Το φάντασμα από το παρελθόν
Η δυστοπία του νεοφιλελευθερισμού, οι φασματικές παρουσίες περασμένων καιρών, ένας μη-τόπος και η διεκδίκηση καλύτερου μέλλοντος
ΟΤόμας Μορ στην «Ουτοπία» του (1516) περιέγραφε μια ιδανική πολιτεία σε ένα μακρινό απομονωμένο νησί. Οσοι ζούσαν εκεί εργάζονταν μόλις έξι ώρες την ημέρα και αν σε αυτές προσθέταμε τις οκτώ του ύπνου, έμεναν δέκα γεμάτες ώρες που αξιοποιούσαν καταπώς ήθελαν για διάβασμα, μουσική και αθλητισμό – για την προσωπική τους συγκρότηση και ψυχαγωγία. Αν και δεν υπήρχαν τότε νεοφιλελεύθεροι να ανησυχήσουν για τις επιπτώσεις στην παραγωγή, ο Τόμας Μορ διαβεβαίωνε πως παρότι λιγοστές, οι ώρες εργασίας εξασφάλιζαν τα αναγκαία για την άνετη διαβίωση όλων. Αρκούσαν διότι κανείς δεν έμενε αδρανής, είχαν εξαλειφθεί πλήρως τα κάθε λογής παράσιτα της κοινωνίας. Ενώ όπου το χρήμα υπεραξιώνεται, έγραφε, «εφευρίσκονται πολλά μάταια και περιττά επαγγέλματα, που δεν εξυπηρετούν παρά μόνο την εξοργιστική πολυτέλεια».
Θα ήταν ασφαλώς αδόκιμο να υποθέταμε πως ο πρωθυπουργός είχε κατά νου τον Τόμας Μορ όταν δήλωνε ότι για το ελαστικό ωράριο που προτίθεται να θεσπίσει «συνομιλεί με τον υπαρκτό κόσμο της εργασίας και όχι με ένα φάντασμα που έρχεται από το παρελθόν». Θα ήταν κάπως βέβηλο να χαρακτηρίσει φάντασμα έναν άγιο της Καθολικής Εκκλησίας. Αλλωστε η «Ουτοπία» του ήταν ανύπαρκτη – γι’ αυτό και την ονόμασε ου-τοπία.
Η Ουτοπία ωστόσο υπάρχει και αναδύεται από τη θάλασσα του πιθανού ενόσω ταξιδεύουμε προς αυτήν. Υπάρχει ως ενδεχόμενο ή έστω ως μακρινός φάρος που προσανατολίζει την πορεία μας. Και αυτό, σαν από ταξικό ένστικτο, το ήξεραν οι χιλιάδες εργάτες που κατέβηκαν στους δρόμους του Σικάγου τρεις αιώνες αργότερα τραγουδώντας «eight hours for work, eight hours for rest, eight hours for what we will» – «οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες ανάπαυση, οκτώ ώρες ψυχαγωγία» θα ταίριαζε να το αποδώσουμε. Στον 19ο αιώνα, όταν η βιομηχανία της Δύσης στήθηκε πάνω στα εξοντωτικά ωράρια, η Ουτοπία ήταν η ηχώ από το μακρινό παρελθόν, η επίμονη υπενθύμιση, η πρό(σ)κληση για τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Στην πρό(σ)κληση αυτή απάντησαν οι μαχητικοί σοσιαλιστές που έφτασαν στο Παρίσι απ’ όλη
Αντίβαρο στη συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας, αντίσταση στον ευτελισμό του πολιτικού βίου, λόγος ενάντιος στη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου σε όλες τις μορφές του
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θεμελίωσε ένα νομοθετικό πλέγμα για την προστασία της μισθωτής εργασίας. Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι αξιοποιούν την πανδημία για να ξηλώσουν όσα εκείνος θεμελίωσε
την Ευρώπη στις 14 Ιουλίου του 1889 για να γιορτάσουν τα εκατόχρονα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γιόρτασαν συγκροτώντας εκεί τη Δεύτερη Διεθνή, ώστε να δώσουν στο εμβληματικό τρίπτυχο της επανάστασης το πλήρες νόημά του. Διότι γνώριζαν πως η ελευθερία παραμένει ανάπηρη δίχως ισότητα, η ισότητα καταλήγει προσχηματική δίχως δίκαιη κατανομή και η αδελφοσύνη είναι ασφαλώς αταίριαστη ανάμεσα σε αφέντες και δούλους. Εκεί μαζί με τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ από τη Γερμανία, τον Ουίλιαμ Μόρις από την Αγγλία, τον Πάμπλο Ιγκλέσιας από την Ισπανία, τον γηραιό Φρειδερίκο Ενγκελς και άλλους 388 μπορούσε να αισθανθεί κανείς και τα φαντάσματα όσων έδωσαν τη ζωή τους στις διαδηλώσεις του Σικάγου για το οκτάωρο. Σε ανάμνησή τους η Δεύτερη Διεθνής κήρυξε την Πρωτομαγιά ημέρα μνήμης και αγώνων του κόσμου της εργασίας.
Ο απόηχος όλων αυτών έφτανε στη μικρή Ελλάδα, που τα χρόνια εκείνα μετακόμιζε κι αυτή διστακτικά από το χωράφι στο εργοστάσιο. Από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνα οι υπάλληλοι στα εμπορικά της Αθήνας, οι εργάτες στα μεταλλεία του Λαυρίου, οι μεροκαματιάρηδες στα βυρσοδεψεία του Πειραιά δεν κοίταζαν πια πότε θα βασιλέψει ο ήλιος για να γυρίσουν σπίτι· κοίταζαν το μεγάλο ρολόι στον τοίχο που μετρούσε αργά τα βασανιστικά δωδεκάωρα. Οταν το 1907 ο οξυδερκής Γεώργιος Σκληρός καλούσε την πολιτική ηγεσία να στρέψει το βλέμμα της εκτός από τα εθνικά, που μονοπωλούσαν τότε τη δημόσια σφαίρα, και στο «κοινωνικόν μας ζήτημα», τα πρώτα σωματεία είχαν κιόλας στηθεί, οι πρώτες εργατικές διαμαρτυρίες είχαν ήδη ξεδιπλωθεί.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες του Σκληρού και θα συνδυάσει τα εθνικά με τα κοινωνικά. Μαζί με τους πολέμους που διπλασίασαν την Ελλάδα θεμελίωσε και ένα πυκνό νομοθετικό πλέγμα για την προστασία της ολοένα αυξανόμενης μισθωτής εργασίας. Αποκορύφωμα η θέσπιση του οκταώρου τον Ιούλιο του 1920. Η μικρασιατική εκστρατεία βρισκόταν τότε σε πλήρη εξέλιξη. Ο φιλελεύθερος Βενιζέλος θα μπορούσε, αν ήθελε, να επικαλεστεί τον πόλεμο για να υπονομεύσει τα λιγοστά κοινωνικά δικαιώματα. Τον επικαλέστηκε για να τα ενισχύσει: αυτοί που πολέμησαν στα μέτωπα δεν ταίριαζε να αργοπεθαίνουν στις βιοτεχνίες.
Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι, αντιθέτως, αξιοποιούν ακόμη και την πανδημία για να ξηλώσουν όσα εκείνος θεμελίωσε. Σε αντίθεση με τους πολιτικούς του απογόνους, ο Βενιζέλος έβλεπε μακριά. Γνώριζε πως ο δυναμισμός του καπιταλισμού έγκειται στον αέναο εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής και στην οργάνωση της εργασίας. Και πως αν το κέρδος αντλείται από την έκταση της εργασίας, αφαιρείται το πιο κρίσιμο από τα κίνητρα για την ανανέωσή του. Ο Βενιζέλος υπήρξε διορατικός. Ισως να μην είναι λοιπόν οι επίφοβοι σοσιαλιστές, αλλά αυτός –ο δικός τους πρόγονος– το φάντασμα από το παρελθόν από το οποίο πασχίζουν να ξεφύγουν.