Σεπτέμβριος: Ο Κιουταχής σε απελπισία
Μάχες οχυρών θέσεων με υπονόμους, σεισμικές εκρήξεις, κανονιοβολισμούς και πολλούς νεκρούς από τους επιτιθέμενους
Την 1 Σεπτεμβρίου. Μετά το Μεσονύκτιον εκεραυνοβολήσαμε εκ διαλειμμάτων τα εχθρικά χαρακώματα, εν ω αδιαλείπτως ενηργείτο ο τουφεκισμός. […] Ο εχθρός επιμένει εργαζόμενος εις το πρόχωμά του, μ’ όλον ότι το κανονοστάσιον Κουτζουναίικα τον κεραυνοβολεί πανταχόθεν ακαταπαύστως. […]
Την 2 του αυτού. Το από μέρους μας οριζόντειον και κατά κάθετον πυρ εξηκολούθησε δι’ όλης της νυκτός· ο δε εχθρός ήτο πάντοτε σιωπηλός· δεν θέλει μάλιστα τώρα να αποκρίνηται ούτε εις μερικά έντιμα ερωτήματα, τα οποία ενίοτε τον κάμνουν οι Ελληνες. […] («Ελληνικά χρονικά», αριθ. 70, Μεσολόγγιον, 2 Σεπτεμβρίου 1825)
Ενας πασάς πολλά απαίδευτος
Ο Ρεσίτ Μεχμέτ πασιάς επίμων εις τον σκοπόν του, αλλά ελλειπής επιστημονικών στρατιωτικών γνώσεων, επιδιορθώσας τους προμαχώνας επάνω εις την γωνίαν της Τερρίμπιλε, άρχισεν πάλιν να κυλίη χώμα, με την διαφοράν μόνον ότι το εκύλιεν προς το αριστερόν μέρος, δηλαδή προς του Δεσπότη, ωσάν να ήτον το μέρος οπού δεν είχεν επιτύχη. Τι ανόητος επιμονή!
Μ’ όλα ταύτα, διά να προφασισθή εις τον Σουλτάνον, εσχάτως είχαν γράψη ότι οι Φράγκοι […] τον αντενεργώσι βοηθούντες μυριοτρόπως τους γκιαουράδες και ότι αι τέχναι των κάνουν ν’ αντέχη το Μεσολόγγιον· και προς επιστήριξιν των λόγων του έστειλεν εις την Κωνσταντινούπολιν τινάς σφαίρας των πυροβόλων μας, διά να ιδή ο Σουλτάνος ότι ταύτας οι Ελληνες τας επορίζοντο από την Ευρώπην (ικανή απόδειξις διά τους Τούρκους) και τον παρεκάλει αφ’ ετέρου να στείλη καπουτζήμπαση (αξιωματικόν του Παλατίου) όστις να ιδή ο
«Μεσολόγγι. Από την πολιορκία στην έξοδο», πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη
ίδιος ότι δεν είνε πλέον φρούριον το Μεσολόγγιον οπού αντέχει, αλλά αι τέχναι των Φράγκων βαστούν στους γκιαουράδες μέσα εις αυτήν την μάνδρα […] Εκ τούτου λοιπόν επαραπονείτο κατά του Καπετάν πασιά διότι ανεχώρησε με τον Αήττητον Στόλον και δεν εβύθισεν τα σιτοκάραβα των γκιαουράδων. [...]
