Αναμνήσεις μαθητευόμενου τυπογράφου της «Πανσπουδαστικής»
«Με το που μπήκε το φθινόπωρο του ’73 και η δημοκρατική φοιτητική καρδιά άρχισε να χτυπάει πάλι δυνατά στην Αθήνα, ειδοποιηθήκαμε για την άμεση ανάγκη να λειτουργήσει εκεί που είχε τοποθετηθεί, αφού δεν είχε βρεθεί στο μεταξύ άλλη λύση»
Για το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, τις οργανώσεις του, τα πρόσωπα, τις εκδηλώσεις κ.λπ. έχουν γραφεί και ειπωθεί σχεδόν τα πάντα όλα αυτά τα χρόνια. Εδώ έχουμε να κάνουμε με προσωπικές στιγμές, που αντιστέκονται στην «απώλεια μνήμης λόγω ηλικίας» και φιλοδοξούν απλώς να προκαλέσουν ένα χαμόγελο σε κάποιον που θα τις διαβάσει ένα κυριακάτικο απόγευμα.
Το καλοκαίρι του 1973 που περάσαμε στο ηλιόλουστο διαμέρισμα ψηλά στα σκαλάκια στα Εξάρχεια – Λυκαβηττό ήταν αρκετά παράξενο. Κάποιες μνήμες δεν σβήνουν με τίποτε από τον σκληρό δίσκο. Οι ελάχιστες αλλά με τεράστια ψυχική και πνευματική ένταση επισκέψεις του καθοδηγητή. Οι τηγανητές μελιτζάνες και κολοκύθια που μαγειρεύτηκαν με τις οδηγίες του Κώστα αφού ήταν το φαΐ της πατρίδας του, της Ηλείας. Η εντατική αυτομόρφωση με το «Κεφάλαιο» και άλλα που μας είχε εφοδιάσει. Η ταλαιπωρία του Σταύρου, του πληθωρικού συντρόφου-συνδέσμου, που έπρεπε να σκαρφαλώνει στα σκαλοπάτια με τον καύσωνα. Καμιά απολύτως έξοδος, ούτε μέρα ούτε νύχτα. Οι συζητήσεις και τα τραγούδια της Αντίστασης από τους φίλους αρχιτέκτονες του πρώτου ορόφου.
Που φυσικά δεν είχαν ιδέα ότι στον τρίτο τα άκουγαν από τον φωταγωγό οι δύο φοιτητές που κρύβονταν, στην παρανομία, ερασιτέχνες αλλά έμπειροι πλέον τυπογράφοι.
Πίσω στο 1972, ενώ φούντωνε το μαζικό κίνημα στο Πολυτεχνείο, το πανεπιστήμιο και στις άλλες σχολές, η συνειδητοποίηση του ρόλου του Τύπου στην ενοποίηση και στον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό του φοιτητικού κινήματος οδήγησε στη πρωτοβουλία για την έκδοση της «Πανσπουδαστικής». Η απόφαση αυτή φυσικά στηρίχθηκε στην επέκταση των παράνομων οργανωμένων δυνάμεων της ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ. Οι δυνάμεις αυτές όμως δεν είχαν καμιά εμπειρία στο αντικείμενο –το στήσιμο και τη λειτουργία ενός παράνομου τυπογραφείου–, με ό,τι αυτό σήμαινε.
Αποφασίστηκε λοιπόν η «απόσυρση» κάποιων φοιτητών, μελών της Αντι-ΕΦΕΕ και της ΚΝΕ, από την πρώτη γραμμή του μαζικού φοιτητικού κινήματος ώστε να τους ανατεθεί το στήσιμο ενός παράνομου εκδοτικού
μηχανισμού, του παράνομου τυπογραφείου της «Πανσπουδαστικής». Σε όλο τον καθοδηγητικό μηχανισμό υπήρχε παντελής έλλειψη γνώσης και πείρας στο θέμα. Ξεκινήσαμε φυσικά με τη διάθεση κάποιων οικονομικών μέσων και με βάση τον ενθουσιασμό και την προθυμία για πρωτοβουλίες.
Το πρώτο που σκεφτήκαμε ήταν να απευθυνθούμε σε ενεργούς επαγγελματίες του κλάδου που ήταν γνωστοί για το αριστερό τους παρελθόν για να μάθουμε τι και πώς πρέπει να κάνουμε. Είχαμε μάλιστα και την υπόδειξη ενός τυπογραφείου όπου με κάποια εμπιστοσύνη θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε για βοήθεια. Τότε ακόμη λειτουργούσαν αρκετές τέτιες μικρές επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα και την Αθήνα, σαν επαγγελματικές δραστηριότητες σε οικογενειακή βάση, κυρίως με την τεχνολογία της λινοτυπίας, αλλά και με την παλιά στοιχειοθεσία στο χέρι. Και αντίστοιχα υπήρχαν και καταστήματα που προμήθευαν όλα τα απαραίτητα στον κλάδο.
