Φεβρουάριος: Σφίγγει ο κλοιός
Ο Ιμπραήμ μεθοδεύει την πολιορκία καταλαμβάνοντας στρατηγικά σημεία στη λιμνοθάλασσα και αποκλείει την επικοινωνία από τη θάλασσα
Κατάτας 5 ή 6 Φεβρ. βλέπομεν έξαφνα την αυγήν τρεις (νέους) προμαχώνας στημένους κατά σειράν [...] Την τρίτην ημέραν (8 Φεβρ.) ήτις ήτον, ενθυμούμαι, Παρασκευή, έρριψαν οι Ελληνες (τον κανονοβ. του) εωθινού,1 και μόλις έπαυσεν η ηχώ τούτου, άρχισεν ο Ιμπραΐμης να μας κτυπά [...] Ολην την νύκτα εξακολουθούσεν (πυροβολών) χωρίς διακοπήν, έως τας 11 του μηνός. [...] Εις τας 13 εγιόμωζεν – ευκαίρωνεν, και βαστούσε μισή ώρα, και ξαναπυροβολούσεν. (Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941)
Την 13 του αυτού. Εις την ανατολήν του ηλίου μετέβαλεν αύθις ο εχθρός το πυρ του ως συνήθως, μεταχειριζόμενος δηλαδή 32 βολάς εις έκαστον τέταρτον της ώρας. Πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι οι πυροβολισταί του εχθρού σημαδεύουν με μεγάλην επιτηδειότητα· [...]
Εξαιρέτως βομβοβολεί ο εχθρός και το νησίδιον της Μαρμαρούς αφιερωμένον εις το όνομα του Αντιναυάρχου Σαχτούρη· αλλά και τούτου η απτόητος φρουρά επιμένει να υπερασπισθή την θέσιν έως της τελευταίας ρανίδος του αίματός της.
Ο νέος πολιορκητής Ιβραήμ ΙΙασσάς, φθάσας έξω του Μεσολογγίου και αναλαβών την διεύθυνσιν της πολιορκίας, ανή
1
«Κάθε εωθινόν, οι Ελληνες έρριπταν εν πυροβόλον, (ως χαιρετισμόν) κατά των εχθρών» (Σημ. Συγγρ.) – Ο συστηματικός κανονιοβολισμός άρχισε στης 12 Φλεβ. Από της λεπτομέρειες της περιγραφής ο συγγρ. φαίνεται ότι αυτόν εννοεί. Από τις 5-11 του ίδιου ο εχθρός ετοιμαζόταν
γειρε τα αναγκαία περιταφρώματα και κανονοστάσια. Αφού δε τα πολιορκητικά έργα ετελειοποιήθησαν υπό των συνοδευόντων αυτόν Γάλλων αξιωματικών, την 12 Φεβρουαρίου άμα ανέτειλεν ο ήλιος ήρχισε μανιωδώς να πυροβολή το φρούριον οριζοντίως και κατά κάθετον, εις τρόπον ώστε μέχρι του μεσονυκτίου της 15 έρριψε 3314 βόμβας και 5256 κανόνια. [...] Διά του κινήματος τούτου απέβλεπεν εις έφοδον κατά του φρουρίου, αλλ’ αντικρουσθείς γενναίως υπό της απτοήτου φρουράς, ήτις επεχείρησε δύο εξόδους κατά την αυτήν ημέραν, ετράπη εις φυγήν και απεσύρθη κατησχυμμένος εις τα περιταφρώματά του.
Αποτυχών ο εχθρός εις την πρώτην του ταύτην δοικιμήν και βλέπων, ότι δεν ηδύνατο εξ εφόδου να κυριεύση το Μεσολόγγιον, ήλλαξε τα σχέδιά του και απεφάσισε την άλωσιν αντού διά του αποκλεισμού [...] (Αρτέμιου Ν. Μίχου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας Πολιορκίας του Μεσολογγίου. 18251826», εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, 1883)
Ή Κυβέρνησις μας έγραφεν, ενθυμούμαι, ότι επειδή (επ)έρχεται (καθ’ ημών) ένας τακτικός εχθρός, και τα πυρά του είναι δραστήρια, να διωρίσωμεν ανά τρεις και ημείς τους στρατιώτας, (οίτινες) να πυροβολούν ακατάπαυστα. Εγέλασαν όλοι οι στρατιώται, όταν άκουσαν (αυτήν) την συμβουλήν.2
– Αλεύρι, είπον, και την ευχή της θέλομεν, και όχι συμβουλάς πώς θα πολεμήσωμεν.
