Με τον Αλεν μεταβήκαμε στο πρότυπο του εύθραυστου αρσενικού
Μια συζήτηση με τον συγγραφέα και μεταφραστή της βιογραφίας του Αμερικανοεβραίου δημιουργού
Με τον ποιητή, συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργο-Ικαρο Μπαμπασάκη μπορείς να μιλήσεις για τα πάντα. Από τη μουσική, την πολιτική και τη λογοτεχνία μέχρι το σινεμά, την αστική κουλτούρα και τις ιστορικές πρωτοπορίες. Κυρίως όμως μπορείς να συζητήσεις γύρω από την ξεχωριστή περίπτωση του Γούντι Αλεν. Με αφορμή τη μετάφραση που έκανε στην πρόσφατη κυκλοφορία της βιογραφίας του Αμερικανοεβραίου σκηνοθέτη «Σχετικά με το τίποτα» από τις Εκδόσεις Ψυχογιός είχαμε μια κουβέντα που απλώθηκε φυσικά και σε άλλα πεδία.
Γνωρίζοντας πόσο καλά κατέχεις το γουντιαλενικό σύμπαν αναρωτιέμαι αν έμαθες κάτι νέο γύρω από εκείνον ή από τη ζωή του μέσω της συγκεκριμένης βιογραφίας.
Πάρα πολλά πράγματα, παρότι από την εφηβεία μου με τα πρώτα φιλμ που είδα, τις «Μπανάνες», το «Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία» κ.λπ., κόλλησα μαζί του και έβλεπα ό,τι σκηνοθετούσε και διάβαζα ό,τι έγραφε. Αρκετά από αυτά τα νέα είναι διασκεδαστικά, κάποια άλλα όμως είναι πιο σοβαρά. Ανακάλυψα ότι ενώ δεν του φαίνεται καθόλου, είναι τρομερός φαγάς. Διαβάζοντας όσα γράφει για το φαγητό φαντάζεσαι κάποιον σαν τον Φιλίπ Νουαρέ ή τον Ορσον Ουέλς. Τρώει μεγάλες ποσότητες και φαντάσου ότι ακόμη και στα 83 του που έγραψε τούτη την αυτοβιογραφία αφιερώνει πολλές σελίδες σε γεύματα, αγαπημένες του συνταγές, δείπνα σε γαλλικά ρεστοράν και μάλιστα έχει μια σπαρταριστή σεκάνς στην οποία διηγείται πως ενώ δεν έχει πάρει ποτέ του ναρκωτικά ή δεν πίνει πολύ αλκοόλ, του ήρθε ξαφνικά μια μέρα να γίνει σεφ! Μάλιστα προσέλαβε μια διάσημη σεφ των ΗΠΑ για να τον διδάξει και ενώ είχε αγοράσει όλα τα κατάλληλα σκεύη (μέχρι τον σκούφο και την ποδιά του μάγειρα), στο τέλος τα έκανε θάλασσα. «Δεν έχω αγχωθεί τόσο πολύ στη ζωή μου» γράφει χαρακτηριστικά. Ολο αυτό κράτησε δυο τρεις συνεδρίες και στη συνέχεια τα παράτησε.
Επίσης μου έκανε εντύπωση ότι αθλείται συστηματικά ακόμη και σε μεγάλη ηλικία παίζοντας τένις. Ενα άλλο που με εντυπωσίασε είναι πως επιμένει να λέει ότι δεν είναι διανοούμενος και το εννοεί. Οταν ήταν νέος διάβαζε γκανγκστερικά βιβλία και κόμικς και το όνειρό του ήταν να γίνει ταχυδακτυλουργός (είχε πάρει ένα εγχειρίδιο για να μαθαίνει κόλπα). Αρχισε να διαβάζει στην εφηβεία του όταν ερωτεύτηκε. Οι τύπισσες που τον τραβούσαν ήταν ψαγμένες και είχαν πάντα στον σάκο τους ένα βιβλίο (Κούντερα, Φρόιντ κ.ά.), οπότε αναγκάστηκε να διαβάσει όταν στα πρώτα ραντεβού έπεφτε διαρκώς σε γκάφες μη γνωρίζοντας κανέναν από τους συγγραφείς που ανέφεραν. Και ενώ τον φανταζόμουν ως παιδί μοναχικό και χω
«Ο Γούντι Αλεν είναι σαφέστατα μηδενιστής, δεν έχει καμιά ελπίδα για τη μεταθανάτια ζωή και μάλιστα αυτό είναι που τον έσωσε»
μένο στα βιβλία, αυτός ήταν ζιζάνιο που έκανε διαρκώς κοπάνες από το σχολείο. Ούτε κινηματογράφο σπούδασε, παρότι γράφτηκε στη σχολή. Γρήγορα τα παράτησε, καθώς προτιμούσε αντί για τα μαθήματα να πηγαίνει σινεμά για να βλέπει ταινίες.
