Μπουρλότα και απέλπιδες αποστολές
Ο ελληνικός στόλος δίνει ανάσες στους πολιορκημένους και τους εφοδιάζει με τρόφιμα μέχρι που αποπλέει προς την Πελοπόννησο ελλείψει άλλων εντολών από την κεντρική διοίκηση
Την 1 Ιανουαρίου. [...] εις τας τρεις ώρας της νυκτός αίφνης ίδομεν τουφεκισμούς βιαίως ριπτομένους εις το εχθρικόν στρατόπεδον μεταξύ του κατασκηνώματος των δύο Σατραπών. […] Την 2 του αυτού. Εξακολουθεί εις το εχθρικόν στρατόπεδον η αυτή ηρεμία και αδράνεια· άκρα ανακωχή πυρός. («Ελληνικά χρονικά», έτος τρίτον, αριθ. 1-2, Μεσολόγγιον, 6 Ιανουαρίου 1826)
Την 7 Ιανουαρίου 1826 αι δύο αύται ναυτικαί μοίραι έφθασαν εις Εχινάδας, εν ω η των Σπετσών είχεν αναχωρήσει πριν της αφίξεως αυτών εις τα ίδια, μόνον δε δύο πυρπολικά, το του ατρομήτου Αναργύρου Λεμπέση και το του Ανδρονίκου Χότζα, και εν πολεμικόν, το του Ιωάννου Τσούπη, συναντηθέντα καθ’ οδόν μετά του ναυάρχου Μιαούλη, επέστρεψαν.
Την 9 είκοσιδύο Ελλ. πλοία προσωρμίσθησαν την πρωίαν απέναντι του Βασιλαδίου [...].
Την 10 [...] ο εχθρικός στόλος ετέθη εις κίνησιν, και πέντε φρεγάται, έχουσαι τον άνεμον από της πρύμνης, εξέπλευσαν περί την μεσημβρίαν από τον κόλπον, και φθάσασαι απέναντι των Ελληνικών πλοίων διήλθον ενώπιον αυτών και επυροβόλουν αυτά, εξ ων τα ήμισυ υπό τον Σαχτούρην, κόψαντα τας αγκύρας των, εβάλθησαν εις τα πανιά και διευθύνθησαν προς δυσμάς, τα δε άλλα έμειναν αραγμένα και αντεπυροβόλησαν με αταραξίαν τας εχθρικάς φρεγάτας, αίτινες επλησίασαν τόσον ώστε ετέθησαν εις ενέργειαν και τα τουφέκια. Μετ’ ολίγον εξέπλευσεν όλος ο εχθρικός στόλος, εισήλθεν εις γραμμήν και ήρχισε τακτικήν ναυμαχίαν. Τότε τα μείναντα Ελληνικά πλοία έκαμαν και αυτά πανιά και ετέθησαν ωσαύτως εις γραμμήν· η επικρατούσα όμως τρικυμία δεν εσυγχώρησε να παραταθή επί πολύ η ναυμαχία […].
Την 15 μία Αγγλική κορβέτα προσωρμίσθη απέναντι του Βασιλαδίου, ο δε διοικητής αυτής Αμπατ έστειλεν ένα αξιωματικόν εις Βασιλάδιον ζητών τους εν Μεσολογγίω πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς διά να ομιλήση, καθώς έλεγε, μετ’ αυτών περί πραγμάτων πολύ σπουδαίων και σημαντικών· κατά συνέπειαν εστάλη εις Βασιλάδιον μία επιτροπή προεδρευομένη από το μέλος της διευθυντικής επιτροπής Δ. Θέμελην, προσελθών δε παρά τη ειρημένη επιτροπή ο πλοίαρχος Αμπατ ενεχείρισεν αυτή την ακόλουθον επιστολήν. Εις τα νερά του Μεσολογγίου, εν τη κορβέτα της Α. Β. Μ. «Ρόζα» την 15/27 Ιανουαρίου 1826
Κύριοι!