Τινές αυτόμολοι μας έλεγον ότι ο Σατράπης ενεργεί να κατασκευάση δύο υπονόμους, την μίαν εις την Τερρίμπιλε και την άλλην εις την Μεγάλην Τάμπια και μετά της εκπυρσοκροτήσεως τούτων να εφορμήση […] (Σπυρομίλιου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου», εκδίδονται υπό Ιω. Βλαχογιάννη, πατριωτική χορηγία Εμ. Α. Μπενάκη. Αθήναι: [Τυπογραφείον Σ. Κ. Βλαστού], 1926)
Απόκρουση εφόδου
Ο εχθρός εν τοσούτω δεν έπαυε κυλίων το χώμα και διά του τρόπου τούτου εισήλθε πάλιν εις το κανονοστάσιον «Τερίμπι
λε». Οι πολιορκούμενοι κατασκεύασαν και αύθις δύο υπονόμους υπό το χώμα, την μίαν μεγαλητέραν της άλλης, περί δε την 2 ώραν της 9 7βρίου ετέθη το πυρ εις την μικράν υπόνομον, με την έκρηξιν της οποίας ετινάχθησαν εις τον αέρα εξ Τούρκοι, ταυτοχρόνως δε ήρχισεν ο πυροβολισμός από το κανονοστάσιον του «Κοτζίσκου» μέχρι των ερειπίων του κανονοστασίου του «Βότσαρη». ταυτοχρόνως δε ήνοιξαν και οι εχθροί το πυρ αυτών· τότε δε σμήνος Αλβανών και Κακλαμάνων έδραμεν εις βοήθειαν των κινδυνευόντων συντρόφων των ως και αυτός ο αρχιστράτηγος μεθ’ όλης της φρουράς του και η μάχη εγένετο πεισματώδης. Εις την ακμήν δε της πάλης μέγα μέρος των Αλβανών και Γκέγκιδων επειράθησαν να εφορμήσωσιν εις έφοδον αλλ’ αντεκρούσθησαν με πολλήν φθοράν· νομίσας δε ο εχθρός, ότι όλαι αι Ελληνικαί δυνάμεις είχον συναθροισθή εκεί, και θέλων φαίνεται να φέρη αντιπερισπασμόν, επεχείρησεν έφοδον διά των ενώπιον των
κανονοστασίων «Ρήγα», «Μακρή» και «Μονταλεμπέρτ» σωμάτων, αλλ’ η φρουρά των ρηθέντων κανονοστασίων, κτυπήσασα τους εφορμώντας δραστηρίως, δεν τους άφησεν ούτε βήμα να προχωρήσωσιν εις τα εμπρός και ηνάγκασεν αυτούς μετά σπουδαίας απωλείας να επανέλθωσιν άπρακτοι και κακώς έχοντες εις τας θέσεις των. Περί δε την 4 ώραν Μ. Μ. αφού επεσωρεύθησαν πλήθος Τούρκων νομίσαντες, ότι απηλλάγησαν του φόβου της υπονόμου, ετέθη το πυρ και εις την άλλην υπόνομον, η έκρηξις της οποίας ετίναξεν εις τον αέρα πλήθος εχθρών, εξ ων μέσω των συντρόφων των. Οι διασωθέντες τότε έστρεψαν τα νώτα, μη δυνάμενοι ν’ ανθέξωσιν εις το ζωηρότατον πυρ της φρουράς, μέρος των ανδρών της οποίας ελκύσαντες τα ξίφη, ώρμησαν εις τα εντός του κανονοστασίου «Τερίμπιλε» ανεστραμμένα εχθρικά χαρακώματα και εις τα λείψανα του προχώματος, ενσπείραντες την φρίκην και τον όλεθρον εις τους φεύγοντας εχθρούς. Συγχρόνως οι εργάται όπισθεν των πολεμιστών επιπέδωνον τα ύψη του χώματος και επλήρουν τα χάσματα, εις τα οποία εύρον μόνον δύο εργάτας του εχθρού ζώντας, μέγας δε αριθμός άλλων εργατών και εχθρών έκειντο εκεί νεκροί. Ή μάχη διήρκεσε καθ’ όλην την νύκτα, εφονεύθησαν δ’ εκ των Ελλήνων 17 και επληγώθησαν 43. (Αρτέμιου Ν. Μίχου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου. 1825-1826», εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, 1883)
Αψιμαχίες και εκρήξεις
Από τας 19 Αυγ.-20, οπού έγινεν εκείνη η τρομερά συμπλοκή, έως εις τας 7 Σεπτ., ο πόλεμος ακολουθούσεν ακαταπαύστως από τα οχυρώματα. Εις τας 9 Σεπτ. τελείωσεν και εκτίσθη και η μικρή υπόνομος.
