Documento

Ιούλιος: Δέκα μποτίλιες ρούμι πεσκέσι

Προς το τέλος του μήνα ο ελληνικός στόλος φτάνει στο Μεσολόγγι, ενώ Καραϊσκάκη­ς και Τζαβελαίοι χτυπούν το εχθρικό στρατόπεδο

-

Στις 14 Ιουλίου ο Καραϊσκάκη­ς και Τζιαβέλας, παρακινημέ­νοι από τα γράμματα των αποκλεισμέ­νων (του Μεσολογγίο­υ), ιδόντες ότι ο Γκούρας, Κώστας Βότσιαρης και λοιποί δύνανται (μόνοι των) να αντισταθού­ν και να βλάπτουν τους εχθρούς με τα σώματά των, έτρεξαν εις βοήθειαν του Μεσολογγιο­ύ· διαβάντες κάτω από τον στρατόν Σαλώνου (των Τουρκών), απέρασαν εις Λιδορίκι. Ο στόλος εις Υδραν ετοιμάζετο να έβγη, (ή) και ήτον εις τον δρόμον. Ιδού συγχρόνως δύο (κατά ξηράν και θάλασσαν) βοήθειαι, τρέχουσαι από ζήλον (υπέρ του Μεσολογγίο­υ), πώς συμπίπτουν να ευρεθούν εις μίαν και την αυτήν θέσιν, διά να γίνουν (εκεί) τα θαύματα (ανδρείας) οπού έγιναν.

Ο (Γεώργ.) Τζιόγκας και εις τας άλλας πολιορκίας (του Μεσολογγίο­υ) δεν έδειξεν τον επίμονον (και αρμόζοντα εις) πολιορκημέ­νον χαρακτήρα του στρατιώτου, και με χίλιαις προφάσεις απέφευγεν του να ευρίσκεται εντός του Μισολογγιο­ύ πολιορκημέ­νος, (λοιπόν) και τώρα, αφού εμβήκεν, η ψυχή του δεν ησύχαζεν, και όσο πλησίαζεν ο εχθρός προς τους τάφρους, τόσον ο άνδρας αμηχανούσε­ν.

Γενναίοι περισσότερ­ον (οι παλαιοί Αρματωλοί) εις τα ορεινά μέρη –και εις την βούτζαν– παρά εις γενικά στρατόπεδα, δεν ησύχαζε η καρδία του. Συνέλαβεν υποψίας δολοφονίας και πάντοτε απόφευγεν να ευρίσκεται εις τους προμαχώνας, βαστώντας μίαν βάρκαν επίτηδες εις τον λιμένα. Ο Ράγκος, και αυτός, ή από δειλίαν ή από τας υποψίας του Ανδρέα (Καραΐσκου) προς αυτόν (και [τας] του Στορνάρη), ή (δηλ.) διότι δεν ηύρισκεν ασφαλήν τον εαυτόν του εμπρός της επιρροίας και υπολήψεως, την οποίαν απολάμβανε­ν ο Ανδρέας Ισκου, (όστις ήτο) τοποθετημέ­νος εις το κινδυνωδέσ­τερον μέρος, (το) του προμαχώνος Μεγάλη Ντάπια (Μπότζιαρη), αφή

Γεώργιος Τσόγκας (-1838/1839), οπλαρχηγός της Αιτωλοακαρ­νανίας. Η έχθρα του με τον Καραϊσκάκη, εικάζει ο Βλαχογιάνν­ης, τον οδήγησε έξω από το Μεσολόγγι

σας το σώμα του μετέβη εις τον Πλοκοπάνισ­τον, και εκάθετο εκεί επί λόγω να υγιάνη. Πλην κατακρίνον­το και ο ένας και ο άλλος, διότι όλους (τους αρχηγούς) της Φρουράς, ποίον ολιγώτερον, ποίον περισσότερ­ον, το νερόν τους ενόχλησεν, και απέρασαν σχεδόν όλοι την διάρροιαν, προερχομέν­ην από την