Πολεμώντας μας ούτως ο Ιμπραΐμης, συγχρόνως άρχισεν3 από ταις άκραις των προμαχώνων να διευθύνεται και να προ
2 Ο ένας να πυροβολή, ο δεύτερος ν’ αλλάζη το ντουφέκι, και ο τρίτος να το γεμίζη. Μοναχά ο Α. Μαυροκορδάτος θα μπορούσε να δώση τέτοιες συμβουλές, για τη μανία που είχε ν’ ανακατεύεται στα στρατιωτικά
3 Τις οχυρωματικές εργασίες της άρχισε από τις 4 Φλεβ. Λοιπόν ο συγγρ. γυρίζει πίσω λίγες μέρες («Ελλην. Χρον.» 20 Φλεβ.). Εκεί γίνεται και η περιγραφή των με γεμάτα καλάθια οχυρωμάτων
χωρή (με) κυκλοειδείς δρόμους,4 θέτων καλάθια μεγάλα από το εν μέρος και άλλο, (αλλά) γιομίζοντάς τα με χώμα· [...] εις τας 12 Φεβρουαρίου περί τας 8 της νυκτός (τουρκιστί, δηλ.) 2 ώραις μετά τα μεσάνυχτα, έφτασαν έως εις το χείλος του αύλακος του προμαχώνος (μας) Μεγάλη Δάπια (ή Βότζιαρη), και (εκεί) έστησαν τας σημαίας των.5
Κανένας δεν ήλπιζεν να φθάσουν με τόσην ταχύτητα, εργαζόμενοι ούτως.
Ο δριμύς χειμών και η (κοπιαστική) επασχόλησις έκαμεν τότες τους Ελληνας να αναπαυθούν ολίγον. Ενας ψυχογυιός, φυλάττων (ως σκοπός), ακούγετο κάποτες φωνάζων «αλέστα, βάρδια» [...] τρέχει αμέσως, ειδοποιεί τον Στρατ. Χρίστον Φωτομάραν· πηγαίνει (αυτός) ο ίδιος, βλέπει – και φωνάζει: – Μωρέ, Τούρκοι έξω!
Και αμέσως ντουφεκίζει. Ξυπνά όλη η Φρουρά, [...] αρχίζει το πυρ από τους εδικούς μας – παύουν οι Τούρκοι ευθύς την εργασίαν, αφίνουν τας σκαπάνας, και άρχισαν (πλέον) να αντιπολεμούν (διά) να βαστάξουν την θέσιν, φοβούμενοι την (ιδική μας) έξοδον. [...]
Εξακολουθούσεν ούτως ο πεισματώδης πόλεμος εις την θέσιν εκείνην έως τα χαράματα.
Την χαραυγήν (της 17 Φεβρ.), ιδόντες (οι δικοί μας) αμυδρώς ότι δεν ήσαν κινημένοι (εις βοήθειαν) από άλλον μέρος (των προμαχώνων, παρά <ότι> όλη η δύναμις <και προσοχή της Φρουράς> ήτον συγκεντρωμένη <εις το> να βαστάξη την <κατά μέρος> θέσιν της, όλοι έτρεξαν ως θηρία από όλους τους προμαχώνας εις την θέσιν εκείνην).6 Αφού εσυντάχθησαν,
– Ολοι έξω! φωνάζουν· όλοι με τα σπαθιά και γιαταγάνια, και τίποτες άλλο! [...] Ορμούν κατόπιν οι Ελληνες ακολουθούντες, πηδούν εις τα καλάθια μέσα, διαιρούν εις δύο τους εχθρούς·
4
Ελικοειδείς
5
Γι’ αυτό λοιπόν, στις 12 Φλεβ. άρχισε ο συστηματικός
κανονιοβολισμός
6
Χαλάσανε λοιπόν το περασμένο σχέδιο
φεύγουν οι Αραβες, οι μεν – και αφίνουν τα ντουφέκια των· κόπτουν, σφάζουν από εκείνους, και τους κυνηγούν ούτως έως υποκάτω από τους (εχθρικούς) προμαχώνας [...]