Ο Καπετάν Πασσάς μου επρόβαλε να ειδοποιήσω τας εν Μεσολογγίω αρχάς, ότι όλαι αι παρασκευαί θέλουν είσθαι έτοιμαι εις διάστημα οκτώ ημερών διά να γενή η έφοδος εις το φρούριον τούτο· αλλ’ επειδή ο Καπετάν Πασσάς επιθυμεί ν’ αποφύγη την αιματοχυσίαν, ήτις δύναται να συμβή αν η πόλις κυριευθή δι’ εφόδου, αγαπά να μάθη, αν η φρουρά του Μεσολογγίου θέλει να έλθη εις συνθήκας και οποίας συνθήκας ζητεί εις αυτήν την περίστασιν. Την απόκρισιν, ήτις θέλει μας δοθεί από μέρους σας, θέλω την στείλει εις τον Καπετάν Πασσάν· αλλά χρέος μου κρίνω να ειδοποιήσω φανερά τας εν Μεσολογγίω αρχάς, ότι εγώ δεν δύναμαι να γίνω εγγυητής των συνθηκών, αι οποίαι ήθελον γίνει, μήτε θέλω να δώσω καμμίαν γνώμην περί του να αποδεχθήτε ή ν’ αποβάλητε την πρότασιν ταύτην του Καπετάν Πασσά.
Εχω την τιμήν να είμαι, Κύριοι, Ευπειθέστατος δούλός σας
Κ. ΑΜΠΑΤ, διοικητής.
Προς τας εν Μεσολογγίω Ελληνικάς Αρχάς. Με δυσαρέσκειάν της η Επιτροπή έλαβε την επιστολήν ταύτην και αμέσως αποχωρήσασα, έστειλε την εφεξής απάντησιν.
«Κύριε!
«Εχομεν την τιμήν να απαντήσωμεν εις το ευγενές γράμμα της της 15/27 τρέχοντος, εν ω μας εκθέτει όσα την παρήγγειλεν να μας ειπή ο Καπετάν Πασσάς. Εις απόκρισιν λοιπόν των παραγγελθέντων διά την πραγματείαν της μεταξύ μας ειρήνης, έχει τα ακόλουθα. Ο Καπετάν Πασσάς γνωρίζει καλώς, ότι οι Ελληνες υπέφερον άπειραις ζημίαις, έχυσαν τόσα αίματα, ερημώθησαν οι τόποι τους, και όλα αυτά δεν ημπορεί άλλο τι να τους ανταμείψη και να τους αποζημιώση παρά η ελευθερία και η ανεξαρτησία τους· και την έφοδον όπου προβάλλει εις οκτώ ημερών διάστημα ότι θα γείνη εναντίον του
φρουρίου τούτου, είμεθα έτοιμοι να την δεχθώμεν, καθώς και εκείνην του Κιουταχή τον περασμένον Ιούλιον. Επειτα δε είναι γνωστόν εις τον ίδιον, ότι ημείς έχομεν Διοίκησιν της οποίας ακολουθούντες τας διαταγάς, χρεωστούμεν και να πολεμούμεν και να αποθαίνωμεν· εις αυτήν λοιπόν την Διοίκησίν μας ημπορεί να διευθυνθή και να πραγματευθή ή ειρήνην ή πόλεμον.
Εχομεν την τιμήν να υποσημειωθώμεν με σέβας Μεσολόγγιον την 1η Ιανουαρίου 1826
Ή προσωρινώς διευθύνουσα τα της δυτικής Ελλάδος επιτροπή και όλοι οι οπλαρχηγοί και πολιτικοί
ΔΉΜΉΤΡΙΟΣ ΘΕΜΕΛΉΣ1
Εν απουσία του Γεν. Γραμματέως
Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Προς τον κ. Αμπατ, διοικητήν της Αγγλικής κορβέτας «Ρόζα»
Την νύκτα της 15 προς την 16 μαθών ο εις Εχινάδας παραμένων Ελληνικός στόλος το κόθισμα της εχθρικής κορβέτας έφθασε περί το μεσονύκτιον εκεί και ήρχισε την ναυμαχίαν μετά της παραφυλαττούσης αυτήν εχθρικής μοίρας· ωθήσας δε ταύτην εντός του κόλπου2 έκαυσε μετά μικράν αντίστασιν την ρηθείσαν κορβέταν3 του δε πληρώματος αυτής μέρος μεν έγεινε παρανάλωμα του πυρός, μέρος δε, απoβάν εις Καλαμωτόν, κατεσφάγη υπό των εξελθόντων Ελλήνων και μέρος ηχμαλωτίσθη.