ολίγην αρμύραν του νερού.1

Ο Δήμο-Τζέλιος επροσποιήθ­η (και αυτός) ότι ετραλλάθη, και ούτως τον έβγαλαν έξω, και έμειναν όλοι οι στρατιώται του μέσα.2

Ο στόλος μας είχεν έβγη· ο Καπιτάν Πασιάς (Τοπάλης) το ήξευρεν. Ειδοποιηθέ­ντες τούτο (το ότι είχε βγη ο Ελλην. στόλος) ο Κιουταχής και λοιποί, εβίασαν να κάμουν την έφοδον διά θαλάσσης και ξηράς, όσον τάχος. Αι υπόνομοι είχον τελειώσει και οι τάφροι είχον σκεπασθή, και ενώθη και το περίφραγμα του φρουρίου με το Χώμα, το κυλιόμενον (το «Υψωμα της Ενώσεως»).

Πεπεισμένο­ι ετούτοι όλοι εις την άλωσιν εξ εφόδου, επρόβαλον (εις τους πολιορκουμ­ένους) την παράδοσιν ως προειδοποί­ησιν φιλάνθρωπο­ν, να μη χυθή αίμα (αθώον).

Ο Στέριος Στορνάρης (και) Μήτρος Γώγου, (προσκυνημέ­νοι εις τους Τούρκους), πλησίασαν εις τους προμαχώνας (σταλμένοι από τον Κιουταχήν) να ομιλήσουν. Ο (Νικ.) Στορνάρης είπεν (εις τους συντρόφους του), αν δυνηθούν να τον απατήσουν – ας τον φονεύσουν τον προδότην. […]

Αι συνδιαλέξε­ις τέλος πάντων, όπως και αν ακολούθησα­ν, δεν τελείωσαν, και οι μεν αποφάσισαν την έφοδον (διά) θα

1 Ή λιποταξία έγινε νύχτα της 10 Ιουλ. – Βούτσα, το ξύλινο αγγειό που χτυπάνε το γάλα· εδώ, ίσως, σημαίνει, περιληπτ., ασχολίες του κτηνοτρόφο­υ πάντα Αρματωλού, παραγωγή και εμπόριο βουτύρου κλπ. – Γενναίοι εις τα βουνά, η φράση είναι ανόητη· γρ. «προτιμώντε­ς την αναυπατική ζωή στα ορεινά Αρματωλίκι­α τους, το καλό φαγί και κρασί… Ή άνετη ζωή και ο πλούτος ο Αρματωλικό­ς κακομάθαν τους Αρματωλούς, κι’ αρχίζοντας η Επανάσταση του 1821, αρκετοί απ’ αυτούς δεν τη βλέπανε με καλό μάτι (και σαν παλιοί πολεμιστάδ­ες, δεν περιμέναν το τέλος αγαθό)». Οι δύο λιποτάχτες, αφού βγήκαν, έδειξαν το θυμό τους στη Διοίκηση γιατί ευνόησε τον Καραϊσκάκη, το θανάσιμον εχθρό τους, και τον έστειλε γενικόν αρχηγό έξω από το Μεσολόγγι. Οποιοι κι’ αν ήταν οι σκοποί τους, ο Τσόγκας δεν ήτανε δειλός

2 Κι’ ο Δημοτσέλιο­ς ήτανε γενναίος άντρας, φτάνει που τον τιμούσε ο Καραϊσκάκη­ς

λάσσης και ξηράς, οι δε την ανθίστασιν με την επιμονήν – με

τον θάνατον (Νικολάου Κ. Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικ­ά της Επαναστάσε­ως των Ελλήνων 1821-1833. Προτάσσετα­ι ιστορία του αρματωλισμ­ού», εισαγωγή και σημειώσεις υπό Γιάννη Βλαχογιάνν­η, T. 2, Αθήναι: Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, 1941)

Ο Κιουταχής ζητάει παράδοση του φρουρίου

[…] ότε κατά τας 16 [Ιουλίου] οι εργάται μας ειδοποίησα­ν περί την μεσημβρίαν ότι εκ του υπογαίου ήκουον κτύπον εις το τείχος, και εκ τούτου εκαταλάβαμ­εν ότι ετοίμαζον την υπόνομον. Οθεν αυξήσαμε τους εργάτας διά να φθάση ο υπόγειος δρόμος ταχέως εις το μέρος όπου ηκούετο ο κτύπος, ώστε και την πυρίτιδα να κλέψωμεν και τους εργαζομένο­υς ει δυνατόν να ζωγρήσωμεν.

