηκε ο ανασχηματισμός της ΠΕΕΑ με την είσοδο σε αυτήν των Σβώλου, Αγγελόπουλου, Ασκούτση και Χατζήμπεη και ο διορισμός του Αλκιβιάδη Λούλη ως γενικού διοικητή Ηπείρου.
Μετά τον ανασχηματισμό της η ΠΕΕΑ είχε την εξής σύνθεση: Αλέξανδρος Σβώλος, πρόεδρος ΠΕΕΑ, γραμματέας Εξωτερικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Λαϊκής Διαφώτισης Ευριπίδης Μπακιρτζής, αντιπρόεδρος ΠΕΕΑ, γραμματέας Επισιτισμού Γιώργης Σιάντος, γραμματέας Εσωτερικών Ηλίας Τσιριμώκος, γραμματέας Δικαιοσύνης Κώστας Γαβριηλίδης, γραμματέας Γεωργίας Εμμανουήλ Μάντακας, γραμματέας Στρατιωτικών Νικόλαος Ασκούτσης, γραμματέας Συγκοινωνιών Αγγελος Αγγελόπουλος, γραμματέας Οικονομικών Σταμάτης Χατζήμπεης, γραμματέας Εθνικής Οικονομίας Πέτρος Κόκκαλης, γραμματέας Κοινωνικής Πρόνοιας
Προσχωρήσεις παλαιών βουλευτών
Από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα στην ιστορία της συγκρότησης της εξουσίας στην Ελεύθερη Ελλάδα ήταν η διαδικασία εκλογής του Εθνικού Συμβουλίου. Αν η ΠΕΕΑ ήταν το κυβερνητικό σχήμα της Ελεύθερης Ελλάδας, το Εθνικό Συμβούλιο ήταν το κοινοβούλιό της, που θα επικύρωνε την εξουσία της ΠΕΕΑ. Η διαδικασία εκλογής ήταν πρωτόγνωρη από πολλές απόψεις. Η σημαντικότερη ήταν αναμφισβήτητα η χωρίς όρους συμμετοχή των γυναικών σε εκλογική διαδικασία στην Ελλάδα. Χιλιάδες γυναίκες ψήφισαν τους αντιπροσώπους τους στο συμβούλιο αυτό, ενώ για πρώτη φυσικά φορά υπήρχαν και γυναίκες αντιπρόσωποι (εθνοσύμβουλοι), έστω και μετρημένες στα δάχτυλα. Επίσης, οι νέοι απόκτησαν δικαίωμα ψήφου καθώς το όριο ηλικίας για τους εκλο
γείς κατέβηκε στα 18 χρόνια. Αλλωστε οι νέοι και οι νέες αυτής της ηλικίας είχαν επανδρώσει μαζικά τις εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις και είχαν τάχιστα πολιτικοποιηθεί μέσα στις συνθήκες του πολέμου.
Η προκήρυξη των εκλογών προβλεπόταν από την ιδρυτική πράξη της ΠΕΕΑ. Οι εκλογές προκηρύχτηκαν τελικά για τις 25 Απριλίου 1944 και ήταν σίγουρα μαζική διαδικασία. Αναπάντητο θα μείνει το ερώτημα πόσοι ακριβώς ψήφισαν και θα πρέπει να αρκεστούμε στις εκτιμήσεις που αναφέρουν από 1.500.000 έως 1.800.000 ψηφοφόρους όπου μπόρεσε να φτάσει η κάλπη, κυρίως στις ελεύθερες περιοχές και τις παρυφές της Ελεύθερης Ελλάδας, αλλά και στην κατεχόμενη ζώνη. Συγκριτικά, στις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές τον Ιανουάριο του 1936 είχαν ψηφίσει 1.278.085 άτομα.
Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στις πόλεις, που ήταν σε συντριπτικό ποσοστό κατεχόμενες. Οσες ήταν κάτω των 25.000 κατοίκων εξέλεγαν δύο αντιπροσώπους, κάτω των 50.000 εξέλεγαν τρεις και οι υπόλοιπες τέσσερις, εκτός από την Αθήνα που εξέλεγε είκοσι, τη Θεσσαλονίκη που εξέλεγε δέκα και τον Πειραιά που εξέλεγε επτά. Πολύ σημαντική παράμετρος ήταν επίσης η πρόβλεψη ότι οι βουλευτές της τελευταίας (Γ΄ Αναθεωρητικής) Βουλής του 1936 μπορούσαν να ήταν αυτοδικαίως μέλη του Εθνικού Συμβουλίου εφόσον το επιθυμούσαν. Ηταν άλλος ένας τρόπος διεύρυνσης της πολιτικής επιρροής της ΠΕΕΑ, μια χειρονομία καλής θέλησης προς τον πολιτικό κόσμο και μια συμβολική κίνηση σύνδεσης με τη δημοκρατική νομιμότητα προ του βασιλικού πραξικοπήματος του Γεωργίου Β΄. Σύμφωνα με την εισήγηση Σιάντου στο Εθνικό Συμβούλιο στις 20 Μαΐου, 22 βουλευτές του 1936 δήλωσαν προσχώρηση
στο Εθνικό Συμβούλιο και αναλυτικά 9 του ΚΚΕ, 7 των Φιλελευθέρων, 2 της ΕΛΔ, 1 της Δημοκρατικής Ενωσης, 1 του Μεταρρυθμιστικού Κόμματος, 1 του Λαϊκού Κόμματος, 1 του Αγροτικού.
Η εισήγηση του Γιώργη Σιάντου, γραμματέα Εσωτερικών, για την αυτοδιοίκηση και την πολιτοφυλακή στο Εθνικό Συμβούλιο στις 20 Μαΐου, στην οποία βασίζονται οι μετέπειτα αναφορές για τη σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου, υπάρχει σε δύο (τουλάχιστον) διαφορετικές μορφές, όπου οι αριθμοί των εθνοσυμβούλων που δίνονται είναι διαφορετικοί. Η μια είναι στα περιληπτικά πρακτικά του Εθνικού Συμβουλίου, που βασίζονται, σύμφωνα με την έκδοση του 1992, σε ειδική έκδοση – ανατύπωση της εφημερίδας «Λεύτερος Μωρηάς» του Ιουνίου 1944. Η δεύτερη, που περιλαμβάνεται στην έκδοση «Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης» (τόμος Β΄), βασίζεται σε δημοσίευμα της «Ελεύθερης Ελλάδας» την επομένη της ομιλίας (21 Μαΐου).
Οπως αντιλαμβανόμαστε, είτε λόγω λάθος υπολογισμών είτε και λόγω τυπογραφικών αβλεψιών δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τον ακριβή αριθμό των εθνοσυμβούλων. Το σύνολο εθνοσυμβούλων (εκλεγμένων και βουλευτών 1936) κυμαίνεται από 202 έως 214, με τους παρόντες στις Κορυσχάδες να είναι αρκετά λιγότεροι. Ικανοποιητικά βιογραφικά στοιχεία έχουν βρεθεί περίπου για τους μισούς και υπάρχουν πάρα πολλοί για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα στοιχείο πέραν του ονόματός τους σε μια λίστα. Η συγκέντρωση των στοιχείων του συνόλου των εθνοσυμβούλων είναι σημαντική από μόνη της, αλλά η επεξεργασία στοιχείων όπως ηλικίες, επαγγέλματα, τόποι καταγωγής, προγενέστερη ή μεταγενέστερη δράση μπορεί να μας οδηγήσει σε ακόμη σημαντικότερα συμπεράσματα για τη σύνθεση του ΕΑΜικού κινήματος – πολιτική και κοινωνική.
Σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό γεγονός ήταν η ύπαρξη πέντε γυναικών εθνοσυμβούλων. Εκτός όμως από τη Μαρία Σβώλου και τα στελέχη του ΚΚΕ Χρύσα Χατζηβασιλείου και Καίτη Νισυρίου (Ζεύγου), δεν έχουμε στοιχεία για τις άλλες δύο εθνοσυμβούλους, τη Φωτεινή Φιλιππίδου από τη Λάρισα και τη Μάχη Μαυροειδή-Χιουρέα από την Καλαμάτα, η οποία δεν παρέστη στο Εθνικό Συμβούλιο.