Την 16 το πρωί ο Ελληνικός στόλος, συνιστάμενος εξ 25 πλοίων, ήρχισε να καταδιώκη τον άλλον τουρκικόν στόλον, τον οποίον και έφερε πυροβολών μέχρι των εκβολών του Ευήνου, ότε ενδυναμωθείς ο Τουρκικός και από τα άλλα πλοία του τα εντός του κόλπου και ευρεθείς υπέρ άνεμον, εστάθη και ετέθη εις γραμμήν διά να αντιπαραταχθή, ετέθη δε ωσαύτως εις γραμμήν και ο Ελληνικός, αν και υπό άνεμον, και ήρχισε πρώτος την ναυμαχίαν· πολλά δε πλοία Ελληνικά διήλθον δις και τρις την εχθρικήν γραμμήν μαχόμενα καρτερικώτατα μέχρι της μεσημβρίας,4 οπότε ο πολυάριθμος Τουρκικός στόλος διέλυσε την γραμμήν του, ετράπη εις φυγήν και έσπευσε να διασωθή υπό τα φρούρια, ο δε Ελληνικός, αφού κατεδίωξε τον εχθρόν μέχρι του Κρυονέρου και αφού εκυρίευσεν εν Τουρκικόν πυρπολικόν και εν άλλο έρριψεν εις την ξηράν προς το μέρος της Πελοποννήσου και το έκαυσεν, επέστρεψε και περιεφέρετο τροπαιούχος εις τα παράλια του Μεσολογγίου.
Την 17 ο αντιναύαρχος Γ. Σαχτούρης ανεχώρησε μετά του υπό την διεύθυνσίν του πλοίου δι’ Υδραν φέρων μεθ’ εαυτού τους πληγωθέντας εις τας ναυμαχίας. Μετ’ αυτού ανεχώρησαν διά Ναύπλιον και οι σωματάρχαι Ανδρέας Ισκος, Α. Βέικος, Ν. Ζέρβας και Σπύρος Μίλιος αποσταλέντες υπό της φρουράς του Μεσολογγίου διά να παραστήσωσιν εις την Διοίκησιν την κατάστασιν του φρουρίου και τας μεγάλας ανάγκας και ελλείψεις της φρουράς. (Αρτέμιου Ν. Μίχου, «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου. 1825-1826», εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, 1883)
«Πόσοι αργαστήκαν αιώνες, μαύροι αιώνες του Ζάλογγου το πήδημα να κάνουν! [...]
Τις εικόνες και τα σεμνά κρεβάτια, πριν πεθάνουν μάνες Μεσολογγίτισσες, τα ρίχνουν στη φωτιά και γαλήνιαν όψη δείχνουν!» Κώστας Βάρναλης, «Προσκυνητής [άσμα πρώτο]», Εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1976)
Ναυμαχίες μπροστά στο Μεσολόγγι
Αυταίς ταις ίδιαις ημέραις, κατά τας 7 Ιανουαρίου, είχεν φθάσει και ο Στόλος μας (η μόνη παρηγορία μας) με τους αθανάτους ναύτας μας, συγκείμενος από 22 όλα – όλα πλοία, τα μεν 16 Υδραϊκά, τα δε 4 Ψαριανά (ως μας είπαν), ομού και (τα) 3 βουρλότα, τα οποία ελλιμενίσθησαν εις το Βασιλάδι χωρίς κανέναν δισταγμόν,5 κατά σειράν εις μίαν γραμμήν.
