Αρωμα λιμανιού
Μια συζήτηση με τον Νίκο Μπελαβίλα που ξεκινά από την ιστορία του Πειραιά για να καταλήξει στις προοπτικές της πόλης στον 21ο αιώνα
Ενα βιβλίο για την πόλη του λιμανιού, της εργατιάς, της προσφυγιάς, των εμπόρων και του εφοπλιστικού κεφαλαίου, των ολυμπιακών, των εθνικών και της Προοδευτικής Νεολαίας, της Αριστεράς και της λαϊκής Δεξιάς, των αστικών μεγάρων και των παραπηγμάτων. «Για όλο αυτό τον Πειραιά επιχείρησε να μιλήσει το παρόν βιβλίο. Για την πόλη-λιμάνι που ξεκίνησε να κτίζεται πριν από δύο σχεδόν αιώνες, ωρίμασε και παρήκμασε προς το τέλος του 20ού αιώνα» σημειώνει στον επίλογο του βιβλίου του «Ιστορία της πόλης του Πειραιά. 19ος και 20ός αιώνας» ο καθηγητής στη σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και διευθυντής του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος Νίκος Μπελαβίλας, τον οποίο αναζητήσαμε για μια συζήτηση-καταβύθιση στον εσώτερο πυρήνα μιας πόλης που η διαφορετικότητά της είναι μοναδική.
Ποιο είναι το όραμα που συνόδευσε τη γέννηση της νέας πόλης με την ίδρυση του ελληνικού κράτους;
Υπάρχει ένα βαυαρικό όραμα: η αναβίωση της αρχαιότητας. Ο νεοκλασικισμός εκφράζεται από τον Oθωνα και τον πατέρα του Λουδοβίκο στη χωροθέτηση της Αθήνας. Οι Eλληνες δεν σκέφτονταν να στήσουν την πρωτεύουσά τους στην Αθήνα. Το ιστορικό κέντρο της επανάστασης βρισκόταν στα νησιά για ασφάλεια ή στα λιμάνια του Μοριά ή στο Ναύπλιο. Οταν έρχονται οι Βαυαροί συζητιούνται διάφοροι τόποι και τότε καταλήγουν στην απόφαση για την Αθήνα. Ο Oθωνας αναθέτει τον σχεδιασμό στον Κλεάνθη και τον Σάουμπερτ. Αυτό που έχουν στον νου τους οι πρώτοι έποικοι, δηλαδή Υδραίοι, Χιώτες, Ψαριανοί, είναι μια εμπορική πόλη καθώς είναι έμποροι, καραβοκύρηδες, τραπεζίτες.
Στον σχεδιασμό υπάρχει πρόβλεψη για τη βιομηχανική ζώνη του Αγίου Διονυσίου σχεδόν μισό αιώνα προτού ξεκινήσει η βιομηχανία. Μου φαίνεται ασύλληπτο ότι το 1834 οι δικοί μας σχεδιάζουν βιομηχανική ζώνη στον Πειραιά. Ο πρώτος ατμόμυλος θα ξεκινήσει να δουλεύει πειραματικά 20 χρόνια μετά και θα αποτύχει, ενώ η πρώτη σοβαρή βιομηχανία θα γίνει το 1872-73. Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της πρώτης πόλης μαζί με ένα πολύ δυνατό στοιχείο που είναι οι νησιώτες του Αιγαίου. Ο εποικισμός του Πειραιά έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έρχεται από το Αιγαίο και τις ακτές της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένων και των Μικρασιατών.
Ποια είναι τα τοπόσημα του Πειραιά στην πρώτη φάση ανάπτυξης της πόλης;
Οι τέσσερις εκκλησίες που κτίζονται αμέσως, τρεις ορθόδοξες και μια καθολική, ο Αγιος Παύλος, ο οποίος μάλιστα κτίστηκε πριν από τις ορθόδοξες. To πιο εμβληματικό τοπόσημο βέβαια είναι το Ρολόι. Είναι μικρό σχετικά αλλά εξελίσσεται σε τόπο συνάντησης. Βρισκόταν ακριβώς στην καρδιά της τότε πόλης. Αυτή η καρδιά μετατοπίζεται σταδιακά στο Δημοτικό Θέα
«Στον Πειραιά τα στοιχεία του λιμανιού και της θάλασσας είναι κυρίαρχα. Η γνώση της θάλασσας, η παράδοση των ναυτικών, οι αφηγήσεις των ναυαγίων, των πνιγμών ή των ταξιδιών… όλα αυτά περιλαμβάνονται στον πολιτισμό της πόλης»
τρο, στην πλατεία Κοραή, για λόγους που έχουν να κάνουν και με την πολύ ενοχλητική λειτουργία του λιμανιού. Ο αστικός ιστός σημαδεύεται επίσης από τη «μεγάλη βόλτα», το Πάνθεον της Τερψιθέας, τα λουτρά, τα καφενεία στο Πασαλιμάνι, τη «συνοικία των επαύλεων» του Τσίλερ –την Καστέλλα–, τη λουτρόπολη του Νέου Φαλήρου. Οι πρόσφυγες ανατρέπουν τη ροή των πραγμάτων, ενώ η ανάπτυξη της βιομηχανίας δημιουργεί όρους προβληματικούς για την πόλη σε επίπεδο ρύπανσης, κοινωνικών σχέσεων και συγκρούσεων μετά το ’17.
