Η έξοδος: «Μισολόγγι, αχ, αίματα οπού εχύσαμεν άδικα»
Χαράματα της 10 του Απρίλη, ξημερώνοντας των Βαΐων, οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» σπάνε τον θανάσιμο κλοιό: η σφαγή που ακολουθεί προκαλεί ανείπωτη φρίκη
Ευρισκόμενοιόλοι οι Ελληνες (ετοιμασμένοι) εις το γελέκι, με το σπαθί και (το) μαχαίρι (πάλα ή γιαταγάνι) εις το χέρι, και με το ντουφέκι (εις τον ώμον), ιδού (φθάνει) και ο Νότης. Εδιάβαινεν ερχόμενος προς την προσδιωρισμένην γέφυραν. Ερώτησε ποίος ήτον μέσα. Τον είπαμε, ο Στορνάρης.
Σήκω, τον λέγει, Στορνάρη· εκινήσαμεν εις το όνομα του Θεού!
Ο Στορνάρης τον αποκρίνεται:
Να περιμένωμεν έως ότου να φύγουν αι γυναίκες (πρώτα). (Ήμείς) κινούμεν, τον λέγει (ο Νότης), και όποιος έχει γυναίκα ας φροντίση πλέον (δι’ αυτήν)· δεν γινόμεθα φύλακες των γυναικών των («των μουνιών») αυτήν την ώραν!
Ο Στορνάρης έφερνεν την κάπαν του μαζί του, την φοκάταν και τα άρματά του. Τον είπα να τα ρίξη (όλα) να ελαφρωθή, δεν ηθέλησεν· «διότι κρυολογώ», αποκρίθηκεν.
Την στιγμήν αυτήν, ο Ιμπραΐμης έρριπτεν ακατάπαυστα βόμβαις εις την πόλιν, ενώ όλοι ευρισκόμεθα εις το ποδάρι·
όλοι κρυφογελούσαν εννοήσαντες ότι δεν είχεν θετικήν πληροφορίαν της ώρας και του τρόπου της εξόδου μας.
Φιλούντες το χώμα (του Μεσολογγίου) αποχαιρετούσαμεν με δάκρυα μίαν θέσιν, ήτις μας εφαίνετο ότι ήτον ο Παράδεισος, και εις την οποίαν αφήναμεν τόσους ήρωας (ζωντανούς), μ’ όλον οπού αγνοούσαμεν και ημείς την τύχην μας.
(Αμέσως εκινήθημεν, κατόπιν του Νότη. Ο Στορνάρης έσερνεν και το άλογόν του με το δισσάκι του· ενώ [ακόμη] είμασθον συσσωρευμένοι, προστάζει έναν στρατιώτην να το εβγάλη το άλογο [περνώντας το] από άλλο μέρος. Το πήρεν ένας σεΐζης του, και ούτως εξήλθαμεν από την πρώτην γέφυραν.)1
(Ο Γεωργάκης Κίτζιου είχεν εβγάλει το άτι του έξω [από] πριν, και επεριφέρετο ο [σεΐζης του] Κιαρμπαμπάς με αυτό έξω, ενώ ημείς εβγαίναμεν.)
(Ακουσαν οι Τούρκοι τον κρότον των ποδαριών εις τας γέφυρας· διότι ακούγετο ως ένας βαθύς βουβουνισμός.)
(Επλησίασαν οι εμπροσθινοί έως εις ταις άκραις των [άντικρυ] δύο εχθρικών προμαχώνων· εγιόμωσεν η πλαταία εκείνην έως εις το αυλάκι του Ουμέρ Πασιά.)
(Το σύννεφον, το οποίον εκέλυπτεν την Σελήνην, ετραβήχθη καθ’ ην στιγμήν εβγαίναμεν –και το περισσότερον μέρος της Φρουράς είχεν έβγει, και εξαπλώθησαν εις την πεδιάδα– μας είδαν οι Αραβες εξερχομένους, [και] αρχίζουν τον δουφεκισμόν και τον κανονοβολισμόν.)