Μας ήφεραν και ένα μέρος θροφήν (δεν ενθυμούμαι την ποσότητα), και αμέσως την έβγαλαν εις Βασιλάδι, και αρκετά πολεμοφόδια δουφεκιού και πυροβόλων. Συγχρόνως άρχισαν να έρχωνται και μερικά των εμπόρων (από Επτάνησον), (καθώς και τα παραγγελθέντα από τους Στρατ. Κότζικαν και Στορνάρην). […]
Ή Φρουρά πλέον θάνατον εμπρός της δεν έβανεν· ενόμιζεν ότι, ακόμη με μίαν ή δύο συμπλοκάς (μέλλει) να καταδιωχθή και ο Ιμπραΐμης. […]
Ο Σουλτάνος είχεν στείλει (εις το εχθρικόν στρατόπεδον) τρεις πληρεξουσίους, οίτινες, ως μας έλεγον, ήρχοντο να προτείνουν συνθήκας προσκυνήσεως, σταλμένοι επίτηδες, επειδή οι (εν Κων/πόλει) πρέσβεις των Συμμάχων Δυνάμεων είχαν σφίξει τον Σουλτάνον να ενδώση εις τα προβλήματα,6 και αυτός έδωσεν διορίαν ενός μηνού. […]
Το εσπέρας εις τας 9 (Ιανουαρ.) επήγαν αυτοί,7 και την αυγήν (της 10 του αυτού), εξακολουθών ο άνεμος, ο Ιμπραΐμπασιας εκίνησεν όλον τον (ηνωμένον) στόλον κατά του Στόλου μας, με σκοπόν να δώση τέλος και να (τον) αφανίση, τάζων προς τον οποίον ήθελεν πρώτος κάμει επίθεσιν και συμπλοκήν πολλά αξιώματα και αμοιβάς.
Με τοιούτον ενθουσιασμόν κινήσας πρώτος ο Καπιτάνπασιας, διευθύνετο ωσάν αετός όταν χύνεται (ορμά) να αρ
Ο Ανδρέας Μιαούλης από τον Πέτερ φον Ες (1824), εδώ σε επιχρωματισμένη λιθογραφία, αντιμετωπίζει τον εχθρικό στόλο στην Κω, λίγο πριν από τη ναυμαχία στον Γέροντα
πάξη την πέρδικα. […]
Διαβάντα σχεδόν όλα, έως 80 δίκροτα, φεργάδες και κορβέττα, τα εδικά μας εστέκοντο με όλην την αταραξίαν, ωσάν να ήσαν 22 πύργοι απόρθητοι. […] κινδυνεύουσα η γολέττα να συλληφθή από τα εχθρικά, η ναύη του Αναργύρου Λεμπέση εστάθη εις την θέσιν της, έως δύο ώραις πολεμούσα με τα εχθρικά, έως ότου εμβήχεν (εις τον λιμένα) η γολέττα, και τότες αναχώρησεν (η ναβέττα). Και ο εχθροί από το στρατόπεδον και όλοι εθαύμαζον την ανδρείαν τούτων, των διευθυντών και των ναυτών. […]
Κατ’ ευτυχίαν, (την) 23 Ιανουαρ., έπαυσεν ο σφοδρός αήρ, (και) άρχισεν το μαϊστράλι, βοηθητικόν εις τα έδικά μας· λαβόντες ταύτην την ευκαιρίαν κινούν τα 22 (Ελληνικά) ως περδικάκια, ένα κοντά το άλλο, κατά του ογκώδους και μεγάλου εχθρικού στόλου. […]
Εις αυτήν την ανακατωσιάν οι αθάνατοι ναύται μας ώρμησαν κατά των Τουρκικών (ερρίφθησαν) και εξουσίασαν εν βρίκι και εν πυρπολικόν εχθρικόν. Και ούτως επίστρεψαν νικηταί και τροπαιούχοι.8
