Στιγμές από τη ζωή του Στράτου
Ο Αγγελος, ο Στέλιος και ο Διαμαντής Διονυσίου μιλούν για τον πατέρα τους
● Εν συντομία
Οι τρεις γιοι του Στράτου Διονυσίου μοιράζονται τις αναμνήσεις τους.
● Γιατί ενδιαφέρει
Στις 11 Μαΐου συμπληρώνονται 31 χρόνια από την απώλεια του τραγουδιστή.
Στις 11 Μαΐου του 1990, σε ηλικία μόλις 55 χρόνων, ο Στράτος Διονυσίου έφυγε από τη ζωή βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του και τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν. Παραδόξως αυτήν τη μέρα πολλοί άνθρωποι που γνωρίζω τη θυμούνται ως μέρα προσωπικού τους πένθους. Σαν να χάθηκε κάποιος από το δικό τους σπίτι. Ο Στράτος Διονυσίου όπως πολλοί άνθρωποι της εποχής του έζησε τον πόλεμο, ταλαιπωρήθηκε λόγω της πολιτικής ταυτότητας του πατέρα του και βγήκε από παιδί στη βιοπάλη. Ξένος ανάμεσα σε ξένους, ήρθε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και κατάφερε να σταθεί μες στα λιοντάρια της δισκογραφίας και του πάλκου. Η ζωή και η πορεία του έχουν καταγραφεί σε ηχητικά ντοκουμέντα, βίντεο, συνεντεύξεις, άρθρα και σε μια βιογραφία που έγραψε η Βίκυ Μιχαλονάκου, ενώ σε λίγες μέρες κυκλοφορεί και η νέα βιογραφία του, την οποία υπογράφει ο Κώστας Μπαλαχούτης. Με αφορμή τη συμπλήρωση των 31 χρόνων από τον θάνατό του αναζήτησα τον Αγγελο, τον Στέλιο και τον Διαμαντή Διονυσίου και τους ζήτησα να μοιραστούν μαζί μας τις αναμνήσεις τους.
Μαζί στα παιχνίδια και στο γήπεδο
Ως πατέρας ο Στράτος Διονυσίου ήταν όπως είναι όλοι πατεράδες που αγαπούν την οικογένειά τους, όπως λέει ο Αγγελος Διονυσίου. «Καμία σχέση με την εικόνα του απόμακρου ανθρώπου που έβγαζε προς τα έξω. Ηταν ένας άνθρωπος πολύ γλυκός και προσιτός, με τις πλάκες και τα ανέκδοτά του. Του άρεσε να τρώμε την Κυριακή όλη η οικογένεια μαζί. Στη δουλειά του βέβαια ήταν αυστηρός, ήθελε τα πράγματα πάρα πολύ σωστά, ήθελε το τέλειο». Σύμφωνα με τον Στέλιο Διονυσίου ήταν υπερπροστατευτικός. «Ηθελε να ξέρει τα πάντα για μας, όλους τους ανθρώπους, όλους τους φίλους μας. Δεν ήταν καθόλου αυστηρός. Ισως μόνο όταν μάλωνα με τον Διαμαντή με τον οποίο ήμασταν και κοντά ηλικιακά. Αν με έβλεπε να τον χτυπάω μπορεί να έβαζε τις φωνές. Αν και σπανίως χρειαζόταν∙ μόνο το βλέμμα του να έβλεπες καταλάβαινες ότι είχε έρθει η ώρα να τελειώσεις οτιδήποτε έκανες».
Ο Στέλιος και ο Διαμαντής Διονυσίου θυμούνται τις οικογενειακές εκδρομές στη Χαλκιδική και τα κοινά παιχνίδια που έκαναν με τον πατέρα τους την εποχή που την ώρα που επέστρεφαν από το σχολείο εκείνος ξυπνούσε και του πήγαιναν στο δωμάτιό του τον καφέ και τον χυμό του. «Ξαπλώναμε μαζί του στο κρεβάτι, μας τσίμπαγε, τον πειράζαμε κι εμείς, του ανακατεύαμε τα μαλλιά. Πηγαίναμε και γήπεδο μαζί. Υποστήριζε τον ΠΑΟΚ αλλά μας πήγαινε στον Παναθηναϊκό, στο Ολυμπιακό Στάδιο και στη Λεωφόρο. Ο κόσμος που τον έβλεπε ερχόταν κοντά, του μιλούσαν, έκανε αστεία και γελούσαν» θυμάται ο Διαμαντής και λέει ότι ένιωθε μεγάλη χαρά να τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα γιατί ήθελε να είναι ένα με τον κόσμο.