(Μια ώρα σχεδόν υπομείναμεν την φωτιάν εκεί, πλαγιασμένοι και σιωπώντες. Ο Στορνάρης με τους στρατιώτας του ευρέθη μέσα εις τον αύλακα, και επροσμέναμεν να τραβηχθούν οι διαβάντες [διά να εύρωμεν τόπον] να κινήσωμεν και ημείς κατόπιν.) (Το μυστικόν ήτον «τζικούρι και στορνάρι».)
(Εκείνην την στιγμήν, ακούσθη μία φωνή, ότι εις τον Αγι
ον Σώστην πολεμούν οι ειδικοί μας· όλοι [επι]στρέψαμεν τα πρόσωπα να ιδούμεν, και να σταθούμεν κατά το σχέδιον, και επιστρέψωμεν, πλην ήτον ψεύμα.)
(Περιμείναντες τόσην ώραν να κτυπήση η «βοήθεια» το στρατόπεδον [του Κιουταχή] είδαν οι εμπροσθινοί [μας] ότι [καμμία τοιαύτη βοήθεια] δεν φαίνεται· μας ειδοποίησαν να είμεσθεν έτοιμοι, και αμέσως οι μεν ορμήσαντες προς τον δεξιόν [εχθρικόν] προμαχώνα, οι δε προς τον αριστερόν – οι Τούρκοι άφησαν τους προμαχώνας και έφυγαν άλλοι εδώθεν και άλλοι εκείθεν.)
Εβγήκεν ο σημαιοφόρος (Αργύρης πρώτος), και με τους οδηγούς ομού (και) με τον Νότην άρχισαν συγκεχυμένως πλέον να εξέρχωνται ασπαζόμενοι και αποχαιρετούντες (καθείς) το (ιδικόν του) οχύρωμα εις την θύραν και τας βαθμίδας με αναστεναγμούς:
Αχ, Μισολόγγι, αχ, αίματα οπού εχύσαμεν άδικα… Συγχρόνως άρχισαν και από την Λουνέτταν. Οι από την Λουνέτταν εξερχόμενοι εύρισκον αμέσως επίπεδον (να σταθούν), διότι το αυλάκι τελείωνεν έως εις την άκραν του υψώματος της Δάμπιας του Μακρή.
Ή δεξιά πτέρυγα (των γυναικοπαίδων, των Μεσολογγιτών και της φρουράς της Κλείσοβας) αργοπορούσεν, διότι όλοι έπρεπεν να διαβούν από το σκεπασθέν με στρώματα μέρος, το οποίον από το συχνόν πάτημα έγινεν ένα μίγμα με την λάσπην.
Ή από τον κρότον (και τριγμόν) των γεφυρίων, ή διότι είδαν οι φύλακες τας σημαίας αναπεπταμένας και κινουμένας κατ’ αυτών, άρχισαν (οι εχθροί) να πυροβολούν· αμέσως οι Ελληνες, συσσωρευόμενοι, έπιπτον καταγής όλοι θλιβόμενοι ένας τον άλλον (διά) να προφυλαχθούν από τα βόλια· και ολοέν εξακολουθούσαν να εβγαίνουν. Ή πεδιάς, από ταις άκραις των προμαχώνων των εχθρών έως εις το αυλάκι του Ουμέρ πασιά, είχεν γιομίσει, και έπρεπεν να κινηθούν εκείνοι (οι έμπροσθεν), διά να λάβουν καιρόν (να εξέλθουν) και οι όπισθεν (ερχόμενοι), τους οποίους εμπόδιζεν το αυλάκι οπού έμελλον να διαβούν.