Τούτο το (φονικόν) θέαμα και το ακατάπαυστον πυρ, αι φωναίς και τα λοιπά σημεία της χαράς μας παρώξυναν τόσον τον Ιμπραΐμην, ώστε δεν ήξευρεν πού να πρωτοκτυπήση. Δύο φοραίς, ενθυμούμαι, εκλονίσθη το τείχος, ελύγισεν [...] Ο Ιμπραΐμης αισθάνθη πλέον με ποίους έμελλεν να πολεμήση, και όλην την άλλην ημέραν, εις τας 18 και 19 (Φεβρουαρ.), κανένα κίνημα ούτε πυρ έκαμε [...] (Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941) Μίαν ημέραν, Φεβρουαρίου 18, ήλθεν ένας Επτανήσιος, (τον οποίον η Κυβέρνησις, φαίνεται, εφρόντισεν και τον είχεν ως κατάσκοπον […]), ως από μέρους ενός ανωτέρου αρχηγού Γάλλου, όστις έχαιρεν την εμπιστοσύνη του Ιμπραΐμη [...] εκοινο
ποίησεν [...] και ότι την προσοχήν των εις το εξής να την στήσουν (εις το) να οχυρώσουν τα μικρά νησίδια, τα οποία είναι εις θέσεις οπού δύνανται να αποκλείσουν το Μισολόγγι· επειδή ο Ιμπραΐμης, αφού είδεν τον πόλεμον από το μέτωπον, και απότυχεν να κάμη έφοδον, αποφάσισεν να πολιορκήση στενά το Μισολόγγι γύρωθεν [...]
Εστοχάσθησαν [...] να ασφαλίσουν την Κλείσοβαν μόνον και να (την) οχυρώσουν, διά να έχωμεν την κοινωνίαν της ξηράς από μέρος του Βοχωρίου, και να οχυρώσωμεν και το Βασιλάδι διά την κοινωνίαν της θαλάσσης [...]
Ο Ιμπραΐμης, άμα είδεν ότι ωχυρώσαμεν εκείνο το μέρος, είδεν το όφελος ημών και από την ξηράν και από (την) θάλασσαν, και το (ζήτημα το) έλαβεν ως το μεγαλύτερο αντικείμενον (μελέτης). (Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941)
Την 17 του ιδίου Μ. Μ. απέπλευσε και ο εις Ασπρην Αλυκήν ευρισκόμενος, εκ της θερινής πολιορκίας, εχθρικός στολίσκος προς θαλάσσιον πολιορκίαν. [...]
Μετά τινας ημέρας όμως ήλθον εκ του εχθρικού στόλου προς ενδυνάμωσίν του και άλλα πεντήκοντα πλοία μεγαλύτερα των πρώτων και του αυτού σχήματος, προς τούτοις δε και πέντε σχεδίαι, ωπλισμέναι μετά κανονίων και πυρπολικών όλμων και ούτω ο πολιορκητικός στολίσκος συνέκειτο εξ 87 πλοίων.
Οι σωματάρχαι κατανοήσαντες, [...] τον σκοπόν του πολιορκητού, και βλέποντες αφ’ ενός μεν την σημαντικωτάτην ωφέλειαν, ην έδιδεν εις πάσαν περίστασιν η διατήρησις του μικρού οχυρώματος του Βασιλαδίου, αφ’ ετέρου δε την αδυναμίαν της εν αυτώ φρουράς εν περιπτώσει μιας του εχθρού αποφασιστικής εφόδου, συνήλθον την 24 Φεβρουαρίου εις το κατάστημα της διευθυντικής επιτροπής, διά να συσκεφθώσι και λάβωσιν εν μέτρον προς ενδυνάμωσίν της. Το μέτρον
«Του Βότζαρή σου την ψυχή για να σε προσκυνήση Σου στέλλει αιματοστάλαχτη… Στον τάφο του κλεισμένο Το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
Δεν παραδίδει τάρματα, δεν γέρνει το κεφάλι...»
