Στη λίμνη της Ακρόπολης
Με το καινούργιο τους πρότζεκτ οι Sinodi Papu στοχεύουν στο ταμπού της παλιάς τε και νέας «ρωμιοσύνης»
Ανεβαίνεις τον λόφο της Ακρόπολης και φτάνεις στο σημείο όπου κάποτε έστεκαν τα Προπύλαια. Είναι τώρα η άκρη μιας λίμνης, καταφύγιο για κάθε λογής πουλάκια και ψαράκια. Στην ταμπέλα λέει «Ακρόλιμνη» και τα νερά της στάζουν στα πλάγια του βράχου λες κι είναι κάποια πολυτελής πισίνα στη Σαντορίνη. Τα φευγαλέα σύννεφα και ο αττικός ήλιος καθρεφτίζονται στα νερά της, άνθρωποι περπατούν στις όχθες της, άλλοι γευματίζουν, άλλοι κολυμπούν.
Ακούς το νερό της να εξατμίζεται. Τα νερά της είναι καταπράσινα. Εχει πολλά κουνούπια, πάπιες και αδέσποτα σκυλιά. Τα αγριόχορτα
δεν έχουν κοπεί χρόνια τώρα και σε πιάνει φαγούρα αν φοράς κοντά ρούχα. Ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και όλα τα κτίσματα που φιλοξένησε ποτέ αυτός ο βράχος –ό,τι συντρίμμι δηλαδή απέμεινε από αυτά– είναι όλα τώρα βουλιαγμένα στον βυθό της. Αυτή είναι η πραγματική λίμνη Βουλιαγμένη.
Ολοι οι Ελληνες αγαπούν την Ακρόπολη. Αριστεροί, δεξιοί, αναρχικοί, φασίστες, άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι, παιδιά συμφωνούν πως είναι πάρα πολύ υπερήφανοι γι’ αυτό το αριστούργημα που δεσπόζει στο κέντρο της πρωτεύουσάς τους. Ασύγκριτο κάλλος και ανθρώπινο μέτρο, μια αρχαιοπληκτική χιλιοειπωμένη αφήγηση που παπαγαλίζουμε εν χορώ από το νηπιαγωγείο και που καθόλου δεν είμαστε διατεθειμένοι να προβληματοποιήσουμε. Δεν πειράζει που η Ελλάδα δεν παράγει σύγχρονη τέχνη, που είμαστε οι ουραγοί της Ευρώπης σε ό,τι άπτεται του πολιτισμού, της δημιουργικότητας
και της καινοτομίας. Δεν είμαστε «ο πιο δυστυχισμένος λαός της Ευρώπης», ψέματα λέει η έρευνα, έχουμε την Ακρόπολη και γι’ αυτό μας ζηλεύουν.
Πέρυσι κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, όταν όλοι ήμασταν απολύτως σοκαρισμένοι από την πανδημία, η μόνη είδηση που κατάφερε να διαπεράσει το μονοπώλιο των ενημερώσεων για τον κορονοϊό ήταν αυτή για ένα ξενοδοχείο που ήταν πολύ ψηλό και έκρυβε την Ακρόπολη. Οργή, αγανάκτηση, πανικός, «σεντόνια» στα κοινωνικά δίκτυα. «Ευτυχώς» όλα λύθηκαν με έναν νέο νόμο που μειώνει ακόμη περισσότερο –στα 21 μ.– το επιτρεπόμενο ύψος των κτιρίων που βρίσκονται γύρω από την Ακρόπολη. Τίποτε δεν πρέπει να είναι πιο ψηλό από εκείνη. Και όχι μόνο ό,τι είναι κοντά της.
Διαβάζουμε ότι «η Ακρόπολη μπλοκάρει τους ουρανοξύστες στο Ελληνικό». Αν προχωρήσει το σχέδιο του Ελληνικού, η Αττική
θα αποκτήσει κτίρια ύψους έως και 200 μ., ανταγωνιστικά ως προς την Ακρόπολη δηλαδή, οπότε μην τα περιμένετε. Οχι ότι μας αφορά ένας πόλεμος μεταξύ Παρθενώνα και καζίνου. Είναι σαν να πρέπει να πάρεις μέρος μεταξύ κράτους και εκκλησίας.
Ο κύριος λόγος που δεν κατασκευάζονται ουρανοξύστες στην Ελλάδα, και ειδικά στην Αθήνα, είναι για να μην υπάρξουν ανταγωνιστικές κατασκευές ως προς την Ακρόπολη. Οποιοδήποτε ψηλό κτίριο θα «κατέστρεφε τις αναλογίες του κλασικού αττικού τοπίου και κυρίως την εμβληματική εικόνα του ιερού βράχου».
Η Ακρόπολη δεν είναι φυσικά μόνο ένα πολεοδομικό βαρίδι· μακάρι να ήταν μόνο αυτό. Πολύ περισσότερο είναι ένα συμβολικό βαρίδι. Δεν έχουμε ένα Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης –έχουμε δηλαδή, αλλά είναι νεκροζώντανο, τείνοντας περισσότερο προς την πρώτη λέξη της ονομασίας του– αλλά δεν μας πειράζει. Η σύγχρονη τέχνη είναι για τους άλλους, τους βαρβάρους, που δεν έχουν Ακρόπολη ναούμε. Βλακείες και εξυπνάδες χωρίς καμία αξία μακριά από εμάς, εμείς έχουμε αιωνιότητα. Επίσης, σύμφωνα με μια άλλη έρευνα, είμαστε οι πλέον σοβινιστές της Ευρώπης.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην αρχή. Ανεβαίνεις τον λόφο και φτάνεις στο σημείο όπου κάποτε έστεκαν τα Προπύλαια. Είναι τώρα η άκρη μιας λίμνης, καταφύγιο για κάθε λογής πουλάκια και ψαράκια. Ενα τέρας παίρνει συνεντεύξεις από περαστικούς, μετά είναι γυμνό, αφηγείται ιστορίες και τραγουδάει. Μια χελωνάνθρωπος καταρρέει υπό το βάρος ενός χαρτονένιου Παρθενώνα στις πλάτες της. Μια νύμφη χορεύει στα βράχια της νέας λίμνης. Ενας σαλτιμπάγκος περπατά περιμετρικά της κάτοψης του Παρθενώνα, στο πλαίσιο επανάδρασης μιας κλασικής εικαστικής περφόρμανς. Τυχαίοι χρήστες του Omegle ακούνε ένα τραπ τραγούδι κατά της Ακρόπολης. Μια μπαλάντα απαριθμεί τρόπους καταστροφής του μνημείου. Πρόκειται για μια απελευθερωτική βεβήλωση που, όπως γράφει ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, «αποδίδει εκ νέου στην κοινοχρηστία ό,τι είχε διαχωριστεί στη σφαίρα του ιερού».
Αυτός είναι ο κόσμος που κατασκευάζουν οι Sinodi Papu, μιας Αθήνας με λίμνη και χωρίς ένδοξο παρελθόν. Μιας πόλης στην οποία όλα είναι δυνατόν να συμβούν και τίποτε δεν θα τα εμποδίσει να συμβούν. Κανένας ιερός βράχος, όσο ψηλά κι αν είναι. Μια πόλη των ποιητών-σαμποτέρ, την πόλη του Γιώργου Μακρή και του Νικόλα Κάλας.
Δεν είμαστε «ο πιο δυστυχισμένος λαός της Ευρώπης», ψέματα λέει η έρευνα, έχουμε την Ακρόπολη και γι’ αυτό μας ζηλεύουν