Το οδυνηρό πέρασμα της Θεσσαλονίκης στο απριλιανό σκότος
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΘΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ 1962-67
Σημαντικές προσωπικότητες της τέχνης και της επιστήμης στελέχωναν την επιθεώρηση «Σπουδαστικός Κόσμος», την «Πανσπουδαστική» και την πνευματική κίνηση «Ροτόντα»
Τα χαράματα της 21ης Απριλίου 1967 οι εντεταλμένοι αξιωματικοί και αστυνομικοί, μυημένοι νωρίτερα στο σχέδιο πραξικοπήματος, αναζήτησαν στα σπίτια τους πολλούς επισημασμένους ή σεσημασμένους κατά τη γλώσσα της Ασφάλειας, με πρώτους και καλύτερους τους φοιτητές που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα για δημοκρατία και πνευματική ελευθερία.
Ανάμεσά τους οι πρωτεργάτες του πιο σπουδαίου και σοβαρού εκδοτικού εγχειρήματος στον πανεπιστημιακό χώρο, του «Σπουδαστικού Κόσμου», μιας επιθεώρησης που αποτέλεσε ορόσημο για τη νεολαιίστικη Αριστερά της Θεσσαλονίκης.
Ετσι από τους πρώτους που βρέθηκαν αιχμάλωτοι της χούντας ήταν ο Παντελής (Λάκης) Μακρής, φοιτητής τότε της Ιατρικής και ήδη ομότιμος καθηγητής της, που συνελήφθη τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, η Γιάννα Αληχανίδου, φοιτήτρια Νομικής, διευθύντρια της τελευταίας περιόδου της έκδοσης, ο Τάσος Δαρβέρης, φοιτητής Φυσικομαθηματικής, εκδότης, ο Ηλίας Μουτόπουλος της Πολυτεχνικής και άλλοι που συνελήφθησαν αργότερα.
Η χούντα μισούσε θανάσιμα την ενημέρωση και τη μόρφωση με την ευρύτερη έννοια, την ενασχόληση δηλαδή με την τέχνη, τη συγγραφή, την πνευματική δημιουργία. Γι’ αυτό και στο πρώτο μόλις βασιλικό διάταγμα που εξέδωσε φρόντισε να απαγορεύσει την έκδοση του «Σπουδαστικού Κόσμου» αλλά και της «Πανσπουδαστικής», καθώς και να διατάξει το κλείσιμο της φοιτητικής πνευματικής κίνησης «Ροτόντα» της Θεσσαλονίκης, μιας πνευματικής εστίας που μέχρι και σήμερα παραμένει ανεπανάληπτη.
Το 1962, έπειτα από κυοφορία δυο χρόνων περίπου, είχε κυκλοφορήσει το πρώτο φύλλο της δεκαπενθήμερης φοιτητικής επιθεώρησης «Σπουδαστικός Κόσμος», χωρίς ποτέ το «δεκαπενθήμερη» να επαληθευθεί, αφού η έκδοσή της στηριζόταν αποκλειστικά στην τρέλα και την αποκοτιά των πρωτεργατών της. Προ
ηγήθηκαν όμως της έκδοσης γεγονότα που εμπόδισαν την έγκαιρη –όπως είχε αρχικά αποφασιστεί– κυκλοφορία της. Την ιδέα της έκδοσης αυτής την είχε ο Παντελής Μακρής, ο επονομαζόμενος και «Σατανάς», παρά την αντίθετη άποψη της ηγεσίας της νεολαίας της ΕΔΑ, συζητώντας τη με τον Λάζαρο Παπαδόπουλο, επίσης φοιτητή Ιατρικής, κεντρώας προέλευσης αλλά με έντονες αριστερές αποκλίσεις, στο θρυλικό καφενείο Ντορέ της πλατείας του Λευκού Πύργου, παρουσία τις περισσότερες φορές και του φοιτητή της Γεωπονικής (Νίκου;) Καρανικόλα, που παρίστανε τον αριστερό ενώ ήταν άνθρωπος της Εθνικής Ασφάλειας, εφοδιασμένος με όλα τα τότε εξελιγμένα μέσα παρακολούθησης και καταγραφής, όπως για παράδειγμα λιλιπούτειο φορητό μαγνητόφωνο κρυμμένο στα ρούχα του. Την κατάλληλη λοιπόν στιγμή και ενώ θα άρχιζε να σχεδιάζεται η έκδοση, η ακροδεξιά εβδομαδιαία «Δράσις» –στα γραφεία της οποίας κατέφυγε ο Γκοτζαμάνης μετά τη δολοφονία Λαμπράκη– κυκλοφορεί με πρωτοσέλιδο τίτλο «Κομμουνιστές φοιτητές σχεδιάζουν την έκδοση εφημερίδας», δημοσιεύοντας όλες τις σχετικές συζητήσεις που είχε καταγράψει με το ειδικό μαγνητόφωνό του ο Καρανικόλας.