Ο Αγγελος λέει ότι μετά τα 15 του που άρχισε να βγαίνει με παρέες υπήρχε ρητή εντολή να έχει επιστρέψει στο σπίτι μέχρι τα μεσάνυχτα που ο Στράτος Διονυσίου έφευγε για το μαγαζί. «Αν δεν είχα επιστρέψει, έβγαινε στον δρόμο και έψαχνε να με βρει. Πάντα ωστόσο ήξερε πού ήμουν». Του ζητάω να μου πει αν αληθεύει ότι του μιλούσε στον πληθυντικό. «Ναι, και θα ήθελα να πω κάτι εδώ. Ο πατέρας μου δεν μου ζήτησε ποτέ να του μιλάω με συγκεκριμένο τρόπο. Το έκανα γιατί έτσι μου έβγαινε. Επίσης, ντρεπόμουν να πάω να του ζητήσω λεφτά. Εστελνα τη μητέρα μου». Ενα άλλο πράγμα που δεν έκανε ποτέ μπροστά του ήταν να καπνίσει. «Μπορεί να είχα τα τσιγάρα μπροστά μου και να μου έπαιρνε ένα, αλλά εγώ δεν μπορούσα να καπνίσω μπροστά του, το θεωρούσα ασέβεια. Ετσι ήταν ο χαρακτήρας μου, δεν μου επέβαλε κάτι εκείνος».
Δυσκολίες και χαρές εναλλάσσονταν
Ο Αγγελος και η αδερφή του Τασούλα που έχει φύγει από τη ζωή έζησαν ως παιδιά τον πατέρα τους στα πρώτα του βήματα στο τραγούδι, τότε που η οικογένεια μετακόμισε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στο Αιγάλεω. «Θυμάμαι ότι έκανε δύο δουλειές – το βράδυ τραγουδούσε και το πρωί ήταν στην οικοδομή. Εχουμε αλλάξει επτά οκτώ σπίτια∙ κάθε φορά πηγαίναμε σε κάτι καλύτερο και καταλήξαμε εδώ στο Hilton όπου αγόρασε το διαμέρισμα. Ηταν δύσκολες εποχές και πέρασε πολλά μέχρι να πει τα τραγούδια που είπε και να καταξιωθεί. Το 1990 που “έφυγε” ήταν στην καλύτερη φάση της καριέρας του. Ηταν
«Αυτό που μου είπε ο πατέρας μου σαν συμβουλή ήταν να προσέχω και να κοιτάζω τι κάνω εγώ και όχι τι κάνουν οι άλλοι»
Αγγελος Διονυσίου
ο τοπ τραγουδιστής εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Δεν είχε πέσει, δεν είχε φθαρεί καλλιτεχνικά».
Σύμφωνα με τον Στέλιο, ο Στράτος θαύμαζε τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στέλιο Καζαντζίδη. «Είχε επίσης μεγάλη αγάπη στον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Πάνο Γαβαλά, ανθρώπους που έκαναν πολύ μεγάλη καριέρα και ήταν και φίλοι απ’ όσο ξέρω». Θυμάται ότι στο σπίτι τους στις γιορτές πήγαιναν εκτός από την ευρύτερη οικογένεια και οι συνεργάτες του. «Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τις άλλες γιορτές θυμάμαι μαζώξεις στο σπίτι και την κυρα-Γεωργία να φτιάχνει φαγητό για 15-20 άτομα». Ο Στράτος Διονυσίου και η σύζυγός του Γεωργία γνωρίστηκαν όταν ήταν ακόμη έφηβοι. Ζούσαν στην ίδια γειτονιά στον Επτάλοφο, έπαιζαν μαζί, έκαναν ποδήλατο, είχαν κοινούς φίλους και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος. Η σύζυγός του στάθηκε δίπλα του στα καλά και τα δύσκολα. «Μπορεί να ήταν λίγο ατακτούλης –θα μου πεις και ποιος άντρας δεν είναι– αλλά την οικογένεια την είχε πάνω απ’ όλα. Ακούω κατά καιρούς διάφορα που γράφουν στο διαδίκτυο ότι θα χώριζε ο Στράτος. Ο Στράτος δεν θα χώριζε ποτέ και για κανέναν» λέει ο Στέλιος.
