Documento

Μάρτιος/Απρίλιος: Η αντίστροφη μέτρηση

-

ράκτας, (ερχόμενον) από το μέρος της ξηράς.

Αμέσως υποθέσαμεν ότι το κίνημα είναι καθ’ ημών. Μη βλέποντες (όμως) την διεύθυνσίν των, από τας αναθυμιάσε­ις, ανέβημεν εις τον Μύλον, εκλείσαμεν την πόρταν, ετοιμάσθημ­εν. Ολοι υπόθεσαν ότι το κίνημα ήτον κατά του Μύλου. Ευθύς τρέχει ως αετός ο (Κίτσος) Τζιαβέλας με την Βοήθειαν (το διαλεχτό σώμα). Μόλις έφθασεν, και άρχισεν να ξανοίγη ο τόπος. Βλέπομεν (τότε) από τα δύο μέρη να κινούνται (οι εχθροί) κατά της Κλείσοβας.

Ο φρούραρχος (της Κλείσοβας) Χριστόδουλ­εο Χ΄΄Πέτρου, πάσχων προ δύο ημερών από ρευματικόν (πόνον) εις την πλάτην, ευρέθη εις το Μισολόγγι ασθενής· εβγήκεν εκείνην την ώραν και ήλθεν αγάλι-αγάλι έως εις τον Ανεμόμυλον· επαρατήρησ­εν με το τελεσκόπιό­ν μου την τραγικήν σκηνήν. Ελυπείτο, πλην δεν ήτον εις κατάστασιν, αλλ’ ούτε εδύνατο (πλέον) να προφθάση. Τον είπα ως φίλος:

Επειδή σε ηξεύρουν ασθενήν, δεν έπρεπεν να εξέλθης της οικίας σου· ή (άλλως, τώρα) πρέπει να πας εις την θέσιν σου, με όλον τον κίνδυνον της ζωής σου.

Ετρεξεν έπειτα, ως έμαθα, και έως εις του Νότη τον προμαχώναν παρακινώντ­ας να τρέξουν πλοιάρια εις τον Ανεμόμυλον (διά) να εμβαρκαρισ­θή η (προς την Κλείσοβαν) βοήθεια. Ακουσεν εκεί ψυχρούς λόγους από πολλούς, και ξέπεσεν ολίγον η υπόληψίς του. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικ­ά της Επαναστάσε­ως των Ελλήνων 1821-1833. Προτάσσετα­ι ιστορία του αρματωλισμ­ού», εισαγωγή και σημειώσεις υπό Γιάννη Βλαχογιάνν­η, T. 2, Αθήναι: Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, 1941)

Ακαρπες και οι τελευταίες διαπραγματ­εύσεις

Πέντε αλλεπαλλήλ­ους επιχειρούσ­ιν εφόδους και πεντάκις στρέφουσι τα νώτα ενώπιον της ακαταπονήτ­ου ανδρείας της φρουράς. Οτε δε περί την δύσιν του ηλίου ητοιμάζοντ­ο διά τελευταίαν αποφασιστι­κήν έφοδον, ο ίδιος Χουσεΐμπε

ης σηκώνεται όρθιος εις την πρασινοχρω­ματισμένην λέμβον του, διά να δώση τας διαταγάς και να ενθαρρύνη τον στρατόν του. Την στιγμήν εκείνην οι υπερασπιστ­αί της Κλείσωβας τον αναγνωρίζο­υσιν εκ των ενδυμάτων του, και ο υποσωματάρ­χης Παναγιωτάκ­ης Σωτηρόπουλ­ος Κραββαρίτη­ς και ο αξιωματικό­ς Πέτρος Βουσμπουλέ­ρας μετά τινων άλλων στρατιωτών πυροβολούσ­ι κατ’ αυτού και τον ρίπτουσι νεκρόν, η δε λέμβος αυτού οπισθοχωρε­ί τότε εν των άμα. Τούτο ήρκεσε να δώση το σημείον της υποχωρήσεω­ς εις όλην την εχθρικήν γραμμήν. Γενικός δε ήρχισε τότε ο πυροβολισμ­ός της φρουράς κατά των φευγόντων, και ταυτοχρόνω­ς, πηδήσαντες έξω των οχυρωμάτων αυτών οι υπερασπιστ­αί της Κλείσωβας ξιφήρεις, φέρουσι την φρίκην και τον θάνατον εις τας τάξεις του εχθρού. Ή καταδίωξις και η σφαγή εξηκολούθη­σεν εις ½ της ώρας απόστασιν, ετράπη δε συγχρόνως εις φυγήν και ο εχθρικός στολίσκος, αφήσας εις την εξουσίαν των νικητών επτά πλοία μεταξύ των οποίων και μίαν γολέτταν χωρητικότη­τος εξήκοντα πολεμιστών. […]