Ο Ανδρ. Ισκου, με τον Δημ. (Γεροθανάσην), τυχόντες εις την πρώτην μάχην (της 10 Ιανουαρ.), μας εδιηγούντο την σταθεράν απόφασιν του Ναυάρχου, όστις εφώναξεν εις τους ναύτας, καθ’ ην στιγμήν έβγαινεν ο εχθρικός στόλος, και (ο Ελληνικός) ήτον αραγμένος: «Ενδοξος θάνατος, παιδιά!». Και πήρεν (έναν) δαυλόν να βάλη φωτιά εις την πυρίτιδα, εάν ο εχθρός τολμούσεν να επιπέση με την (εμπροσθινήν) φεργάδαν (του), και ότι ένας από τους ναύτας ακούσας τούτο, διά να σώση τον στόλον, ίσως και αυτούς, έκοψεν την άγκυραν, και ούτως, εναντίον της διαταγής του (Ναυάρχου), ξεκίνησαν όλα, κόψαντες ταις άγκυραίς των. […]
(Κατά τας 4/10 <ώρας>, την αυγήν <της 23 Ιανουαρίου>, έπαυσεν ο άνεμος ο σφοδρός, και άρχισεν ένα μαϊστράλι, αρμοδιώτατον διά τον εδικόν μας Στόλον· τότες αντί να κινηθή ο εχθρικός κατά του εδικού μας, εκινήθη ο εδικός μας κατά του εχθρικού).
(Ολοι εδειλιάσαμεν βλέποντες να κινούνται 18 μόνον πλοία με τρία πυρπολικά εναντίον 80 μεγάλων και 20 μικρών πολεμικών <εχθρικών> πλοίων, οπού είχαν τόσαις φωτιαίς,9 και εφαίνοντο ως λέμβοι τα εδικά μας εν τω μέσω των).
(Εχων όμως ούριον τον αέραν ο Στόλος μας, έβαλεν εν πυρπολικόν εμπρός, τα δε πλοία ακολουθούσαν· <τότε>, ως εκ θαύματος, έβλεπες να φεύγουν τα Τουρκικά προς τον
κόλπον,10 να συγκεντρώνωνται και να πυροβολούν από <τα> όπισθεν φεύγοντα, και τα εδικά μας να προχωρούν) (κατ’ αυτών). […]
Διά μεν την μετάθεσεν των οικογενειών (μακράν του Μεσολογγίου), έμειναν (οι Οπλαρχηγοί) εις τα ίδια· ότι καθείς να κάμη όπως στοχάζεται. Διά δε τους (εις Ναύπλιον σταλησομένους) πληρεξουσίους, αποφασίσθη να πέμψουν τον Ανδρέαν Ισκον, ως από την ανωτέραν τάξιν, τον Σπύρου Μίλιον και (Αποστ.) Κουσιουρήν, ως από την τάξιν της Αδελφότητος, τον δε Λάμπρον Βέικον και Νικόλαον Ζέρβαν, ως από μέρους των Σουλιωτών και (ως) αδιαφόρους από τα πάθη των δύο οικογενειών Βοτζιαραίων και Τζιαβελαίων. […]
Αποτυχών ο Ιμπραΐμης διά θαλάσσης και ξηράς εις την πρώτην μάχην, έμνεσκεν ακίνητος διά μερικάς ημέρας. […]
Ο Ιμπραΐμπασιας πλησίαζεν να βάλη εις στάσιν πολεμικήν τας λέμβους εις την Αλυκήν,11 επισκευάζοντας ταις παλαιαίς και (κατασκευάζοντας) καινούργιαις χωρίς καρέννα. […]
(Εως εις τας 15 Ιανουαρίου γυμνάζων και τα στρατεύματα και συσσωρεύων τας πολεμικάς μηχανάς ο Ιμπραΐμης…).
