Η πολιτική των δυτικών συμμάχων κατά και μετά τον πόλεμο
Από τον Φεβρουάριο του 1943 έγινε αντιληπτό ότι η Σοβιετική Ενωση θα επιβίωνε και χωρίς το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου. Οι όροι είχαν αντιστραφεί. Ηταν ξεκάθαρο ότι η εποχή ενός ευρωκεντρικού μοντέλου ισορροπίας δυνάμεων είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί και ανέτελλε ένα διεθνές σύστημα με την Ευρώπη ως μέρος του
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙNΓΚΡΑΝΤ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗ… ΝΟΡΜΑΝΔΙΑ
Ενάντια στον Αξονα συγκροτήθηκε σταδιακά η μεγάλη συμμαχία μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Σοβιετικής Ενωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η συμμαχία μεταξύ χωρών με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα και παρελθόν αντιπαλότητας είχε στόχο τον κοινό εχθρό Αξονα. Καθώς όμως η ιδεολογία του εχθρού, ο φασισμός, ήταν δεδηλωμένη, ριζικά αντίθετη έπρεπε να είναι η ιδεολογική θέση της συμμαχίας. Ο πόλεμος ήταν αντιφασιστικός, οι διακηρύξεις στρέφονταν κατά του φασισμού και υπόσχονταν ένα δημοκρατικό μέλλον.
Οι σχέσεις μεταξύ των συμμάχων πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις. Η πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων επηρέαζε τις σχέσεις αυτές και ο βαθμός εξάρτησης των μεν από τους δε αυξανόταν ή μειωνόταν ανάλογα με αυτή την πορεία. Η δυσπιστία ήταν αμοιβαία μεταξύ των τριών συμμάχων και ιδιαίτερα επίφοβο ήταν το ζήτημα της σύναψης χωριστής ειρήνης μεταξύ κάποιου μέλους της αρχικά άτυπης συμμαχίας και της χιτλερικής Γερμανίας.
Βρετανία. Οτιδήποτε κι αν σώζεται
Στην πρώτη περίοδο του πολέμου, όταν όλα τα ενδεχόμενα ήταν ακόμη ανοιχτά, κάθε μέρος επιδίωκε να διασφαλίσει όσα θεωρούσε κεκτημένα. Η Μεγάλη Βρετανία επιθυμούσε να διατηρήσει στη ζωή το προηγούμενο πολιτικό status quo στην Ευρώπη και βασικά να προστατεύσει την αυτοκρατορία της. Η Σοβιετική Ενωση από τη μεριά της ήθελε να διατηρήσει τα σύνορά της, συμπεριλαμβανομένων των εδαφών που είχε προσαρτήσει την περίοδο 1939-40 συνεπεία του συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και επιζητούσε το άνοιγμα δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμπαιναν στον πόλεμο ως νέα και ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη και ήταν επιφυλακτικές απέναντι στην παραδοσιακή ευρωπαϊκή διπλωματία και την πολιτική συσχετισμού δυνάμεων. Επιζητούσαν τη διά
λυση των προπολεμικών πολιτικών και οικονομικών πλεγμάτων και το άνοιγμα της διεθνούς αγοράς, στην οποία θα μπορούσαν να κυριαρχήσουν. Στο πλαίσιο αυτό οι ΗΠΑ δεν έκρυβαν την αντίθεσή τους στη βρετανική επιθυμία διατήρησης της αυτοκρατορίας της, αν και από το 1942, και την απειλή παραίτησης του Τσόρτσιλ προκειμένου να μη δεσμευτεί σε παραχωρήσεις προς το ινδικό κίνημα ανεξαρτησίας, ο Ρούσβελτ ήταν πιο προσεκτικός στο ζήτημα αυτό.