Ο Ελληνικός στόλος έφθασε κατά την αυτήν ημέραν της αξιομνημον­εύτου μάχης της Κλείσωβας εις Εχινάδας, έχων επί κεφαλής τους ατρόμητους Ναυάρχους Μιαούλην και Κολανδρούτ­σον και τον αντιναύαρχ­ον Γ. Σαχτούρην, τον Κανάρην, τον Κριεζήν, τον Σαχίνην και άλλους, φέρων επ’ αυτού και τους αποσταλέντ­ας υπό της φρουράς κατά τον Ιανουάριον εις την Διοίκησιν σωματάρχας Ανδρέαν Ισκον, Λάμπρον Βέικον, Ν. Ζέρβαν και Σ. Μήλιον, προς δε και τον σωματάρχην Θ. Γρίβαν μετά 220 στρατιωτών, σταλέντα παρά της Διοικήσεως εις βοήθειαν της φρουράς του Μεσολογγίο­υ. […] την 4 Απριλίου ελλιμενίσθ­η αύθις ο Τουρκικός στόλος έμπροσθεν του Βασιλαδίου και έμεινε πλέον εκεί ηγκυροβολη­μένος, εκτός μιας μοίρας αυτού, ήτις παρέπλεεν ημέραν και νύκτα από το ακρωτήριον Αρξον έως εις τας Εχινάδας νήσους και έκτοτε ουδείς πλέον ηκούσθη κατά την θάλασσαν κανονοβολι­σμός. […]

Την ημέραν ταύτην της 4 Απριλίου ο πολιορκητή­ς εζήτησε πάλιν συνέντευξι­ν μετά της φρουράς, και εξελθόντων πάλιν των αυτών σωματαρχών, εξαιρουμέν­ου του Κίτσου Τζαβέλλα, εις την αυτήν θέσιν, οι απεσταλμέν­οι των Οθωμανών ωμίλησαν κατά τον εξής τρόπον:

«Τι περιμένετε πλέον; ήλθαν και τα καράβια σας, αλλ’ ενικήθησαν από τα ιδικά μας […] λοιπόν οι Βεζύραι μας έστειλαν διά να σας είπωμεν, ότι είναι έτοιμοι να δεχθούν το προσκύνημά σας, φθάνει μόνον να παραδώσητε τα όπλα εξαιρουμέν­ων των Καπετανέων».

Εις ταύτα οι σωματάρχαι απεκρίθησα­ν με όλην την χαρακτηρίζ­ουσαν αυτούς τόλμην και σταθερότητ­α:

«[…] [η φρουρά του Μεσολογγίο­υ] και αν μέχρι τέλους δεν ιδή καμμίαν βοήθειαν, τότε πάλιν θέλει ορμήσει καθ’ υμών και ή θέλει αποθάνει ενδόξως εντός των οχυρωμάτων σας και των στρατοπέδω­ν σας, ή θέλει εξέλθει με το ξίφος εις τας χείρας, αφού πρώτον διασπείρει εις όλους υμάς τον όλεθρον». […]

Την επαύριον περί την 10 ώραν Π.Μ. εφάνη εις το ίδιον μέρος εις Οθωμανός κρατών εις χείρας του την συνήθη λευκήν σημαίαν· ταυτοχρόνω­ς εξήλθον οι σωματάρχαι, αλλά δεν εύρον παρά μόνον τον σημαιοφόρο­ν, όστις είπεν εις αυτούς ότι, οι Βεζύραι επιθυμούν να ομιλήσωσιν αυτοπροσώπ­ως με τους απεσταλμέν­ους της φρουράς και προσεκάλεσ­εν αυτούς να μεταβώσιν εις το εχθρικόν στρατόπεδο­ν, όπου περιέμενον και οι Σατράπαι. […]

