Τιμώρησαν ακόμη και τη μοναξιά
Μέσα σε λίγους μήνες είδαμε τη δουλειά χρόνων να πηγαίνει στράφι. Στην πρώτη καραντίνα είπαμε: «Τι να κάνουμε, θα το ξεπεράσουμε». Οταν ξανανοίξαμε προσπαθήσαμε να σταθούμε στα πόδια μας και να τηρούμε ταυτόχρονα τα διάφορα μέτρα. Ποια μέτρα όμως; Καμία σωστή ενημέρωση, μόνο απειλές και πρόστιμα. Πρόστιμα που για ένα μικρό μαγαζί ισοδυναμούσαν με οριστικό κλείσιμο.
Οταν λήφθηκε το μέτρο κατάργησης της μπάρας όσοι έβγαιναν βράδυ μόνοι τους στάλθηκαν σπίτι τους. Η μοναξιά τιμωρήθηκε.
Οταν λήφθηκε το μέτρο για λειτουργία μέχρι τα μεσάνυχτα οι πρώτοι που ζορίστηκαν ήταν οι εργαζόμενοι που σχόλαγαν αργά, αλλά και οι γονείς. Ποιος γονιός μικρού παιδιού βγαίνει πριν από τις δέκα; Οι γονείς, τα ζευγάρια που περιμένουν να κοιμηθούν τα παιδιά και να βγουν λίγο έξω, αγγαρεύοντας τη γιαγιά
ή ακόμη και πληρώνοντας νταντά, τιμωρήθηκαν κι αυτοί.
Σε όλη αυτήν τη φάση εμείς βλέπαμε το μεροκάματό μας να μειώνεται όλο και περισσότερο.
Μέρα με τη μέρα όλο και λιγότερος κόσμος έβγαινε έξω παρόλο που η ανάγκη για κοινωνικοποίηση ήταν μεγαλύτερη, όμως η δυστοπική κατάσταση στα μαγαζιά δεν βοήθησε. Γιατί αντί η κυβέρνηση να αφήσει ανοιχτή την εστίαση που κάλυπτε αυτή την ανάγκη με ασφάλεια, προτίμησε να τα κλείσει τα μεσάνυχτα και να στείλει τον κόσμο στις πλατείες και μετά να κατηγορήσει μια ολόκληρη γενιά για ανευθυνότητα.
Την ώρα που τα μαγαζιά πάλευαν με τα λουκέτα και οι εργαζόμενοι με την ανεργία δεν βλέπαμε καμία κίνηση αποσυμπίεσης της κατάστασης από την κυβέρνηση σε τομείς όπως ο τουρισμός, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα σχολεία και τα νοσοκομεία.
Με μαθηματική ακρίβεια λοιπόν φτάσαμε στην αναστολή, αφού η εστίαση όπως και ο πολιτισμός πλήρωσαν τα σπασμένα, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση επιμένει να μιλάει για ατομική ευθύνη. Φτάσαμε στη δεύτερη καραντίνα χωρίς να γνωρίζουμε αν και με ποιον τρόπο θα ξανανοίξουμε τα μαγαζιά μας και με μόνη στήριξη την αλληλοβοήθεια μεταξύ των συναδέλφων.