Το πυρ των εχθρών άρχισεν να αυξάνη από τα δύο (αυτών) μέτωπα και από το πλευρόν του προς την Λουνέτταν χαρακώματος· ή από απειρίαν οι Αραβες ή από φόβον δεν εσήκωναν τας κεφαλάς των να βλέπουν, (και ούτω) να δουφεκίζουν στρωτά, αλλά έρριπταν όπως εδύνατο ο καθείς, ώστε τα βόλια εσύριζαν μια οργυιά σχεδόν υψηλότερα από ημάς.
Ο Στορνάρης με την κάπαν του, με την φλοκάταν του, με το σημένιο σπαθί ζωσμένος, και με το ντουφέκι, ευρέθη εντός του αυλακιού εκείνην την ώραν· ο πλησιέστερός του ήμουν εγώ, ομού με όλους τους συνδρόφους του καταπλακωμένοι, και κατόπιν (ερχόμενοι) πλήθος πάλιν στρατιώται και γυναικόπαιδα (το πραχτικό δε φυλάχτηκε, αφού και γυναίκες ακολουθούν τη β΄ κολώνα). Ο (Κίτσος) Τζιαβέλας είχεν έβγει και αυτός, πλην ευρών τον τόπον της διαβάσεως γιομάτον (από κόσμον), εκαβαλίκευσεν και ώρμησεν με τον περίφημον ίππον του να περάση τον αύλακα· πλην δεν εδυνήθη, και ο μεν ίππος έμεινεν εντός του αυλακίου με όλα τα πολύτιμα πράγματά του, ο δε ωσάν πουλί αμέσως επήδησεν απέναντι, και εσώθη.
Φωνή δεν ακούγετο καθόλου (από τους συσσωρευμένους άνδρας), και τούτο τρόμαζεν τον εχθρόν.
Τρία τέταρτα της ώρας επεριμείναμεν καρτερούντες την «βοήθειαν» να προσβάλη το στρατόπεδον του Κιουταχή, και δεν εφαίνετο τίποτες. Οι εχθροί, εάν και δεν ήξευραν την ημέραν και το σχέδιον, από ποίον μέρος ηθέλαμεν να έβγωμεν, πληροφορηθέντες όμως (από τον φυγάδα) θετικώς την έξοδόν μας, είχαν ενδυναμώσει και το αριστερόν (των), από (το) μέρος του Κιουταχή, και το δεξιόν (από το μέρος του Ιμπραΐμ) με τριπλασίας δυνάμεις· και επειδή άκουσαν και τον δουφεκισμόν της (έξωθεν) βοηθείας, μ’ όλον οπού αμφίβαλλον (διά) την θέσιν της εξόδου μας, όλον το στράτευμα το είχαν έτοιμον εις τα όπλα, και πεζικόν και ιππικόν, να τρέξη εις το μέρος οπού ήθελε μας ιδούν ότι εξερχόμεθα.
Το σύννεφον, το οποίον εκέλυπτεν την Σελήνην εις όλον τούτο το ολίγον διάστημα, διαλυθέν ωσάν από προσευχήν του
Ιμπραΐμη εις τον Θεόν, η Σελήνη έφεξεν ωσάν ημέρα. Ξεσκεπασθέντες ούτω από το ίσκιον, η περίστασις δεν καρτερούσεν να υπομείνωμεν περισσότερον. Μας ειδοποίησαν οι εμπροσθινοί να ετοιμασθούμεν, διότι θα ορμήσουν…
Η κόλαση επί της γης
Ετοιμάσθημεν, και με μίαν φωνήν:
—Α, α! α! Επάνω τους! Πάρτε τους!
Ολοι οι Αραβες από τα δύο (εκατέρωθεν;) οχυρώματα, εκκένωσαν τα όπλα των διά μιας και τα πυροβόλα, και εδόθησαν εις την φυγήν, (διότι) εισπηδήσαντες οι εδικοί μας μέσα, τους έβαλαν εις αταξίαν· έκοψαν όσους επρόφθασεν και εδυνήθη ο καθείς από αυτούς, οι δε έφευγον, οι μεν προς την θάλασσαν, οι δε προς το στρατόπεδόν (των), και άλλοι αναμεταξύ ημών. Δεν άκουγες άλλο αυτήν την ώραν παρά (τον) κτύπον των σπαθιών και γιαταγανιών, ωσάν εις το μακελλείον.