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Ο ανδριάς του Γρηγορίου του Ε΄» στο «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Ο αρματολός της λύρας 1824-1879 [Βίος, έργα, ανθολογία, κριτική, εικόνες, βιβλιογραφία],
Εκδ. Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών
τούτο της ενδυναμώσεως της φρουράς Βασιλαδίου ενεκρίθη σχεδόν από όλους [...]
Ή διευθυντική επιτροπή όμως ενδούσα εις τας κατ’ επανάληψιν δικαίας αιτήσεις του ρηθέντος φρουράρχου του Βασιλαδίου7 [σ.σ. Αθανάσιος Ραζικότσικας] εξέδωκε διαταγήν το εσπέρας της αυτής ημέρας προς τον ρηθέντα σωματάρχην Αθ. Ραζικότσικαν, προσκαλούσα αυτόν να στείλη πεντήκο
7
Ο φρούραρχος ούτος είναι παντός επαίνου άξιος καθότι, προβλεπτικός εις τα κινήματα του εχθρού και θεωρών την δύναμιν της φρουράς ανεπαρκή προς αντίστασιν, ως συγκεκριμένην μόνον από τεσσαράκοντα πολεμιστάς, εζήτησεν εν καιρώ βοήθειαν
ντα στρατιώτας εις ενδυνάμωσιν του Βασιλαδίου· αλλ’ ούτος όχι μόνον δεν υπήκουσεν, αλλ’ εξέσχισε και την διαταγήν [...]
Την επιούσαν, την 9 ώραν Π. Μ. ο εχθρικός στολίσκος, προπορευομένων των σχεδιών, διευθύνετο συσσωματωμένος προς το Βασιλάδιον, άμα δ’ έφθασεν εις απόστασιν βολής κανονίου, ήρχισε τον κατά του οχυρώματος τούτου κανονοβολισμόν και βομβοβολισμόν διαρκέσαντα μανιωδώς μέχρι της μεσημβρίας.8 Προχώρουν προς το Βασιλάδιον, πλησιάσαντα δε εις εκατόν βημάτων απόστασιν, απεβίβασαν τους στρατιώτας, οίτινες εμβάντες εις το νερόν, ώρμησαν φαλαγγηδόν κατά τον Βασιλαδίου, αλλ’ αντικρουσθέντες διά των μιδραλίων και απολέσαντες πολλούς, ετράπησαν εις φυγήν.
Τρις αλλεπαλλήλως όρμησαν κατά του οχυρώματος, αλλά και αι τρεις έξοδοι αυτών την αυτήν και έτι χειροτέραν έλαβον τύχην και ήθελε ματαιωθεί ολοτελώς ο σκοπός των, εάν δεν επήρχετο κατά κακήν τύχην το ακόλουθον περιστατικόν. [...] οι πυροβοληταί του οχυρώματος, παρασυρόμενοι υπό ακράτου ενθουσιασμού, έθεσαν απερισκέπτως τον πρυστήρα επί της οπής του πυροβόλου· αποκοπέντος δε τούτου εκ της ορμής της εκπυρσοκροτήσεως, μέρος αυτού πεπυρακτωμένον έπεσεν εντός του βαρελίου, εν ω ήτο η διά τα πυροβόλα πυρίτις, διηρημένη εις φυσέκια (γομώσεις), τα οποία αναφλεγέντα κατέκαυσαν εννέα εκ των δεκαπέντε πυροβολητών. [...] Τούτο ιδόντες οι εχθροί και τυχόντες αρμοδίου ευκαιρίας, διά την έλλειψιν της ενεργείας των πυροβόλων, ώρμησαν κα αύθις πανταχόθεν εις έφοδον και επέτυχον την άλωσιν. [...]