Εκείνη του συμπαραστάθηκε μαζί με τον Τόλη Βοσκόπουλο όσο κανένας άλλος την περίοδο της φυλάκισής του στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν είχε κατηγορηθεί για κατοχή ναρκωτικών και όπλου. «Πέρασε αυτήν τη μεγάλη περιπέτεια, αλλά καταλαβαίνεις ότι φάνηκε πόσο άδικο ήταν όταν πήρε προεδρική χάρη. Οταν είσαι ένοχος δεν παίρνει ο πρόεδρος της δημοκρατίας ένα τόσο μεγάλο ρίσκο να σε αποφυλακίσει. Αυτό συνέβη γιατί είδαν ότι είχε γίνει μια τεράστια αδικία. Του στοίχισε βέβαια στην καριέρα του» λέει ο Στέλιος.
Ο Αγγελος θυμάται ότι η περίοδος της φυλάκισης τον στενοχώρησε, τον στιγμάτισε αλλά δεν το έβαλε κάτω. «Επειτα από οκτώ εννιά μήνες που βγήκε από τη φυλακή ο κόσμος τον περίμενε λες και ήταν σε ταξίδι. Είχε λείψει από τη νύχτα, από το τραγούδι. Θυμάμαι έντονα την ημέρα που πήγαμε και τον πήραμε από τη φυλακή και φύγαμε με το αυτοκίνητο. Πιστεύω ότι την ώρα που κάθισε στη θέση του οδηγού και έβαλε μπρος τα άφησε όλα πίσω του. Σύντομα έπεσε με τα μούτρα πάλι στη δουλειά του, κοίταξε να κάνει καινούργια τραγούδια και να επανέλθει στην κανονική ροή της ζωής του». Ο Τόλης Βοσκόπουλος, με τον οποίο ήταν σαν αδέρφια, τον πήρε μαζί του και ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί σε κάποια μαγαζιά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. «Η μητέρα μου μού έχει πει ότι αυτό που έγινε τότε έχουν να το λένε ακόμη και σήμερα. Μιλάμε για ουρές έξω από τα μαγαζιά γιατί δεν χώραγε ο κόσμος να μπει να δει μαζί τον Βοσκόπουλο με τον Στράτο» λέει ο Στέλιος.
Οι τρεις πορείες των τριών γιων του Στράτου
Ο Αγγελος περιγράφει πώς ξεκίνησε την πορεία του στο τραγούδι. «Εγινε ξαφνικά. Είχα πάει σε ένα μαγαζί, στο Σου Μου στην Ιερά Οδό, με κάποιους φίλους, με ανεβάσανε και τραγούδησα και ο επιχειρηματίας μου έκανε πρόταση για συνεργασία, την οποία δέχτηκα. Στο μαγαζί αυτό είχε ξεκινήσει την καλή καριέρα ο πατέρας μου και ήταν φίλος με τον επιχειρηματία. Αυτό που μου είπε σαν συμβουλή ήταν να προσέχω και να κοιτάζω τι κάνω εγώ και όχι τι κάνουν οι άλλοι. Ποτέ δεν μπήκε στα πόδια μου, αντιθέτως μου είπε να μην περιμένω από εκείνον καμία βοήθεια. Δηλαδή να μην περιμένω να πιάσει κάποιους συνθέτες και εταιρείες για να με βοηθήσουν. Ποτέ δεν το έκανε κι εγώ ποτέ δεν το ήθελα, γι’ αυτό είμαι ευχαριστημένος και ευτυχισμένος που ό,τι έχω κάνει το έχω κάνει μόνος μου». Την πρώτη δισκογραφική δουλειά του Αγγελου την άκουσε όταν βγήκε πλέον ο δίσκος στην αγορά. «Μου είπε τη γνώμη του, τι θα έπρεπε να προσέχω και ποια τραγούδια θεωρούσε ότι θα ακουστούν. Ελεγε λίγες κουβέντες και καλές».