Το 1922 είναι έτος-τομή. Ερχεται φτηνό εργατικό δυναμικό το οποίο συνδράμει στη γιγάντωση της βιομηχανίας.
Ενώ πριν μπορεί να πει κανείς ότι ο Πειραιάς είναι πόλη των προυχόντων και των εμπόρων, μετά το ’22 μεταβάλλεται σε πόλη των εργατών. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού –από τις 250.000 οι 200.000– είναι εργάτες και ναυτικοί. Είναι η περίοδος που η δεύτερη γενιά των βιομηχάνων εγκαταλείπει την πόλη. Μετοικούν στην Κηφισιά, στο Κολωνάκι, στα Φάληρα και έρχονται καθημερινά με την κούρσα στην τράπεζα, στο εργοστάσιο ή στη ναυτιλιακή εταιρεία.
Είναι δύο κόσμοι σε αλληλεξάρτηση και σε διαρκή σύγκρουση.
Κατά τον 19ο αιώνα δεν υπάρχουν σοβαρές συγκρούσεις. Συναντάμε μια λούμπεν κοινωνική ομάδα, συνθήκες κατοίκησης πολύ κακές –ζούνε άνθρωποι σε τρώγλες και σπηλιές–, πορνεία και μες στην καρδιά της πόλης και μετέπειτα στην Τρούμπα, αλλά αυτά δεν τα βλέπουμε σε γεγονότα, ειδήσεις ή πληροφορίες. Την υπόθεση της στέγασης των εργατών δεν θα τη γνωρίζαμε εάν ο Βάσιας Τσακόπουλος δεν είχε βρει την πληροφορία για τα παραπήγματα με τις πουτάνες δίπλα στο Ρολόι πριν από την εποχή που κτίστηκαν στα Βούρλα και εάν δεν υπήρχε μια εκπληκτική έκθεση μιας διεύθυνσης Εργασίας και Κοινωνικής Προνοίας το 1921 που καταγράφει με στατιστική τις συνθήκες κατοίκησης των φτωχών στρωμάτων. Εως εκείνη την εποχή οι προύχοντες είναι πατερναλιστές, φαινόμενο διεθνές και όχι στενά ελληνικό. Επιχειρούν να φτιάξουν εργατικούς οικισμούς, μιλούν για την ευημερία της πόλης, γίνονται δήμαρχοι, έχουν οράματα, τα παλεύουν και αναπτύσσουν την πόλη. Εκεί πάνω στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αρχίζει να στήνεται η σύγκρουση. Εχει ξεκινήσει ο συνδικαλισμός, συγκροτούνται εργατικές ενώσεις, ιδρύεται το ΚΚΕ στον Πειραιά κ.ο.κ. Οι βιομήχανοι χάνουν το φιλελεύθερο προφίλ της πρώτης φάσης και μεταβάλλονται σε σκληρούς ταξικούς παίκτες.
