Από τη διένεξή τους στη ρήξη και σε καθήκοντα πάνω από τις δυνατότητές τους
Με περιορισμένη στρατιωτική πείρα από τον ΕΛΑΣ, βρέθηκαν στην κορυφή του Δημοκρατικού Στρατού. Η στάση τους στην καθαίρεση του Ζαχαριάδη και η διαδρομή τους
ΟΓιώργος Βοντίτσος (Γούσιας) και ο Δημήτρης Βλαντάς βρέθηκαν στην ηγεσία του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), όπου συμπορεύτηκαν, συνεργάστηκαν, αλλά υπήρχε ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα διαμάχη ανάμεσά τους που ασφαλώς δημιουργούσε προβλήματα στην ενότητα του ένοπλου αγώνα που είχε ξεκινήσει η ηγεσία του ΚΚΕ.
Ο Γούσιας αναφέρει ότι η μεγάλη τους διαμάχη άρχισε την περίοδο της Κατοχής. Τότε, στις 7 Ιουλίου 1943 ο Γούσιας είχε συλληφθεί από την αστυνομία και απέδωσε τη σύλληψή του στη συμπεριφορά του Βλαντά. Σύμφωνα με τον Γούσια, ο οποίος μετά την απελευθέρωσή του συνέταξε έκθεση σχετική με τη σύλληψή του, ο Βλαντάς είχε συνάψει σχέση με την κόρη της σπιτονοικοκυράς του, οπότε όταν μια μέρα παρουσιάστηκε στο σπίτι με βέρα στο δάχτυλο, οι δύο γυναίκες εξαγριώθηκαν και κατέδωσαν τον Γούσια στην αστυνομία ως ύποπτο.
Οπως υποστηρίζει ο Γούσιας, στη διάρκεια των εργασιών της 7ης Ολομέλειας του ΚΚΕ το 1957 ο Γιάννης Ιωαννίδης «που καθόταν δίπλα του» κάποια στιγμή του είπε:
«Διάβασα το γράμμα του Γ. Τρικαλινού που κατηγορεί τον Βλαντά για υπεύθυνο της σύλληψής σου την περίοδο της Κατοχής. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία, και πως έγραψα έκθεση αναλυτική προς την ΚΕ του ΚΚΕ και έβαζα να εξεταστούν οι ευθύνες του Βλαντά. Την έκθεση την παρέδωσα στον Τρικαλινό γιατί μ’ αυτόν είχα επαφή. Ο Ιωαννίδης μου είπε τα εξής: Υπήρχε σκέψη του ΠΓ του ΚΚΕ να βάλουμε εσένα γραμματέα στην ΕΠΟΝ. Τον Βλαντά θα τον αντικαταστούσαμε για τη σεχταριστική πολιτική που ακολούθησε.
Αυτός έμαθε τις προθέσεις μας και θέλω να πιστεύω ότι συνειδητά σε έβαλε σ’ αυτό το σπίτι που είχε δημιουργήσει ζητήματα με την κοπέλα του σπιτιού και μετά απρόσκλητος ήρθε και επίδειχνε τη βέρα που φορούσε, για να ερεθίσει τη μητέρα και το κορίτσι να σου κάνουν κακό και έτσι να σ’ έβγαζε από τη μέση. Του απάντησα ότι όλος ο τρόπος που ενήργησε ο Βλαντάς για να πάθω τη ζημιά μυρίζει βρωμιά, είχε αρκετή πείρα από παράνομη δουλειά και δεν μπορείς να του καταλογίσεις αφέλεια και απειρία από παράνομη δουλειά». 1
Και βέβαια αυτή η κατηγορία του Γούσια εναντίον του Βλαντά είναι μόνο η αρχή μιας γενικότερης προσωπικής επίθεσης και αλληλοκατηγοριών που συμπεριλαμβάνουν την περίοδο του εμφύλιου πολέμου (1946-1949) αλλά και την περίοδο της πολιτικής προσφυγιάς στη Σοβιετική Ενωση και την ανατολική Ευρώπη.