Ζητώ να συζητήσουμε για τις δυσκολίες που είχε ο Στράτος Διονυσίου στο ξεκίνημα της πορείας του, στο οποίο όπως είχε πει κατά καιρούς όχι μόνο δεν βοηθήθηκε, αλλά πολεμήθηκε. «Πάντα αυτούς που έχουν ταλέντο και πάνε να ξεφύγουν υπάρχει περίπτωση κάποιοι άλλοι να τους πολεμήσουν. Τον Στράτο τον πολεμήσανε με διάφορους τρόπους, από εταιρεία σε εταιρεία, από τραγουδιστή σε τραγουδιστή. Ε συμβαίνουν αυτά» λέει ο Αγγελος. Ο Στέλιος εξηγεί πως «ό,τι έκανε το έκανε μόνος του με το πείσμα του και την αγάπη του γι’ αυτήν τη δουλειά. Ελάχιστοι ήταν οι άνθρωποι που τον βοήθησαν. Στην αρχή ήταν η Καίτη Γκρέυ που τον άκουσε και πίστεψε σε εκείνον και τον πήρε μαζί της για δουλειά. Ηταν όμως λίγοι οι άνθρωποι. Και μετά που έκανε κάποια σουξέ και άρχισαν να τον μαθαίνουν δέχτηκε μεγάλο πόλεμο από τις δισκογραφικές».
Ο Στέλιος θυμάται ότι την εποχή που ήταν στο γυμνάσιο κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ πήγαινε στο Στράτος, το μαγαζί του Στράτου Διονυσίου στην οδό Φιλελλήνων. «Ηθελα να ξέρω πώς λειτουργούν τα πάντα: από τις οδηγίες που έδινε ο μετρ στους σερβιτόρους μέχρι πώς ετοίμαζαν ο ηχολήπτης και ο φωτιστής τις κονσόλες τους. Ηθελα να έχω άποψη για όλα και μάλιστα όλοι με αγαπούσαν και με πει
«Ολοι στην οικογένεια πιστεύουμε ότι έχει πάει κάπου ταξίδι, μια περιοδεία, και ότι κάποια στιγμή θα γυρίσει. Ετσι θέλω να το βλέπω»
Στέλιος Διονυσίου
«Θυμάμαι ότι κάναμε πλάκες, μιλούσαμε για το σχολείο, για την μπάλα που έπαιζα
– ήθελε να γίνω ποδοσφαιριστής»
Διαμαντής Διονυσίου
ράζανε και τους πείραζα κι εγώ και γενικώς υπήρχε μια πολύ ωραία διάθεση. Ετσι ένα βράδυ, μερικούς μήνες προτού ο πατέρας μου φύγει από τη ζωή, μου είπε: “Στελάρα, δεν ανεβαίνεις πάνω να μας πεις…”. Με το που είπε “Στελάρα” εγώ βγήκα έξω στη Φιλελλήνων, ήθελα να φύγω. Φαντάσου ότι με πήραν σηκωτό οι παρκαδόροι, οι σερβιτόροι και όλοι οι εργαζόμενοι του κέντρου και με ανέβασαν στην πίστα».
