Αντισυνταγματική διάταξη
Καταρχήν η εγκαθίδρυση ακαταδίωκτου για την εκφορά άποψης και για την ψήφο σε απλώς γνωμοδοτικό όργανο μπορεί ενίοτε να αποτελεί δικαιοκρατικά ανεκτή επιλογή –υπό αυστηρές, βέβαια, προϋποθέσεις– ώστε να προστατεύεται επαρκώς η ελευθερία έκφρασης επιστημονικού λόγου από αθέμιτες στοχοποιήσεις. Μάλιστα παρόμοιες ρυθμίσεις δεν είναι άγνωστες στην ελληνική δικαιοταξία.
Από εκεί και πέρα, όμως, ξεδιπλώνεται η πραγματική εκτροπή:
• Η ρύθμιση εξαιρεί κατηγορηματικά ακόμη και τη δυνατότητα απλώς να εξεταστούν στο μέλλον τα συγκεκριμένα πρόσωπα από κάθε αρμόδια αρχή, δηλαδή ιδίως από εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς ή από εξεταστική επιτροπή της Βουλής. Θα είναι αδύνατο, συνεπώς, να αναζητηθεί και να ληφθεί μαρτυρία μέλους επιτροπής, ακόμη και στο πλαίσιο τυχόν διερεύνησης ευθυνών τρίτων, οι οποίες ως προς τη διαχείριση της πανδημίας προφανώς θα σχετίζονται με ύψιστο δημόσιο συμφέρον.
• Το πραγματικό βάρος προστασίας φαίνεται ότι αφορά κατά μείζονα λόγο συγκεκριμένα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού, η οποία στελεχώθηκε κατά βάση από κυβερνητικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες και συν τω χρόνω «υποκατέστησε» ως εισηγητικό όργανο την «επιτροπή των λοιμωξιολόγων». Εκεί μετέχουν δύο γενικοί γραμματείς του υπουργείου Υγείας, ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ και ο διοικητής του ΕΚΑΒ, οι οποίοι –αντίθετα με την πολιτική ηγεσία– δεν καλύπτονται από τις διατάξεις περί ευθύνης υπουργών. Εν ολίγοις, την ίδια στιγμή που λόγω της κυβερνητικής διγλωσσίας και της διάχυτης αποτυχίας των υγειονομικών μέτρων προκύπτει έντονο κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον για διαφάνεια ως προς τα πεπραγμένα των επιτροπών, η πανικόβλητη ΝΔ αφενός σπεύδει με δόλο να ρίξει βαρύ νομικό πέπλο σιωπής στο δικαίωμα ενημέρωσης, στην ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και την ίδια την αλήθεια, αφετέρου να προστατέψει σκανδαλωδώς δοτούς αξιωματούχους και την ίδια την κυβέρνηση.