Το πυρ άναψεν πανταχόθεν, εις όλον το στρατόπεδον. Φωναίς εχθρών, κρότοι πυροβόλων, κρότοι δουφεκιών – ένα μίγμα όλον· δεν διεκρίνετο τίποτες. Μεθυσμένοι όλοι από μανίαν, καθένας εξ ημών κοίταζεν εμπρός (μόνον) να διαβή και να διασπά τα εμπόδια. Οσοι είχον πόδαν (ποδάρια) και ήσαν δυνατώτεροι, επηδούσαν τον αύλακα· όσοι ήτον αδύνατοι έμεναν οπίσω. Εις την φωτιάν αυτήν, έως να φθάσωμεν (εις το τέρμα), ενθυμήθην την Παναγίαν και είπα: «Παναγία μου, φύλαξέ μας». Ενώ ημείς ωρμούσαμεν (προς τα) εκεί, από όπισθέν μας τα βόλια έπιπτον ωσάν χάλαζα. Ολοι πλέον, όσοι έφεραν βάρος τι φλοκάτας ή τζιάντας το έρριξαν, και γιόμισεν εκείνη η πλαταία. Εμένα με τράβηξεν ένας την φλοκάταν (απ’ οπίσω)· την άφησα, και έμεινεν με αυτήν μέσα. Αυτού μ’ έπεσεν (και) η μία τζιάντα με τα έγγραφά μου, εις τα οποία είχα και το πρωτότυπον του σχεδίου (του πρακτικού της Εξόδου), και μ’ έμεινεν εκείνη μόνον με τα φουσέκια. […]
Επάνω εις την ορμήν και εις τον βρασμό της φωτιάς, δεν ηξεύρω πώς ακούσθη μία φωνή όπισθεν ημών:
«Ακρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει· λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει· στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: “Ερμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ’γω στο χέρι; Οπού συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει”»
Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι πολιορκημένοι», σχεδίασμα Β΄
Θεόδωρος Βρυζάκης, «Η έξοδος του Μεσολογγίου», 1853 (Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου)
Οπίσω, οπίσω, μωρέ παιδιά!
Τούτο έκαμεν μερικούς να οπισθοδρομήσουν, ίσως (διά) να σώσουν τους άλλους. Ούτως, εξεκόπησαν από το ορμήσαν αθρόον σώμα.
Λαβόντες τότε την ευκαιρίαν οι από το (άκρον) αριστερόν πλευρόν (Αραβες), εβγήκαν από τα χαρακώματα και (τους εκτύπησαν) (την γ΄ κολώναν του αόπλου πληθυσμού) εις την γέφυραν, και ούτως όλοι οι φαμελλίται (με τα γυναικόπαιδα), μη δυνηθέντες να διαβούν τον (παλαιόν) αύλακα τούτον, ωπισθοδρόμησαν άλλοι (προς τα) εντός (της πόλεως) και άλλοι, μη δυνηθέντες να πηδήσουν (ούτε προς τα οπίσω), έμειναν μέσα εις τον αύλακα και εις τους λοιπούς τάφρους. Ήμείς επηγαίναμεν (πλέον) με βήμα βραδύ. Οι (εκ της επιθέσεως) διασωθέντες, εσυγκεντρώθησαν, επήραν τα πυροβόλα και εμβάντες εις παράταξιν, βαδίζοντες (με το βήμα συγκροτεί) μας ακολουθούσαν (όπισθεν, κτυπώντες) με τα πυροβόλα και με το πυρ ουλαμού.