Οι σχεδιασμοί για την έκδοση παγώνουν και, παρά το γεγονός ότι η παρέμβαση της Εθνικής Ασφάλειας ήταν παραπάνω από ηχηρή και άμεσα απειλητική, συγκροτείται η συντακτική επιτροπή. Την αποτελούσαν οι Θανάσης Καράβατος, ήδη ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής και εκδότης του ψυχιατρικού περιοδικού «Σύναψις», Τάκης Κουλάνδρος, φοιτητής ΟΠΕ, Παντελής Μακρής, Ξενοφών Μαυραγάνης, Βαγγέλης Μεσδανίτης, φοιτητής Φιλοσοφικής, και Γιάννης Παναγιώτου, μακαρίτης πλέον καθηγητής Ψυχιατρικής στο Παρίσι. Διευθυντής ορίζεται ο Ξενοφών Μαυραγάνης, που είχε και την ευθύνη του κύριου άρθρου.
Δεν προλαβαίνει να κυκλοφορήσει το πρώτο αυτό φύλλο του «Σπουδαστικού Κόσμου» («ΣΚ») όταν στους πανεπιστημιακούς χώρους και γύρω απ’ αυτούς βρίσκεται τοιχοκολλημένη μια ανακοίνωση εθνικόφρονων φοιτητών η οποία καταγγέλλει ότι το φύλλο αυτό «χρηματοδοτείται από τη σοβιετική πρεσβεία» της Αθήνας, με την οποία είχε «άμεσες επαφές» η Χρυσούλα Ματατζή, συνεργάτιδα των κομμουνιστών παραγόντων του «ΣΚ». Εσπαγε το κεφάλι του ο καταγγελλόμενος Μαυραγάνης για να καταλάβει πια ήταν η φοβερή αυτή κομμουνίστρια, μέχρις ότου αντιλήφθηκε ότι ήταν η Σούλα, κοπέλα τότε και σύζυγος αργότερα του φίλου του Σπύρου Σακέττα που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, περνώντας τις μισές μέρες της στα πειθαρχεία.
Οι καταγγελλόμενοι αποτοίχισαν από κάποιο σημείο της πανεπιστημιούπολης τη συκοφαντική αυτή ανάρτηση, με κίνδυνο τουλάχιστον ξυλοδαρμού τους.