Ο πρώτος πολιτικός καρπός της αμερικανοβρετανικής συνεννόησης υπήρξε ο Χάρτης του Ατλαντικού. Ο
Χάρτης, που ανακοινώθηκε τον Αύγουστο του 1941 από τους Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ, υπήρξε ο καταστατικός χάρτης της συμμαχίας ενάντια στον Αξονα. Απέναντι στις δυσοίωνες προοπτικές μιας επικράτησης του ναζισμού οι εκπρόσωποι της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπόσχονταν
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙNΓΚΡΑΝΤ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗ… ΝΟΡΜΑΝΔΙΑ
ένα καλύτερο μέλλον. Ο Χάρτης διακήρυττε τη μη αλλαγή συνόρων χωρίς την ελεύθερη βούληση των λαών, την ελεύθερη εκλογή πολιτεύματος και την αποκατάσταση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της αυτοκυβέρνησης για όσους τα είχαν απολέσει. Υποσχόταν την οικονομική ευημερία όλων, νικητών και νικημένων, μέσω της πρόσβασης στο εμπόριο και στους αναγκαίους πόρους, την ελευθερία των λαών από τον φόβο και την ανάγκη. Για την πραγματοποίηση των στόχων αυτών θα έπρεπε να καταστραφεί η ναζιστική τυραννία και να υπάρξει συνεργασία μεταξύ των εθνών. Για τη διατήρηση της ειρήνης προτεινόταν η εγκαθίδρυση ενός μόνιμου συστήματος ασφαλείας που θα επέβλεπε τον αφοπλισμό των επιθετικών εθνών.
Οι Σοβιετικοί επαίνεσαν τις αρχές του Χάρτη και δήλωσαν την ενεργητική στήριξή τους «έχοντας υπόψη ότι η πρακτική εφαρμογή αυτών των αρχών αναγκαστικά θα προσαρμοστεί στις συγκυρίες, ανάγκες και ιστορικές ιδιαιτερότητες συγκεκριμένων χωρών». Από την άλλη, η επιμονή των Σοβιετικών στη διατήρηση των συνόρων που είχαν το 1941 αναφέρεται ως ένας λόγος δημοσίευσης του Χάρτη του Ατλαντικού.
Αναγνώριση των σοβιετικών συνόρων του 1941
Η πρώτη αγγλοσοβιετική συμφωνία για κοινή δράση ενάντια στη Γερμανία υπογράφηκε στις 12 Ιουλίου 1941, όταν μπήκε για πρώτη φορά και το ζήτημα της μη διαπραγμάτευσης ή συμφωνίας χωριστής ανακωχής ή ειρήνης με τη «χιτλερική Γερμανία» εκτός αν υπήρχε αμοιβαία συναίνεση. Από τον Ιούλιο του 1941 η Σοβιετική Ενωση είχε ζητήσει τρία πράγματα: υλική βοήθεια, ένα δεύτερο μέτωπο στη βό
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙNΓΚΡΑΝΤ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗ… ΝΟΡΜΑΝΔΙΑ
ρεια Γαλλία και την αναγνώριση των συνόρων που είχε πριν από τη γερμανική εισβολή.
Η απόκρουση της γερμανικής επίθεσης τον Δεκέμβριο του 1941 επέτρεψε στους Σοβιετικούς να διαπραγματευτούν με καλύτερους όρους τόσο το θέμα του δεύτερου μετώπου όσο και αυτό της διευθέτησης των συνόρων τους. Η ιεράρχηση των δύο αυτών ζητημάτων θα επηρεαζόταν από την εκάστοτε στρατιωτική κατάσταση όχι μόνο των Σοβιετικών αλλά και των Βρετανών και των Αμερικανών. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Ιντεν επισκέφτηκε τη Μόσχα τον Δεκέμβριο του 1941 θέλοντας να προωθήσει τους βρετανικούς στόχους και να πάρει την έγκριση του Στάλιν. Οι στόχοι αυτοί ήταν αντιφατικοί καθώς συνδύαζαν από τη μία την αναδιοργάνωση της Ευρώπης σε συμφωνία με τον Χάρτη του Ατλαντικού, που έκανε λόγο για καμία εδαφική αλλαγή, και από την άλλη την «ενθάρρυνση συνομοσπονδιών από τα πιο αδύναμα ευρωπαϊκά κράτη». Ο αρχικός βρετανικός σχεδιασμός ήταν η ομοσπονδοποίηση των κρατών μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας αλλά και μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ως φραγμός προς μελλοντική επιθετικότητα τόσο της Γερμανίας όσο και της Σοβιετικής Ενωσης.
