Πέρασα τη ζωή μου υποκύπτοντας στο πάθος της γραφής
Μια συζήτηση με τον συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του
ΟΒαγγέλης Ραπτόπουλος έγραψε την αυτοβιογραφία του μέσα σε 164 σελίδες και χώρεσε περισσότερα απ’ όσα θα κατάφερνε να χωρέσει κάποιος που θα έγραφε τα δεκαπλά. Χωρίς άγχος να αποδείξει κάτι, με λόγο ειλικρινή, υπογράφει ένα βιβλίο το οποίο αποτελείται από 36 κείμενα στα οποία χωράνε οι άνθρωποι της ζωής του, οι χαρές, οι απώλειες, οι σκέψεις που αφήνει το πέρασμα του χρόνου, αλλά και η αγάπη του για τα λαϊκά τουριστικά θέρετρα, ο πόνος που του προκαλεί το αυχενικό σύνδρομο, η ζωή που κέρδισε στο κολυμβητήριο, καθώς και η διαχείριση της επιτυχίας και της αποτυχίας. Μέσα από την επιλεκτική –όπως τη χαρακτηρίζει– αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ο,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» (Εκδόσεις Κέδρος), ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος καταγράφει εικόνες της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών. Ολα αυτά ήταν μια καλή αφορμή για συζήτηση.
Συχνά οι αυτοβιογραφίες στέκονται στις ιδιαίτερες πλευρές και στα βιώματα μιας προσωπικότητας προκειμένου να δώσουν έμφαση στη σπουδαιότητά της. Στη δική σας δεν υπάρχει κανένα τέτοιο άγχος. Πώς τα καταφέρατε;
Είναι θέμα επιλογής. Δεν είναι πάντα εύκολο να αποδεχτείς ότι είσαι ο μέσος άνθρωπος, ειδικά στους καλλιτεχνικούς χώρους. Κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι είναι ο Τσε Γκεβάρα. Κι εγώ πιο μικρός ήμουν μπερδεμένος σε σχέση με αυτό. Ωστόσο πάντα ένιωθα μια έλξη για τους πιο λαϊκούς ανθρώπους, όχι μόνο με την έννοια της καταγωγής, αλλά και του μέσου όρου. Δεν είχα ποτέ την ελιτίστικη πρόθεση να πηγαίνω κόντρα ή να εξέχω. Αυτό έχει να κάνει με τη λαϊκή συνοικία όπου μεγάλωνα, το Περιστέρι, είναι όμως και θέμα ιδιοσυγκρασίας. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και η τεκνοποίηση – εκεί ήταν ακόμη πιο συνειδητό.
Πώς γίνεται δηλαδή μια τέτοια επιλογή;
Φαντάζομαι ότι επέλεξα τη ζωή ενός μέσου ανθρώπου –αν όντως την επιλέγεις και δεν σε επιλέγει, αν δεν είναι στη φύση σου δηλαδή–γιατί με βόλευε να είμαι πιο απερίσπαστος και αφοσιωμένος στα γραπτά μου. Είμαι πλέον σε μια φάση που έχω πίσω μου πράγματα για να κοιτάξω και μπορώ να βγάλω κάποια συμπεράσματα. Ολο το βιβλίο έχει τέτοιο χαρακτήρα. Δεν ξέρω πώς θα ήταν αν το είχα γράψει 40 χρόνων. Δεν θα ήμουν τόσο αποφασιστικός και αποφασισμένος στα διάφορα που γράφω. Τώρα μπορώ να πω με σιγουριά ότι πέρασα τη ζωή μου υποκύπτοντας στο πάθος της γραφής. Αν στοιχειωδώς θέλω να είμαι έντιμος με τον εαυτό μου, αυτό είναι φως φανάρι ό,τι και να βαυκαλίζομαι.
Η ψυχοθεραπεία ήταν εκείνη που σας βοήθησε να αντιληφθείτε το μέγεθός σας σε σχέση με τον κόσμο γύρω σας;
Ναι, ή τέλος πάντων αυτό κατάλαβα εγώ. Ακόμη κι αν αυτός είναι ο στόχος της ψυχοθεραπείας, τον πρώτο καιρό που έκανα δεν το καταλάβαινα. Μπορεί να περάσει κάποιο διάστημα που κάποιος να μην το καταλαβαίνει. Το βιβλίο είναι με έναν τρόπο γέννημα της ψυχοθεραπείας που έκανα. Ενα είδος αναστοχασμού κάτω από το πρίσμα του οποίου είναι κοιταγμένα όλα τα πράγματα του παρελθόντος.