Το σχέδιον ήτον το αυτό, πάλιν, με (το) των 19 Αυγούστου: Εκλεγμένοι από όλα τα σώματα (άνδρες) να στέκωνται εις το γελέκι – να επιπέσουν αμέσως μετά την πυρσοκρότησιν και το τέλος των δύο (υπονόμων). Ενθουσιασμένοι οι Ελληνες
περίμεναν την προσδιωρισμένην ώραν.
Ώς επί το πλείστον τας εξόδους τας έκαμνεν η Φρουρά μετά το μεσημέρι, και τούτο (ήτον) διότι πλησιάζουσα η νυξ βοηθούσεν περισσότερον τους Ελληνας, οίτινες ήξευρον να ωφελούνται καλύτερα από το σκότος και να βλάπτουν καιρίως τον εχθρόν.
Αφού εν ριπή οφθαλμού ετοιμάσθησαν οι «Ξιφήρεις»1 και τοποθετήθησαν, όλοι οι άλλοι από τους προμαχώνας του Μονταλεμπέργ έως εις του Δεσπότου τον προμαχώνα ετοιμάσθησαν και (αυτοί) διά έξοδον, να εφορμήσουν και κατά των χαρακωμάτων (άντικρυ του προμαχώνος του) Μάρκου Μπότζιαρη κ.λπ., οπού ήτον εύκολος (προς τα εκεί) η έξοδος. Εις τας 10 ώρας – 4 (της 9 Σεπτεμ.) μ.μ., έβαλεν το πυρ ο
Κώστας2 εις την μικρήν (υπόνομον). Εγινεν η πρώτη έκρηξις (συνοδευθείσα) με πυρ γενικόν από τους προμαχώνας, με φωνάς πανταχόθεν, με πυροβόλα, με βόμβαις, έξαφνα. Ο εχθρός, ακούγων τούτο το έξαφνον πάλιν, αμέσως έπεμψεν εν μεγάλον σώμα βοήθειαν ταχείαν εις Τερρίμπιλην, και όλον τον λοιπόν στρατόν κατά μέτωπον.
Εβλεπες τον (Τουρκικόν) στρατόν, όταν έβγαινεν από τας υπωρείας (των αντίκρυ λόφων) και (τας) σκηνάς του και κινήθη τον κατήφορον τρέχοντας, κόκκινος από τα (κόκκινα) φορέματα –και εφαίνετο ωσάν παπαρούναις– έβγαιναν από τα καλύβια (των) άλλοι με όρεξιν (άλλοι χωρίς) να προφθάσουν, (τρέχοντες) ωσάν αι σφήκιαις όταν κτυπά κανείς την κουφάλαν (των) και ρίπτωνται καταπάνω του να τον φάγουν, ούτως έτρεχον οι Τούρκοι.
Εσυνάχθησαν· εγιόμωσαν αι θέσεις· δεν τους χωρούσαν τα χαρακώματα, και άκουγες έναν βρασμόν μέσα (εις αυτά) ωσάν μελισσιού.