Στα δύο φύλλα που κυκλοφόρησαν τη χρονιά εκείνη δημοσιεύτηκαν κείμενα του Θανάση Καράβατου, που υπέγραφε ως Δημήτρης Θεοδώρου, και των Τάκη Κουλάνδρου, Βαγγέλη Μεσδανίτη, Γιάννη Παναγιώτου, Γιάννη Κύρου, μετέπειτα γνωστού σκηνογράφου-ζωγράφου (και αυτός πρόωρα χαμένος), σκίτσα του Αλέξη Κυριτσόπουλου, κριτικές κινηματογράφου, θεάτρου, ποίηση φοιτητών. Στο δεύτερο φύλλο δημοσιεύεται πρωτοσέλιδο και μέσα σε πλαίσιο άρθρο-απάντηση στις ψευδείς καταγγελίες με τίτλο «Οι ανώνυμοι». Οπου κυρίως διαψεύδονταν οι ισχυρισμοί της Ασφάλειας ότι ο «ΣΚ» είχε σοβιετική χρηματοδότηση.
Δεν έφτανε όμως η πίεση της ΕΚΟΦ και της Ασφάλειας, υπήρχε και η εκ των ένδον πίεση. Της νεολαίας της ΕΔΑ, που για δικούς της λόγους δεν ήθελε να εκτίθενται οι νεολαίοι της, παρόλο που το μοναδικό κομματικό μέλος της συντακτικής επιτροπής ήταν ο Μακρής. Γι’ αυτό και την επόμενη χρονιά αποφασίζεται (πώς και από ποιους δεν είναι και σήμερα ακόμη ξεκάθαρο) να διευρυνθεί η συντακτική επιτροπή με τους Γιώργο Βέλτσο και Γιάγκο Ανδρεάδη, κεντρογενείς και ήδη ομότιμους πανεπιστημιακούς καθηγητές, και να απομακρυνθεί ο εκτεθειμένος διευθυντής Μαυραγάνης, που όμως παραμένει μέλος της συντακτικής επι
τροπής, αφού σ’ αυτόν εξάλλου ανήκαν ο τίτλος και η ιδιοκτησία του περιοδικού.
Κωστής Μοσκώφ ή «Κυπριανός Κοτυωρίδης»
Χαρακτηριστικό της νέας περιόδου, κατά την οποία εκδίδονται τρία τεύχη, είναι η αναβάθμιση της εμφάνισης του περιοδικού που τυπώνεται σε καλύτερο χαρτί, ο σχεδιασμός του είναι πιο καλλιτεχνικός και προστίθενται ως συνεργάτες οι Κωστής Μοσκώφ που υπογράφει ως Κυπριανός Κοτυωρίδης, ο Γιώργος Λιάνης, φοιτητής του Χημικού, αργότερα βουλευτής και υπουργός του ΠΑΣΟΚ, που έχει την επιμέλεια των μαθητικών συνεργασιών, αποτελούμενων κυρίως από ποιήματα και μικρά διηγήματα, ο Αλκης Σαχίνης, φοιτητής Φιλοσοφικής που ασχολούνταν με την καλλιτεχνική φωτογραφία και πέθανε την εποχή εκείνη προτού ακόμη συμπληρώσει τα 22 του χρόνια, και ο πρόωρα χαμένος Βασίλης Καλλιπολίτης.
Η κυκλοφορία του «ΣΚ», που έχει πάρει ευρύτερη δημοκρατική κατεύθυνση, αυξάνεται σημαντικά, καλύπτοντας όλα τα θέματα που μπορεί να απασχολούν τους φοιτητές της εποχής: τρόποι διδασκαλίας, συνδικαλισμός, θέατρο, κινηματογράφος, λογοτεχνία.
Η συντακτική επιτροπή συνεδριάζει πολύ τακτικά και καταναλώνονται πολλές ώρες για την ποιοτική αναβάθμιση του περιοδικού. Η διαρκέστερη όμως και δυσκολότερη συνεδρίαση πραγματοποιείται όταν με τον θάνατο του βασιλιά Παύλου τίθεται θέμα αν η επόμενη έκδοση θα αναφέρεται στο γεγονός ή όχι. Επρεπε να καλυφθεί η είδηση, αλλά χωρίς θρηνωδίες και αγιογραφίες, με δεδομένο ότι οι συντελεστές του περιοδικού και οι αναγνώστες του δεν έτρεφαν φιλοβασιλικά αισθήματα. Κι ύστερα από μια δεκάωρη συνεδρίαση βρέθηκε η χρυσή τομή. Το επόμενο τεύχος θα κυκλοφορούσε με μια ολοσέλιδη φωτογραφία του Παύλου στο εσώφυλλο, με λεζάντα το όνομά του και τη διάρκεια της ζωής του: «Παύλος 1901-1964».
Μανόλης Αναγνωστάκης ή Μίνως Αμαριώτης
Το επόμενο ακαδημαϊκό έτος 1965, με διευθυντή και πάλι τον Μαυραγάνη, εκδίδεται ένα ακόμη τεύχος, με εξώφυλλο του ζωγράφου και λογοτέχνη Κώστα Λαχά, λογοτεχνικές κριτικές του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, που υπέγραφε ως Μίνως Αμαριώτης, κείμενα του αντιστασιακού Δημήτρη Δημητρίου (καπετάν Νικηφόρου), του γλωσσολόγου Γιάννη Καλεώδη, κινηματογραφικές κριτικές του Λάμπρου Παπαχρόνη, του Λάζαρου Μπελίτση για τον καθηγητή Αβροτέλη Ελευθερόπουλο, ποιήματα του τότε φοιτητή Ιατρικής Θεοτόκη Ζερβού, του Ανδρέα Στάικου, γνωστού θεατρικού συγγραφέα σήμερα, του Σάκη Παπαδημητρίου, σπουδαίου πιανίστα και μελετητή της τζαζ, και πολλών άλλων που αργότερα κατέκτησαν δεσπόζουσες θέσεις στην επιστήμη και την τέχνη.
Οι εσωτερικοί κλυδωνισμοί όμως της Αριστεράς δεν μπορούσαν να αφήσουν αλώβητο τον «ΣΚ», που μαζί με την «Πανσπουδαστική» για το ΕΚΠΑ και τον «Σπουδαστή» για το ΕΜΠ χαρακτηρίζονταν «πολύ έγκυρα έντυπα, που πολλές φορές η αρθρογραφία τους ξεπερνούσε σε ποιότητα ακόμη και επίσημα περιοδικά εκείνης της εποχής και σίγουρα τις εφημερίδες».
Οπως για παράδειγμα η καταγγελία από τον Δημήτρη Θεοδώρου (Θανάση Καράβατο) στο πρώτο τεύχος του «ΣΚ» ότι μια σειρά επιφυλλίδων του Ι.Κ. Δεδόπουλου ήταν λέξη προς λέξη αντιγραφή γαλλικών κειμένων των Ζαν Φορεστιέ και Κλοντ Βιμόν από το έργο του «Histoire de demain», που προκάλεσε και την οριστική διακοπή της συνεργασίας του με την «Καθημερινή».
Αυτοί λοιπόν οι κλυδωνισμοί εκδηλώθηκαν στη συνδιάσκεψη της Σπουδάζουσας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (ΔΝΛ) που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της οργάνωσης στην οδό Τσιμισκή, όπου τίθεται θέμα «ΣΚ», με τους Ξενοφώντα Μαυραγάνη και Λάζαρο Μπελίτση, φοιτητή Νομικής, να υποστηρίζουν τη γραμμή του ανοίγματος προς όλο τον δημοκρατικό πανεπιστημιακό χώρο και την τοπική ηγεσία της οργάνωσης να τίθεται υπέρ του πλέον καθαρού αριστερού προσανατολισμού. Η συζήτηση είναι μακριά και ενίοτε οξεία και ο Τάκης Κουλάνδου, μέλος της συντακτικής επιτροπής, επικαλείται δημοσιεύματα του περιοδικού «Αναγέννηση» (που εκδιδόταν από την ομάδα Γιάννη Χοτζέα) επικριτικά για τις πολιτικές επιλογές της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, ενώ από την ηγεσία επιστρατεύονται οι Τάκης Μπενάς και Μίκης Θεοδωράκης, που έρχονται και γι’ αυτό τον λόγο στη Θεσσαλονίκη, αλλά τελικά λύση δεν βρίσκεται. Παρά ταύτα, όμως, άλλο τεύχος του «ΣΚ» δεν εκδίδεται, τη στιγμή που το περιοδικό, διακινούμενο χέρι με χέρι, πουλούσε 4.000 φύλλα, αριθμός εκπληκτικός για την εποχή, λόγω της διαφοράς απόψεων που υπάρχει πλέον και μέσα στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού,
που παρότι δεν ήταν όργανο της ΔΝΛ ούτε ιδιοκτησίας της, επηρεαζόταν από αυτήν.