Ενα άλλο ζήτημα που απασχόλησε την ιστοριογραφία ήταν η κοινωνική σύνθεση των μελών του Εθνικού Συμβουλίου και η προσπάθεια αναγωγής της στην κοινωνική σύνθεση γενικότερα του ΕΑΜικού στρατοπέδου. Μια τέτοια ανάλυση έκαναν οι Βερναρδάκης και Μαυρής βασιζόμενοι στη γνωστή εισήγηση του Σιάντου με το εξής αποτέλεσμα:
Συγκροτημένη εμφάνιση των Αριστερών Φιλελευθέρων
Την πρώτη μέρα μάλιστα της σύγκλησης του Εθνικού Συμβουλίου έκανε συγκροτημένα την εμφάνισή της και η ομάδα των Αριστερών Φιλελευθέρων, που συγκροτήθηκε από εθνοσυμβούλους που θεωρούσαν τον εαυτό τους μέλος του Κόμματος Φιλελευθέρων.
Την κοινή εισήγηση της ομάδας πάνω στις προγραμματικές δηλώσεις της ΠΕΕΑ έκανε ο βουλευτής Θεσσαλονίκης Λεωνίδας Καραμαούνας. Η ομάδα περιλάμβανε επίσης τον στρατηγό Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου, τον Νικόλαο Ασκούτση, γραμματέα Συγκοινωνιών, και τον Σταμάτη Χατζήμπεη, γραμματέα Εθνικής Οικονομίας, αλλά και τους Παντελή Καρασεβδά, Αλκιβιάδη Λούλη και Δημήτρη Ψιάρρη. Η ομάδα αργότερα απέκτησε τη δική της εφημερίδα, τον «Φιλελεύθερο», η οποία εκτός των άλλων δημοσίευσε ανοιχτό γράμμα προς τον στρατηγό Πλαστήρα. Αλλοι από τον χώρο των Φιλελευθέρων που συμμετείχαν στο Εθνικό Συμβούλιο ήταν και οι βουλευτές Κωνσταντίνος Γκότσης και Ηλίας Τσερώνης, ο Σταύρος Θεοδοσιάδης από την Κοζάνη, ο Αθανάσιος Καρούτας από το Βόιο, ο Γιάννης Κονταράτος από τον Βόλο και ο γραμματέας Στρατιωτικών της ΠΕΕΑ Εμμανουήλ Μάντακας. Από τον ίδιο χώρο προέρχονταν κατά βάση και τα μέλη της ΕΛΔ.
Σύμφωνα με τον Στέλιο Δημόπουλο (Ζάχο), μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΕΛΔ, η «κοινοβουλευτική ομάς» της τελευταίας στο Εθνικό Συμβούλιο αριθμούσε έντεκα άτομα. Σε αυτούς ήταν σίγουρα οι Σταύρος Κανελλόπουλος, Ιωάννης Μηλιάδης, Σάββας Παπαπολίτης, Σόλων Αλεξανδρής, Βασίλης Κουτσαγγέλου, Στέλιος Δημόπουλος, Ηλίας Τσιριμώκος και Γιάννης Τσιριμώκος.
Στο Εθνικό Συμβούλιο συμμετείχαν αρκετοί επίσης από το πολιτικό φάσμα πέραν των Φιλελευθέρων. Η πιο γνωστή και εμβληματική περίπτωση ήταν εκείνη του δημάρχου Πατρέων Βασίλη (Λαλάκη) Ρούφου, ο οποίος δήλωσε ευθαρσώς την προτίμησή του στη βασιλευόμενη δημοκρατία. Υπήρχαν όμως και άλλες περιπτώσεις, λιγότερο ως καθόλου γνωστές, που δείχνουν όμως μια πολιτική ευρύτητα που υπερέβαινε τόσο τις μεσοπολεμικές συμμαχίες του Παλλαϊκού Μετώπου όσο και το ΕΑΜ. Αναφέραμε ήδη τους βουλευτές Πέλλης του 1936 Αθανάσιο Πέγιο και Κωνσταντίνο Γέσιο, του Λαϊκού και του Μεταρρυθμιστικού Εθνικού Κόμματος αντίστοιχα. Συμμετείχε επίσης ο γιατρός Λεωνίδας Βελόπουλος, βουλευτής Φθιωτιδοφωκίδος το 1935 με το Λαϊκό Κόμμα και το 1936 με τη Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ενωση (Κονδύλης – Θεοτόκης –
Ράλλης), ενώ οπαδός του Λαϊκού Κόμματος (αλλά και μέλος του ΕΑΜ) ήταν και ο εθνοσύμβουλος Μεγαλόπολης Γιάννης Σιμόπουλος.
