Η αντίστροφη μέτρηση
Πλέον η τύχη της πόλης είναι προδιαγραμμένη – ιδιαίτερα από τη στιγμή που η φρουρά της αρνείται να παραδώσει τα όπλα και οι οπλαρχηγοί να δηλώσουν υποταγή στους πασάδες
Περίτας αρχάς Μαρτίου ελάβομεν την θλιβεράν αγγελίαν, ότι μετά την αναχώρησιν του στόλου μας από τα παράλια του Μεσολογγίου οι Τούρκοι ώπλισαν τον στολίσκον και αφ’ ου επολέμησαν τρεις ημέρας το Βασιλάδι και ο στολίσκος από την λίμνην και ο στόλος από την θάλασσαν, τέλος το εκυρίευσαν.
Τότε πλέον δεν εδυνάμεθα να χαλινώσωμεν την λύπην μας, διότι αυτό ήτον το πρώτον βήμα της πτώσεως του Μεσολογγίου, και τον θυμόν μας κατά της Αρχής του Εθνους, οπού δεν έλαβεν εγκαίρως τα μέτρα να προφθασθή το Μεσολόγγιον, καθώς ημείς καθημέραν τους ελέγαμε. Ούτως επήγαμε εις το Εκτελεστικόν Σώμα και το υποχρεώσαμε διά της βίας να συγκαλέση αμέσως έκτακτον συνεδρίασιν και των δύο Σωμάτων εις το Βουλευτήριον. Εσυγκαλέσθη εις την στιγμήν, όπου παρευρέθημεν και ημείς· η τάξις εις αυτήν την περίστασιν δεν εφυλάχθη, αλλ’ ημείς οι ίδιοι υποχρεώσαμε τα μέλη του Εκτελεστικού Σώματος και τους βουλευτάς να καταθέσουν χρήματα, μάλιστα ημείς οι ίδιοι επροσδιορίζαμε και το ποσόν οπού έκαστος έπρεπε να συνεισφέρη.
Αυτή η συνεισφορά ανέβη εις σχεδόν διακοσίας χιλιάδας γρόσια· […] και εν τοσούτω διά να μη χάνωμε καιρόν έλαβον εγώ το εις την στιγμήν συναχθέν χρηματικόν και εφωδιασμένος με τας αναγκαίας διαταγάς της Διοικήσεως επήγα εις Υδρα διά να ετοιμασθή ο Στόλος. Εν τοσούτω τα λοιπά μέλη της Επιτροπής έμειναν εις το Ναύπλιον διά να προσπαθήσουν πλησίον εις την Διοίκησιν να συναχθώσι χρήματα αρκετά διά να προπληρωθή ο Στόλος συγκείμενος από τριάκοντα πλοία πολεμικά και πυρπολικά, καθώς και δέκα μύτσικα εκ των Ψαρριανών και διά εξοικονόμησιν της φρουράς.
[…] Ο Στόλος όμως δεν εδύνατο να ετοιμασθή, καθώς επι
θυμούσα εγώ, εις δύο ημέρας, επειδή τα πλοία έπρεπε να τα παλαμίσουν, να τα εφοπλίσουν και να τα εφοδιάσουν με τας αναγκαίας θροφάς και πολεμοφόδια, άρα προέκυπτεν άργητα αναπόφευκτος· […] Ώστε διέμενον εις Υδραν παρατηρών τας ετοιμασίας ταύτας. […] Μόλις περί τα μέσα Μαρτίου ετοιμάσθη ο στόλος· τότε λοιπόν ήλθον και τα λοιπά μέλη της επιτροπής από το Ναύπλιον, εκτός του Στρατηγού Κ. Ανδρέα Ισκου, όστις έμεινε διά να πηγαίνη εις την Εθνικήν Συνέλευσιν ως πληρεξούσιος της Επαρχίας Βάλτου. […] Ή επιτροπή έφερεν μεθ’ εαυτής σχεδόν τετρακοσίας χιλιάδας γρόσια διά εξοικονόμησιν της φρουράς Μεσολογγίου. Και μετά της επιτροπής ήλθεν και ο Στρατηγός Θεόδωρος Γρίβας με σχεδόν διακοσίους ανθρώπους, όστις είχε διαταχθή παρά της Διοικήσεως να ελθή εις Μεσολόγγιον, μ’ όλον οπού και άλλοι τινές εδιετάχθησαν, αλλά δεν υπήκουσαν· και εν φορτίον παξιμάδι ήτον αι θροφααί του Μεσολογγίου. […] Αλλά μήπως και ταύτα είνε πλέον εις την εντέλειάν τους; Οχι.