Οταν ο «Ηλιος αρχηγός» ήταν κόκκινος
Παράλληλα με την έκδοση του «ΣΚ» λειτουργούσε, στεγαζόμενη μάλιστα στον ίδιο χώρο, ένα υπόγειο της οδού Σβώλου ή Πρίγκιπος Νικολάου ή Πολωνίας, η φοιτητική πνευματική κίνηση «Ροτόντα», με διοικητικό συμβούλιο τους Λάζαρο Μπελίτση (πρόεδρο), Βαγγέλη Μεσδανίτη, Τάκη Κουλάνδρου, Ξενοφώντα Μαυραγάνη, Κωστή Μοσκώφ και Γιάννη Παναγιώτου (μέλη). Το καταστατικό της «Ροτόντας» υπέγραφαν οι Τάκης Σιμώτας, Φιντίας Βελλίκης, Μαίρη Πίνιου, Νίκος Παπαμίχος, Στέφανος Ιωακειμίδης. Σε διοργανώσεις της «Ροτόντας» ακούστηκαν για πρώτη φορά, συνοδευόμενα από κιθάρα με εκτελεστή τον Διονύση Σαββόπουλο, τα θρυλικά πια τραγούδια του «Ηλιε κόκκινε αρχηγέ» (προτού διασκευαστεί σε «Ηλιε, ήλιε αρχηγέ»), «Συννεφούλα», «Μια θάλασσα μικρή», δόθηκαν διαλέξεις από σπουδαίους διανοητές της Θεσσαλονίκης ή εκκολαπτόμενους ανθρώπους της τέχνης, όπως ο φοιτητής τότε Βασίλης Παπαβασιλείου, αναγνώστηκαν ποιήματα της Μιμίκας (Μαριάννας) Δήτσα, μετέπειτα γυναίκας του Αγγελου Ελεφάντη, προβλήθηκαν ταινίες όπως «Ο στρατηγός Ντέλα Ρόβερε» του Ρομπέρτο Ροσελίνι και παραδόθηκαν διαλέξεις από τον περίφημο τότε κομμουνιστή διανοητή Ροζέ Γκαροντί, προτού στραφεί στον μωαμεθανισμό, που κλήθηκε από τη «Ροτόντα» τον Ιούνιο του 1964 στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, που μάλλον ειρωνικά αποκαλείται από την εξουσία των Αθηνών «συμπρωτεύουσα». Λόγω της πλούσιας δράσης της η «Ροτόντα» κλήθηκε από την πρυτανεία του ΑΠΘ να συνδιοργανώσει με αυτήν τη Φοιτητική Εβδομάδα του 1965. Και, φυσικώ τω λόγω, στο με αριθμό 1 ΒΔ της χούντας περιλαμβανόταν και η «Ροτόντα» στις διαλυόμενες οργανώσεις.