Δεν είναι παράδοξο ότι σε όλη μας τη ζωή προσπαθούν να μας πείσουν ότι είμαστε σπουδαίοι και μοναδικοί και μετά χρειάζεται να κάνουμε εσωτερική δουλειά για να δεχτούμε αυτό που μάλλον ξέραμε εξαρχής;
Είναι. Ειδικά αν ασχολείσαι με δημιουργικές δουλειές ή δουλειές οι οποίες οδηγούν στην αναγνωρισιμότητα –όπου ο εγωκεντρισμός χτυπάει κόκκινο–, είναι ακόμη πιο δύσκολο να κατανοήσεις και να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι κάτι ασήμαντο μέσα στο σύμπαν. Η συναίσθηση της ασημαντότητάς σου ωστόσο δεν χρειάζεται να σταθεί εμπόδιο στο να αντιμετωπίζεις τη δουλειά σου ως κάτι σπουδαίο. Προσωπικά μπορώ να τα διαχωρίσω και όταν τελειώσω αυτό που κάνω να σκεφτώ: «Ηρέμησε, δεν είσαι ο Αϊνστάιν».
Απελευθερωτικό δεν είναι αυτό;
Βεβαίως και είναι. Θα μπορούσα να αντιστρέψω το ερώτημα και να πω ότι η αλήθεια που μου λέτε πως υπάρχει στο βιβλίο είναι λυτρωτική, αλλά κι αυτή ταυτόχρονα είναι φιλόδοξη στάση. Δεν μπορείς να την υιοθετήσεις αν είσαι χαμηλών επιδιώξεων. Τέτοιες επιλογές δεν μπορούν να γίνουν αν δεν είναι στη φύση σου.
Παρότι η αυτοβιογραφία σας είναι σχετικά σύντομη από άποψη σελίδων, περιλαμβάνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σχετικά με τον Στίβεν Κινγκ. Είναι από τους αγαπημένους σας;
Σε παλαιότερα βιβλία μου έχω γράψει πιο εμπεριστατωμένα κείμενα για τον Κινγκ. Στο συγκεκριμένο αναφέρομαι στη ρετσινιά που μου κόλλησε όταν πριν από πολλά χρόνια είχα γράψει υπέρ του, την εποχή που οι λογοτεχνικοί κύκλοι στην Ελλάδα δεν τον εκτιμούσαν ιδιαιτέρως. Αυτό είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο εδώ.
Γιατί κάποιοι κύκλοι εξακολουθούν να απαξιώνουν τα βιβλία του Κινγκ;
Η πικρή αλήθεια είναι ότι, όσο κι αν τον αγαπάω, έχει και μια πλευρά σκουπιδαριού. Τα παραφυσικά φαινόμενα –αυτά που κι εγώ χρησιμοποίησα στο μυθιστόρημά μου «Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα»– ή τα πολτεργκάιστ και οι βρικόλακες είναι τα στοιχεία που κάνουν το λογοτεχνικό κατεστημένο και πολλούς σοβαρούς αναγνώστες να περιφρονούν τα γραπτά του, ακόμη πιο πολύ επειδή ο Κινγκ τα αντιμετωπίζει σοβαρά. Η πλευρά του αυτή συγγενεύει με όσους τα πιστεύουν, τους «ψεκασμένους» που θεωρούν ότι οι βρικόλακες και τα UFOs υπάρχουν στην πραγματικότητα. Από την άλλη όμως δεν μπορείς να μη δεις ότι πρόκειται για ένα μεγαθήριο, για έναν σπαρταριστό αφηγητή. Δεν μπορείς να αγνοήσεις ότι κάπου εκεί μέσα υπάρχει κάτι που λάμπει σαν χρυσός. Ο Κινγκ προκειμένου να προσδώσει ρεαλισμό στα συχνά βλακώδη θέματά του κάνει τέτοιες κοινωνικές τοιχογραφίες και απεικονίσεις που λες τύφλα να ’χουν ο Στάινμπεκ και ο Ντίκενς.
Συμβαίνει λιγότερο από παλιά, ωστόσο εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως λογοτεχνία μόνο η υψηλή λογοτεχνία και όλα τα άλλα να πετιούνται στο βαρέλι της παραλογοτεχνίας.
Αυτό είναι μεγάλο ζήτημα. Στο βιβλίο μου «Η δική μου Αμερική» έχω ασχοληθεί με το θέμα, παίρνοντας παραδείγματα pulp λογοτεχνίας. Το pulp γενικά, από τον ύστερο 20ό αιώνα και μετά, γνώρισε μια αξιολογική άνοδο φτάνοντας σχεδόν στο επίπεδο της υψηλής τέχνης. Η καθίζηση αξιών που υπάρχει στη Δύση με τον καταναλωτισμό και την εμπορευματοποίηση των πάντων απέδειξε ότι η λαϊκή τέχνη έχει περισσότερη ζωή από εκείνη που υποδύεται ότι έχει υψηλές αξίες, οι οποίες όμως δεν έχουν αντίκρισμα στην κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι στις μέρες μας ο Μπομπ Ντίλαν πήρε Νόμπελ.
Ωστόσο, παρότι υπάρχει καθίζηση αξιών ζούμε την εποχή της πολιτικής ορθότητας. Αν ο Μπουκόφσκι ξεκινούσε σήμερα, θα μπορούσε να εκδώσει εύκολα τα βιβλία του;
Μπορείς να εκδώσεις βιβλία. Ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Τύπο. Αν σας έδινα να τυπώσετε στην εφημερίδα, που υποτίθεται ότι τα πράγματα λέγονται πιο χύμα από ένα βιβλίο, σελίδες από τη «Λεσβία» ή τη «Λούλα» μου, ίσως και να μην τις βάζατε. Αν προσπαθούσα να διαβάσω τις σελίδες αυτές στο ραδιόφωνο, το σίγουρο είναι ότι θα μου τις έκοβε το ΕΣΡ. Σε τομείς που υπερηφανεύονται για την ελευθεροτυπία τους το πορνό εξακολουθεί να είναι σκανδαλιστικό υλικό. Η λογοτεχνία είναι από τους λίγους πνευματικούς χώρους στους οποίους μπορεί να βρει καταφύγιο. Κάπου διάβαζα ότι τα πορνοσάιτ καταλαμβάνουν το 80% της θέασης στο διαδίκτυο. Αυτό δεν βγαίνουν να το πουν καθαρά όμως, διότι αποδεικνύει την πλήρη απαξίωση των ενημερωτικών σάιτ. Δεν ξέρω πώς μετριέται ο χρόνος που κάποιος περνάει στο ίντερνετ, αλλά αν αυτό ισχύει μπορεί να αποτελεί την αόρατη πλευρά του παγόβουνου. Στη λογοτεχνία όλο αυτό πού είναι; Μου φαίνεται τρέλα ότι στην Ελλάδα είναι τόσο λίγα τα γραπτά που περιλαμβάνουν το σεξ.
Και στη λογοτεχνία αλλά και στο θέαμα πιο εύκολα δεν συναντά κανείς έργα που αφορούν εγκλήματα παρά που αναφέρονται στο σεξ;
Αυτό επίσης είναι μεγάλη συζήτηση. Ο Πετρόπουλος έχει αναλύσει διεξοδικά το θέμα της πορνογραφίας και έχω βρει καταφύγιο στα κείμενά του – και στην «Ιστορία της καπότας» και σε άλλα βιβλία του τα λέει πολύ ξεκάθαρα. Πρόκειται για χαρακτηριστικό της εποχής μας, πέραν της ιδιοσυγκρασίας του καθενός ως αφηγητή. Αυτό που κατάλαβα πολύ καθαρά και από τον Πετρόπουλο και απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας είναι ότι ζούμε αυτό που εκείνος αποκαλεί «θρίαμβο της πορνογραφίας». Το σεξ αυτήν τη στιγμή είναι τελείως απομαγεμένο. Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο απελευθερωμένοι, αλλά και ποτέ άλλοτε δεν ήταν σε έκλειψη ο ίδιος ο έρωτας και το ίδιο το σεξ.
«Πάντα ένιωθα μια έλξη για τους πιο λαϊκούς ανθρώπους, όχι μόνο με την έννοια της καταγωγής, αλλά και του μέσου όρου. Δεν είχα ποτέ την ελιτίστικη πρόθεση να πηγαίνω κόντρα ή να εξέχω»