Τα μύστικα δεν ήλθαν, μ’ όλον ότι τα χρήματα εδόθησαν· εκ των δέκα μόνον δύο ήλθον. Τα πλοία δεν ωπλίσθησαν όλα, και τα οπλισθέντα και ταύτα κακώς, δηλαδή είχον ολιγώτερους ναύτας παρά κάθε άλλην φοράν. […] Καμμίαν φοράν δεν
έκπλευσε τόσον αδύνατος στόλος, όταν μάλιστα έπρεπε να αντιπαραταχθή εις ένα χωριστά των Τουρκικών στόλων, πόσο μάλλον όταν είνε όλοι ενωμένοι και μάλιστα το Βασιλάδι εις την εξουσίαν τους πλέον. […]
Ώστε εν ω οι Τούρκοι, ως το είπομεν, εσυγκεντρώθησαν εις το Μεσολόγγιον, διότι από την κυρίευσιν του Μεσολογγίου εκρέμετο η υποταγή και της λοιπής Ελλάδος, οι Ελληνες δεν μιμούνται αυτούς, αλλά οι Πρόκριτοι και οι Στρατιωτικοί της Πελοποννήσου αφίνουν ανενοχλήτους τας ολίγας φρουράς του Ιμπραχίμ πασιά, και καταγίνονται εις συγκρότησιν εθνοσυνελεύσεως διά να παύσουν την ενεστώσαν Διοίκησιν και να έμβωσι αυτοί εις τα πράγματα· διά τούτο δεν κάνουν και κανέν κίνημα. Ή Διοίκησις θεωρούσα ότι εντός ολίγου μέλλει να παύση αδιαφορεί, και ας τρέξουν τα πράγματα όπως θέλουν. Και ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού, διότι βλέπει ότι δεν θα υπήρχεν πάλιν Πρόεδρος της νεοσυστηθησομένης Διοικήσεως, αν δεν ειπώ αντενεργεί, αδιαφορεί. […]
Οθεν μένουν καταδικασμένοι τρεις ήμισυ χιλιάδες άνθρωποι να βαστούν την ορμήν όλων των στρατευμάτων της ξηράς της Ευρωπαίας Τουρκίας, Ασίας και Αιγύπτου και τον Στόλον της Κωνσταντινουπόλεως, της Αιγύπτου, Αλτζερίου, Τούνεζι και Τρίπολης· και τούτο τώρα δώδεκα μήνες δίχως καμμίαν χρηματικήν περίθαλψιν και υστερούμενοι ενίοτε και αυτόν τον άρτον! (Σπυρομίλιου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου», εκδίδονται υπό Ιω. Βλαχογιάννη, πατριωτική χορηγία Εμ. Α. Μπενάκη. Αθήναι: [Τυπογραφείον Σ. Κ. Βλαστού], 1926)
Οι ελπίδες των πολιορκημένων στον στόλο
Εκτοτε δε ήρχισαν οι πολιορκούμενοι να τρέφωνται με το κρέας των εν τη πόλει ίππων, όνων, κυνών, γαλών, μυών κ.λπ. Και εκ θαλασσίων καρκίνων και χόρτου, εκ των αρμυρίθρων λεγομένων, αίτινες προυξένουν εις τους τρώγοντας διάρροιαν· αλλά και τούτο ολίγον διήρκεσε καθότι ολίγιστα ήσαν εν τη πό
λει και τα είδη ταύτα και πολλαί μεν οικογένειαι ήρχισαν τότε να τρέφωνται εκ των εκ του λοιμού αποθνησκόντων συγγενών των,1 οι δε στρατιώται νήστεις και γυμνοί, υπέμενον τα πάνδεινα με απαραδειγμάτιστον καρτερίαν. […]
