Νοέμβριος: Η προπαρασκευή της φρουράς
Η εμφάνιση του στόλου του Ιμπραήμ πασά και οι διεργασίες για την επιτυχή απόκρoυση της πολιορκίας με περισσότερους πολεμιστές και σε καλύτερες θέσεις
Την 1 Νοεμβρίου. […] Τα από τον κόλπον Π. Πατρών χθες εκπλεύσαντα επτά εχθρικά καράβια απαντήθησαν σήμερον απέναντι του ακρωτηρίου Πάπα με τρία ένοπλα ιδικά μας πλοία […] ήλθον εις ναυμαχίαν, ήτις επεκράτησε δύω περίπου ώρας. Απίθανον ήθελε φανή ίσως να διακηρύξωμεν, ότι η νίκη της ανίσου ταύτης ναυμαχίας έκλινεν εις τον ολιγάριθμον τούτον στολίσκον μας […]
Την 2 του αυτού. Σήμερον επανυγυρίσθη η χαρμόσυνος τελετή της νίκης των κατά τα Σάλωνα Ελληνικών στρατευμάτων, τα οποία ηνάγκασαν το εκείσε εχθρικόν σταρτόπεδον να διαλυθή με τόσην φθοράν και καταισχύνην του. («Ελληνικά χρονικά», αριθ. 88, Μεσολόγγιον, 4 Σεπτεμβρίου 1825)
Εξ Νοεμβρίου, καθαρή ημέρα· εξαπλωμένοι όλοι εις τους προμαχώνας, βλέπομεν έναν καπνόν μακράν περιφερόμενον εις την θάλασσαν, πλην τίποτες (εκείθεν) δεν ηκούσαμεν. Μετ’ ολίγον, αναβαίνοντες με ούριον αέραν, παρατηρούμεν να παρρησιάζωνται (τόσα) πλοία, ώστε αγάλι-αγάλι εφάνη εν πλήθος (αυτών). Από την ποσότητα εννοήσαμεν ότι είναι ο Στόλος ο εχθρικός.
Αρχισαν οι Ελληνες γελώντας· «να τος», «να τος», όλοι (να λέγουν) με μια φωνή, και όλοι μικροί μεγάλοι εβγήκαν (και εστέκοντο) να τον κοιτάζουν.
Πλησίασεν μετά μίαν ώραν σχεδόν η εμπροσθοφυλακή, δύο γολέτταις ωραίαις και μεγάλαις, εις το Βασιλάδι· […]
Εις όλα τα πλοία τα τύμπανα εσήμαιναν βήμα οδοιπορικόν, και ακούγεται ο κρότος έως ημάς. […]
Οι Ελληνες (εκ του Φρουρίου), αστεϊζόμενοι και μεγαλώνοντες τον εχθρόν –υπερηφανευόμενοι με οποίον (σπουδαίον αντίπαλον) έμελλον να πολεμήσουν– άκουγες (παρ’ αυτών) πλήθος ανέκδοτα. Ενας έλεγε: «Ιδές ο πούτζος του πώς
τα (α)ραμμάτιασεν1 (τα πλοία του), και ήλθεν να μας τα ταράξη». Aλλος πάλιν: «Να, Αρμάδα πουτζαρού, οπού έχει και τζιμπούκι και πίνει (εννοών τον καπνόν του ατμοκινήτου), και η εδική μας δεν έχει ούτε ταμπάκον, η ορφανή». […] (Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941)
Την 9 εξήλθε μέρος του εχθρικού στόλου, κατά δε την 11 εφάνη παραπλέων μεταξύ Γλαρέντζας και Ζακύνθου.
Την 13 έφθασε και ο Ελληνικός, όστις απαντήσας τον εχθρικόν μεταξύ της ανωτέρω ρηθείσας θέσεως ήρχισε την ναυμαχίαν, ήτις διήρκεσε καθ’ όλην εκείνην την ημέραν και την νύκτα εισματωδεστάτη.