Στην τετραμελή στενή ηγεσία
Ο Βλαντάς στις αναμνήσεις και κρίσεις του για τον εμφύλιο πόλεμο, οπότε συμπορεύτηκε στην κλειστή ηγεσία του ΚΚΕ για τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα μαζί με τον Ζαχαριάδη, τον Μπαρτζιώτα και τον Γούσια, δίνει απαντήσεις για τις κατηγορίες εναντίον του σ’ ένα υποκεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Ο Γιώργος Βοντίτσος (Γούσιας) σαν επαναστάτης και άνθρωπος». 2
Κατά τον Βλαντά ο Γούσιας έφθασε στα ανώτατα αξιώματα του ΚΚΕ και «καλά είτε κακά, ήταν μια προσωπικότητα του ελληνικού επαναστατικού κινήματος. Σαν τέτοια προσωπικότητα πρέπει να τον κρίνουμε». Αλλά το βιβλίο του Γιώργη Βοντίτσου «περιέχει ένα αβυσσαλέο μίσος και πάρα πολλές συκοφαντίες κατά του Βλαντά. Το πρώτο που κάνει εντύπωση κατά τη μελέτη του πρώτου τόμου είναι ότι από τον Φλεβάρη του 1929 που γράφει πως έγινε μέλος
της Κομμουνιστικής Νεολαίας έως το τέλος του εμφύλιου πολέμου, Αύγουστος 1949, ο Γούσιας δεν λάθεψε ούτε μια φορά. Αυτό είναι θαύμα μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία».
Ο Βλαντάς υποστηρίζει ότι ως στρατιωτικός ηγέτης ο Γούσιας είχε σοβαρές αποτυχίες στη διάρκεια των μαχών του εμφύλιου πολέμου. «Στη βόρεια Πίνδο το καλοκαίρι 1948, σαν διοικητής της 670 μονάδας που ο αντίπαλος πέταξε αυτή τη μονάδα από το Σμόλικα στον Ανατολικό Γράμμο, από τις 4 ως τις 20 Αυγούστου. Αυτό το σάρωμα το πλήρωσε ο Γιαννούλης με τον ντουφεκισμό του, για να καλύψει ο Γούσιας τις ευθύνες του. Ο Γούσιας πετσόκοψε τη 10η Μεραρχία του ΔΣΕ στην Εδεσσα-Αριδαία-Νάουσα τον Δεκέμβρη 1948. Αυτό το πετσόκομμα το πλήρωσε ο Γεωργιάδης με τον ντουφεκισμό του, για να καλύψει ο Γούσιας τις ευθύνες του».
Ο Βλαντάς κατηγορεί τον Γούσια ως τον κύριο υπεύθυνο της επίθεσης κατά της Φλώρινας τον Φεβρουάριο του 1949, που ήταν και «η πιο αποτυχημένη επιχείρηση απ’ όλες όσες έκανε ο ΔΣΕ. Οχι μόνο δεν καταλάβαμε τη Φλώρινα, αλλά είχαμε βαρείες απώλειες και η σύμπτυξη των ταξιαρχών μας προς Βίτσι έγινε άταχτα». Αν και ομολογεί «ότι γι’ αυτή την επιχείρηση φέρω κι εγώ ευθύνη». 3
Ο Γούσιας «ανακάλυψε» ότι το 1947 ο Βλαντάς αυθαίρετα προσπάθησε να του πάρει την αρχηγία των ανταρτών της Ρούμελης. Κατά τον Γούσια «το μόνο που έκανε ο Βλαντάς ήταν μηχανορραφίες που έκαναν μεγάλη ζημιά και μπορεί αυτές να μας οδήγησαν σε ήττα».
Η διαμάχη των δύο αντρών συνεχίσθηκε και στην πολιτική προσφυγιά, όπου «με την ευλογία του Ζαχαριάδη έγινε ο Γούσιας μέλος της (τριμελούς) Γραμματείας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ», γεγονός «που του έκανε μεγάλο κακό».
Ο Βλαντάς έγραψε ότι δεν θ’ ακολουθήσει «το παράδειγμά του» και ότι θα προσπαθούσε να τον κρίνει αντικειμενικά, μη συμφωνώντας για τους χαρακτηρισμούς άλλων αγωνιστών του ΔΣΕ κατά του Γούσια που τον ανέφεραν ως «τιποτένιο», «δειλό» κ.ά.
«Τον Γούσια –έγραψε ο Βλαντάς– τον γνώριζα επί χρόνια στο στρατόπεδο-φυλακή της Ακροναυπλίας. Η εντύπωσή μου ήταν ότι συμπεριφερόταν σαν σεμνός και δραστήριος επαναστάτης αλλά με μέτριες ικανότητες. Διατήρησα την ίδια εντύπωση κατά τη σύντομη συνεργασία με τον Γούσια κατά την τριπλή φασιστική κατοχή. Ξέρω ότι από μικρός μπήκε στη σκληρή βιοποριστική πάλη. Μερικοί έγραψαν δημόσια ότι ήταν ο Γούσιας ένα αγράμματο φτωχόπαιδο. Φαίνεται ότι γι’ αυτούς τους “διανοούμενους” οι φτωχοί δεν μπορούν να παίξουν ηγετικό ρόλο στο επαναστατικό κίνημα, ότι η κοινωνική απελευθέρωση είναι υπόθεση των διανοούμενων. Ο Γούσιας σαν επαναστάτης πέρασε μέσα από το καμίνι σκληρής επαναστατικής πάλης. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι σε μια καλύτερη κατάσταση του ΚΚΕ ο Γούσιας θα απέδιδε καλύτερα και περισσότερα, δεν θα έπαιρνε τον κατήφορο».