Κοινή συνεδρίαση σε περίπτωση διαφωνίας
Με το τέλος της συνόδου εκλέχτηκε αντιπροσωπεία του Εθνικού Συμβουλίου, η οποία θα λειτουργούσε έως την επόμενη σύνοδο. Σύμφωνα με το άρθρο 14 του ψηφίσματος του Εθνικού Συμβουλίου, η ΠΕΕΑ θα υπέβαλε κάθε πράξη της στην αντιπροσωπεία προς έγκριση και σε περίπτωση διαφωνίας προβλεπόταν κοινή συνεδρίαση ΠΕΕΑ και αντιπροσωπείας για τελεσίδικη απόφαση κατά πλειοψηφία. Ως μέλη της αντιπροσωπείας εκλέχτηκαν 17 τακτικά και πέντε αναπληρωματικά μέλη. Τα τακτικά μέλη ήταν οι Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, Πτολεμαίος Σαρηγιάννης, Μήτσος Παρτσαλίδης, Γιάννης Ζεύγος, Στέλιος Δημόπουλος (Ζάχος), Γιάννης Καλομοίρης, Νίκος Τερζόπουλος, Θανάσης Χατζής, Δημήτρης Μαραγκός, Γεώργιος Γεωργαλάς, Ιωάννης Μιχαήλ, Δημήτρης Μαργιόλης, Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, Κώστας Θέος, Δημήτρης Στρατής και Μιλτιάδης Πορφυρογένης και αναπληρωματικά οι Λεωνίδας Καραμαούνας, Σταύρος Κανελλόπουλος, Μαρία Σβώλου, Γιώργος Θανασέκος και Δημήτρης Βλαντάς.
Η σύνθεση της αντιπροσωπείας περίκλειε τις βασικές δυνάμεις που συμμετείχαν στο Εθνικό Συμβούλιο (ΚΚΕ, ΕΛΔ, ΑΚΕ, ΣΚΕ, Αριστεροί Φιλελεύθεροι, Δημοκρατική Ενωση) και αρκετά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, δίνοντας μια θεσμική αναγνώριση. Κάτω από τους ήχους της μπάντας της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ που έπαιζε τον εθνικό ύμνο το Εθνικό Συμβούλιο ολοκλήρωσε την πρώ
τη και τελευταία σύνοδό του. Αρχιζε τώρα η διελκυστίνδα για τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου παράλληλα με τη δραστηριοποίησή της ΠΕΕΑ στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Ο διοικητικός μηχανισμός της ΠΕΕΑ και οι πιέσεις
Με τη συγκρότηση της ΠΕΕΑ άρχισε να δημιουργείται ένας μηχανισμός υλοποίησης της πολιτικής της. Εχουμε μαρτυρίες ανθρώπων που ανέβηκαν εκείνη την εποχή στο βουνό για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη νέα αυτή προσπάθεια. Ανθρωποι που έστειλε το ΚΚΕ, μέλη του ΕΑΜ και των άλλων εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων αλλά και μέλη των κομμάτων και άλλων ομαδοποιήσεων που συμμετείχαν στην ΠΕΕΑ, είτε απ’ την αρχή είτε με τη διεύρυνσή της.
Για πολλούς ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία. Οι περισσότεροι δεν είχαν αντίληψη της σημασίας της Ελεύθερης Ελλάδας, του μεγέθους αλλά και του βάθους του φαινομένου αυτού. Αλλωστε οι εμπειρίες τους από το αντιστασιακό κίνημα των πόλεων και βασικά της Αθήνας, με τους διεκδικητικούς αγώνες και την προπαγάνδα, ήταν πολύ διαφορετικές από την κατάσταση στο βουνό, όπου ήταν πλέον επιτακτικές ανάγκες η οργάνωση και άσκηση της εξουσίας εν ονόματι του αγωνιζόμενου έθνους. Αυτοί οι νεοφερμένοι, επιστήμονες, εκπαιδευτικοί, δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα. Σίγουρα πολλοί θα σκέφτηκαν ότι είχαν για πρώτη φορά την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τα όποια σχέδια ή προγράμματά τους, π.χ. στην εκπαίδευση ή την αυτοδιοίκηση.