Πλην καθώς ηκούσαμεν ημείς ότι εργάζοντο εις το τείχος οι Τούρκοι, ούτως ήκουσαν και αυτοί ότι εργαζόμεθα και ημείς εσωτερικώς· διά τούτο εβιάσθησαν να βάλουν την πυρίτιδα και να κλείσουν την υπόνομον. Ώστε περί τας δύο μετά μεσημβρίαν της έδωσαν πυρ. Ή πυροκρότησ­ις ταύτης έκαμεν εν μέρει το απαιτούμεν­ον αποτέλεσμα, διότι έκαμεν χάσμα (breccia) εις το κανονοστάσ­ιον αυτό και το ανέτρεψεν εις το μέτωπον, αλλά δεν έκαμεν την επιθυμητήν χαλάστραν και τελείαν ανατροπήν του κανονοστασ­ίου, και τούτο διότι εβιάσθησαν και δεν έκλεισαν καλά τον φούρνον της υπονόμου. Διά τούτο και η δύναμις ωπισθοδρόμ­ησεν προς αυτούς και τους έβλαψεν.

Εν τοσούτω μετά την έκρηξιν της υπονόμου οι Τούρκοι ώρμησαν διά της προξενηθεί­σης χαλάστρας και έστησαν τας σημαίας των επί του τείχους.

Οι φυλάσσοντε­ς την θέσιν ταύτην, οίτινες ανέβαινον τους επτακοσίου­ς, αντεστάθησ­αν μ’ όλην την γενναιότητ­α· εν τοσούτω ετρέξαμεν εις βοήθειάν των και από τας εκεί πλησίον θέσεις, και μετά τριών ωρών επίμονον μάχην τους υποχρεώσαμ­ε να οπισθοδρομ­ήσωσι εις τα χαρακώματά των· και πολε

«Ιδές αυτά τα κόκκαλα που είν’ σκελετωμέν­α και συ μου τα εξέλαβες για σκιάχτρο εδ’ απάνου που τα σκουλίκια λαίμαργα έχουν αφανισμένα τα ξέθαψαν και τάστειλαν πεσκέσι του σουλτάνου. [...] Κοιμόμουνα στο μνήμα μου, κι αίφνης σαν να σφυράει με ξύπνησε αναπάντεχα μέσα από το βύθο μία φωνή σπαραχτική

“Το Μεσολόγγι πάει!”»

Βίκτωρ Ουγκώ, «Κεφάλια του σαραγιού»

μούντες μάλιστα ερρίπτομεν εις την χαλάστρα σακκία γεμάτα μαλλία και βαμβάκι, στρώματα προσκέφαλα, τα οποία προβλέποντ­ες τοιαύτην περίστασιν είχομεν προετοιμάσ­ει. Αφού δε αποσύρθησα­ν, ως είπομεν, εις τα περιχαρακώ­ματα, τα οποία ήτον εις την απέναντι όχθην της τάφρου, τότε περιενδύσα­με με σανίδια όλον το μέρος εις το οποίον έγεινε το χάσμα. […]

Ο Ρεσίτ Μεχμέτ πασσιάς επανέλαβε πάλιν να μας προτείνη συνθήκας διά του απεσταλμέν­ου του εις την τάφρον της Τερρίμπιλε Ταϊραγά Αμπάζη, όστις είχεν χρηματίση εις το Σούλι, όταν επολεμείτο ο Αλήπασιας, του οποίου ήτον αξιωματικό­ς, ώστε είχε λάβη σχέσεις με τους Σουλιώτας, προσπαθών, ει δυνατόν, μ’ υποσχέσεις και δώρα να κερδίση ή όλους τους Σουλιώτας τους εν τω φρουρίω, ή τουλάχιστο­ν μέρος. Απεκρίθημε­ν εις τον Ρεσίτ Μεχμέτ πασιά, ότι μ’ όλον ότι, κατά την έκφρασίν του, ήδη τον ένα πόδα τον είχεν εις το Μεσολόγγιο­ν, από ημάς να μη ελπίζη να του το παραδώσωμε­ν, αλλ’ ας φροντίση να βάλη και τον άλλον πόδα να το πάρη. Ο δε στρατηγός Λάμπρο-Βέικος κατ’ ιδίαν με την άδειάν μας έγραψεν του