Ο Βλαντάς πίστευε ότι «η πορεία αλλοίωσης» του Γούσια άρχισε όταν στην Κατοχή διορίστηκε καπετάνιος σε μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ Αθήνας. «Εκεί άρχισε να μαθαίνει να διατάζει».
«Στη Ρούμελη –συνεχίζει ο Βλαντάς– σαν αρχηγός των εκεί τμημάτων του ΔΣΕ και γραμματέας της οργάνωσης του ΚΚΕ από τον Γενάρη του 1947, ο Γούσιας συνέχισε τον κατήφορό του, μια που κατάντησε ασύδοτος. Με τέτοια ψυχολογική κατάσταση, οικειοποιούνταν τα αποτελέσματα της δράσης πολλών και ικανών μαστόρων του ανταρτοπόλεμου. Αναφέρω τα ονόματα μερικών: Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), Κώστας Αντωνόπουλος (Κρόνος), Νάκος
Μπελής, Σωτήρης Τσιτσιπής (Λοκρός), Παντελής Λάσκας (Πελοπίδας), Κώστας Παλαιολόγου, Νίκος Τριανταφύλλου, Χαρίλαος Φλωράκης, Γιώργος Γεωργιάδης, Παναγιώτης Ζάρας, Γιώργος Χουλιάρας (Περικλής). Ολους αυτούς δεν τους δημιούργησε ο Γούσιας. Τους βρήκε στη Ρούμελη εμπειροπόλεμους, ενώ ο ίδιος δεν είχε πολεμική πείρα και γνώσεις» 4
Ο Δημήτρης Βλαντάς γεννήθηκε τον Φλεβάρη του 1908 στο χωριό Μάραθος του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Υπήρξε γραμματέας της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαίων Ελλάδας) από τον Οκτώβριο του 1941 έως τον Φεβρουάριο 1943 οπότε η ΟΚΝΕ συγχωνεύτηκε στην ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων). Συνέχισε ως γραμματέας του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ από την ίδρυσή της μέχρι τον Ιούλιο του 1944. Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ από τα τέλη του 1942 και αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου από τον Σεπτέμβριο του 1947. Τακτικό μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ από τις αρχές του 1949.
Στο βουνό και τον Δημοκρατικό Στρατό πέρασε σχετικά αργά, στις 22 Φεβρουαρίου 1948. Τον Αύγουστο του 1948, μετά την απομάκρυνση του Μάρκου Βαφειάδη από την ηγεσία του ΔΣΕ, ο Βλαντάς ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ) και συμμετείχε στην κλειστή τετραμελή ομάδα (Ζαχαριάδης, Μπαρτζιώτας, Γούσιας, Βλαντάς) που ανέλαβε να κατευθύνει τον ένοπλο αγώνα. Ελαβε τον βαθμό του υποστράτηγου, ενώ ο Γούσιας προωθήθηκε στη θέση του αντιστράτηγου. Από τους τέσσερις ηγέτες, ο Ζαχαριάδης, ο Μπαρτζιώτας και ο Βλαντάς δεν είχαν ιδιαίτερη στρατιωτική πείρα. Μόνο ο Γούσιας είχε μια πρόσφατη εμπειρία από ανταρτοπόλεμο στη Ρούμελη που όμως τώρα έπρεπε να μετεξελιχθεί, σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ, σε αντιπαράθεση με στοιχεία του τακτικού πολέμου.
Με τον ερχομό του Ζαχαριάδη στην Ελλάδα στα τέλη Μαΐου του 1945, μετά την απελευθέρωσή του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, «η μπολσεβικοποίηση του κόμματος» άρχισε να τίθεται στην πρώτη γραμμή. Κατά τον Ζαχαριάδη οι νέες επαναστατικές συνθήκες μετά την ξενική κατοχή και τη δεκεμβριανή σύγκρουση επέβαλλαν ο νέος επαναστατικός στρατός που θα σχηματιζόταν να εγκαταλείψει «την κακή κληρονομιά του ΕΛΑΣ» όπου είχαν υπηρετήσει αρκετοί αξιωματικοί του παλιού αστικού στρατού.