Σε μια συνέντευξή σου ανέφερες ότι σε εντυπωσίασε η ειλικρίνειά του, «που σε κάποια σημεία πρέπει να ήταν αρκετά οδυνηρή». Για ποια σημεία μιλάς και πώς είσαι τόσο σίγουρος για την ειλικρίνειά του;
Καταρχάς, όταν εκφέρεται η αλήθεια γίνεται με έναν συγκεκριμένο τόνο. Ο πεπειραμένος αναγνώστης καταλαβαίνει αμέσως από κάποιο κείμενο που διαβάζει αν ο συγγραφέας κοροϊδεύει ή είναι ειλικρινής. Οπως ο αστυνομικός καταλαβαίνει από το βλέμμα τον ένοχο, έτσι κι εμείς οι συγγραφείς καταλαβαίνουμε από το ύφος της γραφής τον απατεώνα. Θα μπορούσε ο Αλεν να αποκρύψει πράγματα ή να τα αποφύγει, αλλά εκείνος επιμένει. Η ιστορία με τη Φάροου και η υπόθεση κακοποίησης της θετής κόρης της καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο του βιβλίου. Ισως για εκείνον που βρίσκεται πλέον σε μεγάλη ηλικία η υπόθεση αυτή να προσφέρει και ένα είδος κάθαρσης και έχει αποφασίσει να τα πει όλα, ασχέτως αν μας ικανοποιούν ή όχι. Διέπεται δε από πνεύμα που αγγίζει τα όρια του μηδενισμού και δεν έχει καμιά διάθεση να κρυφτεί. Ο περίφημος αθεϊσμός του («όχι μόνο δεν υπάρχει θεός αλλά άντε να βρεις υδραυλικό το ΣΚ») πίσω από τον κωμικό μανδύα του δείχνει έναν άνθρωπο που τον απασχολεί βαθιά η έννοια του θανάτου. Ο Αλεν δεν έχει ψευδαισθήσεις ούτε τον νοιάζει να κρυφτεί ή να κάνει ελιγμούς. Διαθέτει βέβαια το αβαντάζ του χιούμορ· λέει σκληρές αλήθειες με χιουμοριστικό τρόπο. Η μόνη φορά που δεν κάνει χιούμορ είναι στη γνωστή υπόθεση με τη σεξουαλική κακοποίηση της επτάχρονης Ντίλαν.
Τι πιστεύεις ότι συνέβη; Είναι ένοχος ή όχι;
Η θέση μου είναι απόλυτη, καθώς με αφορμή τη μετάφραση έψαξα διεξοδικά το συγκεκριμένο θέμα. Είδα στο γενεαλογικό δέντρο της Μία Φάροου αλλά και του Γούντι Αλεν στοιχεία που σε οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εξαιρετική αυτή ηθοποιός είναι σαφώς διαταραγμένος άνθρωπος. Μέσα στην οικογένειά της βρίσκουμε έναν ημιαποτυχημένο σκηνοθέτη ο οποίος κακοποιούσε τα παιδιά του, έναν αδερφό που αυτοκτόνησε, έναν άλλο αδερφό που είναι στη φυλακή για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και βιασμούς ανηλίκων, όπως επίσης το δικό της ιστορικό, σύμφωνα με το οποίο στις σχέσεις της συνήθως λειτουργούσε σαν γυναίκα-αράχνη· τόσο με τον Σινάτρα όσο και με τον Αντρέ Πρεβέν – η γυναίκα του δεύτερου έχει γράψει και τραγούδι για το πώς μια μικρή χαριτωμένη ήρθε και τους διέλυσε το σπίτι. Οπότε εάν κάποιος βάλει τα στοιχεία κάτω, συμπεραίνει ότι πρόκειται για μια ιστορία τρομακτικής ζήλιας και εκδίκησης που πυροδοτήθηκε μόλις η Φάροου έμαθε ότι ο σύντροφός της σύναψε σχέσεις με την ενήλικη θετή της κόρη, , που κρατά ακόμη όπως δείχνει και το τελευταίο ντοκιμαντέρ «Farrow v. Allen»το οποίο δεν έχω δει ακόμη.