Δυο τυπογράφοι, παλιοί Λαμπράκηδες, ψηλά στην Τοσίτσα
Ενα ωραίο πρωί πήγαμε στο τυπογραφείο αυτό. Βρισκόταν ψηλά στην οδό Τοσίτσα, ανεβαίνοντας αριστερά. Ηταν ένα τυπογραφείο με μια λινοτυπική μηχανή και φυσικά με όλα τα απαραίτητα που έπρεπε να υπάρχουν για στοιχειοθεσία στο χέρι. Ανήκε σε δυο αδέρφια, Κρητικούς, παλιούς Λαμπράκηδες που, όπως ενημερωθήκαμε και καταλάβαμε, δεν ήταν τότε (τέλη 1971, αρχές 1972) οργανωμένοι σε κάποια παράνομη αντιστασιακή οργάνωση.
Χρειάστηκαν κάποιες ώρες συζητήσεων για να μπούμε στο ψητό. Θυμάμαι πάντα με μεγάλη νοσταλγία και αγάπη αυτές τις συζητήσεις και ιδιαίτερα το ένα από τα αδέρφια που μας βοήθησε. Δυστυχώς η τύρβη των μεταπολιτευτικών χρόνων δεν μου επέτρεψε να τους αναζητήσω. Και όταν το έκανα ήταν αργά. Η επιχείρηση του τυπογραφείου είχε κλείσει και δεν μπόρεσα να βρω κανένα ίχνος του ιδιοκτήτη. Μακάρι κάποιος δικός του να διαβάσει αυτές τις γραμμές. Ηταν πολύ θαρραλέα πράξη αυτό που έκανε, να εμπιστευτεί δυο παιδαρέλια μέσα στη χούντα.
Αφού μας κατατόπισε γενικά, καταλάβαμε τι εξοπλισμό χρειαζόμασταν και τι θα μπορούσε αυτός να μας προμηθεύσει. Το κυριότερο, το επίπεδο χειροκίνητο δοκιμαστικό πιεστήριο, δέχτηκε τελικά να μας το προμηθεύσει ο ίδιος. Προφανώς ήταν κάτι που δεν ήταν καταχωρημένο σε κάποια αρχεία ή άλλα παραστατικά και μπορούσε να το «εξαφανίσει» χωρίς να κινδυνεύει να προσδιοριστεί η προέλευσή του. Το τυλίξαμε σε χαρτόνια και το κατεβάσαμε στα χέρια (ασήκωτο, μολυβένιο και ογκώδες) κάποια μέτρα πιο κάτω στον κατήφορο της Τοσίτσα και το βάλαμε σε ένα… ταξί. Σε ένα στενό κάτω από την Πατησίων το κατεβάσαμε, το ταξί έφυγε και ήρθε ένας άλλος σύντροφος με άλλο ταξί και το παρέλαβε προς άγνωστη κατεύθυνση.
Τότε που το θράσος περίσσευε
Ακολούθησε η επίσκεψή μας σε ένα κατάστημα στην πλατεία Καρύτση για την προμήθεια του υπόλοιπου εξοπλισμού: τις απαραίτητες ποσότητες των στοιχείων, τις κάσες (ειδικά συρτάρια), ακόμη και (το θράσος περίσσευε) ειδικό ανοικτό αναλόγιο-συρταριέρα για τις κάσες. Προσποιηθήκαμε ότι δουλεύουμε σε μεγάλο τυπογραφείο και τα παίρνουμε για το μαγαζί. Ισως να ήμασταν και πειστικοί. Φυσικά όταν τα σκεφτείς εκ των υστέρων ήταν όλα πολύ ερασιτεχνικά καμωμένα. Βγήκαμε από το μαγαζί με δυο ασήκωτα δέματα με τα στοιχεία (μολυβένια) και τους όγκους από κάσες και το αναλόγιο. Κι αυτά τα διοχετεύσαμε με τον ίδιο τρόπο σε άλλο σύντροφο. Εδώ είχε τελειώσει η δουλιά μας.
Αργότερα, το φθινόπωρο του 1972, μας ειδοποιούν ότι κρίθηκε σκόπιμο να εγκατασταθεί το τυπογραφείο στη «γιάφκα» που συντηρούσαμε για άλλο σκοπό. Εφτασε ο εξοπλισμός και ξεκίνησε η… εκπαίδευση. Δύο ήταν τα δύσκολα στάδια της διαδικασίας: Το πρώτο ήταν η στοιχειοθεσία. Μια δουλιά που θέλει μνήμη, σταθερότητα, ταχύτητα και ορθοστασία. Δεύτερο, πώς θα γίνονται με τον ταχύτερο τρόπο το μελάνωμα και η εκτύπωση κάθε σελίδας. Τελικά, αν και αυτοδίδακτοι, φτάσαμε σε ένα ζηλευτό επίπεδο τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην ποιότητα. Ημασταν τρεις που λειτουργούσαμε το τυπογραφείο και προμηθευόμασταν το χαρτί και τα άλλα απαραίτητα υλικά. Ημασταν πολύ καλά δεμένη ομάδα, με καλές σχέσεις και πολλή όρεξη για δουλιά. Φυσικά το διαμέρισμα και το τυπογραφείο ήταν παράνομα και προστατευμένα, όμως εμείς ζούσαμε κανονικά την