Την άνοιξη του 1966 κι ενώ όλα αυτά τα γεγονότα προκαλούν μια νεκρή περίοδο στην κυκλοφορία του «ΣΚ», ο Ξενοφών Μαυραγάνης στρατεύεται και μεταβιβάζει όλα τα επί του περιοδικού δικαιώματά του στη συντακτική επιτροπή, που εκείνη τη στιγμή αποτελούνταν από τους Γιάννα Αληχανίδου, Τάσο Δαρβέρη, Παντελή Μακρή, Ηλία Μουτόπουλο (φοιτητή Πολυτεχνικής) και Κωστή Μοσκώφ, τον μόνο που εξέφραζε τις απόψεις της ηγεσίας. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει μια νέα περίοδος του «ΣΚ», προσανατολισμένου προς την ΠΠΣΠ στην οποία ανήκε η πλειονότητα των μελών της συντακτικής επιτροπής. Στους συντάκτες του περιοδικού προστίθενται οι Αγις Τσάρας, Ηρακλής Γερόλυμπος, Ζήσης Γιαννιώτης (ψευδώνυμο του Λάμπρου Παπαχρόνη), Γιώργος Παναγιώτου, Κωστής Παπαϊωάννου, Κώστας Μπακιρτζής (μεταπολιτευτικά προβεβλημένος συνδικαλιστής του ΠΑΣΟΚ) και δημοσιεύονται κείμενα πολιτικού προβληματισμού του Δημήτρη Γληνού, της Ρόζας Ιμβριώτη και πολλών άλλων διανοουμένων της Αριστεράς, Ελλήνων και ξένων. Από τους παλιούς εξακολουθούν να συνεργάζονται οι Βαγγέλης Μεσδανίτης, Λάμπρος Παπαχρόνης και άλλοι.
Μετά τα γεγονότα αυτά η οργάνωση της Νεολαίας Λαμπράκη εξέδωσε στη Θεσσαλονίκη την «Πρωτοπορία» με εκδότη – διευθυντή τον Θεοτόκη Ζερβό και συνεργάτες τους Μάκη Τρικούκη και Κλεάνθη Γρίβα, που δεν ξεπέρασε το ένα και μοναδικό φύλλο.
Ο «ΣΚ» εκδίδεται πλέον ανελλιπώς μέχρι τον Μάρτιο του 1967, οπότε κυκλοφορεί το τεύχος 13-14.
Εναν μήνα αργότερα οι συνταγματαρχίσκοι καταλύουν τη δημοκρατία, με την αρωγή της αδέκαστης ελληνικής Δικαιοσύνης, της οποίας ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ονομάζεται «πρωθυπουργός», και τις ευλογίες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δίνοντας όρκο προ του Ιερωνύμου, πρωθιερέα των ανακτόρων που ανακηρύσσεται αρχιεπίσκοπος αναλαμβάνοντας τα ηνία της, αποπειρώνται με βασιλικά διατάγματα να ανακόψουν κάθε πνευματική διεργασία στα σπλάχνα της ελληνικής νεολαίας, που τους πολέμησε και τελικά τους νίκησε. * Νομικός-δημοσιογράφος-συγγραφέας. Εχει εκδώσει πέντε συλλογές διηγημάτων και το αφήγημα-ιστορική μαρτυρία «Εφτά και κάτι νύχτες», όπου περιγράφει τη δικτατορία όπως την έζησε ως στρατιώτης και δημοσιογράφος. Μέλος της ΕΣΗΕΜΘ και της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, τιμημένος με το βραβείο «Μαρκίδες Πούλιου» του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜΘ.
Παρ’ όλ’ αυτά, 60 χρόνια μετά και με γνώση της επίπονης και επώδυνης ιστορικής διαδρομής, σύντροφοι και συναγωνιστές του τότε, που έδωσαν μέρος της ζωής τους, σκέφτονται στο όνομα της καθαρότητας της αριστερής σκέψης να δώσουν την ευκαιρία στον Κυριάκο Μητσοτάκη, τον κληρονόμο και διαχειριστή πολλών σκοτεινών παραδόσεων, να γίνει πρωθυπουργός της χώρας.