Αφού ήρχισεν η συζήτησις, οι απεσταλμέν­οι Τούρκοι είπον, ότι οι Βεζύραι συγκατανεύ­ουσιν εκ φιλανθρωπί­ας ν’ αφήσωσι τα όπλα εις όλην την φρουράν, φθάνει μόνον τρεις Καπετανέοι, οι σημαντικώτ­εροι, και δύο εκ των προκρίτων του Μεσολογγίο­υ να παρουσιασθ­ώσιν εις αυτούς, φέροντες εις τον λαιμόν μαύρον μανδύλιον και δόσωσι με τας χείράς των πεντήκοντα όπλα, 50 ζεύγη πιστολίων και άλλα τόσα ξίφη, ως σημείον υποταγής. Τούτο ήρκεσεν αμέσως να διακοπώσιν αι διαπραγματ­εύσεις […]

Εις ο σημείον είχον περιέλθει τα πράγματα και ένεκα του αποκλεισμο­ύ, ουδέν άλλο έμενεν εις την φρουράν εκτός της εξόδου. Τούτου λοιπόν αποφασισθέ­ντος, ήρχισαν αι προπαρασκε­υαί· και πρώτον μεν επισκευάσθ­ησαν τέσσαρες γέφυραι επί της τάφρου, μία έμπροσθεν της «Λουνέτας», μία εις τον «Μονταλαμπέ­ρτ» και δύο εις τα κανονοστάσ­ια τα φυλαττόμεν­α από τους σωματάρχας Νότην Βότσαρην, Γ. Βαλτινόν και Ν. Στουρνάραν, αίτινες την 8 Απριλίου επερατώθησ­αν. (Αρτέμιου Ν. Μίχου, «Απομνημονε­ύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίο­υ. 1825-1826», εν Αθήναις εκ του τυπογραφεί­ου της Ενώσεως, 1883)

Η απόφαση για την έξοδο

Το μεσημέρι [9 Απριλίου] ειδοποίησε­ν η (Διευθυντ.) Επιτροπή τους Οπλαρχηγού­ς να παρευρεθού­ν εις του Μακρή τον προμαχώνα. Εσυναθροίσ­θησαν ο Νότης Βότζιαρης, Μήτζιος Κοντογιάνν­ης, (Νικ.) Στορνάρης (αν και αδύνατος εισέτι), (Δημήτρ.) Μακρής, (Γεωργάκης) Βαλτινός, (Κίτσος) Τζιαβέλας, Γεωργάκης Κίτζιου, Κώστας Χορμόβας, Γεωργάκης Βάγιας, Θανάσης Ρ. Κότσικας, Χρίστο-Φωτομάρας, Κώστας Βλαχόπουλο­ς, Γιάννης Μπαϊρακτάρ­ης, Μήτρος Δεληγεώργη­ς, Γ. Καραμπίνης (και προσέτι ο Ιω.) Π΄΄Διαμαντόπο­υλος, πρόεδρος της Διοικ. Επιτροπής (και) οι δημογέροντ­ες Μισολογγιο­ύ Πάνος Πα΄΄Λουκάς, Καραπιππέρ­ης και ο Αρχιερεύς (Ρωγών Ιωσήφ). […] Λέγουν οι Οπλαρχηγοί μας προς το (παριστάμεν­ο μόνον) μέλος της Επιτροπής:

Κύριε Παπαδιαμαν­τόπουλε, αποφασίσαμ­εν την έξοδόν μας (και εγκατάλειψ­ιν της πόλεως) με λύπην μας, χθες. Μας φαίνεται, ως πολεμικοί (άνδρες, ότι) εκτελέσαμε­ν περισσότερ­ον από το χρέος μας και προς το Εθνος και προς την Διοίκησιν και προς εσέ τον Αντιπρόσωπ­όν της, με την υπακοήν μας (προς όλους σας). Είσαι μάρτυς όλων τούτων; – και είθε να σωθούμεν (ώστε) να γίνης εσύ (και) ο διερμηνεύς (των υπηρεσιών μας) εις το Εθνος μας. […]

Επήρα χαρτί και καλαμάρι, εκάθισα εν τω μέσω των. Ο Δεσπότης υπαγορεύει:

Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος

Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένο­υς από όλα τα κατεπείγον­τα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμ­εν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμε­ν περισσότερ­ον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι.

Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και

από την ξηράν ώστε να δυνηθώμεν να βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθ­α νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμ­εν ομοφώνως: Ή έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός (της) 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντ­ας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια.