Γιατί αρέσει τόσο πολύ το σινεμά του;
Επειδή είναι αυτοσαρκαστικός και μιλάει για τον εαυτό του με τρόπο που αφορά κι εμάς. Η ταύτιση αυτή είναι ευεργετική. Επειδή βλέπεις έναν άνθρωπο πλούσιο, διάσημο, πετυχημένο κ.ο.κ. να αποκαλύπτεται μπροστά σου και να δείχνει ότι σε μερικά πράγματα, απλά και καθημερινά, είναι χειρότερος από σένα. Οπως λένε και οι φιλόσοφοι, μπροστά στη δυστυχία του άλλου ανακουφιζόμαστε γιατί δεν είμαστε τόσο δυστυχισμένοι. Επίσης με το έργο του άγγιξε βαθιές ανθρώπινες πτυχές σε κρίσιμες ιστορικές εποχές. Από το πρότυπο του bigger than life άντρα τύπου Μπόγκαρτ ή Λάνκαστερ μεταβήκαμε στο εύθραυστο και αδύναμο αρσενικό. Κάτι που έγινε και στη λογοτεχνία από τον Φίλιπ Ροθ κ.ά. Στο σινεμά όμως πρώτος το έκανε ο Αλεν, βάζοντας στοιχεία της σλάπστικ κωμωδίας στην καθημερινότητα των ηρώων του με τρόπο απόλυτα απομυθοποιητικό αλλά και τρυφερό μαζί.
Ποια ταινία του αγαπάς περισσότερο;
To «Ζέλιγκ». Θεωρώ πως είναι η τομή στο έργο του. Παρότι οι περισσότεροι μιλούν για το «Μανχάταν», θεωρώ το φιλμ αυτό –μακράν η πιο πολιτική δημιουργία του– λέει μια συνταρακτική αλήθεια. Το να μιμείσαι τον άλλον χωρίς να έχεις τη δική σου φιλοσοφικοαισθητική ραχοκοκαλιά είναι κάτι πολύ επικίνδυνο γιατί μπορεί να σε παρασύρει μια μαζική κίνηση, μια συλλογικότητα που εύκολα να σε οδηγήσει π.χ. στον φασισμό. Γίνεσαι δηλαδή ένα μυρμήγκι σε μια ορδή που μπορεί να γίνει τρομακτικά απειλητική και επικίνδυνη.
Και ποια θεωρείς ότι ήταν η τελευταία πραγματικά σπουδαία ταινία του;
Με φέρνεις σε δύσκολη θέση γιατί πραγματικά μου αρέσουν όλες οι ταινίες του. Οπως με κάποια αγαπημένα συγκροτήματα περιμένεις πώς και πώς το νέο άλμπουμ τους ή με τον Φίλιπ Ροθ (που είναι κάτι αντίστοιχο με τον Αλεν, αν και δεν νομίζω ότι συμπαθούσε ο ένας τον άλλον) που ανυπομονούσα για το επόμενο βιβλίο του. Στην πραγματικότητα τις βλέπω όλες σαν να είναι η ίδια ταινία η οποία απλώς συνεχίζεται. Στήνει με ψηφίδες ένα σύνολο. Σαν να κάνει μια ταινία. Αλλωστε κάθε δημιουργός λένε ότι κάνει μόνο ένα έργο. Ο Γούντι Αλεν κάνει μια ανθρώπινη κωμωδία στον μεταβιομηχανικό πολιτισμό.
Γιατί πιστεύεις ότι ονόμασε «Σχετικά με το τίποτα» τη βιογραφία του;
Θα μπορούσε να την πει και «Το είναι και το μηδέν» αλλά τον πρόλαβε ο Σαρτρ. Είναι σαφέστατα μηδενιστής, δεν έχει καμιά ελπίδα για τη μεταθανάτια ζωή και μάλιστα αυτό είναι που τον έσωσε.