Εκ τούτων απάντων βιασθέντες οι στρατιωτικοί αρχηγοί και το μόνον απομείναν μέλος της Διευθυντικής Επιτροπής Ιω. Παπαδιαμαντόπουλος απεφάσισαν να έλθωσιν εις συνέντευξιν μετά του πολιορκητού, ίνα δυνηθώσι να μάθωσι διά του μέσου τούτου εάν έπρεπε να ελπίζωσι βοήθειάν τινα εκ μέρους των έξω στρατοπευδεμένων Ελλήνων και του Ελληνικού στόλου, παρά πάσαν δε προσδοκίαν οι εχθροί πρώτοι έδωκαν αφορμήν συνεντεύξεως μετά της φρουράς διά του ακολούθου τρόπου:
Την 13 Μαρτίου περί την μεσημβρίαν εις Τούρκος εξήλθε των εχθρικών χαρακωμάτων προς το ανατολικόν του φρουρίου κρατών εις χείρας λευκήν σημαίαν και εζήτησε να γείνη συνέντευξις μεταξύ των οπλαρχηγών και τινων παρά των βεζυρών διωρισμένων. Αμέσως λοιπόν εξήλθον προς τούτο οι σωματάρχαι Νότης Βότσαρης, Κίτσος Τζαβέλλας, Γεώργιος Κίτσος και Γεώργιος Βάγιας, εκ δε των πολιορκητών ο εκ Μεθώ
«Να ’μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου. Ν’ αγνάντευα τη Ρούμελη, το δόλιο Μεσολόγγι, πως πολεμάει με την Τουρκιά, με τέσσερους πασιάδες. Τρέχει το αίμα σαν νερό και χριστιανών και Τούρκων, πέφτουν μολύβια σα βροχή και μπόμπες σα χαλάζι και τα σπαθιά ξεστράφτουνε στα τούρκικα κεφάλια» Δημοτικό τραγούδι
νης της Πελοποννήσου Μαχμούτμπεης και τινες άλλοι· μετά μακράν δε συνδιάλεξιν, καθ’ ην μεταξύ των άλλων οι πληρεξούσιοι των Οθωαμανών είπον, ότι εάν οι Ελληνες φρουροί του Μεσολογγίου θελήσωσι να παραδώσωσι το Μεσολόγγιον εις τους Βεζύρας, αυτοί υπόσχονται όχι μόνον ν’ αφήσωσιν αυτούς ελευθέρους με τα όπλα και τα πράγματά των και με όλας τας οικογενείας των κ.λπ., αλλά να δόσωσιν εκτός των οφειλομένων μισθών των και εν ακατομμύριον γροσίων δι’ αμοιβήν, οι απεσταλμένοι της φρουράς του Μεσολογγίου απήντησαν, ότι πρέπει πρώτον να σκεφθώσι μετά των λοιπών αρχηγών και μετά της φρουράς, και τούτο διά να παρατείνωσι τας διαπραγματεύσεις και δυνηθώσι να μάθωσί τι περί των έξω Ελλήνων. Και τω όντι επέτυχον εις τούτο, μαθόντες παρά των εχθρών την οσονούπω άφιξιν του Ελλ. στόλου και την διάλυσιν του εξωτερικού Ελληνικού στρατοπέδου, διότι εις μεταγενεστέραν συνέντευξιν οι Οθωμανοί απεσταλμένοι είπον αυτοίς, «Τι περιμένετε, Καπετανέοι, από την Διοίκησίν σας; οι έξω Καπετανέοι ελθόντες εις ρήξιν μεταξύ των διελύθησαν· τα καράβια σας τα καλλίτερα εβγήκαν εις το κούρσο (καταδρομήν) τα δε σαποκάραβα, όλα όλα έως τριάκοντα υπό τον Μιαούλην, θα έλθουν εις ολίγας ημέρας