Ο Στάλιν από τη μεριά του δεν έκρυψε ότι το σπουδαιότερο ζήτημα για τη Σοβιετική Ενωση ήταν τα δυτικά της σύνορα, όπως είχαν διαμορφωθεί το 1941 στη Φινλανδία, στα Βαλτικά κράτη, στη Βεσσαραβία, τη βόρεια Μπουκοβίνα και την περιοχή της Πολωνίας ανατολικά της γραμμής Κόρζον με μικρές αλλαγές συζητήσιμες. Ηδη όμως από το πρώτο αυτό στάδιο του πολέμου άρχισαν να τίθενται τα ζητήματα της μεταπολεμικής οργάνωσης της Ευρώπης, τα οποία θα κυριαρχούσαν στην ατζέντα μετά την καμπή του πολέμου το 1943 και κυρίως το 1944.
Οσον αφορά το ζήτημα των σοβιετικών συνόρων, οι Βρετανοί αντιτάχτηκαν στις αξιώσεις των Σοβιετικών. Το μήλον της έριδος ήταν κυρίως η Πολωνία. Παρ’ όλα αυτά, οι Σοβιετικοί υπέγραψαν το 1942 συνθήκη συμμαχίας με τους Βρετανούς, εικοσαετούς μάλιστα διάρκειας. Ο λόγος φαίνεται πως ήταν η επίδειξη καλής πίστης προς τους Αμερικανούς κυρίως που αντιδρούσαν στις διευθετήσεις συνόρων και στη διπλωματία «επιρροής» των Βρετανών και των Σοβιετικών. Οι σοβιετικές στρατιωτικές αποτυχίες την ίδια περίοδο στο Χάρκοβο και στην Κριμαία έκαναν επιβεβλημένη την αμερικανική συναίνεση για το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου, που θα μπορούσαν να το επιβάλουν και
στους Βρετανούς. Παρά τις σοβιετικές υποχωρήσεις, όμως, το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου μέσα στο 1942 είχε απορριφθεί από τους Βρετανούς.
Οταν ο Μολότοφ επέστρεψε στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1942 μετά την επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον και στον δρόμο του προς τη Μόσχα ο Ιντεν του ζήτησε να μην κλείσει συμμαχία με τη Γιουγκοσλαβία, επιχειρηματολογώντας πως αυτό θα εγκαινίαζε μια κούρσα συνθηκών συμμαχίας της Βρετανίας και της Σοβιετικής Ενωσης με μικρότερους συμμάχους. Πρότεινε δε μια δεσμευτική διάταξη (self-denying ordinance) με την οποία οι δύο χώρες δεν θα έκαναν συμμαχίες με μικρότερους συμμάχους χωρίς πρότερη αμοιβαία συμφωνία. Οι Σοβιετικοί δεν συμφώνησαν σε μια τέτοια δέσμευση, τουλάχιστον όσον αφορούσε τα γειτονικά τους κράτη. Η
συμμαχία προχωρούσε με τις αντιθέσεις της και με αμοιβαία καχυποψία.