Ούτω λοιπόν το χρησιμώτατον τούτο προπύργιον του Μεσολογγίου έπεσεν εις χείρας του εχθρού, και η απόκτησις αυτού, ως κατωτέρω ρηθήσεται, τα μέγιστα ωφέλησε τον πολιορκητήν. (Αρτέμιου Ν. Μίχου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας
8
Την αυτήν στιγμήν έσπευσαν εις βοήθειαν του στολίσκου και άλλαι 18 λέμβοι, καθώς και εν μεγάλον πλοίον, το οποίον προσορμισθέν πλησίον του Βασιλαδίου εβομβοβόλει αυτό
πολιορκίας του Μεσολογγίου. 1825-1826», εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, 1883)
Ο Ιμπραΐμης κυριεύσας το Βασιλάδι, προετοιμάσθη και διά άλλην έφοδον, ομού με τα στρατεύματα του Κιουταχή.
Με το Ανατολικόν μας είχεν κοπή η ανταπόκρισις όλως διόλου εκείναις ταις ημέραις [...] (Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941)
Θέλων δε [σ.σ. ο εχθρός] και εντελώς ν’ αποστερήση τους πολιορκουμένους παντός μέσου συνεννοήσεως μετά της Διοικήσεως και των έξω σωματαρχών Ελλήνων, απεφάσισε και την εξ εφόδου άλωσιν του μεταξύ Ανατολικού και Μεσολογγίου οχυρώματος, του νησιδίου Ντολμά, εις ο εφρούρει ο σωματάρχης Γρηγόριος Λιακατάς.
Κατά την 28 λοιπόν του αυτού μηνός περί την 11 ώραν Π.Μ. έθεσεν εις ενέργειαν το σχέδιόν του ο εχθρός και ήρχισε την κατά της ειρημένης θέσεως έφοδον· η φρουρά του Μεσολογγίου [...] εννόησεν αμέσως ότι ο πολιορκητής προσβάλλει την ρηθείσαν θέσιν. Οθεν συνελθόντες αυθωρεί οι σωματάρχαι Νότης Βότσαρης, Κίτσος Τζαβέλλας καί τινες άλλοι εκ των πρεσβυτέρων [...] απεφάσισαν έξοδον της φρουράς κατά των εχθρικών περιταφρωμάτων και κανονοστασίων, ώστε με το μέσον τούτο να δυνηθώσι ν’ ανατρέψωσι το σχέδιον του έχθρού και βλάψωσι καιρίως τον πολιορκητήν. [...]
Τις δύναται να περιγράψη τον άκρατον ενθουσιασμόν των πολεμιστών! [...] κατά των εχθρικών χαρακωμάτων εκυρίευσαν αναιμωτί αυτά και έτρεψαν τους Τούρκους εις άτιμον φυγήν.
Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, οι αρχηγοί του εχθρικού στρατοπέδου Κιουταχής και Ιβραήμ [...] συναθροίσαντες όλον τον στρατόν αυτών έδραμον εις βοήθειαν των ηττηθέντων [...]
Αι απώλειαι του εχθρού ανήλθον εις 500 περίπου φονευθέντας [...] Ο εχθρός εν τούτοις, χωρίς να μεταβάλη το σχέδι
Εως 2 χιλιάδες όπλα και λόγχαις εκείνην την ημέραν έφερεν η Φρουρά μέσα. [...] Αφού ούτως εκδικήθησαν οι Ελληνες της Φρουράς το χυθέν αίμα εις τον Δουλμάν, αποσύρθησαν κατ’ ολίγον-ολίγον εντός του Φρουρίου.
Από τους ανωτέρους Οπλαρχηγούς ο Τζιαβέλας εφάνη ότι αρίστευσεν εκείνην την ημέραν και ο μόνος όστις εκτέθη εις (προσωπικήν) συμπλοκήν. (Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941)
Ήμείς από το Μεσολόγγιον είχομεν αποφασίση να μη συμμεθέξωμεν εις καμμίαν φατρίαν αφ’ όσας ηκούομεν να υπήρχον εις το Ναύπλιον, διά να μη σύρωμεν καθ’ ημών την αντιζηλίαν των λοιπών και αντενεργήσωσι εις τον σκοπόν της αποστολής μας. Αλλά κατά δυστυχίαν είχε προκηρυχθή να συγκροτηθή Εθνική Συνέλευσις, και εις αυτόν τον καιρόν ενεργούνται όλαι αι σκευωρίαι και αι ραδιουργίαι διά τας εκλογάς των Πληρεξουσίων και των κομμάτων [...] Εις το παράλιον απαντήσαμε τον φρούραρχον Στρατηγόν Κ. Αθανάσιον Φωτομάρα, όστις μας ωδήγησεν εις το κατάλυμα του Κυρίου Κωλέττη. [...]