Δυσπιστία Ζαχαριάδη για τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ
Φιλικές δυνάμεις προς το ΚΚΕ στα Βαλκάνια και στην ανατολική Ευρώπη έκαναν αναφορές για κάποιον πιθανό πράκτορα στην ηγεσία του κόμματος. Η δυσπιστία προς ένα μεγάλο μέρος του στελεχικού δυναμικού του ΕΛΑΣ και κυρίως έναντι των πρώην μόνιμων αξιωματικών του αστικού στρατού είχε αρχίσει ν’ απλώνεται στους κόλπους της νέας ηγεσίας του ΚΚΕ υπό τον Ζαχαριάδη. Ο Δημήτρης Βλαντάς θα γράψει ότι «η κακή κληρονομιά του ΕΛΑΣ μας υποχρέωνε να μελετήσουμε καλύτερα τα στελέχη που θα αποτελούσαν τον ηγετικό πυρήνα του Δημοκρατικού Στρατού τόσο πανελλαδικά όσο και στις περιοχές και στις περιφέρειες».
Ο Μπαρτζιώτας με τη σειρά του θα γράψει ότι «αν εξαιρέσουμε μερικούς τίμιους αξιωματικούς με επικεφαλής τον στρατηγό Σαράφη, συγκεντρώθηκαν στον ΕΛΑΣ ανίκανοι αξιωματικοί του παλιού στρατού και το χειρότερο ύποπτοι».
Ο Ζαχαριάδης θα δηλώσει με νόημα ότι «αν ο ΕΛΑΣ ήταν λαϊκο-επαναστατικός στρατός θα μπορούσαμε να ξαναρχίσουμε με γενική εξέγερση». 5
Ο Ζαχαριάδης ένιωθε την ανάγκη να εναποθέσει την
επαναστατική εξέγερση σε ανθρώπους που θα ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Παιδί μιας συγκεκριμένης εποχής, διακατείχετο από μια καχυποψία, όπως και ο Στάλιν, για την ύπαρξη «πρακτόρων του εχθρού» στις γραμμές του λαϊκού κινήματος, που θα μπορούσαν να υποσκάψουν τον νέο ένοπλο αγώνα. Η δυσπιστία προς ένα μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού του ΕΛΑΣ και κυρίως έναντι των πρώην μόνιμων αξιωματικών του αστικού στρατού είχε αρχίσει ν’ απλώνεται στους κόλπους της νέας ηγεσίας του ΚΚΕ υπό τον Ζαχαριάδη.
Παράλληλα, το όνομα του Αρη Βελουχιώτη, ηγετικής στρατιωτικής προσωπικότητας του ΕΛΑΣ, του οποίου η στάση καταδικάσθηκε από το ΠΓ του ΚΚΕ, δεν μπορούσε ούτε να αναφερθεί στις τάξεις του κόμματος και στις γραμμές του δημιουργούμενου νέου επαναστατικού στρατού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν αρκετά και ικανά στελέχη που προέρχονταν από τον ΕΛΑΣ στον ΔΣΕ, όμως δεν αξιοποιήθηκε όλο το στρατιωτικό στελεχικό του δυναμικό και ιδιαίτερα οι επαγγελματίες στρατιωτικοί – σε μια ιστορική στιγμή όπου τον πρώτο λόγο είχαν τα όπλα και ήταν απαραίτητη η αξιοποίησή τους συνολικά. 6
Ετσι στο πλαίσιο αυτής της νέας νοοτροπίας προωθήθηκαν στη στρατιωτική ηγεσία του ΔΣΕ αυτοδημιούργητα στρατιωτικά στελέχη του ΚΚΕ, όπως ήταν οι Γούσιας και Βλαντάς.
Σε πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα ο Ζαχαριάδης μπορεί να ήταν αυτάρκης, αλλά σε στρατιωτικά θέματα χρειαζόταν βοήθεια και συμβουλές.
Στις 28 Αυγούστου 1948, μετά την απομάκρυνση του Μάρκου από την αντάρτικη ηγεσία, το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ θα αποφασίσει τη δημιουργία «Πολεμικού Συμβουλίου για τη διεύθυνση του ΔΣΕ και των πολεμικών επιχειρήσεων» με πρόεδρο τον Ν. Ζαχαριάδη, που ενέκρινε η 5η Ολομέλεια του κόμματος στις αρχές του 1949. Το Πολεμικό Συμβούλιο αποτελούνταν από τους Ν. Ζαχαριάδη (πρόεδρο), Γ. Ιωαννίδη, Β. Μπαρτζιώτα, Δ. Βλαντά, Γ. Βοντίτσο (Γούσια), Κ. Καραγιώργη, Γ. Ερυθριάδη, Κ. Κολιγιάννη και Στ. Γκιουζέλη. 7
Ουσιαστικά την ηγεσία του Πολεμικού Συμβουλίου την αποτέλεσαν οι Ζαχαριάδης, Μπαρτζιώτας (ως πολιτικοί επίτροποι του ΔΣΕ), Βλαντάς και Γούσιας. Ολα τα μέλη του Πολεμικού Συμβουλίου ήταν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ, κανένα δεν είχε προηγούμενη στρατιωτική επαγγελματική κατάρτιση και οι περισσότεροι ούτε ιδιαίτερη στρατιωτική πείρα από τον ΕΛΑΣ.