Αφού εσωρεύθησαν τόσον (πλήθος), και περίμεναν την
έξοδόν μας (ν’ αρχίση) – και εσωρεύθησαν και έως 2 χιλδ. (ακόμη) επάνω (εις το χώμα), οπού έμελλεν να εκραγή η υπόνομος, βάνει φωτιάν ο Κώστας,3 και επειδή ήτον (αυτή) βαθέα σκαμμένη, κυκλοειδώς διευθυνομένη, καλά κτισμένη, το βαρούτι πολύ· καθώς έφθασεν το πυρ, έως να έβγη από τα σπλάχνα της γης, άρχισεν να σείη και να κλονίζη όλον το Φρούριον, και να ακούγωνται τα τριξίματα του Φρουρίου και των σπιτιών (της πόλεως) ωσάν στεναγμός κανενός θηρίου μυθολογουμένου, ωσάν τρομερός σεισμός, ώστε εφόβισεν και ημάς και επέσαμεν, από την τρεμούλαν της γης, όλοι κάτω. Μετά το σεισμόν, εβγήκεν ένας βρόντος τόσον τρομερός, ώστε μας κούφανεν. Κοιτάζομεν τον ανήφορον προς τον ουρανόν, και βλέπομεν ένα πλήθος σώματα ωσάν βαλώματα,4 αναβαίνοντα (μαζί) με τον σκοτεινώτατον και υλώδη καπνόν. Σκέλη, ποδάρια, κεφάλια, μισούς ανθρώπους, μπούτια, χέρια, εντόσθια έπεσαν προς ημάς, και άλλα προς τους εχθρούς. Μόλις έπεσαν κάτω τούτα, και συνελθόντες οι «Ξιφήρεις», αμέσως πηδήσαντες έξω, επέπεσαν κατά των (εχθρικών) χαρακωμάτων· οι Τούρκοι είχον απομακρυνθή, από τον τρόμον –τους προφθαίνουν οι Ελληνες κυνηγώντας τους, εβγαίνουν και (πέρα) από τα λοιπά μέρη του οχυρώματος, πηδούν κατά των άλλων χαρακωμάτων– και τι να ίδης; Εφευγον οι Τούρκοι ωσάν αγέλη, ωσάν (καταδιωκόμενοι από την) αστραπήν και οργήν θετικήν. Αφησαν πρώτα τα χαρακώματά των, και ο πόλεμος εγίνετο έξω, έως εις το εσπέρας.
Εως 30 (Τούρκοι) ήσαν μισοπλακωμένοι εις το χώμα· άλλου εφαίνετο το ποδάρι, άλλου το χέρι, άλλου τα δύο πόδια και άλλου το κεφάλι μόνον. Ενας εξάδελφος του Μπανούση Σέβρανη, χωμένος έως εις την μέσην, τον περιτριγύρισαν οι Ελληνες· αυτός, γενναίος ων, ενώ πλησίασαν (εκείνοι), πυροβολεί με την πιστόλαν και φονεύει τον (Σουλιώτην) καλόγη
ρον τον δυστυχήν, (εκείνον) με την εξαιρετικήν φωνήν, και άλλον ένα, και τότες του έκοψαν την κεφαλήν.
Δεν δύναμαι να αποσιωπήσω και την ανδρείαν τούτων των Τούρκων,5 (οι οποίοι) εκτός μόνον οπού δεν εργάζονταν, ειδέ (και επολέμουν και) τας λοιπάς κακοπαθείας ημών όλας τας υπόφερναν χωρίς αγανάκτησιν και με μεγάλην επιμονήν.
Ετραβήχθη η Φρουρά την νύκτα. Ευρέθησαν και τότες έως 15 πληγωμένοι και άλλοι τόσοι φονευμένοι.
Την αυγήν, εις τον στρατόν του εχθρού κυρίευεν άκρα σιωπή και αθυμία. Φωνάζει ο Κουτζιούμπας εκείνον με το καλόν ντουφέκι και τον αποκριθή –πού απόκρισις...– να τον είπη το όνειρον οπού είδεν. Απέρασεν, φαίνεται, και ο «πετεινός» του και εκείνος (με τον καλόν τουφέκι) εις τον άλλον κόσμον […].
Οσον η Φρουρά άρχισεν να ενθαρρύνεται, τόσον ο Βεζίρης και ο στρατός του άρχισαν να απελπίζωνται και να σκέπτωνται.