Ο 20ός αιώνας έως το 1940 είναι μια πραγματική κόλαση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο που καταλήγει στη δικτατορία του Μεταξά. Στην Κατοχή πολλοί από τα υπολείμματα της μεγάλης πειραϊκής αστικής τάξης πηγαίνουν με τους Γερμανούς. Οι δωσίλογοι βιομήχανοι καταδίδουν και παραδίδουν εργάτες στους κατακτητές, ενώ συμμετέχουν σε φασιστικές
01 Φυγή από τη Δραπετσώνα με φόντο τους βρετανικούς βομβαρδισμούς, Δεκέμβριος 1944 (Σπύρος Μελετζής) 02 Το Τουρκολίμανο με τη μικρή προσφυγική παραγκούπολη στο βάθος του όρμου, κάτω από τα αρχοντικά νεοκλασικά της Καστέλλας («National Geographic» 1930)
03 Ο Ατμοηλεκτρικός Σταθμός Νέου Φαλήρου το 1939 πλαισιωμένος από τον Κηφισό και τη σιδηροδρομική γραμμή. Στη βάση της αεροφωτογραφίας φαίνεται το Μοσχάτο και στο βάθος τα εργοστάσια της οδού Πειραιώς, ο οικισμός Απόλλων και ο οικισμός του Αγίου Ιωάννη Ρέντη
04 Το λιμάνι στην ακμή του (Φρεντ Μπουασονά, 1908)
05 Ο σιδηροδρομικός σταθμός της γραμμής Αθηνών – Πειραιώς κατά την κατασκευή του τριαρθρωτού μεταλλικού στεγάστρου το 1927-28
06 Το «Εμπορικό Κέντρο Πειραιώς», ο ουρανοξύστης των Ι. Βικέλα, Γ. Μολφέση και Α. Λοΐζου, στο κέντρο του λιμανιού το 2020
οργανώσεις. Ο πόλεμος είναι καταστροφική εποχή για τον Πειραιά, γιατί εγκαταλείπεται από την ηγεσία του, δέχεται τους τρομερούς βομβαρδισμούς που αφήνουν περίπου 900 νεκρούς, ενώ η πείνα αφήνει 4.000 νεκρούς. Το τραύμα είναι βαθύ. Οι βομβαρδισμοί οδήγησαν στην έξοδο από την πόλη μεγάλου μέρους του πληθυσμού που δεν γύρισε ποτέ. Η γιαγιά μου δεν επέστρεψε στον Πειραιά – ο παππούς, ο πατέρας της μάνας μου, σκοτώθηκε στην Αγία Τριάδα. Εφυγαν με καρότσι από την Πειραιώς και διανυκτέρευσαν στην Ομόνοια. Η μισή οικογένεια έμεινε φιλοξενούμενη στο Μαρούσι, όπου στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα. Η άλλη μισή, του πατέρα μου, έμεινε κάτω γιατί ήταν πιο φτωχοί και δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν. Αυτό συνέβη με εκατοντάδες οικογένειες από τον κεντρικό Πειραιά. Αυτοί που δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη ήταν όσοι ζούσαν στις προσφυγικές γειτονιές. Οι πρόσφυγες δεν θα εγκατέλειπαν για δεύτερη φορά μια πόλη.
Ο κόσμος του Πειραιά δείχνει να είναι αποκομμένος σε σχέση με εκείνον της Αθήνας.
Οχι αποκομμένος, αλλά περιορισμένος μες στην τεράστια έκταση στην οποία εκτείνεται. Ο Ελαιώνας ξεχωρίζει τον Πειραιά από την Αθήνα. Κατεβαίνοντας την Πειραιώς για να φτάσω στον Πειραιά θα περάσω μια μεγάλη νεκρή ζώνη. Δεν συμβαίνει το ίδιο όταν πηγαίνω στην Κηφισιά ή τη Βούλα όπου υπάρχει μια συνεχής αστική ζώνη. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στους δύο πόλους κανείς δεν επιδίωξε να το γεφυρώσει. Αυτό που στήθηκε ως σχήμα ήταν το δίπολο.
Τι θέλουμε σήμερα; Ισχυρούς άξονες που εξασφαλίζουν την επικοινωνία των δύο πόλεων. Αλλά δεν προκύπτει καμία ανάγκη να συνδέσουμε την Αθήνα με τον Πειραιά. Αυτό συνέβαλε στη συγκρότηση της ταυτότητας της πόλης. Οι Πειραιώτες είναι οι μόνοι κάτοικοι του λεκανοπεδίου που δεν λένε ότι κατοικούν στην Αθήνα. Είναι δυο διαφορετικές πόλεις με διαφοροποιημένες ταυτότητες. Στον Πειραιά τα στοιχεία του λιμανιού και της θάλασσας είναι κυρίαρχα – κάτι που δεν το έχει η Αθήνα, δεν το έχει καν ο κάτοικος μιας παράκτιας περιοχής, της Γλυφάδας ή του Φαλήρου π.χ., ο οποίος λέει «βλέπω τη θάλασσα» αλλά το υγρό στοιχείο δεν βρίσκεται στον πολιτισμό του. Δεν έχει τη γνώση της θάλασσας, την παράδοση των ναυτικών, τις αφηγήσεις των ναυαγίων, των πνιγμών ή των ταξιδιών… όλο αυτό που περιλαμβάνεται στον πολιτισμό του Πειραιά ακόμη και σήμερα.
Η πολυλειτουργικότητα του Πειραιά είναι κομμάτι της ταυτότητάς του, το οποίο ωστόσο αρνούνται να αναδείξουν οι δημοτικοί του άρχοντες. Είναι αρκετές οι στιγμές που ο Πειραιάς μοιάζει να αντιδρά με επαρχιώτικα αντανακλαστικά.