Υπήρχε πρόβλημα στρατιωτικής ηγεσίας του ΔΣΕ, το οποίο καλυπτόταν εν μέρει με τη χρησιμοποίηση επαγγελματικών και αυτοδημιούργητων αντάρτικων στελεχών.
Σαράφης, Βελουχιώτης οι φυσικοί ηγέτες
Τα τρία ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ που βρέθηκαν στο πλευρό του Ζαχαριάδη στην αρχηγία του ΔΣΕ από τον Αύγουστο του 1948 θα αναπολήσουν αργότερα την ηγεσία του ΕΛΑΣ, αντιλαμβανόμενοι τα αδύναμα σημεία της διοίκησης του αντάρτικου στρατού. Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, ο οποίος στη διάρκεια των Δεκεμβριανών ήταν γραμματέας της ΚΟ Αθήνας, χωρίς όμως να πολεμήσει ο ίδιος σε κάποιο οδόφραγμα, έγραψε ότι «αρχιστράτηγός μας, αρχηγός του ΔΣΕ, πλαισιωμένος από τον Ν. Ζαχαριάδη, τα πιο ικανά μέλη του ΠΓ καθώς και τους καλύτερους κομμουνιστές επαγγελματίες επιτελικούς αξιωματικούς μας, έπρεπε να είναι ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στέφανος Σαράφης. Αυτός είχε τεράστιο κύρος και μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες, που εις έδειξε στην περίοδο του ΕΛΑΣ».
Ο Γούσιας, αντιστράτηγος του ΔΣΕ, θα γράψει ότι ο Αρης Βελουχιώτης «με την έναρξη του δεύτερου ένοπλου αγώνα θα ήταν ο φυσικός ηγέτης του Δημοκρατικού Στρατού», κάτι «που πολύ θα βοηθούσε».
Ο Βλαντάς με τη σειρά του θα γράψει ότι «το ζήτημα των στελεχών ήταν το πιο οξύ πρόβλημα» στον ΔΣΕ. «Μια που η ηγεσία του ΚΚΕ έδωσε εντολή στους μόνιμους αξιωματικούς να πάνε εξορία για να δείξει πρακτικά στον αντίπαλο ότι επιδιώκαμε ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, στον ΔΣΕ είχαμε πολύ λίγους μόνιμους αξιωματικούς. Αυτό το σχιζοφρενικό γεγονός ήταν πραγματικό έγκλημα σε βάρος των αξιωματικών του ΕΛΑΣ, σε βάρος του ένοπλου αγώνα μας».
Αλλά και ο Ζαχαριάδης στο τελευταίο του γράμμα προτού θέσει τέρμα στη ζωή του, στο Σουργκούτ της Σιβηρίας το καλοκαίρι του 1973, αναφέρθηκε «στον αθάνατο ΕΛΑΣ και τον δοξασμένο ΔΣΕ» που ενδεχομένως να σήμαινε ότι με τα χρόνια είχε επαναπροσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο το ζήτημα των αντρών και στελεχών του ΕΛΑΣ.
Αλλά και με τον Μπαρτζιώτα ο Βλαντάς είχε ορισμένες αντιθέσεις, οι οποίες φάνηκαν κατά τις επιθετικές επιχειρήσεις του ΔΣΕ την άνοιξη του 1949 για την ανακατάληψη στρατηγικών σημείων του Γράμμου. Στη διάρκεια εκείνων των μαχών, έγραψε ο Μπαρτζιώτας, «ήρθαμε σε σύγκρουση με τον Μ. Βλαντά. Αυτός ήθελε να επαναλάβει το κακό προηγούμενο των στρατηγών μας στη μάχη της Φλώρινας. Εδινε διαταγές χωρίς να με ρωτάει ενώ ήμασταν συνδιοίκηση. Μην ξέροντας τον δυτικό Γράμμο (το 1948 ο Βλαντάς είχε πολεμήσει στον ανατολικό Γράμμο) δεν έκανε καλή διάταξη των δυνάμεών μας κι εκεί που έπρεπε να τοποθετήσει ταξιαρχία έβαλε ένα αδύνατο λόχο, όπως π.χ. στη θέση-κλειδί Ταμπούρι στον Σμόλικα και γι’ αυτό μας πέταξε από τον Σμόλικα ο αντίπαλος στρατός. Δεν άκουγε τη γνώμη των διοικούντων των μεγάλων μονάδων (μεράρχων και ταξιαρχών) του Γράμμου που ήταν δυσαρεστημένοι μαζί του για την αυταρχική και όχι σωστή στρατιωτικά διαγωγή του, ανάρμοστη σε ένα λαϊκό επαναστατικό στρατό».