(Νικόλαου Κασομούλη, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», τ. Β΄, χορηγία Παγκείου Επιτροπής. Αθήναι, 1941)
Η πείνα πάλι επιμένει
Το στρατόπεδον της Δερβέκιστας, βλέπον την συγκέντρωσιν των εχθρικών δυνάμεων έξω του Μεσολογγίου, ηθέλησαν να μας συνδράμουν, ώστε να μας αποκαταστήσουν ισχυροτέρους διά να δυνάμεθα ν’ αντέχωμεν. Αλλ’ έως πότε ημπορούμεν ν’ αντέξωμεν; Αγνοείτε ότι εν φρούριον, όταν πολιορκείται και δεν επιχειρίζεται και τρόπους εξωτερικούς διά να διαλυθή η πολιορκία του, ή ταχέως ή αργά θα πέση; Ούτως λοιπόν εδιόρισαν εξακοσίους ανθρώπους απ’ όλα τα σώματα διά να έλθωσι εις το Μεσολόγγιον να συναγωνίζωνται μ’ ήμάς· ούτοι δε, αφ’ ου συναγροικήθημεν, εμβήκαν εις το φρούριον […]
Με την νέαν επικουρίαν τούτην ανέβαινεν η φρουρά εις πραγματικούς ανθρώπους του πολέμου τρεις χιλιάδας πεντακοσίους και επέκεινα. Οι δε λοιποί είχον φονευθή […]
Οι δύο Σερασκέρηδες, ο Ρούμελη Βαλεσή Ρεσίτ Μεχμέτ πασιάς δηλαδή και ο Μώρα Βαλεσή Ιμπραχίμ πασιάς με την πλέον μεγαλειτέραν ησυχίαν εσκέπτοντο το τι να επιχειρισθώσι δίχως να βιάζωνται· διότι έβλεπον ότι η πανδαμάτρια πείνα εδύνατο να μας κατατροπώση· άρα όσος καιρός και αν περνούσεν, αύξανεν και η ανάγκη μας· διά τούτο προς ποίον τέλος να βιάζωνται αυτοί, να χάσουν τόσους ανθρώπους, εν ω καθήμενοι ήσυχοι ο καιρός και η πείνα εκατόρθωνον τον σκοπόν τους; Οσον από μέρος τους, θροφάς είχον εν αφθονία και τας ελάμβανον εις Κρυονέρι, όπου διά θαλάσσης τας ασφάλιζεν ο στόλος των και συγχρόνως απέκλειεν και ημάς· […]
Ή φρουρά εθεώρει όλας ταύτας τας παρασκευάς με περιφρονετικόν όμμα· ως ματαίας εθεώρει όλας ταύτας τας προετοιμασίας των πολιορκητών μας. […] Κανείς δεν εψηφούσεν τον θάνατον, διότι, ως είπον, είχον αποφασίση να υπερασπισθώσι τας επάλξεις του Μεσολογγίου μέχρι τελευταίας πνοής· […]
Εφονεύετο ο αδελφός, ο πατέρας ή ο υιός, και ο άλλος τον έθαπτεν αμέσως δίχως να δακρύση διόλου· εις το πλάγι του εφονεύετο ο συναγωνιστής, και αν δεν είχεν αμέσως τότε καιρόν να τον θάψη, τον εσκέπαζε με την κάπαν του διά να μη προξενήση το πτώμά του δειλίαν εις άλλους, και ούτως εξακολούθει το έργον του δίχως να ταραχθή, έως ότου ευκαιρούσε να τον θάψη. Εμάνθανεν ότι ο δείνα εφονεύθη εις το δείνα κανονοστάσιον: «Ο Θεός να τον συγχωρήση»! ήτον η απάντησις, «επειδή όλοι αυτόν τον δρόμον τρέχομεν!»
[…] Ο Ναύαρχος εκαταγίνετο ν’ αποβιβασθώσι ταχέως αι θροφαί και τα πολεμοφόδια, και εν τοσούτω, αφ’ ου μας έγραψεν να εξακολουθώμεν με τον ίδιον ζήλον εις την υπεράσπισιν του Μεσολογγίου, εζήτει να στείλωμεν προς αυτόν εν αξιωματικόν διά να του ειπή λόγους τινάς να μας είπωθώσι διά ζώσης. Ούτως λοιπόν επέμψαμε τον Στρατηγόν