Μέχρι τότε δεν είχε διανοηθεί ότι θα τραγουδούσε δίπλα στον Στράτο. Για την ακρίβεια, τον έβλεπε και έτρεμε. «Και μια φορά που τραγουδούσα μόνος μου στο σπίτι φορώντας ακουστικά είχε μπει μέσα και δεν τον είχα πάρει χαμπάρι γιατί ήμουν αφοσιωμένος στο τραγούδι. Οταν τον είδα κατάπια τη γλώσσα μου. Τον σεβόμουν πάρα πολύ και τον ντρεπόμουν. Αφού με ανέβασαν στην πίστα ξεκίνησα να τραγουδάω και το χέρι που κρατούσα το μικρόφωνο έτρεμε, λες και είχα πάρκινσον. Γύρισε τότε ο πατέρας μου και μου είπε στο αυτί: “Κλείσε τα μάτια σου σαν να είσαι στο σπίτι, όπως κάνεις μόνος σου. Δεν υπάρχει κόσμος, δεν υπάρχει κανείς”. Μου το είπε, αλλά το φυλλοκάρδι μου έτρεμε. Είπαμε τρία τραγούδια εκείνο το βράδυ παρέα, έβλεπα και την αντίδραση του κόσμου που με χειροκροτούσαν. Οσο έλεγα το ένα πίσω από το άλλο έπαιρνα και λίγο θάρρος παραπάνω και όταν κάποια στιγμή γύρισα να τον αντικρίσω ήταν δακρυσμένος. Σαν να μου έλεγε “προχώρα”».
Ο Διαμαντής ήταν μόλις 13 χρόνων όταν πέθανε ο πατέρας του και οι μνήμες που έχει από εκείνον να τραγουδάει σε πάλκο ήταν από το
Στράτος. «Τότε έβλεπα το πρόγραμμα και άκουγα τα τραγούδια από τα οποία τα περισσότερα τα ήξερα απέξω». Ο πατέρας του τότε δεν μπορούσε να φανταστεί ότι σε λίγα χρόνια θα ακολουθούσε τον δρόμο του τραγουδιού. «Ημουν πολύ μικρός. Θυμάμαι ότι κάναμε πλάκες, μιλούσαμε για το σχολείο, για την μπάλα που έπαιζα – ήθελε να γίνω ποδοσφαιριστής. Μου έλεγε ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι να είμαστε εντάξει σαν άνθρωποι». Στα εννιά χρόνια που έμεινε στις ΗΠΑ και με έδρα τη Νέα Υόρκη γύρισε όλη τη χώρα τραγουδώντας, τον προσέγγισαν πολλές φορές άνθρωποι και του είπαν ιστορίες για τον πατέρα του που δεν είχε ακούσει και τον έκαναν περήφανο.
Η απόφαση να γίνει τραγουδιστής προέκυψε αυθόρμητα. Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Στράτου ξεκίνησε κρυφά από τα αδέρφια του μαθήματα φωνητικής στο Εθνικό Ωδείο. «Δεν ήθελα να το μάθουν. Ηθελα να με ακούσουν όταν θα γινόμουν καλός. Και όταν πια με άκουσαν συγκινήθηκαν πολύ. Ηρθαν και με άκουσαν την πρώτη νύχτα που τραγούδησα. Μου είπαν ποια πράγματα να διορθώσω πάνω στο τραγούδι, τι να προσέχω στη νύχτα, ποιο μαγαζί να κλείσω».
Η ιεροτελεστία του «Ατσαλάκωτου»
Ο Στράτος Διονυσίου ήταν γνωστό ότι είχε την ικανότητα να ηχογραφήσει έναν ολόκληρο δίσκο μια κι έξω, κάτι ιδιαιτέρως εντυπωσιακό αν όπως λέει ο Στέλιος εξετάσουμε και το γεγονός ότι στην εποχή του δεν υπήρχαν και τα μέσα που υπάρχουν
σήμερα. «Ηταν… και ακόμη και σήμερα το θεωρώ αδιανόητο, όσο καλά μελετημένος κι αν είσαι, όσο κι αν έχεις κάνει τα τραγούδια δικά σου. Το να πεις δώδεκα τραγούδια μέσα σε μια μέρα είναι τεράστιο κατόρθωμα. Θυμάμαι μάλιστα που έλεγαν ότι για τα στούντιο ήταν ασύμφορος, γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να γράψουν κάποιες ώρες να πάρουν ένα μεροκάματο και αν μέσα σε μια μέρα τελείωναν έναν δίσκο δεν ήταν ό,τι καλύτερο για εκείνους».
Το «Γεράκι της πίστας», ο «Ατσαλάκωτος», όπως ήταν γνωστός ο Στράτος Διονυσίου, είχε μια συγκεκριμένη ιεροτελεστία όταν προετοιμαζόταν να βγει να τραγουδήσει. Το πώς θα καθόταν στο σκαμπό να φτιάξει το μαλλί του, το πώς θα φορούσε τα παπούτσια και τα ρούχα του ήταν μελετημένα. «Οταν έβαζε το παντελόνι δεν καθόταν για να μην τσαλακωθεί, όταν έβαζε το σακάκι τα χέρια του τα είχε ευθεία κάτω σαν να ήταν σε σκοπιά για να μην κάνει τσάκιση το μανίκι. Την ώρα της ετοιμασίας του ήταν εκεί απορροφημένος και το μόνο πράγμα που σκεφτόταν ήταν πώς θα βγει πάνω στην πίστα για να μαγέψει τον κόσμο» θυμάται ο Στέλιος. Ο Αγγελος θυμάται ότι μισή ώρα προτού βγει να τραγουδήσει μασούσε μια ασπιρίνη, γιατί θεωρείται ότι μαλακώνει τις χορδές. «Τον έβλεπα και σκεφτόμουν πόσο ξινή είναι η ασπιρίνη και αναρωτιόμουν πώς μπορούσε να το κάνει».
Μιλάμε για την αγάπη του στα άλογα. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν δεχόταν τον χαρακτηρισμό «αλογομούρης» που επικρατούσε στην πιάτσα, αλλά προτιμούσε το «φίλιππος». Στα άλογά του έδινε τα ονόματα των ανθρώ
πων που αγαπούσε και θαύμαζε αλλά και των μεγάλων του επιτυχιών. Μερικά από τα ονόματα που τους είχε δώσει ήταν Στελάρας, Μικρός Διαμαντής, Τασούλα, Γεωργία, Ξανθός Αγγελος, Μεγάλη Αναστασία (από τη μητέρα του), αλλά και Φαντασία, Κολούμπια και Εντιθ Πιαφ, την οποία θαύμαζε απεριόριστα. Τη σουίτα 707 που είχε μόνιμα στο ξενοδοχείο Χανδρής, σύμφωνα με τον Αγγελο, την έκλεισε ύστερα από έναν αγώνα που τον απέκλεισαν οι κριτές από τον ιππόδρομο. Η σουίτα ήταν στον πάνω όροφο του ξενοδοχείου και λειτούργησε ως παρατηρητήριο. Πήγαινε εκεί τις μέρες των ιπποδρομιών και παρακολουθούσε με κιάλια τις κούρσες.
Η κουβέντα έρχεται στην ημέρα που έφυγε από τη ζωή από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής. «Ηταν πολύ βαρύ για όλη την οικογένεια» λέει ο Στέλιος, «για τη μητέρα μας, για εμάς που τότε ήμασταν στην εφηβεία. Εγώ τότε ήμουν 16. Και ήταν πολύ δύσκολο γιατί έφυγε ξαφνικά, δεν ήταν άρρωστος». Ο Διαμαντής προσθέτει: «Η μητέρα μας ήταν βράχος, μας βοήθησε πολύ. Και ο Αγγελος βέβαια ο οποίος όταν συνέβη αυτό ήταν στην Αμερική για συναυλίες και ήρθε αμέσως». Οπως λέει χαρακτηριστικά ο Διαμαντής, ο μεγάλος τους αδερφός στάθηκε σαν πατέρας τους. «Ακόμη και σήμερα έπειτα από τόσα χρόνια» λέει ο Στέλιος, «όλοι στην οικογένεια πιστεύουμε ότι έχει πάει κάπου ταξίδι, μια περιοδεία, και ότι κάποια στιγμή θα γυρίσει. Ετσι θέλω να το βλέπω. Μπορεί να ακούγεται παράξενο έπειτα από τόσα χρόνια αλλά αυτό μας δίνει μια παρηγοριά».