Νομίζω ότι με εξαίρεση τον Στέλιο Λογοθέτη –με τον οποίο έχουμε συγκρουστεί αρκετές φορές– που την περίοδο της μεταπολίτευσης είχε όραμα και ακολούθησε έναν
συγκροτημένο σχεδιασμό, όλοι οι υπόλοιποι δήμαρχοι, συμπεριλαμβανομένου του Γιάννη Μώραλη, αντανακλούσαν την κρίση της πόλης. Οι ίδιοι ήταν και είναι κομμάτια της κρίσης της πόλης, μιας πόλης που περίμενε από αλλού να της έρθει η διέξοδος. Ο Πειραιάς δεν μπορεί να πεθάνει γιατί η μηχανή που λέγεται λιμάνι παράγει με εντυπωσιακό τρόπο. Επομένως περνάμε οπωσδήποτε σε καινούργια φάση της πόλης, βγαίνουμε από τη στασιμότητα των τελευταίων 50 χρόνων και πλέον το κρίσιμο ζήτημα του άμεσου μέλλοντος αφορά το τι θα είναι αυτή η καινούργια πόλη.
Και σε αυτό το πεδίο ποιοι συγκρούονται;
Τρεις δυνάμεις: η παλιά αυτοδιοικητική τάξη των προυχόντων της πόλης, οι οποίοι είναι παιδιά της στασιμότητας των 50 χρόνων και της κρίσης και δεν έχουν όραμα. Η δεύτερη δύναμη είναι οι Κινέζοι, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει έναν αποικιακό σταθμό στον Πειραιά με πολύ συνεπή σχεδιασμό προκειμένου να βάλουν πόδι στις μεταφορές της Ευρώπης και ίσως στην κρουαζιέρα –όσο περνάνε οι μήνες δεν φαίνεται και τόσο βέβαιο ότι τους ενδιαφέρει πραγματικά– και απογείωσαν την κίνηση του λιμανιού. Πλέον μιλάμε για τον Πειραιά-πύλη της Ανατολής. Και αυτό θα είναι έτσι για τα επόμενα 50 χρόνια, εκτός αν έχουμε τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές. Σε αυτό το πλαίσιο οι Κινέζοι δεν έχουν συνείδηση ότι κατέχουν ένα ευρωπαϊκό λιμάνι. Αυτά που κάνουν στον Πειραιά θα ήταν αδιανόητο να τα κάνουν στο Ρότερνταμ, το Λονδίνο ή στη Βαρκελώνη.
Υπάρχει και μια τρίτη δύναμη στην πόλη, η οποία αποτελείται από ανθρώπους της διανόησης, σοβαρούς επιστήμονες του ΠΑΠΕΙ, ανθρώπους που ασχολούνται με την πολεοδομία ή τα μνημεία. Ολοι αυτοί επιχειρούν να βρουν μέσα από τις συμπληγάδες αυτής της λασπωμένης στασιμότητας των παλιών αυτοδιοικητικών – συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων του νυν δημάρχου– και της αποικιακής λογικής ενός άλλου πολιτισμού, αυταρχικού και σίγουρα όχι δημοκρατικού ευρωπαϊκού, μια άλλη διέξοδο η οποία θα μιλήσει και για την ιστορικότητα αλλά και για τη νέα ταυτότητα της πόλης που θα πατάει στην παλιά και δεν θα την εξαφανίσει και γι’ αυτό που βρίσκεται πίσω από τις μάντρες του λιμανιού – δεν μιλάω για την Πειραϊκή παρότι οι κάτοικοί της ίσως είναι πιο δραστήριοι, αλλά για το Πέραμα, το Κερατσίνι, τη Δραπετσώνα. Εκεί είναι η πραγματική κόλαση, ο κίνδυνος και η επιβίωση στα όρια, εκεί όπου τα σχολεία είναι σε επαφή με τη μυρωδιά των εργοστασίων, εκεί όπου η συλλογή του σκραπ και οι αμμοβολές γίνονται δίπλα στα σπίτια, εκεί όπου έχουμε ατυχήματα και θανάτους εργατών στα ναυπηγεία. Εκεί συνεχίζει να υπάρχει μια εκρηκτική κατάσταση. Ε, όλο αυτό το μείγμα, όλη αυτή η σκακιστική παρτίδα είναι σε εξέλιξη και σε κάτι καινούργιο θα οδηγήσει. Τι θα είναι αυτό; Ελπίζω να είναι καλό και να είμαστε ζωντανοί να το δούμε.