Lockdown, φίμωση και απόγνωση
Ποιος το περίμενε; Η χρονιά που κατά γενική ομολογία θα ήταν η καλύτερη της δεκαετίας από άποψη και τζίρου αλλά και επισκεψιμότητας για τον κλάδο του τουρισμού και γενικότερα της εστίασης – διασκέδασης να εξελίσσεται σε φιάσκο για όλους τους επιχειρηματίες του χώρου και όνειδος για τους εργαζόμενους του κλάδου, που παρακαλούν για επιδόματα ώστε να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
Με τη συντριπτική πλειονότητα των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος κλειστά, ένα από τα μεγαλύτερα μερίδια της αγοράς της χώρας μας παραμένει αδρανές. Οι επαγγελματίες του χώρου βρισκόμαστε σε απόγνωση μην ξέροντας τι μας ξημερώνει. Οι μικρές επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν ανυπέρβλητα εμπόδια και οι περισσότερες δεν θα βγουν αλώβητες από αυτή την ασφυκτική κατάσταση. Τα μέτρα έως
τώρα δεν αντισταθμίζουν σε καμία περίπτωση τα τρέχοντα έξοδα και ακόμη περισσότερο τα χαμένα έσοδα των επιχειρήσεών μας. Η απώλεια των πρώτων υλών –μιλάμε για φρέσκα προϊόντα–, οι υποχρεώσεις σε ασφαλιστικά ταμεία, τα δάνεια, οι διακανονισμοί και οι λογαριασμοί των ΔΕΚΟ είναι έξοδα που συνεχίζουν να υφίστανται, όση αναβολή και μετάθεση κι αν πάρουν για το μέλλον. Η μείωση του ενοικίου και η επιστρεπτέα προκαταβολή αποτελούν μικρό τσιρότο σε ένα τραύμα που συνεχώς μεγαλώνει. Τα κλειστά καταστήματα θα οδηγήσουν μεγάλο μέρος των ανθρώπων που απασχολούνταν στον κλάδο σε αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης, με άγνωστο αποτέλεσμα, καθώς πολλά από αυτά δεν θα βγουν αλώβητα από την υγειονομική κρίση. Οπως έχει δείξει η ιστορία, τη νύφη και πάλι θα την πληρώσει ο λαός – ο εργάτης, ο υπάλληλος και ο μικρός επιχειρηματίας που καθημερινά πασχίζουν για να καλύψουν τις οικονομικές ανάγκες της οικογένειάς τους.
Σε όλους τους κλάδους εργασίας υπάρχει μια προσπάθεια προσαρμογής έτσι ώστε η καραντίνα –όσο αναγκαία κι αν είναι– να μην αποτελέσει ταφόπλακα στα επιχειρηματικά και εργασιακά σχέδια του καθενός. Στον δικό μας όχι. Το ερώτημα που απευθύνουμε λοιπόν είναι με ποιον γνώμονα αποφασίζει η κυβέρνηση να καταστρέψει έναν κλάδο από τον οποίο συντηρούνται τόσες οικογένειες στη χώρα μας. Πώς γίνεται η κρατική μέριμνα να μη συμπεριλαμβάνει ουσιαστικά τόσο πολλούς πολίτες;
Στη δουλειά μας η τηλεργασία δεν έχει χώρο. Η δύναμή μας προέρχεται από την ευχαρίστηση που κερδίζουν οι πελάτες από αυτό που καταναλώνουν και από το πόσο διασκεδάζουν στα μαγαζιά που επισκέπτονται. Ο κόσμος σε όλα αυτά τα μαγαζιά ανέκαθεν κάλυπτε την ανάγκη του για το συναθροίζεσθαι. Είτε σε καθεστώς ελευθερίας είτε σε καθεστώς ανελευθερίας, τα εστιατόρια, τα καφενεία, τα μπαρ αποτελούν χώρους ανταλλαγής απόψεων – από τις πιο σοβαρές έως τις πιο ανυπόστατες. Το ίδιο ισχύει για τις πλατείες, όπου πρόσφατα απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις. Αντίθετα, δεν απαγορεύεται ο συνωστισμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς με τα οποία πηγαίνουν οι εργάτες και οι εργαζόμενοι –οι οποίοι φιμώνονται για να παράγουν πιο αποδοτικά– στη δουλειά τους.
Γιατί είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη να φιμωθεί ο λαός; Και ποιος πραγματικά θα βγει κερδισμένος από όλο αυτό;