Στη διάρκεια της μεγάλης τελικής μάχης στον Γράμμο και το Βίτσι, τον Αύγουστο του 1949 ο Μπαρτζιώτας αναφέρει ότι ο Βλαντάς παρέσυρε τον Ζαχαριάδη σε σοβαρά λάθη.
«Στη διάρκεια της μάχης του Βίτσι –γράφει ο Μπαρτζιώτας– πήραμε στον Γράμμο δύο αλλοπρόσαλλες προτάσεις απ’ το ΓΑ (Βλάντας-Ζαχαριάδης) που μύριζαν εγκληματικό τυχοδιωκτισμό. Η πρώτη να κάνουμε ελιγμό προς τη Μουργκάνα και η δεύτερη να σηκώσουμε τις δυνάμεις απ’ τον Γράμμο και να επιτεθούμε από πίσω στο Βίτσι. Αν ακούγαμε τις προτάσεις αυτές (ο Βλάντας παρέσυρε στον τυχοδιωκτισμό του και τον Ζαχαριάδη) θα εξοντωνόταν ολοκληρωτικά ο μισός ΔΣΕ».
Ο Μπαρτζιώτας αναφερόμενος στην τελική υποχώρηση του ΔΣΕ άσκησε μια ορισμένη κριτική και προς τον Γούσια.
«Τη νύχτα της 29ης Αυγούστου του 1949 –έγραψε ο Μπαρτζιώτας– με τη βοήθεια όλων των στελεχών του ΔΣΕ και ιδιαίτερα των μελών της ΚΕ του ΚΚΕ περάσαμε στην Αλβανία οργανωμένα. Γράφω τις παραπάνω γραμμές, γιατί ο Γούσιας, εντελώς ανεύθυνα και με τη συνηθισμένη του καυχησιολογία, λέει στο βιβλίο του ότι, από τα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ, μόνο αυτός με τον Ν. Ζαχαριάδη έμειναν στον Γράμμο ως την τελευταία στιγμή και μάλιστα, ενθάρρυνε τον Ζαχαριάδη που έδειξε σημάδια για αυτοκτονία». 9
Τελικά οι δυνάμεις του ΔΣΕ που ήταν στο Βίτσι και στον Γράμμο πέρασαν στην Αλβανία, ενώ οι αντίστοιχες μικρότερες δυνάμεις στην κεντρική, ανατολική Μακεδονία και Θράκη βρήκαν καταφύγιο στη Βουλγαρία.
Η ηγεσία του ΚΚΕ βρέθηκε πλέον στον χώρο επιρροής της Σοβιετικής Ενωσης. Οι άντρες και οι γυναίκες του ΔΣΕ διαμοιράσθηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές λαϊκές δημοκρατίες και ένα μεγάλο τμήμα αυτών έφτασε στη Σοβιετική Ενωση, στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, την Τασκένδη.
Στις αρχές του 1950 ως έδρα της ηγεσίας του ΚΚΕ ορίστηκε η Ρουμανία και έτσι ειδοποιήθηκαν όλα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής τέλη Απριλίου να φύγουν για το Βουκουρέστι εγκαταλείποντας την Τασκένδη. Ηταν η περίοδος οπου μεταξύ της ηγεσίας του ΚΚΕ, και ιδιαίτερα μεταξύ του Ζαχαριάδη και των Σοβιετικών, έχουν αρχίσει να υπάρχουν κάποια προβλήματα. Στην 3η συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, τον Οκτώβριο 1950, δεν παρουσιάστηκε σοβιετι
κή αντιπροσωπεία. Ενώ παράλληλα είχαν αρχίσει ν’ αμφισβητούν την ηγεσία Ζαχαριάδη ανώτερα στελέχη όπως οι Παρτσαλίδης, Καραγιώργης, Βαφειάδης. Αλλά τελικά απομονώθηκαν προσωρινά.
Ενα από τα κεντρικά καθήκοντα που έθεσε η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν η αναδιοργάνωση των παράνομων κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα με τη μυστική αποστολή στελεχών στο ελληνικό έδαφος. Μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του τον Μάρτιο του 1952 στάλθηκε μυστικά στην Ελλάδα ο Γούσιας.