Τα πολεμικά γεγονότα του φθινοπώρου του 1942 άλλαξαν τους συσχετισμούς ανάμεσα στους εμπόλεμους. Η συμμαχική επίθεση στη βόρεια Αφρική οδήγησε στη συντριπτική ήττα του Αξονα, ενώ η γερμανική πολιορκία του Στάλινγκραντ οδηγούνταν σε αδιέξοδο. Μετά τη σοβιετική περικύκλωση της 6ης Στρατιάς και την αποτυχία των γερμανικών αντεπιθέσεων τα υπολείμματα του γερμανικού στρατού συνθηκολόγησαν στις 4 Φεβρουαρίου 1943. Η έκβαση της μάχης του Στάλινγκραντ, που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως η μεγάλη καμπή του πολέμου, οδήγησε σε νέους, βαθύτερους σχεδιασμούς τόσο για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων όσο και για το μέλλον της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Τυπολογία της φιλοναζιστικής Δεξιάς
Μετά το Στάλινγκραντ και την κήρυξη του «ολοκληρωτικού πολέμου» επιβλήθηκε και η περαιτέρω συγκεντροποίηση της οικονομίας πολέμου της Γερμανίας υπό τον Αλμπερτ Σπέερ. Στρατιωτικός εξοπλισμός και κυρίως ναυπήγηση πλοίων, επικοινωνιακός εξοπλισμός και μηχανοκίνητα οχήματα ήταν η συνεισφορά των κατεχόμενων ευρωπαϊκών χωρών σε μια απέλπιδα προσπάθεια της Γερμανίας να ανταγωνιστεί την παραγωγικότητα των ΗΠΑ. Αυτή η διαδικασία επέβαλε την ακόμη στενότερη πρόσδεση των πόρων της κατακτημένης Ευρώπης στον πόλεμο του Ράιχ και ως εκ τούτου τη στενότερη συνεργασία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων για τον στόχο της σωτηρίας της Ευρώπης από τον μπολσεβικισμό. Ο πολιτικός και διοικητικός μηχανισμός των χωρών της δυτικής Ευρώπης μετά την κατοχή τους από τη Γερμανία δεν περιήλθε στα χέρια της προπολεμικής ακροδεξιάς αλλά συνέχισε να λειτουργεί υπό τους κατεστημένους πολιτικούς και γραφειοκράτες. Ο Νορβηγός Κουίσλινγκ ήταν φασίστας αλλά όχι και ο υπερσυντηρητικός Πετέν στη Γαλλία. Στο Βέλγιο και στην Ολλανδία πήραν την κατάσταση στα χέρια τους συντηρητικοί ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, ενώ η τσεχική και η δανέζικη κυβέρνηση έμειναν ίδιες και μετά την κατοχή, η τελευταία ως τον Αύγουστο του 1943. Η κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη στην Ελλάδα εντασσόταν στο πολιτικό σχήμα του ολοκληρωτικού πολέμου, ευθυγραμμιζόμενη με την α ντι κομμουνιστική προπαγάνδα και κηρύσσοντας τη δική της σταυροφο
υπόλοιπο του πολέμου και την απόφαση για τον τερματισμό του στην Ευρώπη (Germany first) σε προτεραιότητα ως προς το μέτωπο του Ειρηνικού. Ηταν μια χειρονομία καλής θέλησης από τη μεριά του Ρούσβελτ προς τη Σοβιετική Ενωση: οι δυτικοί σύμμαχοι θα άνοιγαν το δεύτερο μέτωπο και δεν θα άφηναν μόνη τη Σοβιετική Ενωση να φθείρεται με τη Γερμανία. Αυτή η στρατηγική επιβεβαιωνόταν από τις συμμαχικές επιτυχίες στη βόρεια Αφρική και από τη διαφαινόμενη σοβιετική επικράτηση στο γιγάντιο μέτωπο του Στάλινγκραντ. Ηταν όμως κυρίως η έμπρακτη διαπίστωση της ανάγκης μιας εκ βάθρων μεταπολεμικής πολιτικής αναδιοργάνωσης της Ευρώπης, όπου οι συνεργαζόμενες με τον Αξονα δυνάμεις δεν θα είχαν θέση στην επίσημη πολιτική σκηνή. Ο Νταρλάν δεν θα ήταν προοίμιο για παρόμοιες συνεργασίες με δωσιλογικές προσωπικότητες ή πολιτικές δυνάμεις.