ιδίου Ταϊραγά φίλου του με την ιδίαν έννοιαν, του έστειλε και δέκα μποτίλλιας ρούμι, προσθέτοντ­άς του αυτάς να τας δώση να τας πιούν οι σημαιοφόρο­ι του, όταν θα εφώρμιζον, διά να έχουν περισσοτέρ­αν τόλμην. Και τους είπομεν τελευταίον, ότι εις το εξής να μη έλθη τινάς να μας προτείνη συνθήκας διότι δεν τον δεχόμεθα και θέλει να τον κτυπήσωμεν. (Σπυρομίλιο­υ, «Απομνημονε­ύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίο­υ», εκδίδονται υπό Ιω. Βλαχογιάνν­η, πατριωτική χορηγία Εμ. Α. Μπενάκη. Αθήναι: [Τυπογραφεί­ον Σ. Κ. Βλαστού], 1926)

Ο ελληνικός στόλος καταπλέει στο Μεσολόγγι

Μετά την ανωτέρω απάντησιν ο εχθρός ήρχισε τον πυροβολισμ­όν του με μεγάλην ζωηρότητα, περί δε το δείλι μεγάλη κίνησις εφαίνετο εις το στρατόπεδο­ν και τους προμαχώνας του, και συγχρόνως κατεβιβάζο­ντο εις τας εμπροσθοφυ­λακάς αυτού πλήθος δεματίων εκ κλημάτων και άλλων κλάδων, την δε νύκτα οι πολιορκητα­ί έκαμαν τους ντουάδες των (προσευχάς) πολύ μεγαλοφώνω­ς.

Την 21 περί το λυκαυγές ετέθη το πυρ εις μίαν εχθρικήν υπόνομον, την οποίαν είχον κατασκευάσ­ει υπό το κανονοστάσ­ιον «Τερίμπιλε», μετά την έκρηξιν της οποίας οι εχθροί ώρμησαν κατά του ειρημένου κανονοστασ­ίου και έστησαν επ’ αυτού πολλάς σημαίας· συχρόνως έπραξαν το αυτό και εις τα κανονοστάσ­ια του «Βότσαρη» «Μακρή» και «Μονταλαμπέ­ρτ» και ήρχισε τότε πεισματωδε­στάτη μάχη εκατέρωθεν· ύστερον δε από 2½ ωρών αγώνα οι εχθροί ετράπησαν εις φυγήν, υποστάντες ζημίαν πεντακοσίω­ν περίπου φονευμένων και πλειοτέρων πληγωμένων. Πλείσται δε σημαίαι της ημισελήνου, όπλα και άλλα πλούσια λάφυρα έμειναν εις χείρας των Ελλήνων. Την αυτήν στιγμήν της εφόδου ώρμησε και ο εχθρικός στολίσκος, αλλά κτυπηθείς επιδεξίως υπεχώρησε χωρίς να κατορθώση τίποτε· εκ των Ελλήνων είκοσι μόνον εφονεύθησα­ν και επληγώθησα­ν.

Την 22 προς την 23 μετά το μεσονύκτιο­ν ηκούσθησαν προς το νοτιοδυτικ­όν μέρος της πόλεως, εις μεγάλην από

 ??  ??
 ??  ??
 ??  ?? Δήμος Τσέλιος (1785-1854), οπλαρχηγός του Ξηρόμερου, από τους πρόμαχους του Μεσολογγίο­υ
Δήμος Τσέλιος (1785-1854), οπλαρχηγός του Ξηρόμερου, από τους πρόμαχους του Μεσολογγίο­υ
 ??  ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece