«Η κυβέρνηση δεν έχει πρόγραμμα για τον πολιτισμό»
Σία Αναγνωστοπούλου
Δεν είναι λίγες οι φορές που η βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει έρθει σε σφοδρή αντιπαράθεση από τα έδρανα της Βουλής με την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Σίγουρα ο ρόλος της Σίας Αναγνωστοπούλου ως υπεύθυνης θεμάτων πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένης της επικαιρότητας, κάθε άλλο παρά εύκολος είναι. Μπετόν στην Ακρόπολη, αποσπώμενες αρχαιότητες, πινακίδες με διόλου αθώο περιεχόμενο, καλλιτέχνες στον αέρα που δεν έχουν λάβει ακόμη τα επιδόματα των τελευταίων μηνών και μια υπουργός «που δεν έχει εκλεγεί και δεν λογοδοτεί σε κανέναν πολίτη αλλά στηρίζεται σε έναν μηχανισμό βαθέος κράτους» όπως μου λέει χαρακτηριστικά.
Αν και, όπως φαίνεται, σταδιακά αίρονται τα περιοριστικά μέτρα για τον πολιτισμό, ποια ήταν η πολιτεία του ΥΠΠΟΑ τον τελευταίο χρόνο;
Η κυβέρνηση από την αρχή της πανδημίας και επί μήνες δεν αντιμετώπισε τους ανθρώπους του πολιτισμού ως εργαζόμενους. Τους θεώρησε αόρατους και περιττή πολυτέλεια. Μόνο μετά το σημαντικό κίνημα που ανέπτυξε αυτός ο κόσμος πήρε μέτρα – αποσπασματικά, κατακερματισμένα, με πελατειακά και αδιαφανή κριτήρια σε κάποιες περιπτώσεις. Από την άλλη μεριά δεν έδειξε καμιά μέριμνα για το άνοιγμα των χώρων πολιτισμού. Ηδη τον Σεπτέμβριο, αλλά και στα τέλη Φεβρουαρίου, είχαμε ζητήσει μαζί με τον κ. Ξανθό τη σύγκληση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής παρουσία της υπουργού Πολιτισμού, του υπουργού Υγείας και ενός λοιμωξιολόγου για να συζητήσουμε τους όρους του ανοίγματος. Δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση. Πήρα μάλιστα προσωπικά τηλέφωνο την κ. Μενδώνη τονίζοντας ότι «ο κόσμος πένεται, οι καλλιτέχνες θέλουν να δημιουργήσουν, πρέπει να βρεθεί μια λύση». Η απάντηση ήταν: «Εχω πολλά ταξίδια στο εξωτερικό και δεν προλαβαίνω». Αυτά τα λέω γιατί η κυβέρνηση κατηγορεί μονίμως τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για έλλειψη προτάσεων, για έλλειψη πνεύματος συναίνεσης απέναντι στην πανδημία κ.λπ. Ωστόσο η ίδια η κυβέρνηση, προκειμένου να τροφοδοτεί μικροκομματικά, μικρόπνοα και αντιδημοκρατικά το «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», λειτουργεί απαξιωτικά προς την αντιπολίτευση, αντιθεσμικά και εντέλει αντικοινοβουλευτικά. Αν αυτή η κυβέρνηση είχε την ελάχιστη διάθεση συναίνεσης, θα έπρεπε στον πολιτισμό που χρειάζεται προγραμματισμός να είχε κάνει μια μικρή έστω κίνηση διαβούλευσης και συζήτησης. Να έχει αποδεχτεί τις τροπολογίες που καταθέσαμε πολλάκις. Να έχει υιοθετήσει κάτι από το πρόγραμμα «Μένουμε όρθιοι» που είχε εκπονήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι ενώ, όπως διαπιστώθηκε στην Ελ
λάδα αλλά και σε άλλες χώρες, οι χώροι πολιτισμού δεν είναι εστίες υπερμετάδοσης, το υπουργείο Πολιτισμού απλώς αδιαφόρησε. Το πείραμα της Ισπανίας με τη μεγάλη συναυλία των 5.000 ατόμων και τα σχεδόν ανύπαρκτα κρούσματα στη συνέχεια δεν κινητοποίησε μια υπουργό που έχει απονομιμοποιηθεί από τον κόσμο του πολιτισμού. Βέβαια, σε ό,τι αφορά ειδικά τον πολιτισμό η κυβέρνηση ευθύς εξαρχής δεν είχε κανένα πρόγραμμα. Θα έλεγα καλύτερα ότι είχε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, ερήμην όμως του κόσμου του αλλά και όλης της κοινωνίας.
Ποιο είναι αυτό;
Ολη η πολιτική της κυβέρνησης συμβολικά και υλικά αποτυπώνεται στον πολιτισμό: παλαιοκομματισμός, πελατειακό κράτος, νεοφιλελεύθερη αγριότητα, διχαστική, αντιδημοκρατική πολιτική. Μερικά κορυφαία παραδείγματα: Ακρόπολη, αρχαιότητες Θεσσαλονίκης, Σαλαμίνα, εξαγωγή αρχαιοτήτων για μισό αιώνα, μουσεία και βέβαια σύγχρονος πολιτισμός. Ενώ η πολιτιστική κληρονομιά και ο σύγχρονος πολιτισμός θα μπορούσαν με σεβασμό στην ταυτότητα και στις νοοτροπίες που έχει φτιάξει μια κοινωνία να βρίσκονται στο επίκεντρο μιας μακρόπνοης και αναπτυξιακά βιώσιμης πολιτικής, πετσοκόβονται στα μικρόνοα μέτρα μιας κυβέρνησης που θεωρεί και την πολιτιστική κληρονομιά ιδιοκτησία της και τη διαμοιράζει σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα.
Αναφέρεστε προφανώς σε συγκεκριμένα ιδρύματα τα οποία στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης λογικής της κυβέρνησης έχουν εισχωρήσει στον πολιτισμό.
Για εμένα η πιο ταπεινωτική φράση που εκστόμισε υπουργός Πολιτισμού μες στη Βουλή –σε επίκαιρη ερώτηση για τη σύμβαση δωρεάς σχετικά με το θέμα της αναγραφής του ονόματός της σε επιγραφή στην Ακρόπολη– ήταν: «Δεν το ήθελα εγώ, ήταν ευγενική χορηγία του δωρητή». Ο δωρητής λοιπόν αποφασίζει για το κορυφαίο μνημείο της χώρας, για το παγκόσμιο μνημείο της δημοκρατίας και κάνει ευγενικές χορηγίες μες στον αρχαιολογικό χώρο χωρίς καν απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Και αυτό δεν ντράπηκε να το πει μια υπουργός. Δεν ντράπηκε να πει στη Βουλή ότι αυτή η κυβέρνηση, που δίνει άφθονο δημόσιο χρήμα στα ΜΜΕ (ακόμη και σε τύπους σαν τον Φουρθιώτη), δεν είχε να δώσει το πολύ 2 εκατ. ευρώ για την Ακρόπολη – γι’ αυτό χρειαζόταν δωρητή. Δεν ντράπηκε να χρησιμοποιήσει ακόμη και τους Γλέζο και Σάντα για να ξεφύγει. Δεν ντράπηκε να παραδεχτεί ότι εντέλει το πρόβλημα δεν είναι το κάθε ίδρυμα και το συμβολικό κύρος που θέλει να ιδιοποιηθεί είτε στην Ακρόπολη είτε στην Εθνική Πινακοθήκη είτε αλλού, αλλά μια κυβέρνηση που χωρίς σεβασμό στους νόμους δεν θέτει τα όρια. Αυτά που προστατεύουν την πολιτιστική κληρονομιά ως κληρονομιά όλων των γενεών από την πολιτική των ιδρυμάτων.
Πολλά από αυτά θα είχαν αποφευχθεί εάν ακολουθούνταν οι διαδικασίες δημόσιων διαβουλεύσεων και διαγωνισμών. Ωστόσο, βλέπουμε ότι το υπουργείο Πολιτισμού ακολουθεί τη λογική του «αποφασίζουμε και διατάζουμε», ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες.
Να φέρω ξανά ως παράδειγμα την Ακρόπολη. Η κυβέρνηση κατόρθωσε να διχάσει τους πάντες: επιστήμονες, πολίτες, κόμματα, διεθνείς οργανισμούς. Για το μνημείο-σύμβολο της δημοκρατίας δεν επιτρέπει καμιά διαβούλευση, ούτε καν επιστημονική – και ας βοά η οικουμένη (ξένος Τύπος, ΙCOMOS κ.ά.). Ηρθε στη Βουλή καμιά συζήτηση για τη σύμβαση δωρεάς και τα έργα; Εγινε κάποιο διεθνές συνέδριο; Μίλησαν οι άλλοι επιστήμονες; Προσπάθησε να μας παραπλανήσει βαφτίζοντας τις εκτεταμένες διαστρώσεις «διαδρομές ΑμεΑ» και ας τη διέψευδε ο ίδιος ο κ. Κορρές. Αυτό άλλωστε αποδείχθηκε με το ατύχημα που είχαμε στην Ακρόπολη. Σεβόμαστε τον κ. Κορρέ και την προσφορά του στην Ακρόπολη. Σεβόμαστε όμως και τον κ. Τανούλα και δεκάδες άλλους επιστήμονες με μεγάλη προσφορά επίσης. Θέλουμε να τους ακούσουμε. Σεβόμαστε και τον θεσμικό μας ρόλο ως αξιωματικής αντιπολίτευσης: δεν έχουμε το δημοκρατικό καθήκον να προκαλέσουμε συζήτηση γι’ αυτό το μείζον ζήτημα; Νεότεροι επιστήμονες παρεμβαίνουν με σημαντικά άρθρα, η κοινωνία των πολιτών αντιδρά
– και η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πρέπει να ακούσει κανέναν; Τελικά η φράση του πρωθυπουργού στο υπουργικό συμβούλιο όταν μαινόταν η υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη –«Σκεφτείτε τι έχει κάνει η Λίνα για σας»– ήταν αποκαλυπτική. Οχι τι έκανε η «Λίνα» για τον πολιτισμό, όχι πόσες φορές έγινε ασπίδα για τον πολιτισμό ερχόμενη σε σύγκρουση ακόμη και με υπουργούς και συμφέροντα. Αλλά πόσες φορές θυσίασε τον πολιτισμό για τα συμφέροντά σας. Πού να προλάβει λοιπόν να σκεφτεί τον κόσμο του πολιτισμού η «Λίνα».
Πληροφορίες διέρρευσαν πρόσφατα σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την απόσπαση των αρχαιοτήτων από τον χώρο του μετρό στη Θεσσαλονίκη.
Την ίδια διχαστική, παλαιοκομματική και πελατειακή πολιτική ασκεί η κυβέρνηση και στις αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης. Ελληνες και ξένοι επιστήμονες, διεθνείς οργανισμοί, η κοινωνία των πολιτών της πόλης, το έργο που προχωρούσε από την προηγούμενη κυβέρνηση… όλα αγνοήθηκαν επιδεικτικά προς δόξα κάποιων συμφερόντων. Ακόμη και η απόφαση του ΣτΕ που δικαιώνει την απόφαση της κυβέρνησης για απόσπαση των αρχαιοτήτων με ψήφους 13 υπέρ, 12 κατά είναι μια απόφαση σεβαστή μεν, ηθικά απονομιμοποιημένη δε. Είναι δυνατόν η μοίρα του σημαντικότερου μνημείου της πόλης να παίζεται στη μία ψήφο; Το ίδιο το αναπτυξιακό μέλλον της Θεσσαλονίκης να κρίνεται στην ψήφο;
Θέλω να σας μεταφέρω την κριτική που ακούγεται έντονα για την αξιωματική αντιπολίτευση: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αρκετά επιθετικός και διεκδικητικός για τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Και εγώ το ακούω συχνά και το κατανοώ στον βαθμό που η κοινωνία πολιορκείται από μια άνευ προηγουμένου προπαγάνδα χωρίς να έχει τα μέσα –ούτε καν τον «δρόμο» επί πανδημίας– να υπερασπιστεί τα δίκαιά της. Λογικό λοιπόν είναι να θέλει να «φωνάξουμε» εμείς, όχι στη λογική του Ζορό, αλλά στη λογική «γίνετε εσείς η φωνή μου». Το κάνουμε, θεωρώ, παντού (στην παιδεία, την υγεία, στον πολιτισμό, στα εργασιακά κ.λπ.), προσπαθώντας, όπως κάνει πάντα η Αριστερά, διαρκώς να εμπνέουμε, να ακούμε, να βλέπουμε και να εκφράζουμε θεσμικά αλλά και στον δρόμο το κίνημα. Η δύναμη της Αριστεράς και βέβαια του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διαρκής δημοκρατική διαβούλευση ανάμεσα στον «δρόμο» και τους θεσμούς. Αυτήν τη δημοκρατία φοβάται η Δεξιά και τη βαφτίζει λαϊκισμό, αναχρονισμό και πολλά άλλα. Η Δεξιά θέλει τη δημοκρατία των Μωυσήδων, τους θεσμούς στα χέρια των λίγων και εκλεκτών. Η Αριστερά θέλει τη δημοκρατία των πολλών, κινηματικά και θεσμικά εκφρασμένη. Γι’ αυτό η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη θα θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ πάντα εχθρό της.
Το Docville τυπώθηκε προτού τη φημολογούμενη ανακοίνωση της άρσης των περιοριστικών μέτρων στον πολιτισμό από το ΥΠΠΟΑ
«Ολη η πολιτική της κυβέρνησης συμβολικά και υλικά αποτυπώνεται στον πολιτισμό: παλαιοκομματισμός, πελατειακό κράτος, νεοφιλελεύθερη αγριότητα, διχαστική, αντιδημοκρατική πολιτική»