Μετά το Στάλινγκραντ: αλλαγή σχεδιασμών
Μετά τη σοβιετική νίκη στο Στάλινγκραντ οι δυτικοί σύμμαχοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν το φάσμα μιας γρήγορης σοβιετικής επικράτησης στο ευρωπαϊκό μέτωπο χωρίς τη δική τους συμμετοχή, γεγονός οπωσδήποτε καταστροφικό για τους σχεδιασμούς τους. Ο πολιτικός αντίκτυπος της σοβιετικής νίκης στο Στάλινγκραντ ήταν μεγάλος. Για τις ΗΠΑ σήμαινε την οριστική στροφή προς την εδραίωση της μεγάλης συμμαχίας όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και στη μεταπολεμική περίοδο. Μετά το Στάλινγκραντ έγινε αντιληπτό ότι η Σοβιετική Ενωση θα επιβίωνε και χωρίς το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου και οι όροι είχαν αντιστραφεί: τώρα οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν ανάγκη να κρατή
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙNΓΚΡΑΝΤ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗ… ΝΟΡΜΑΝΔΙΑ
ρία ενάντια στην Αντίσταση.
Τον Δεκέμβριο του 1942, εκφράζοντας το πνεύμα της εποχής, ο Γάλλος πρωθυπουργός Πιερ Λαβάλ διακήρυξε:
«Νίκη για τη Γερμανία θα σώσει τον πολιτισμό μας από το να βυθιστεί στον κομμουνισμό. Νίκη για τους Αμερικανούς θα είναι ένας θρίαμβος των Εβραίων και του κομμουνισμού. Εγώ από τη μεριά μου έχω κάνει την επιλογή μου».
Ποια θα ήταν η απάντηση των συμμάχων στη στενότερη πρόσδεση της Ευρώπης στο άρμα της Γερμανίας για τον ολοκληρωτικό της πόλεμο; Καθώς οι τύχες του πολέμου φαίνονταν να κρίνονται το φθινόπωρο του 1942, οι αφηρημένοι σχεδιασμοί για τη μεταπολεμική οργάνωση της ηπείρου άρχισαν να παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή φέρνοντας στην επιφάνεια τα προβληματικά σημεία και τις αντιθέσεις μεταξύ των συμμάχων. Η υπόθεση Νταρλάν ήταν χαρακτηριστική των διλημμάτων που θα αντιμετώπιζαν με τη χρησιμοποίηση ενός πολιτικού προσωπικού που βαρυνόταν με συνεργασία με τον Αξονα. Ο ναύαρχος Νταρλάν υπήρξε εξέχουσα μορφή του δωσιλογικού καθεστώτος του Βισί, κρατώντας διάφορα υπουργικά πόστα ως τον Απρίλιο του 1941, οπότε και παρέμεινε επικεφαλής του γαλλικού στόλου. Μετά τη συμμαχική επικράτηση στη γαλλική βόρεια Αφρική τον Νοέμβριο του 1942 ο Νταρλάν, αφού έκλεισε ανακωχή με τους συμμάχους, έγινε επίτροπος της Γαλλίας στη βόρεια και δυτική Αφρική, σε μια πολιτική κίνηση που εξόργισε τη γαλλική αντίσταση και μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου στις συμμαχικές χώρες. Η δολοφονία του Νταρλάν λίγο καιρό μετά έβαλε τέλος στην υπόθεση αυτή.
Η υπόθεση Νταρλάν έδειχνε το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσε την Ευρώπη η συνεργασία σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με τον Αξονα. Υπό την ιδεολογική σκέπη του αντικομμουνισμού, αλλά και στο πλαίσιο των οικονομικών ευκαιριών που ανοίγονταν από τις ανάγκες της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής και της εκμηδένισης της αξίας της ανθρώπινης εργασίας, η συνεργασία (collaboration) αυξανόταν, αφήνοντας πίσω της μια μαύρη τρύπα, ένα πολιτικό κενό για τη στελέχωση του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη. Η ιδέα της χρησιμοποίησης του δωσιλογικού αυτού προσωπικού ερχόταν σε κατάφωρη αντίθεση με τις αρχές του Χάρτη του Ατλαντικού και απειλούσε εκ των προτέρων τα θεμέλια μιας κοινότητας Ηνωμένων Εθνών εναντίον του φασισμού. Η απάντηση που έπρεπε να δοθεί, ακόμη κι αν ήταν ενοχλητική για επιμέρους σχεδιασμούς, δεν μπορούσε παρά να είναι ριζική.