Την 14 οι αντιμαχόμενοι στόλοι εφάνησαν ναυμαχούντες έμπροσθεν του Μεσολογγίου […] (Αρτέμιου Ν. Μίχου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου. 1825-1826», εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, 1883)
Τα γυναικόπαιδα δεν έφυγαν
[…] απεφασίσαμε να στείλωμεν εις το στρατόπεδον Κραββάρων τρεις αξιωματικούς, οίτινες να ομιλήσουν εις τους διαφόρους οπλαρχηγούς προτρέποντάς τους εις την ένωσιν […] Το σχέδιον ήτο το εξής: Επειδή ήτον συμφερώτερον να ενεργώμεν ημείς από το φρούριον και αυτό το σώμα απ’ έξω συναγροικούμενοι και συμβοηθούμενοι, διά τούτο αυτοί μεν να ήρχοντο διά νυκτός να τοποθετηθώσιν εις ένα λόφον εις ταις πλάταις του εχθρού κατά το δυτικοβόρειον, όπου είνε εν παλαιόν οχύρωμα και διά τούτο ονομάζεται κοινώς το «κάστρο της Ρήνας»· εκεί δε όλην την νύκτα να κατασκευάσουν εν οχύρωμα δυνατόν ν’ ασφαλισθώσι μέσα· ημείς δε συναγροικούμενοι όντες την ιδίαν νύκτα να βγάλωμεν εξακοσίους ανθρώπους, οίτινες να κατασκευάσουν εν οχύρωμα εις την Φοινικιά, εις την ξηράν απέναντι του Ντουλμά· ώστε θ’ απείχον τα δύο σώματα σχεδόν ένα τέταρτον της ώρας. […] Αν πάλιν οι Τούρκοι δεν έκανον κίνημα, ημείς μ’ αυτά τα δύο σώματα, τοποθετημένα εις αυτάς τας θέσεις, του διεκόπτομεν τας θροφάς. Ώστε […] ή έπρεπε ν’ αποσυρθή από το Μεσολόγγιον, και ημείς εκατορθώναμε τον σκοπόν να διαλύσωμεν την πολιορκίαν, ή αν εξ ανοήτου επιμονής διέμενεν απέναντι του Μεσολογγίου δίχως
να δώση μάχην, ετάπτετο έξω του Μεσολογγίου διά της ελλείψεως των θροφών. Τούτο εκατορθούτο αν υπήρχε υπακοή και σύμπνοια· αλλά ταύτα έλειπον […]
Ή Διοίκησις διά να προμηθεύση το Μεσολόγγιον με θροφάς, ώστε να μη φθάσωμεν εις έλλειψιν, εσυμφώνησε μετά του Κυρίου Εμμανουήλ Ξένου, όστις επιφορτίσθη να μας οικονομήση εγκαίρως και να δεχθή συναλλαγματικάς πληρωτέας εις Λονδίνον παρά της εκεί ευρισκομένης Ελληνικής επιτροπής. Πλην και ούτος, αφ’ ου μας έπεμψεν εν φορτίον αραβοσίτου, επειδή δεν επληρώθησαν αι πρώται συναλλαγματικαί, έκαμε παύσιν. […] η ευγενεία του άργει τας προμηθείας έως ότου πληροφορηθή από το Λονδίνον αν επληρώθησαν […] Ώστε η Διοίκησις αμεριμνούσεν επιστηριζομένη εις την συμφωνίαν της, δίχως να ηξεύρη ότι ούτος λησμονών το συμφέρον της Πατρίδος επαρατήρει μόνον του κερδοσκόπου το συμφέρον. […]
Εν τοσούτω ωφελούμεναι απ’ αυτήν την προσωρινήν ησυχίαν και απελπισθείσαι από την δυστυχίαν οπού εδοκίμαζαν διά ψωμί όλαι σχεδόν αι οικογένειαι των της φρουράς και των Μεσολογγιτών επανήλθον εις το Mεσολόγγιον, προκρίνασαι ν’ αποθάνωσι καλλίτερα πλησίον εις τους συγγενείς των παρά εις τον Κάλαμον και αλλαχού εκ της πείνας. (Σπυρομίλιου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου», εκδίδονται υπό Ιω. Βλαχογιάννη, πατριωτική χορηγία Εμ. Α. Μπενάκη. Αθήναι: [Τυπογραφείον Σ. Κ. Βλαστού], 1926)
Τούτο ήτον καλαμπόκι, και περισσότερον μας δυσκόλευσεν αλέθοντάς το, παρά τρώγοντας. Ας υποθέση κανείς, να αλέθη καλαμπόκι ένας στρατός επάνω εις την πέτραν κοπανίζοντας, τι προκοπήν δύναται να κάμη. […]
Οθεν, κατά τας 18 (Νοεμβρίου), οι πληρεξούσιοι του (Γεωργ.) Βαλτινού και Γεωργάκη Κίτζιου και άλλων μερικών οπλαρχηγών έφθασαν εις τον ριζόν. Οι Τούρκοι ενέδρευον εις την ακροθαλασσιάν· άμα έφθασαν να έμβουν εις τα πλοιά
«Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε. Στην αρχή εντρεπόντανε να ’βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες» Διονύσιος Σολωμός, «Η γυναίκα της Ζάκυθος», κεφάλαιον [3] «Οι Μισολογγίτισσες»
ρια,2 τους εκτύπησαν απ’ έξω, και τον μεν Ανδρέαν (Βαλτινόν) Δόστη τον έλαβον ζωντανόν, τον δε… εφόνευσαν. Και ούτως οι Τούρκοι επήραν έως 66 χιλδ. γρόσια μισθούς. Τίποτες δεν ωφέλησεν η νυκτερινή μας. Τούτο προήλθεν από την απροβλεψίαν (εκείνων) των αρχηγών, οίτινες τους έγραψαν να έμβουν (εις το Φρούριον), και δεν εφρόντισαν να τους ασφαλίσουν όταν πλησιάσουν. […]
Εις την ομήγυριν των Οπλαρχηγών3 αναφέρθη η ανάγκη της ζωοτροφίας. Το κυριώτερον μέτρον οπού έμελλον να λάβουν, σύμφωνα με τους θαλασσινούς, ήτον να μετακομισθούν όλα τα γυναικόπαιδα, εντός ολίγου, με πλοία μας εις Κάλαμον, και να μείνουν μόνον οι πολεμικοί άνδρες, ώστε αν η Κυβέρνησις (ή ο Ξένος) δεν προφθάση να μας προμηθεύση, να οικονομούμεθα με όσον ήτον (απολύτως) δυνατόν να μας χορηγηθή. […]
Ο Γιώτης Ζήκο-Λάμπρου (Νταγκλής4), σεβάσμιος διά τας στρατιωτικάς του αρετάς, έχων και πολύ βάρος (μελών) οικογενείας, απολογήθη:
– Είναι αληθινόν, λέγει, Στρατηγοί, ότι το μέτρον τούτο είναι το μόνον σωτηριώδες. […] εγώ όμως σας λέγω την κατάστασίν μου και τι φρονώ (περί αυτής). – Ήξεύρετε, Καπιταναίοι, πώς ζω και εγώ και τα παιδιά μου; Τα θρέφω μόνο από το ταΐνι οπού με περισσεύει· ιδέτε μοι αν μοι έμεινεν φλωροκαπνισμένον ή ασημένιον άρμα άλλο από ταις ζάβαις (θηλύκια αργυρά της μέσης), το ντουφέκι και το γιαταγάνι με το πετζέινο θηκάρι και η ξύλινη κομπούρα. – Σας παρακαλώ λοιπόν να
2 Ο Ανδρ. Βαλτινός κ’ οι άλλοι πιαστήκανε στης 9 Δεκεμ,, όπως φαίνεται από επίσημο έγγραφο. Στα μ. ριζοβούνια (πρόποδα) του Ζυγού, προς Κρυονέρι, βορινά από τ’ ακρωτήριο Μποχόρι, όπου φτάνουν τα σύνορα της λίμνης, εκεί είναι πυκνός βάλτος, κ’ εκεί οι Τούρκοι θα στήσαν το καρτέρι τους
3 Συνάντηση καθημερινή
4 Ο Λάμπρος Νταγκλής είχε γυιό το Ζήκο Λάμπρο, ο γυιός του Ζήκου, Γιώτης Λάμπρου. Τέτοιος ήταν ο σχηματισμός των Σουλιωτ. επωνύμων
μου ειπήτε· αν στείλω την φαμελλιάν μου εις τον Κάλαμον, ή εις άλλο νησί, ποίος θα την ζήση; Ποίαν φροντίδα έχει το Εθνος κ’ η Κυβέρνησις διά τα παιδιά μας; Θέλετε (η φαμελλιά μου) να γυρίζη εις ταις στράταις, να ζητά από πόρτα σε πόρτα μία οκά αλεύρι, ή έναν παράν, και να πειράζεται το ίρτζι μας (η τιμή), οπού δι’ αυτό το ίρτζι όλι μας πασχίζομεν με τα κεφάλια μας να (το) φυλάξωμεν; Δεν είναι άλλο, λογαριάζω, (παρά, επειδή) κ’ εκεί αν την στείλω, θα πεθάνη από την πείναν, και εδώ ομοίως, σας λέγω λοιπόν: Εκεί οπού θα ακούγω την ατιμίαν της5 ή τον θάνατόν της, καλύτερα να πεθάνωμεν μαζί εδώ ή από το ντουφέκι (πόλεμον), ή από την πείναν. […]
Αγκαλά και οι μεν από τα Σάλωνα ελθόντες οπλαρχηγοί και ο Καραϊσκάκης με τους υπό την οδηγίαν του έκαμαν τα χρέη των, και κανείς δεν ηδύνατο να ειπή ούτε διά τους μεν, ούτε διά τους δε τίποτες (αντίθετον).
Ο Ράγκος και ο Τζιόγκας έχοντες, ως μας έλεγον, έως 1000 υπό την οδηγίαν των, εφαίνοντο μεταξύ όλων τούτων (των έξωθεν οπλαρχηγών) συνεσταλμένοι διά την (άτοπον
αυτών) πράξιν του Μισολογγίου·6 και επειδή, και από πρωτύτερα και διά ταις τότε νίκαις του Καραϊσκάκη, το εζήλευσαν διότι προώδευεν, ενώθησαν με τον Κώσταν Βότζιαρην […] ενεργούντες να καταστήσουν αρχηγόν τούτον.
Ο Καραϊσκάκης –όστις δεν εκοιμάτο– δεν έπαυεν (συνεννοούμενος) με τους εναντίους προς τους Σουλιώτας Ρουμελιώτας Αρματωλούς Σκαλτζάν και Σιαφάκαν, να αντικρούγη το σχέδιον.
Οι Οπλαρχηγοί της Φρουράς, αισθανόμενοι τούτην την φιλοτιμίαν ότι έμελλεν να γεννήση μίαν διαίρεσιν, εδιόρισαν επιτροπήν […] με πληρεξουσιότητα να πηγαίνουν όσον τάχος να ανταμωθούν (με τους εις Δερβέκισταν) και να μεσολαβήσουν ο μεν με την επίρροιάν (του) προς τους Σουλιώτας, οι δε προς τους Ρουμελιώτας να αφήσουν κάθε (προσωπικήν) φιλοτιμίαν και κάθε (παλαιόν) πάθος (καθώς <το έκαμαν> και εκείνοι της Φρουράς), και να τρέξουν εις το στάδιον του πολέμου τούτου με εν πνεύμα· αφού δε (οι απεσταλμένοι) τους ενώσουν, να τους προβάλουν το σχέδιον, πώς έπρεπεν να κινηθούν όσον τάχος (υπέρ του Μεσολογγίου).
Το σχέδιον ήτον: Χωρίς αναβολήν καιρού να διαιρέσουν τα στρατεύματα εις δύο· οι μεν να προκαταλάβουν και να τοποθετηθούν εις Βαράσοβαν, (και εκείθεν) να προσέχουν τα κινήματα του Ιμπραΐμη (όστις έμελλεν να απεράση απεδώθεν)· οι δε να κατεβούν (και) να τοποθετηθούν εις το παλαιόκαστρον της (Κυρα-) Ρήνης (ή Αικατερίνης), αναμεταξύ Μεσολογγίου και ανατολικού, (κινούμενον) κατά του Κιουταχή· διά να ευκολύνεται δε η (με αυτούς) ανταπόκρισίς μας καθημερινώς, (ημείς) οι εν των Φρουρίω) να οχυρώσωμεν και το νησί Δολμάν από το μέρος Φοινικιάς και Αγίου Νικολάου. (Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941)