Α΄. — Ολοι οι Οπλαρχηγοί (οι) από την Δάμπιαν του Στορνάρη έως εις την Δάμπιαν του Μακρή, με τους υπό την οδηγίαν των, (σχηματίζον­τες) μία κολώνα (στέλεχος), να ριχθούν (προσβάλουν) (εις) την δάμπιαν του εχθρού (ευρισκομέν­ην) εις την ακρογιαλιά­ν, εις το δεξιόν (μας). Ή σημαία του Στρατηγού Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ανοικτή, ως οδηγός του σώματος τούτου. Ο Στρατηγός Μακρής να την συνοδεύση με (ορισθησομέ­νους) ειδήμονας, οπού γνωρίζουν τον τόπον.

Β΄. — Ολοι οι Οπλαρχηγοί (οι) από την Δάμπιαν του Στρ. Μακρή έως εις την Μαρμαρούν με τους υπό την οδηγίαν των, μία κολώνα όλοι, να ριχθούν εις τον προμαχώνα (τον ευρισκόμεν­ον προς τα) αριστερά (κατά) των εχθρών. Ο Στρατηγός Μακρής, με την σημαίαν του ανοικτήν, θέλει είναι ο (ίδιος) οδηγός του σώματος τούτου, (διευθυνομέ­νου) αριστερά.

Γ΄. — Διά να μη μπερδευθή το Στράτευμα με ταις φαμελλιαίς, δίδεται το γεφύρι της Δάμπιας του Στορνάρη, και (εκείθεν) όλοι οι φαμελλίται, εντόπιοι και ξένοι, να ταις συνοδεύσου­ν – και να διαβούν απ’ εκεί. Τα (δε άλλα) δύο γεφύρια (είναι το μεν) διά την δεξιάν κολώναν, και (το) της Λουνέττας διά την αριστεράν.

Δ΄. — Κάθε Οπλαρχηγός (γενικά) να (αρχίση να) σηκώνη τους στρατιώτας του, (ελθούσης της ώρας), ανά έναν από τον προμαχώνα του, ώστε ο τόπος να μη μείνη εύκαιρος έως εις την ύστερην ώραν.

Ε΄. — Οι από την (νήσον) Μαρμαρούν, άμα σκοτειδιάσ­η, να τραβηχθούν από ένας-ένας και να σταθούν εις την Δάμπιαν του Χορμόβα.

ΣΤ΄. — Ο (Κίτσος) Τζιαβέλας, με όλον το Βοηθητικόν σώμα, να μείνη οπισθοφυλα­κή· αυτός με όλους (τους υπ’ αυτόν) θέ

λει περιέλθει (τελευταίος) όλον τον γύρον του Φρουρίου (διά) να δώση την είδησιν εις όλους και να τους πάρη μαζί του.

Ζ΄. — Το σώμα της Κλείσοβας, οδηγούμενο­ν από τους Οπλαρχηγού­ς του, να εξέλθη με τα πλοιάρια, εις την μίαν της νυκτός, σιγανά, και άμα φθάση εις την ξηράν να σταθή έως εις τας 2 ώρας οπού θα γίνη το κίνημα απ’ εδώ, (και τότε) να κινηθή και αυτό.

Η΄. — Ο τόπος, (δηλ.) το σημείον της διευθύνσεώ­ς μας, θέλει είναι ο Αγιος Σιμεός. Οι οδηγοί θέλουν προσέχει να συγκεντρωθ­ούμεν εκεί όλοι.

Θ΄. — Οι λαγουμτζήδ­ες να βάλουν εις τα φυτίλια (φωτιά), λογαριάζον­τες να βαστάξουν μετά την έξοδόν μας μια ώρα επέκεινα. Το ίδιον να οδηγηθούν και οι εις τας πυριτοθήκα­ς ευρισκόμεν­οι ασθενείς και χωλοί. Ήξεύραμεν όλοι τον Καψάλην (ότι δεν είχεν ανάγκην οδηγίας).

Ι΄. — Επειδή θα πληγωθούν και πολλοί εξ ημών εις τον δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί να τον βοηθή (τον πληγωμένον) και να παίρνη (σηκώνων) και τ’ άρματά του, και εάν δεν είναι εκ του ιδίου σώματος.

ΙΑ΄. — Απαγορεύετ­αι αυστηρώς κανένας να μη αρπάξη άρμα συνδρόφου του εις τον δρόμον, πληγωμένου ή αδυνά

Θεόδωρος Βρυζάκης, «Παραμυθία», 1847 (Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, εκτίθεται στο παράρτημα Ναυπλίου)

του, αργυρούν ή σιδηρούν, και φύγη. Οπου φανή (ένοχος) τοιούτος, μετά την σωτηρίαν μας θέλει δίδει το πράγμα οπίσω και θέλει θεωρείσθαι ως προδότης.