Γούσιας: «Αρχές ’43 ξαναβρέθηκα στην Ελλάδα»
«Το φθινόπωρο του 1952 –έγραψε ο Γούσιας– στείλαμε σιγά σιγά μια σειρά στελέχη στην Ελλάδα και στις αρχές του χειμώνα κατέβηκα κι εγώ. Υστερα από πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους κατόρθωσα στις αρχές του 1953 να βρεθώ στην Αθήνα». Ο Γούσιας κατέβηκε παράνομα δύο φορές στην Ελλάδα. Οπως είχε διηγηθεί στον γράφοντα η σύζυγός του, η οδοντίατρος Σοφία Παντελιάδου, σε μια από τις εισόδους ή εξόδους του από την Ελλάδα, ο μετρίου αναστήματος Γούσιας παρουσιαζόταν ως Ελληνοαμερικανός μ’ ένα μεγάλο πούρο στο στόμα, ταξιδιώτης σ’ επιβατικό πλοίο.
Η δεύτερη παράνομη κάθοδος του Γούσια στην Ελλάδα έγινε το 1955 καθώς στα τέλη Φεβρουαρίου έφθασε και πάλι στην Αθήνα. Ετσι δεν ήταν ενήμερος για τα γεγονότα της Τασκένδης που εκτυλίχθηκαν την ίδια χρονιά, λίγο αργότερα.
«Το φθινόπωρο του 1955 –έγραψε ο Γούσιας– ο ελληνικός Τύπος δημοσίευσε μακρές ανταποκρίσεις για συγκρούσεις των κομμουνιστών που ζουν στην Τασκένδη και για κρίση στην ηγεσία του ΚΚΕ. Εμείς θεωρήσαμε όλα αυτά σαν συκοφαντικές κατηγορίες του αστικού Τύπου και σαν τέτοιες. Για όλα όσα συνέβαιναν στο εξωτερικό εγώ δεν ήξερα απολύτως τίποτα, ούτε και με ενημέρωσαν».
Αυτός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της Τασκένδης ήταν ο Μήτσος Βλαντάς.
Στην Τασκένδη είχε παρουσιαστεί μια σοβαρή αντιπολίτευση που αμφισβητούσε την ηγεσία του ΚΚΕ. Ο Βλαντάς στάλθηκε εκεί για να αντιμετωπίσει τους αμφισβητίες που φαίνεται ότι είχαν την ανοχή των Σοβιετικών μετά τον θάνατο του Στάλιν. Στην Τασκένδη έφτασε και ο Ζαχαριάδης. Εγιναν συγκρούσεις με τραυματίες ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Τα γεγονότα της Τασκένδης ήταν ο προάγγελος της 6ης πλατιάς Ολομέλειας του ΚΚΕ στις αρχές του 1956, με τη συμμετοχή της Διεθνούς Επιτροπής, που αποφάσισε την απομάκρυνση του Ν. Ζαχαριάδη. Πριν αλέκτορα φωνήσαι οι τρεις στενοί του συνεργάτες, οι Μπαρτζιώτας, Βλαντάς και Γούσιας, παρόλο που στο βάθος ήταν υπό δυσμένεια, συμφώνησαν με τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας και καταδίκασαν γενικά τον Ζαχαριάδη. Ο Βλαντάς μαζί με τον Κολιγιάννη, μέλη του Πολιτικού Γραφείου μέχρι τότε, βρέθηκαν και στο προεδρείο της 6ης Ολομέλειας.
Ο Βλαντάς κατήγγειλε γραπτά ότι ο Ζαχαριάδης «μπορεί να ήταν και προβοκάτορας». «Αυτή τη σκέψη –αναφέρει ο Βλαντάς – διατύπωσα γραφτά στα 1956. Αναμφισβήτητα έκανα ένα χοντροκομμένο λάθος κυρίως γιατί έθεσα αυτό το ζήτημα στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και μάλιστα όταν αυτή τσαλαπατούσε το ΚΚΕ». Αλλά η στάση του απέναντι στον Ζαχαριάδη δεν θα τον γλιτώσει από τη διαγραφή του, λίγο αργότερα.
Μετά την 6η Ολομέλεια του 1956, οι Βλαντάς και Γούσιας παρέμειναν μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ. Ο Γούσιας είχε επιστρέψει στο ανατολικό μπλοκ από την Ελλάδα και σε συνομιλία του με στέλεχος άλλου κόμματος είπε ότι «εφόσον τα αδελφά κόμματα διαπιστώνουν λάθη από παλιά για τον Ζαχαριάδη εγώ δεν έχω να διαφωνήσω».
Τους Βλαντά, Γούσια, Μπαρτζιώτα και ορισμένους ακόμη τους μετέφεραν στην Τασκένδη για να περάσουν από τις «πολιτείες» των πολιτικών προσφύγων, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν τη νέα ηγεσία του ΚΚΕ που προέκυψε από την 6η Ολομέλεια. Σε ηγετικό επίπεδο ο Ζαχαριάδης είχε εγκαταλειφθεί, αλλά σε επίπεδο βάσης είχε ισχυρή υποστήριξη όχι μόνο στην Τασκένδη αλλά σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Είχε αποφασισθεί η διαγραφή από το κόμμα των μελών υποστηρικτών του Ζαχαριάδη. Σ’ αυτό διαφώνησαν οι Γούσιας, Βλαντάς, Μπαρτζιώτας κ.ά.
