Ελλειψη διαφάνειας και πακτωλός χρημάτων
Τα προνόμια που καρπώνεται η φαρμακευτική βιομηχανία οφείλονται στο ότι «έχει υπάρξει μια τεράστια οικονομική υποστήριξη από δημόσια ιδρύματα για την έρευνα εμβολίων και τα ευρήματα δείχνουν ότι είμαστε μάρτυρες μιας γιγαντιαίας κλεψιάς. Μια πρώιμη έρευνα σχετικά με την εξέλιξη της δημόσιας χρηματοδότησης δείχνει ότι τα έξι περισσότερο επιφανή εμβόλια έχουν λάβει συνολικά περίπου 1,5 δισ. ευρώ δημόσιου χρήματος για την υποστήριξή τους». Επομένως εγείρεται το ερώτημα τι ποσοστό του ερευνητικού κόστους για τα εμβόλια έχει καλυφθεί από δημόσιο χρήμα. Ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί για όλα τα εμβόλια, εξαιτίας «της έλλειψης διαφάνειας από μέρους των εταιρειών και των δημόσιων αρχών». Πάντως, αναφορικά με την AstraZeneca, «η πιο πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι δημόσια κονδύλια χρηματοδότησαν το 97% της έρευνας και του κόστους ανάπτυξης». Παράλληλα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της γερμανικής BioNTech, προκύπτει ότι η εταιρεία «μαζί με τη συνεταίρό της, την Pfizer, έχει λάβει από την Ευρώπη 2 δισ. ευρώ δημόσιας υποστήριξης, εκ των οποίων τα 370 εκατ. προήλθαν από τη γερμανική κυβέρνηση και περίπου 2 δισ. δολάρια από την αμερικανική κυβέρνηση. Φαίνεται ότι είναι καλά καλυμμένοι». Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της BioNTech για το 2020, «τα κόστη για την έρευνα και την ανάπτυξη ανήλθαν στα 645 εκατ. ευρώ, αύξηση περίπου 420 εκατ. ευρώ συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά…».
Το ακόμη χειρότερο είναι ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στην Pfizer-BioNTech αναμένεται να εισρεύσει φέτος «πακτωλός χρημάτων». Βάσει μιας συντηρητικής εκτίμησης, «τα έσοδα 15 δισ. δολαρίων που θα έχει η Pfizer από τις πωλήσεις των εμβολίων φέτος θα καταστήσουν το εμβόλιό της το δεύτερο σκεύασμα με τα περισσότερα έσοδα, οπουδήποτε, οποτεδήποτε». Τα κέρδη από το συγκεκριμένο εμβόλιο εκτιμώνται σε 4 δισ. δολάρια. Βάσει βέβαια άλλων αναλύσεων –επειδή η εταιρεία προτίθεται να αυξήσει την παραγωγή της σε 2,5 δισ. εμβόλια– τα κέρδη της δύναται να ανέλθουν σε 3-5 δολάρια ανά δόση εμβολίου, ήτοι 7,5-12,5 δισ. δολάρια κέρδος. Μια κερδοφορία που εν καιρώ πανδημίας φαντάζει παράλογη και αισχρή. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση η ΕΕ είναι ανάλγητη: κανένα κράτοςμέλος «δεν έχει αμφισβητήσει τη στενή σχέση της Επιτροπής με τη βιομηχανία σχετικά με την παραίτηση των πατεντών». Αντιθέτως, «πολλοί αντιπρόσωποι κρατών-μελών έχουν ωθήσει την Επιτροπή να πουλήσει καλύτερα τους ισχυρισμούς της και να δείξει ετοιμότητα για διάλογο». Προφανώς επίπλαστη. Αντίστοιχα στις ΗΠΑ –ειδικά επί θητείας Τραμπ– οι πολιτείες «με τις μεγαλύτερες τσέπες επέλεξαν μερικές μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες προκειμένου να θέσουν τους όρους της προσπάθειας, αφήνοντάς τες με τα μονοπωλιακά δικαιώματα των εμβολίων. Αυτή είναι η καρδιά του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε σήμερα». Το πρόβλημα αυτήν τη στιγμή φαντάζει δισεπίλυτο, επειδή παρά τις διεθνείς πιέσεις προς τους φαρμακευτικούς ηγέτες και τους πολιτικούς υποστηρικτές τους και παρά την πρωτοβουλία Μπάιντεν, οι πατέντες των εμβολίων μπορεί να αρθούν, «αλλά το πρόβλημα δεν μπορεί να εξαφανιστεί».