Η προσπάθεια δημιουργίας ενός μηχανισμού τέτοιας εμβέλειας σε μια ακόμη κατεχόμενη χώρα από ουσιαστικά ένα κόμμα (το ΚΚΕ) που το ίδιο είχε σχηματιστεί εκ νέου με βάση τις ανάγκες του αντιστασιακού αγώνα ήταν άθλος. Ουσιαστικά η δημιουργία αυτού του μηχανισμού ήταν πάλι μια καινούργια αλλαγή του κόμματος, αυτήν τη φορά σε «κόμμα όλου του λαού», μια αλλαγή που οδήγησε σε μια εν πολλοίς ανέλεγκτη μαζικοποίησή του. Το ΚΚΕ μέσω των στελεχών του στις διάφορες οργανώσεις και υπηρεσίες ήταν το «κράτος» σε μεγάλο μέρος της χώρας, ενώ και σε πολιτικό επίπεδο είχε συμμαχήσει με τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο και συμβάλει τα μέγιστα στην εθνική ενότητα. Δεν έμενε παρά να γίνει και στο κοινωνικό επίπεδο «κόμμα όλου του λαού», να πραγματοποιήσει την εθνική ενότητα μέσα στους κόλπους του. Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, οδήγησε μέσω της μαζικής στρατολογίας μελών στην αλλοίωση της ήδη ρευστής σύνθεσης του κόμματος.
Ο δε σχηματισμός του μηχανισμού της ΠΕΕΑ εξαπλώθηκε στην επικράτειά της μετά και την πραγματοποίηση του Εθνικού Συμβουλίου. Αλλωστε πολλοί εθνοσύμβουλοι καλούνταν να αναλάβουν διοικητικές θέσεις στην ΠΕΕΑ ή αργότερα να αναλάβουν αυτοδιοικητικούς ρόλους στα πρώτα συμβούλια των απελευθερούμενων περιοχών. Ο μηχανισμός περιλάμβανε πολιτικούς αντιπροσώπους αλλά και διοικητικό προσωπικό, που αναλάμβανε να στελεχώσει τον γραφειοκρατικό μηχανισμό που αναπόφευκτα δημιουργούνταν από τη νέα εξουσία.
Στην Ηπειρο είχε από νωρίς οριστεί γενικός διοικητής ο φιλελεύθερος Αλκιβιάδης Λούλης. Στις 4 Ιουλίου 1944 διορίστηκε Διοικητική Επιτροπή Θεσσαλίας με πρόεδρο τον στρατηγό Δημήτριο Ψιάρρη (εθν.) και μέλη τον δικαστή Γιάννη Καραγιάννη (εθν.) και τον αγρότη Κώστα Αρίδα. Με την ίδια απόφαση διορίστηκε η Διοικητική Επιτροπή Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας με πρόεδρο τον γιατρό Λεωνίδα Καραμαούνα (βουλευτή 1936, εθνοσύμβουλο) και μέλη τους Φίλιππο Παπαδόπουλο (βουλευτή 1936, εθνοσύμβουλο) και Πάνο Καλλιδόπουλο. Στην Πελοπόννησο επίσης διορίστηκε Διοικητική Επιτροπή Πελοποννήσου με σύνθεση: μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος (εθν.), δικηγόρος Γιάννης Βουρνάς (εθν.), συνταγματάρχης Πιέρρος Πετροπουλάκης (εθν.). Με την απόφαση «Διορισμός Διοικητικής Επιτροπής Στερεάς Ελλάδας, Εύβοιας και Βοιωτίας» στις 13 Ιουλίου 1944 διορίστηκε Διοικητική Επιτροπή Στερεάς Ελλάδας, Ευβοίας και Βοιωτίας με σύνθεση: δικηγόρος – καθηγητής Ανωτάτης Εμπορικής Γεώργιος Σημίτης πρόεδρος, το στέλεχος του ΚΚΕ Ηλίας Μανιάτης και Νίκος Βερτέλης (Καψοκέφαλος) μέλη. Με την απόφαση «Διορισμός Διοικητικής Επιτροπής Αθήνας, Πειραιά και Αττικής» διορίστηκε στις 22 Αυγούστου 1944 Διοικητική Επιτροπή Αθήνας, Πειραιά και Αττικής με τους: 1) εθνοσύμβουλο, βουλευτή ’36 Σταμάτη Χατζήμπεη, πρόεδρο, 2) Γιάννη Πετσόπουλο (Παληό) και 3) Δημήτρη Φωτόπουλο μέλη. Διορίστηκε και στην Κρήτη Διοικητική Επιτροπή της ΠΕΕΑ με πρόεδρο τον δικηγόρο Ευάγγελο Κτιστάκη, σύμφωνα με την απόφαση «Διορισμός Διοικητικών Επιτροπών Κ. και Δ. Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Πελοποννήσου και Κρήτης» στις 4 Ιούλη 1944.
Γνωρίζοντας τα επαγγέλματα των περισσότερων, βλέπουμε ότι σ’ αυτούς υπερτερούν οι δικηγόροι και, πολύ πιο κάτω, οι γιατροί. Βρίσκουμε δικαστικούς, στρατιωτικούς, τραπεζικούς και διάφορα άλλα επαγγέλματα, ενώ έχουμε εντοπίσει μόλις δύο αγρότες. Στις διοικητικές επιτροπές πήραν μέρος πρώην βουλευτές του 1936 (Λ. Καραμαούνας, Α. Λούλης, Φ. Παπαδόπουλος, Στ. Χατζήμπεης, Δ. Ψιάρρης), όλοι των Φιλελευθέρων εκτός από τον Φ.
Παπαδόπουλο του ΚΚΕ. Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως το επίπεδο διοικήσεων περιφερειών και επαρχιών λειτούργησε ως τόπος κατοχύρωσης της επιρροής και των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ με τις επαρχιακές ελίτ που προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από τον φιλελεύθερο χώρο.
Οι λόγοι υπερεκπροσώπησης των μικρότερων συμμάχων
Με δεδομένη την αναντιστοιχία μεταξύ της μεγάλης κοινωνικής επιρροής του ΕΑΜ, ειδικά στην ύπαιθρο, και της μικρής εμβέλειας των πολιτικών του συμμαχιών, πήρε ιδιαίτερο βάρος στο ΕΑΜ αλλά και στην ΠΕΕΑ η συμμετοχή μικρότερων πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες συμβολίζοντας τη μετωπική – αν όχι την εθνική– διάσταση κατάφεραν να έχουν αποφασιστικό ρόλο. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τις πολιτικές δυνάμεις που κατά κάποιον τρόπο εκπροσωπούσαν ένα τμήμα των μικρών και μεσαίων αστικών στρωμάτων των μεγάλων πόλεων και είχαν αναφορά στον φιλελεύθερο χώρο, δηλαδή η ΕΛΔ του Ηλία Τσιριμώκου που συγκροτήθηκε από νέους πολιτικούς της Αριστεράς των Φιλελευθέρων, ο κύκλος πολιτικών αλλά και διανοουμένων γύρω από τον Αλέξανδρο Σβώλο, η συγκρότηση της Ομάδας Αριστερών Φιλελευθέρων το 1944 αλλά και η συμμετοχή μεμονωμένων φιλελευθέρων στο ΕΑΜ τοπικά και άλλες δυνάμεις όπως η Δημοκρατική Ενωση, το πάλαι ποτέ κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Αυτός ο πολιτικός χώρος θέλησε να πρωταγωνιστήσει στην επίτευξη της εθνικής ενότητας και πίεσε αποφασιστικά το ΚΚΕ προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ και το ΚΚΕ υπολόγιζε αυτές τις δυνάμεις πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα πιστεύεται. Θα προσθέταμε πως η αξία αυτής της πολιτικής συμμαχίας δεν περιοριζόταν στο συμβολικό επίπεδο ανάδειξης της ενότητας και εξορκισμού των κατηγοριών ενάντια στο ΚΚΕ για μονοπώληση του αγώνα και σχέδια υφαρπαγής της εξουσίας. Η πολιτική και διοικητική εμπειρία των στελεχών των Φιλελευθέρων, η συμμετοχή τους σε πρότερες κρατικές θέσεις, τους καθιστούσε κατόχους μιας αντίστοιχης πολιτικής και διοικητικής «τεχνογνωσίας», πολύτιμης τόσο για την ΠΕΕΑ όσο και για ένα μελλοντικό συνασπισμό εξουσίας.