εις βοήθειάν σας, αλλά στοχάζεσθε, ότι θα δυνηθούν τόσα ολίγα και τα χειρότερα ν’ αντιπαραχθούν με τα ιδικά μας ντελίνια, φρεγάτες και λοιπά καλώς ωπλισμένα και καλώς προμηθευμένα από αξίους και εμπείρους αξιωματικούς και ναύτας και από όλα τα άλλα αναγκαία τρόφιμα και πολεμοφόδια; μη απατάσθε και χαθήτε τέτοια παληκάρια. Ή Διοίκησίς σας, σας το λέγομεν ημείς, μολονότι είναι αδελφοί σας και ομόθρησκοί σας, αδιαφορεί και θέλει τον χαμόν σας, ημείς όμως, αν και τώρα εχθροί σας και άλλης θρησκείας, σας λυπούμεθα, διότι είσθε παλαιοί καπετανέοι, παληκάρια και πιστοί».
Ούτω λοιπόν μετά τας ανακοινώσεις ταύτας, διελύθη η συνέντευξις και οι αρχηγοί εισήλθον εις το φρούριον άγγελοι καλών ειδήσεων, δηλαδή της ταχείας αφίξεως του Ελλη
νικού στόλου. […] Αλλ’ αι ελπίδαι των ήσαν μάταιαι, αι δε ειδήσεις των Τούρκων απεδείχθησαν αληθέσταται, καθότι και το έξω στρατόπεδον είχε τωόντι διαλυθή, και ο στόλος ήλθε μεν, αλλά πολύ αδύνατος. […]
Οι αρχιστράτηγοι του πολιορκητικού στρατού βλέποντες ματαιωμένας τας περί παραδόσεως του φρουρίου προσπαθείας των και φοβούμενοι εξ άλλου μέρους την έλευσιν του Ελλ. στόλου (αν και ήσαν καλώς πληροφορημένοι περί του ολιγαρίθμου αυτού παρά τινος Αυστριακού Β. πλοίου) απεφάσισαν την εξ εφόδου άλωσιν του νησιδίου της Κλείσωβας όπως διά της θέσεως ταύτης αποκαταστήσωσιν ασφαλεστέραν την πολιορκίαν των και ματαιώσωσιν ούτω πως την υπό του Ελληνικού στόλου προμήθειαν του Μεσολογγίου. (Αρτέμιου Ν. Μίχου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου. 1825-1826», εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, 1883)
Ξεκινά η μάχη της Κλείσοβας
Εφθασεν ο Ευαγγελισμός – και με τι φαγί να πανηγυρίσωμεν; Τα πλοιάρια2 περιήρχοντο το μέρος της Κλείσοβας με πρυές3 και ψαροκυνηγούσαν, πλην ποίος να πρωτοϊδή (ψάρι); […] Χωρίς να έχωμεν καμμίαν προειδοποίησιν, εις τας 25 Μαρτίου, την ημέραν του Ευαγγελισμού, την χαραυγήν, βλέπομεν την ατμοσφαίραν μας σκεπασμένην από μίαν πυκνήν αναθυμίασιν λεπτήν μεν, πλην πολλά σκοτεινήν (!), και τοιαύτην ώστε μόλις από τον Ανεμόμυλον εδιακρίναμεν τας οικίας (άντικρυ) εις το Μισολόγγι.
Ολη η Φρουρά άρχισεν να λέγη ότι (το φαινόμενον) είναι οιωνός μεγάλης αιματοχυσίας, και ενώ εσυμπεραίναμεν ο καθείς τούτο, έξαφνα ακούγομεν απέναντί μας πάταγον κωπιών διά θαλάσσης και κρότον ωσάν ύδατος ρέοντος από καταρ