Κατά τας 18 Σεπτ. συνήλθον οι Στρατηγοί και οι αξιωματικοί να σκεφθούν περί αποστολής εις την Κυβέρνησιν, διά να λάβουν τους μισθούς. […]
Εβγήκαν [πριν από τις 21 Σεπτεμβρίου] και οι Τούρκοι και
οι Ελληνες,6 εκάθισαν οι μεν ψηλά εις του οχυρώματος τας επάλξεις,7 οι δε απάνω εις τους τάφρους, και ωμιλούσαν διάφορα έως ότου εβγήκεν εκείνος ο Χατζής και εκρύφθη – και ευθύς άρχισεν ο πόλεμος και αι βρισιαίς. Οι Τούρκοι πλέον συστέλλοντο να υβρίσουν (τόσον), αφού είσαν την Φρουράν. Και εξακολουθών ο πόλεμος έως το εσπέρας, το βράδυ εφώναξεν ένας Γκέκας και ειδοποίησεν:
– Ώρέ παληκάρια, ημείς οι Γκέκηδες σας αφίνομεν υγείαν, και χαράμι να σας γένη!
Την αυγή είδαμεν απέναντι φεύγον εν σώμα από 3-4
χιλιάδες. Ο λοιπός στρατός εις τα χαντάκια ευρίσκετο εις άκραν σιωπήν και αθυμίαν. Την αυγήν εμβήκεν ένας χριστιανός και μας εδιηγήθη το συμβάν: Ο Χατζή(μπεης) Γκέγκας, μετά την επιστροφήν του εις τον Κιουταχήν, εδιηγήθη αναφανδόν όσα είδεν και όσα άκουσεν· επρόσθεσεν ακόμη βεβαιώνοντάς τον ότι του κάκου κοπιάζει και αυτός και τα στρατεύματα, και μάταιος είναι και η βοήθεια (της) εκστρατείας του Ιμπραΐμη, καθ’ όσον είδεν. […] ο Κιουταχής θυμωθείς τον ύβρισεν και τον ωνόμασεν ψεύτην και κατάσκοπον (των απίστων), […] Ο Χατζήμπεης εξακολουθών να το ζητή [το ινάμι, δώρο που του πρόσφεραν από τη φρουρά και ανήκε σε συγγενή του Κιουταχή], η λογοτριβή αύξησεν· ώστε πρόσταξεν αμέσως να φυλακισθή και να παιδευθή. Βλέποντες τούτο οι υπό την οδηγίαν του Χ΄΄Μπέη Γκέγκηδες, επαναστατούν […]
Από αυτήν την ώραν άρχισεν το στράτευμα του Κιουταχή να σηκώνη τον (προς αυτόν σεβασμόν και) φόβον και να λιποτακτή […]. (Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941)
Την 17 Σεπτεμβρίου. Ήυτομόλησαν σήμερον τρεις Χριστιανοί από το εχθρικόν στρατόπεδον, φέροντες μεθ’ αυτών και πέντε άλογα […]. Εις την εξέτασίν των ούτοι εκθέτουν τα ακόλουθα.
«[…] – Το στράτευμα του Κιουταχή αποστρέφεται εν γένει παντός είδους έφοδον κατά του τείχους μας […] Εις την μάχην της 9 του τρέχοντος μηνός εφονεύθησαν πολλότατοι Τούρκοι, των οποίων ο αριθμός κατ’ ακρίβειαν αγνοείται […] – Ο Κιουταχής ευρίσκεται εις άκραν αγανάκτησιν, διότι εματαιώθησαν όλα τα βουλεύματά του».
Οι αυτόμολοι ούτοι είναι γνώμης, ότι έως τον ερχόμενον Οκτώβριον το στρατόπεδον αυτό θέλει διαλυθή. («Ελληνικά χρονικά», αριθ. 75-76, Μεσολόγγιον, 23 Σεπτεμβρίου 1825)