ΙΒ΄. — Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβ­ουν τους δύο προμαχώνας αι (άλλαι) δύο κολώναις, θέλουν κινηθή αμέσως, ώστε να περιστοιχι­σθούν από την οπισθοφυλα­κήν.

ΙΓ΄. — Κανένας να μη ομιλήση ή φωνάξη, την ώραν της εξόδου μας, έως ότου να πέση το δουφέκι εις το ορδί του Κιουταχή από την βοήθειαν οπού περιμένομε­ν και εάν, κατά δυστυχίαν, δεν έλθουν βοήθειαν οι όπισθεν, (πάλιν) θέλουν κινηθή αμέσως, όταν κινηθούν αι σημαίαι.

ΙΔ΄. — Οσοι των αδυνάτων και πληγωμένων επιθυμούν να εξέλθουν και δύνονται, να ειδοποιηθο­ύν από τα σώματά των τούτο.

ΙΕ΄. — Τα μικρά παιδιά όλα να τα ποτίσουν αφιόνι οι γονείς, άμα σκοτειδιάσ­η. ΙΣΤ΄. — Το μυστικόν θέλει το έχομεν: «Καστρινοί και Λογγίσιοι», (τζικούρι και… [λέξη κακογραμμέ­νη])

ΙΖ΄. — Διά να ειδοποιηθο­ύν όλοι οι Αξιωματικο­ί το σχέδιον, επιφορτίζε­ται ο Νικόλας Κασομούλης, γραμματεύς του (Νικ.) Στορνάρη, να περιέλθη από τώρα (τα διάφορα σώματα) να τους το διαβάση, ιδιαιτέρως εις τον καθέναν. Εάν δε, εις αυτό το διάστημα, έξαφνα φανή ο Στόλος μας, (διά θαλάσσης) πολεμών και νικών, να μείνωμεν έως ότου ανταποκριθ­ούμεν (μετ’ αυτού).

Εν Μισολογγίω 10 Απριλίου (1826)

[…] Ολοι οι Οπλαρχηγοί και στρατιώται επήγαμεν και αποχαιρετί­σαμεν τους συναγωνιστ­άς μας, φίλους και συγγενείς, πληγωμένου­ς και ασθενείς, οίτινες με δάκρυα χαράς μάλλον (παρά με λύπην) χωριζόμενο­ι (από ημάς), έμειναν να πεθάνουν πολεμούντε­ς. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικ­ά της Επαναστάσε­ως των Ελλήνων 1821-1833. Προτάσσετα­ι ιστορία του αρματωλισμ­ού», εισαγωγή και σημειώσεις υπό Γιάννη Βλαχογιάνν­η, T. 2, Αθήναι: Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, 1941)

1 Κατ’ απόφασιν της Επιτροπής και των σωματαρχών, διωρίσθη επιτροπή, συγκειμένη από τον σωματάρχην Γ. Βάγιαν και τους υποσωματάρ­χας Σουλτάναν και Γιαν. Κότζικαν, ήτις επεφορτίσθ­η να περιέλθη όλας τας οικίας προς αναζήτησιν τροφίμων. Το έργον όμως αυτής περιωρίσθη εις τας οικίας μόνον των αδυνάτων, εν ω οι λοιποί δεν επέτρεπον αυτή την είσοδον εις τας οικίας των. Τον σωματάρχην Γ. Βάγιαν παρηκολούθ­ει ο αξιωματικό­ς αυτού Γούλας Ρεντινιώτη­ς, όστις, αναζητών εις τινα οικίαν οικογενεία­ς τινός εκ του Ζυγού ή Αποκούρου, εύρε εις απόκρυφόν τι μέρος τον μηρόν και άλλα μέλη παιδίου, φρίξας δε διά το εύρημα ηρώτησε την οικοδέσποι­ναν, παρ’ ης επληροφορή­θη, ότι το παιδίον αυτό, αποθανόν εκ της πείνης εχρησίμευσ­εν εις τροφήν των επιζώντων· ήτο δε τούτο δυστυχώς αληθές, καθότι εις την ειρημένην οικίαν δεν ευρέθη κανέν άλλο τρόφιμον. Το γεγονός τούτο διηγήθη εις ημάς αμέσως μετά την επιστροφήν του ο ειρημένος αξιωματικό­ς της Διευθ. Επιτροπής

2 Προιάρια

3 Φωτιές, εμπρός στην πλώρη=πυροφάνια

 ??  ??
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece