Λογοκρισία σε διπλή παραλλαγή: «Μη γράψετε αυτό – γράψτε το άλλο»
Επί Μεταξά απαγορευόταν όχι μόνο κάθε πληροφορία που αποκάλυπτε την άσκηση προληπτικής λογοκρισίας αλλά και η εμφάνιση κενών στις στήλες των εφημερίδων. Η χούντα εισήγαγε το κόψιμο ειδήσεων αλλά και την υποχρεωτική δημοσίευση άλλων πληροφοριών
Στην Ελλάδα η λογοκρισία εμφανίστηκε ήδη από τα πρώτα αβέβαια βήματα του ανεξάρτητου κράτους, για να φτάσει στο απόγειό της την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, του Εμφυλίου και της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μέχρι την 4η Αυγούστου η λογοκρισία στη δημόσια έκφραση αντιλήψεων και ιδεών ήταν κυρίως κατασταλτική και εντασσόταν σε ένα πλαίσιο νομικών διατάξεων έκτακτων περιστάσεων –όπως η συνταγματική πρόβλεψη του 1911 περί καταστάσεως πολιορκίας– ή προάσπισης του κοινωνικού καθεστώτος, που θεσμοθετούσαν την αναστολή συλλογικών και ατομικών ελευθεριών στο όνομα της εθνικής ασφάλειας ή της καθεστηκυίας αστικής τάξης. Το μεταξικό καθεστώς εισήγαγε και συστηματοποίησε την έννοια της προληπτικής λογοκρισίας με βασικό μηχανισμό εφαρμογής της το υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού που συστήθηκε το 1936.
Σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, το υφυπουργείο αναλάμβανε τη διαφώτιση της κοινής γνώμης και τον έλεγχο όλων των εκδηλώσεων, «ίνα αύται ευρίσκονται εντός του πλαισίου των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών». Μετά τη σύσταση του υφυπουργείου ως μηχανισμού προπαγάνδας και διαφώτισης η δικτατορία –αλλά και οι κατοχικές κυβερνήσεις– συγκρότησε ένα νομικό πλαίσιο προληπτικής λογοκρισίας στον Τύπο, στις εκδόσεις, στον κινηματογράφο, στο τραγούδι και το θέατρο.
«Ο Τύπος τέθηκε υπό τον πλήρη έλεγχο του καθεστώτος, αφού με υπουργική απόφαση που εκδόθηκε μία μέρα μετά την επιβολή της δικτατορίας απαγορεύονταν οι δημοσιεύσεις για την ύπαρξη προληπτικής λογοκρισίας, για την ακρίβεια του βίου, οι αρνητικές κριτικές στο κυβερνητικό έργο κ.ά. Τον έλεγχο και τη χειραγώγηση του Τύπου ανέλαβε η Διεύθυνση Εσωτερικού Τύπου του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού». 1
Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο «νέον κράτος» ο δικτάτορας Μεταξάς είχε αναλάβει προσωπικά την εποπτεία της λογοκρισίας. Ετσι απαγορευόταν όχι μόνο κάθε πληροφορία που αποκάλυπτε την άσκηση προληπτικής λο
γοκρισίας αλλά ακόμη και η εμφάνιση λευκών κενών στις στήλες των εφημερίδων. Οι εφημερίδες υποχρεώνονταν να συμπληρώνουν τα δημιουργούμενα κενά «εκ των διαγραφών εις τας οποίας προέβαινε η υπηρεσία εποπτείας Τύπου». 2
Χούντα: Τιμωρία και της απλής αμέλειας – συλλογική ευθύνη συντάκτη, εκδότη
Οπως ήταν φυσικό, η λογοκρισία αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο της χούντας των συνταγματαρχών. Οι πραξικοπηματίες ανέστειλαν μεταξύ άλλων τις διατάξεις του άρθρου 14 του συντάγματος που κατοχύρωνε την ελευθερία του Τύπου. Παράλληλα τέθηκε σε ισχύ ο νόμος περί «καταστάσεως πολιορκίας» του 1912, που έδινε τη δυνατότητα απαγόρευσης της ανακοίνωσης ή δημοσίευσης πληροφοριών «καθ’ οιονδήποτε τρόπο, και διά του Τύπου» και της κατάσχεσης εφημερίδων και άλλων εντύπων. Το καθεστώς συνέστησε επίσης υπηρεσία λογοκρισίας για τον προληπτικό έλεγχο κάθε εντύπου πριν από την κυκλοφορία του και την απαγόρευση κάθε δημοσίευσης «υπονομευτικής» προς το έργο της κυβέρνησης. Παράλληλα, με την προληπτική λογοκρισία οι πραξικοπηματίες επιχείρησαν εξαρχής να φιμώσουν τον Τύπο με την τρομοκρατία (αυθαίρετο κλείσιμο εφημερίδων και δήμευση των περιουσιών τους) και τον εκβιασμό δημοσιογράφων και εκδοτών.
Την 1η Ιανουαρίου 1970 τέθηκε σε ισχύ ο νέος νόμος «περί Τύπου», αποτελούμενος από 101 άρθρα, που είχε εκδοθεί με τη μορφή διατάγματος στις 15 Νοεμβρίου 1969 (Ν.Δ. 346/1969). Αυτός ο νόμος σηματοδοτούσε την αύξηση των αξιόποινων παραβάσεων, σε συνδυασμό με την αυστηρότητα του ποινικού κολασμού των εν γένει αδικημάτων Τύπου. Οπως επισημαίνει ο Αλιβιζάτος, προέβλεπε μεταξύ άλλων «την τιμωρία [...] ακόμη και σε περίπτωση διάπραξής τους από απλή αμέλεια» (άρθρο 33 παρ. 1), «τη συλλογική ευθύνη τόσο του συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος όσο και του εκδότη και του αρχισυντάκτη της ενδιαφερόμενης εφημερίδας, ακόμη και αν το αδίκημα Τύπου είχε διαπραχθεί εν αγνοία των τελευταίων» (άρθρα 34 παρ. 1, 57), «την απαγόρευση της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιπτώσεων σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα Τύπου, καθώς και κάθε αναστολή της εκτέλεσης των καταδικαστικών αποφάσεων» (άρθρο 35 παρ. 1 και 3), «την απαγόρευση, σε περίπτωση υποτροπής, της μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές» (άρθρο 36), «τον αποκλεισμό των ενόρκων από την εκδίκαση των αδικημάτων του Τύπου» (άρθρο 37).
Η χούντα των συνταγματαρχών επέβαλε ένα καθεστώς λογοκρισίας που δεν ήταν μόνον «αρνητικό» αλλά και «θετικό» – με την έννοια ότι με μια σειρά υπουργικών αποφάσεων που εξέδωσε από το 1967 έως το 1968 η δικτατορία δεν αρκέστηκε να απαγορεύσει τη δημοσίευση κάποιων πληροφοριών αλλά κατέστησε υποχρεωτική τη δημοσίευση άλλων πληροφοριών επίσημων ή ημιεπίσημων. 3
Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε ούτε με την «άρση της λογοκρισίας», που συνοδεύτηκε τον Οκτώβριο του 1969 από το δρακόντειο νομοθετικό διάταγμα 346/1969, ούτε με την προοδευτική «άρση του στρατιωτικού νόμου» που συμπίπτει χρονικά με τη «φιλελευθεροποίηση» του χουντικού καθεστώτος το 1973, όταν για πρώτη φορά τέθηκαν σε ισχύ οι διατάξεις του δικτατορικού συντάγματος που αφορούσαν και την ελευθερία του Τύπου. Οι διατάξεις αυτές τέθηκαν σε εφαρμογή με την ισχύ του ψηφίσματος Ιουνίου-Ιουλίου 1973, για να ανασταλούν ξανά στις 17 Νοεμβρίου 1973, όταν κηρύχθηκε «κατάσταση πολιορκίας» λόγω της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. 4
Το χουντικό σύνταγμα διαφοροποιεί τις έννοιες «λαός» και «έθνος»
Η χούντα των συνταγματαρχών καθιέρωσε για πρώτη φορά στο κείμενο του τυπικού συντάγματος τη διάκριση της έννοιας «λαός» από την έννοια «έθνος». Ετσι «άπασαι αι εξουσίαι [πήγαζαν] εκ του Λαού», [υπήρχαν] υπέρ του Λαού και του Εθνους» (άρθρο 2 § 2 του δικτατορικού συντάγματος του 1968/1973). Δηλαδή όχι μόνο «υπέρ» της συγκεκριμένης και ζωντανής πραγματικότητας των πολιτών αλλά και «υπέρ» μιας έννοιας που τοποθετού
νταν πάνω από αυτήν των πολιτών και θα μπορούσε να την υποκαταστήσει. Η πρακτική της χρησιμότητα συνίστατο στο ότι μπορούσε να αποκλείσει από την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου οτιδήποτε χαρακτηριζόταν «αντεθνικό» από τους συνταγματάρχες.
Επίσης στο ίδιο κείμενο του χουντικού συντάγματος χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι ασαφείς και ακαθόριστοι νομικά όροι για τον περιορισμό των ελευθεριών του πολίτη. Εννοιες όπως ο «ηθικός νόμος» (άρθρο 9 § 1), η «ηττοπάθεια» (άρθρο 14 § 4), το «εθνικόν συμφέρον» (άρθρο 58 §1), τα «εθνικά ιδεώδη» (άρθρα 123 § 1, 130 § 1), «αι εθνικαί παραδόσεις» (άρθρο 130 § 1), το «εθνικό φρόνημα των Ελλήνων» (άρθρο 130 § 2) δημιουργούσαν ένα ακανθώδες πλέγμα γύρω από τα δικαιώματα του πολίτη. 5
Ταυτόχρονα ο συνταγματικός νομοθέτης συχνά παρέπεμπε για τη ρύθμιση θεμελιωδών συνταγματικών θεμάτων στον κοινό νομοθέτη. Τα αδικήματα του Τύπου χαρακτηρίστηκαν αυτόφωρα (άρθρο 14 § 6) και υπάγονταν πλέον στη δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων και όχι στα ορκωτά δικαστήρια, όπως συνέβαινε στο παρελθόν (άρθρο 111 § 3). Ταυτόχρονα ο νόμος όφειλε να καθορίσει «τις προϋποθέσεις εκδόσεως εφημερίδων ή άλλων πολιτικών εντύπων, τα προσόντα, τους όρους και τους δεοντολογικούς κανόνας ασκήσεως του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, ως και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων Τύπου» (άρθρο 14 § 11), ακόμη και τα οικονομικά τους τα οποία θα υπόκειντο σε υποχρεωτικό έλεγχο (άρθρο 14 § 12). 6
Απαγόρευση δημοσιευμάτων για ένοπλες δυνάμεις και μυστικές υπηρεσίες
Ο διαβόητος νόμος περί Τύπου (346/1969) περιλάμβανε 101 άρθρα που καθόριζαν την καταστολή των αδικημάτων του Τύπου. Προέβλεπε την τιμωρία ακόμη και σε περίπτωση απλής αμέλειας, επέβαλε τη συλλογική ευθύνη του συντάκτη, του αρχισυντάκτη αλλά και του ιδιοκτήτη του εντύπου, απαγόρευε την αναγνώριση ελαφρυντικών, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, τη μετατροπή της ποινής σε χρηματικό πρόστιμο, όπως συνέβαινε με όλα τα υπόλοιπα σχετικά ασήμαντα παραπτώματα, και απέκλειε τη συμμετοχή ενόρκων στην εκδίκαση των αδικημάτων Τύπου. Ενδιαφέρον έχει πως ο νόμος 346 έθετε στο απυρόβλητο τις ένοπλες δυνάμεις (άρθρο 50 § 1 ε), επιχειρώντας να καταστήσει το «στρατιωτικό στοιχείο» αυτόνομο, κυρίαρχο και σχεδόν «ιεροποιημένο» έναντι των άλλων πολιτικών θεσμών της χώρας. Επίσης έθετε στο απυρόβλητο τις μυστικές οργανώσεις και τις ελληνικές και ξένες υπηρεσίες πληροφοριών (άρθρο 50 § 1 δ) απαγορεύοντας να γραφεί οτιδήποτε για τους συμμετέχοντες σ’ αυτές και τον τρόπο δράσης τους, προκειμένου να κρατήσει στη σκιά το παρελθόν και το παρόν των συνταγματαρχών και των ξένων αφεντικών τους. Απαγόρευε, επίσης, όποια δημοσίευση μπορούσε να προκαλέσει «αναζωπύρωση των πολιτικών παθών» (άρθρο 52) γενικώς, καθώς και την εκμετάλλευση των πρακτικών της Βουλής (άρθρο 53 § 3), «η δημοσίευση των οποίων θεωρούνταν παραποιημένη ή ανακριβής και κατά συνέπεια κολάσιμη, αν γινόταν». 7
Οι λογοκριτές αρκετές φορές έπεφταν θύματα της εφευρετικότητας των δημοσιογράφων. Χαρακτηριστικό είναι ένα πασχαλινό πρωτοσέλιδο αθηναϊκής εφημερίδας. Ο λογοκριτής έδωσε σαν «υποχρεωτική» τη φωτογραφία της τριανδρίας Παπαδόπουλου, Παττακού, Μακαρέζου να τσουγκρίζουν αυγά. Ακριβώς κάτω από τη φωτογραφία ο αρχισυντάκτης τοποθέτησε τον τίτλο «Το τελευταίο Πάσχα της ζωής τους», ο οποίος αναφερόταν στους νεκρούς από τροχαία δυστυχήματα!
Το ευρύ φάσμα των επεμβάσεων και οι εσκεμμένα ασαφείς διατάξεις της ρύθμισης αυτής συνιστούσαν θανάσιμη παγίδα για κάθε δημοσιογράφο, ο οποίος, αποστερημένος από την κλασική αρχή του δικαίου «nullum crimen sine lege» (ουδέν αδίκημα άνευ νόμου) και υπό το καθεστώς της κρατικής τρομοκρατίας, προτιμούσε να αυτολογοκριθεί. Εκτός από την αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου για την καταστολή των αδικημάτων του Tύπου, το χουντικό καθεστώς άσκησε και οικονομικές πιέσεις στα εκδοτικά συγκροτήματα, όπως αποτυπώθηκαν μεταξύ άλλων στο περιεχόμενο του άρθρου 20 («χάρτης εφημερίδων»), με το οποίο επι
βαλλόταν για πρώτη φορά «εισαγωγικός δασμός» στο δημοσιογραφικό χαρτί. Εφημερίδες με μέση ημερήσια κυκλοφορία έως 25.000 φύλλα δεν επιβαρύνονταν με εισαγωγικό δασμό, ενώ αντίθετα προβλεπόταν κλιμακωτή επιβάρυνση: για κυκλοφορία 25.000-50.000 φύλλων ήταν 50%, για 50.000-75.000 ήταν 75%, για 75.000100.000 ήταν 90% και για πάνω από 100.000 ο φόρος αντιστοιχούσε στο 95% του κόστους του χαρτιού. Βασική επιδίωξη της διάταξης αυτής ήταν να τιμωρηθούν οι αντιχουντικές εφημερίδες, που είχαν μέση ημερήσια κυκλοφορία άνω των 25.000 φύλλων, αφού για να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος του δημοσιογραφικού χαρτιού θα έπρεπε να αυξήσουν την τιμή του φύλλου τους, την ώρα που οι φιλοχουντικές εφημερίδες θα συνέχιζαν να πωλούνται σε χαμηλότερη τιμή. 8
Η κατάργηση της λογοκρισίας από τη μεταπολίτευση
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας το 1974, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας αγνόησε τις ανελεύθερες διατάξεις της χούντας «ως αντιφάσκουσες προς τη διάταξη περί ελευθεροτυπίας του άρθρου 14 του συντάγματος του 1952», το οποίο είχε επανέλθει σε ισχύ. Επίσης καταργήθηκε η λογοκρισία στους στίχους των τραγουδιών (!), στα σενάρια των κινηματογραφικών ταινιών και στο θέατρο. Ως μεταβατική λύση, μέχρι την ολοκλήρωση της επεξεργασίας του νέου συντάγματος που επρόκειτο να διασφαλίζει ως βασικό δικαίωμα την ελευθεροτυπία καθώς και την ψήφιση ολοκληρωμένου νόμου περί Τύπου, προωθήθηκε προς ψήφιση ο νόμος 10/6.3.1975, που καταργούσε τον νόμο περί Τύπου του 1970 και άλλες σχετικές διατάξεις του νομικού καθεστώτος της δικτατορίας σε θέματα Τύπου, προκειμένου να πάψει να αναιρείται η ελευθεροτυπία και να καθίσταται επικίνδυνη η άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όπως αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση. 9
Η αλλαγή του πολιτειακού καθεστώτος και η εγκαθίδρυση προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα το 1974 συνοδεύτηκαν από την ελπίδα ότι ορισμένες τουλάχιστον αρχές όπως αυτή της ελευθεροτυπίας θα ήταν πλήρως κατοχυρωμένες. Παρ’ όλα αυτά, το σύνταγμα του 1975 διατήρησε τη δύσπιστη και περιοριστική διατύπωση του άρθρου 14 του συντάγματος του 1952. Ωστόσο, η μόνη διάταξη που δεν επαναλήφθηκε ήταν εκείνη που επέτρεπε τη λήψη διά νόμου ιδιαίτερων κατασταλτικών μέτρων «προς καταπολέμησιν της επικινδύνου εις το ήθος της νεότητος φιλολογίας». Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περιοριστικά για την ελευθερία του Τύπου μέτρα δεν εθίγησαν ούτε κατά τις αναθεωρήσεις του 1986, του 2001 και του 2008. Οι αναθεωρήσεις αυτές δεν περιλάμβαναν τολμηρές παρεμβάσεις για την αφαίρεση των διατάξεων που δεν συνάδουν με τον φιλελευθερισμό ενός ευνομούμενου δημοκρατικού κράτους. 10
Το άρθρο 14 του συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 27ης Μαΐου του 2008, απαγορεύει τη λογοκρισία και την κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων είτε πριν από την κυκλοφορία τους είτε ύστερα από αυτήν. Kατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία:
α) για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας
β) για προσβολή του προσώπου του προέδρου της Δημοκρατίας
γ) για δημοσίευμα που αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της χώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους
δ) για άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
Σε όλες τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο εισαγγελέας, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την κατάσχεση, οφείλει να υποβάλει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο και αυτό, μέσα σε άλλες είκοσι τέσσερις ώρες, οφείλει να αποφασίσει για τη διατήρηση ή την άρση της κατάσχεσης, διαφορετικά η κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως. Τα ένδικα μέσα της έφεσης και της