Εκ τούτου του κινήματος ο κόσμος μας υπέλαβεν διά Κωλεττίστας, δίχως ημείς καν να το φαντασθώμεν [...] Ή Διοίκησις επήνεσεν τον πατριωτισμόν και τον ζήλον της φρουράς του Μεσολογγίου ονομάζοντάς τους ήρωας και στηρίγματα της ελευθερίας του Εθνους· μας εβεβαίωσε ότι ήθελε καταβάλη πάσαν σπουδήν εις το να εξοικονομήση χρήματα ικανά [...]
Εμείναμε λοιπόν εκστατικοί όταν μας επαρρησιάσθη επι
ΕΤΣΙ ΠΟΛΕΜΉΣΑΜΕ ΣΤΟΝ ΑΓΏΝΑ
«Οι επιζώντες του Μεσολογγίου» του Αρι Σέφερ (Jean Louis Mazieres / Musee Dordrecht / flickr)
τροπή του Βουλευτικού εκ των Κ. Μ. Ιατρού και λοιπών, οίτινες διά την απορίαν του Εθνικού Ταμείου ήθελον να συμβιβασθώμεν εις το ποσόν των χρημάτων οπού απαιτούντο διά περίθαλψιν της φρουράς. Ήμείς απεκρίθημεν, ότι αυτός δεν ήτον διοικητικός τρόπος, αλλ’ εμπορικός· [...]
Εψήφισεν λοιπόν να εκποιηθή γης εθνική διά τέσσερα εκατομμύρια γρόσια, και διά να ευκολύνη τους αγοραστάς ώστε η είσπραξις να επιταχυνθή, εψήφισεν και ότι εδέχετο το Ταμείον τα ήμιση του αγορασθέντος κτήματος εις μετρητά και τ’ άλλα ήμιση εις εθνικάς ομολογίας, οπού το Εθνικόν είχεν εκδώση κατά καιρούς εις όσους έμενε να χρεωστή, και ταύτας τας εθνικάς ομολογίας τας ηγόραζον οι μέλλοντες ν’ αγοράσωσι γην με μόνον είκοσι και είκοσι πέντε τοις εκατό. Ώστε ευκολύνοντο πολύ οι αγορασταί.
Ενώ άρχισεν η δημοπρασία της εκποιητέας εθνικής γης, ημείς εκρίναμε συμφέρον να πηγαίνωμεν εις το Αργος προς αντάμωσιν των εκεί συνηθροισμένων Προκρίτων και Στρατιωτικών Πελοποννησίων [...] Επεστρέψαμεν εν τοσούτω [...] Αλλά φθάσαντες εις το Ναύπλιον εμάθαμε ότι ο Στόλος μας άφησεν το Μεσολόγγιον και επανήλθεν εις τας νήσους, διότι είχεν παρέλθη η εικοσαήμερος προθεσμία και δεν είχεν λάβη νεωτέρας διαταγάς. Εξετάσαμεν και την Διοίκησιν πόσα χρήματα είχεν συνάξη από την εκποίησιν της εθνικής γης, πλην επληροφορήθημεν ότι πολλά ολίγα χρήματα είχον συναχθή· και ιδού το διατί. [...] πλην έγινε κατάχρησις από τους υπαλλήλους και αντί να συνάζουν, κατά το ψήφισμα, ήμισι χρήματα και ημισείας ομολογίας, εσύναζον από τινάς αγοραστάς το όλον εις ομολογίας, χαριζόμενοι εις τους οπαδούς του κόμματός των. Εις εκείνην την εποχήν λοιπόν, ωφελούμενοι διάφοροι από την ανάγκην του Μεσολογγίου, έγιναν κτηματίαι με πολλά ολίγα κεφάλαια [...] (Σπυρομίλιου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου», εκδίδονται υπό Ιω. Βλαχογιάννη, πατριωτική χορηγία Εμ. Α. Μπενάκη. Αθήναι: [Τυπογραφείον Σ. Κ. Βλαστού], 1926)