Αι (προετοιμασθείσαι) υπόνομοι εις την Μεγάλην Δάμπιαν εξερράγησαν, και ανυψώθη το (εξ αυτών) πυρ έως εις τον ουρανόν.
Από το αριστερόν του (εχθρικού) φρουρίου, οπού ήσαν οι Αλβανοί, βεβαιωθέντες (ούτοι) την έξοδόν μας από το δεξιόν (πλευρόν), εισπήδησαν μέσα (εις την πόλιν), απαντηθέντες (δε), ως αφαίνετο, με τους μείναντας (οπίσω) και επιστρέψαντας, έπεσαν εις συμπλοκήν εντός του Μισολογγίου. Αι φωναίς και ο δουφεκισμός ακούγετο εις όλον τον δρόμον, οπού βαδίζαμεν. Μόλις απεράσαμεν έως χίλια βήματα εκείθεν από τους πρώτους (εχθρικούς) προμαχώνας, και μας παρακολούθησαν οι (εκ της επιθέσεώς μας) διασωθέντες (Αραβες) χαχλιατίζοντες αραβικά· εκεί απαντήσαμεν εν άλλο τάγμα ή δύο, θεμένα εις παράταξιν, τα οποία άρχισαν να μας πυροβολούν και να ορμούν καθ’ ημών.
Απάνω τους! Φωνάζουν οι Ελληνες. Εστάθησαν (τότε), και μόλις έρριξαν (μίαν φοράν) το «πυρ
του τάγματος», εδόθησαν εις την φυγήν προς το στρατόπεδόν (των). (Οι ίδιοι) ετούτοι, επιστρέψαντες έπειτα διαλυμένοι, χωρίς τύμπανα, μας δουφεκούσαν σποράδην, από τα πλευρά.
Ούτε τα διάφορα χαρακώματα, ούτε οι βάλτοι, τους οποίους έως την μέσην χωμένοι (περνούσαμεν), μας βαστούσαν. Εμπρός! Εφώναζαν (οι άνδρες), τίποτες δεν είναι.
[…] Ήμείς (προχωρούντες) δουφεκούσαμεν ανά 10, ανά 20, όπου εβλέπαμεν (εχθρικόν) σώμα ή κανέναν κρυμμένον, οπού μας πυροβολούσεν. […] Ολα τα σώματα πλέον (προχωρούντα) έγιναν ένα· αι δύο σημαίαι βαδίζουσαι εμπρός με τον Μακρήν, όστις εγνώριζεν τον τόπον, και περιπατούσαν (οι σημαιοφόροι) με τρόπον ώστε δεν μας κούραζον.
Ο Κυρμπαμπάς, έχων καβαλλικευμένον το άλογον του Καπ. Γεωργάκη Κίτζιου –βαστών το αριστερόν μας– (και) απατών πολλάκις τους εχθρούς (διότι ήτον [καλός] ιππεύς), τους (προσ)καλούσεν (φιλικώς) έως ότου τους έφερνεν πλησίον, και (τότε) εφώναζεν· «κτυπάτε τώρα!». Ούτως εφονεύθησαν αρκετοί (Τούρκοι). […] Εφθάσαμεν τέλος πάντων εις του Κότζικα το Αμπέλι.2 […]
Επειδή (το αμπέλι) ήτον (εις) ύψος, στρέψαμεν τα πρόσωπά μας προς το Μισολόγγι και εσιωπήσσαμεν όλοι. Ενώ (όμως εγνωρίζαμεν) ότι μας παρακολουθούσαν (έως εκεί) όλα τα (εχθρικά) σώματα πυροβολώντας μας, (και πάλιν ηθέλαμεν) να ιδούμεν πού διευθύνονται αι συγκεχυμέναις φωναίς των τυμπάνων, σαλπίγγων και τυμπλεκιών. Ήτον μακράν εισέτι, και το αμυδρόν φως της Σελήνης δεν έφθανεν να φωτίση (ώστε) να τους ιδούμεν.
Εκείνην την στιγμήν, ακούγομεν την πυριτοθήκην του Καψάλη ανάπτουσαν και υψωμένην εις τον αέραν – ώστε φωτίσασα την πεδιάδα, είδαμεν (τότε) και το μέγα σώμα ερχόμενον, φάλαγγας πεζών, ιππείς τακτικούς και ατάκτους.
Επλησίασαν (προχωρούντες) όλοι ομού. Δεν δύναμαι να περιγράψω το είδος τούτο (της θορυβώδους επιθέσεως). Πολλάκις (εις την ζωήν μου) άκουσα τυμπλέκια, πλην τόσον (πολλά) ποτέ. Οταν (τέλος) ώρμησαν (πρώτοι) οι του ελαφρού ιππικού με το· «Χάλια, χάλια, χάλια», (σύνηθες και) φυσικώτατον (παράγγελμα) των Δελήδων, (και συγχρόνως) κτυπούσαν, περίπου από 150-200 τυμπλέκια, ημείς (ακούοντες) δεν είπαμεν άλλο, παρά ότι όλον το στράτευμα (κατά μικρά σώματα) βαστούσεν από ένα, ίσως (από δύο τουμπελέκια, και τα κτυπούσαν διά) να μας φοβίσουν. Ενώ (λοιπόν) εκείνοι ώρμησαν προς ημάς, και το (Αιγυπτ.) τακτικόν ήρχετο με το βήμα συγκροτεί, μία φωνή από το αμπέλι – (και) ριπτόμεθα κάτω, ορμούμεν, Επάνω τους! φωνάζομεν πάλιν.
Αρχίζομεν να ντουφεκούμεν… παύουν ευθύς όλα, και τύμπανα, και σάλπιγγαις, και δίδουν τα νώτα κατατζακισθέντες ποίος να πρωτοφύγη. Λαβόντες αυτήν την ευκαιρίαν (της φυγής των, στραφέντες) ετρέξαμεν έως ¼ της ώρας, και επιάσαμεν τον ριζόν. Εκείνοι πλέον ούτε εφάνησαν
(Βλέποντές μας οι Τούρκοι – τρέχοντες ορμούν κατεπάνω μας. «Επάνω τους!» φωνάζομεν· στρέφομεν κατ’ αυτών τα δουφέκια, ορμούμεν…. Παύουν τα τύμπανα, παύουν ταις σάλπιγγαις, παύουν τα τυμπλέκια, και φεύγοντες εκοίταζον πού να σωθούν κακήν κακώς.) […]
Ολη η πεδιάς έβραζεν από την (ανταυγάζουσαν) φωτιάν, έχουσαν την πηγήν της από τη χώραν, – η (δε) λαμπάδα (αυτή) του Μισολογγίου διέδιδεν το φως (εκείνο, το οποίον) εσκορπίζετο έως εις το Βασιλάδι, Κλείσοβαν και εις όλην την πεδιάδαν, και βαστούσεν έως εις ημάς. […] Ούτως αρχίσαμεν και ατραβιούμασθαν αγάλι-γάλι έως ότου εφθάσαμεν εις μίαν χούνην, οπού (τότε) εκρύφθη το Μισολόγγι από τα μάτια μας. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833. Προτάσσεται ιστορία του αρματωλισμού», εισαγωγή και σημειώσεις υπό Γιάννη Βλαχογιάννη, T. 2, Αθήναι: Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, 1941)
1 Ο συγγρ. μετράει από δεξιά· αφού για τη γ΄ κολώνα δεν υπήρχε γέφυρα, πρώτη ήταν η γέφυρα του «Ρήγα» και δεύτερη (τελευταία αριστερά) η της «Λουνέττας»
2 Μιάμιση ώρα β. του Μεσολογγιού, κι’ απάνου στο δρόμο που έφερνε στο μοναστήρι του Αη-Σιμιό