Η τελική διαγραφή του Ζαχαριάδη και του στενού ηγετικού πυρήνα περί αυτόν πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της 7ης Ολομέλειας του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο 1957.
Είναι ενδεικτική η θέση που κράτησε ο πρώην ηγετικός πυρήνας του ΚΚΕ στις προτάσεις διαγραφής του που έγιναν στην 7η Ολομέλεια: «Πρόταση καθαίρεσης του Ζαχαριάδη: την ψήφισε ο ίδιος, ο Μπαρτζιώτας, ο Βλαντάς, ο Βοντίτσος. Πρόταση καθαίρεσης του Βλαντά: την ψήφισε ο Μπαρτζιώτας, ο Βοντίτσος , την καταψήφισε ο Βλαντάς, ο Ζαχαριάδης δεν ψήφισε. Πρόταση καθαίρεσης του Μπαρτζιώτα: την ψήφισε ο Μπαρτζιώτας, ο Βλαντάς, ο Βοντίτσος, ο Ζαχαριάδης. Πρόταση καθαίρεσης του Βοντίτσου: Την ψήφισε ο ίδιος και ο Μπαρτζιώτας, ο Ζαχαριάδης και ο Βλαντάς δεν ψήφισαν». 10
Αναγκαστική συμβίωση στη Ρουμανία
Προτού ακόμη διεξαχθεί η 7η Ολομέλεια του ΚΚΕ οι Γούσιας και Βλαντάς, μαζί με τις οικογένειές τους, στάλθηκαν από το Βουκουρέστι στην πόλη Ρομάν της Ρουμανίας. Οι δύο αντίπαλοι της πρώην ηγεσίας του ΚΚΕ έγιναν τώρα συγκάτοικοι. Λίγο καιρό μετά, την 1η Δεκεμβρίου 1956, μεταφέρθηκαν σε μια άλλη «πολιτειούλα» από τους Ρουμάνους, στο Ρίμνικου Βίλτσεα.
«Εκεί εγκατασταθήκαμε οι δύο οικογένειες σε ένα μεγάλο σπίτι. Πήρε από δύο δωμάτια κάθε οικογένεια, είχαμε και ένα μεγάλο σαλόνι που εκεί τρώγαμε…».
Η οικογένεια Βοντίτσου έμεινε εκεί από τον Δεκέμβριο 1956 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 1971.
Οι τάσεις ανεξαρτησίας του ρουμάνικου ΚΚ απέναντι στη Σοβιετική Ενωση έδωσαν ευκαιρία στον Βλαντά να φύγει σιδηροδρομικά για τη Γαλλία τον Οκτώβριο του 1967 και λίγο αργότερα τον ακολούθησε η οικογένειά του. Ο ίδιος αναφέρει ότι «η ρήξη μεταξύ Σοβιετικής Ενωσης-Κίνας διευκόλυνε τη ρουμανική ηγεσία να φύγουμε στη Γαλλία».
Στο Παρίσι ο Βλαντάς είχε επαφές με τον συμπατριώτη του από την Κρήτη Κων. Μητσοτάκη (πατέρα) και δούλεψε στα πολυκαταστήματα FNAC. Ισως να γνωρίζονταν από τότε που ο Βλαντάς, τον Οκτώβριο 1944 , ήταν «προεδρεύων της Εθνικοαπελευθερωτικής Κυβέρνησης Κρήτης που σχηματίσθηκε από το ΕΑΜ και την ΕΟΚ».
Το 1975, μετά την πτώση της δικτατορίας ο Βλαντάς επέστρεψε στην Ελλάδα. Η γυναίκα του ονομαζόταν Ελένη Κασιμάτη, αδερφή του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Σταύρου Κασιμάτη. Ο Βλαντάς πέθανε το 1985 έχοντας αφήσει ένα συγγραφικό έργο με τις αναμνήσεις του. Είχε έναν γιο και μια κόρη όπως και ο Γούσιας.
Ο Γιώργος Βοντίτσος καταγόταν από την Ηπειρο και επέστρεψε στην Ελλάδα κατά τη μεταπολίτευση, μαζί με την οικογένειά του. Εμεινε αρχικά στην Καλλιθέα, όπου ο γραφών τον είχε επισκεφτεί στο σπίτι του. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1979. Εγραψε ένα δίτομο έργο με τις αναμνήσεις του.