Καζαμπλάνκα. Ανευ όρων συνθηκολόγηση
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1942 ο Ρούσβελτ είχε δηλώσει στον επικεφαλής της εξόριστης πολωνικής κυβέρνησης στρατηγό Σικόρσκι πως δεν υπάρχει καμία πρόθεση τερματισμού του πολέμου με οποιουδήποτε είδους ανακωχή ή συνθήκη. Η Γερμανία έπρεπε να παραδοθεί άνευ όρων. Εναν μήνα αργότερα, στις 14-23 Ιανουαρίου 1943, οι Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ βρέθηκαν στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου σε μια ιστορική συνάντηση με την ονομασία «Symbol». Στη συνδιάσκεψη αυτή, που θα όριζε τις συμμαχικές προτεραιότητες για το υπόλοιπο του έτους 1943, καθορίστηκε η πολιτική της «άνευ όρων συνθηκολόγησης» για τις χώρες του Αξονα. Αυτή η στρατηγική θα επηρέαζε το
σουν τους Σοβιετικούς στον πόλεμο.
Ο δρόμος είχε ανοίξει για τον σχεδιασμό της μεταπολεμικής Ευρώπης. Οι προβλεπόμενες από όλες τις μεριές διαφωνίες για τον σχεδιασμό αυτό οδηγούσαν σε πολύ προσεκτικές αναγνωριστικές κινήσεις και σε λεπτές ισορροπίες. Το ζήτημα των σφαιρών επιρροής δεν είχε συγκεκριμένα τεθεί επί τάπητος από τους συμμάχους στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς για την Ευρώπη. Στις 17 Μαρτίου 1943 ο Χάρι Χόπκινς, σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου, πληροφορούσε τον Ρούσβελτ και τον υπουργό Εξωτερικών Κόρντελ Χαλ ότι δεν υπήρχε «συνεννόηση μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Ρωσίας και ημών για το ποιοι στρατοί θα βρίσκονται που και τι είδος διοίκησης θα έπρεπε να αναπτυχθεί».
Η στρατιωτική κατοχή χωρών που βρίσκονταν προηγουμένως υπό τον Αξονα θα συνοδευόταν από μονομερείς αποφάσεις των συμμαχικών δυνάμεων που θα αφορούσαν πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, όπως τον σχηματισμό μεταπολεμικών κυβερνήσεων; Τα ζητήματα αυτά παρέμεναν ασαφή, καλυπτόμενα από μια γενική αίσθηση ότι όλα τούτα θα λύνονταν μεταπολεμικά από μια διάσκεψη ειρήνης. Ηταν όμως ξεκάθαρο ότι η εποχή ενός ευρωπαϊκού συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, γύρω από το οποίο αρθρωνόταν ο υπόλοιπος κόσμος, είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί και ανέτελλε ένα διεθνές σύστημα στο οποίο θα εντασσόταν και η Ευρώπη.
Ο Τσόρτσιλ εκδήλωσε τις προσωπικές σκέψεις του για τη μεταπολεμική Ευρώπη στο πλαίσιο της συνάντησής του με τον Ρούσβελτ, τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Χένρι Ουάλας και άλλους Αμερικανούς αξιωματούχους στην Ουάσινγκτον τον Μάιο του 1943. Σε μια πρόταση που προεικόνιζε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών πρότεινε τη συγκρότηση ενός παγκόσμιου συμβουλίου αποτελούμενου από τους τρεις μεγάλους με την προσθήκη της Κίνας, αν αυτή ήταν επιθυμία των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι Αμερικανοί συνομιλητές του έδειξαν ενδιαφέρον για τις απόψεις του, τονίζοντας ότι η αμερικανική κοινή γνώμη και η Γερουσία θα συμφωνούσαν σε τέτοιες κατευθύνσεις πολύ ευκολότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου παρά μετά τη λήξη του.
Μέχρι τα μέσα του 1943 υπήρξε σχεδιασμός από τα κοινά αμερικα
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙNΓΚΡΑΝΤ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗ… ΝΟΡΜΑΝΔΙΑ
νοβρετανικά επιτελεία, με αμερικανική παρακίνηση, για την κατάληψη της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης πριν από τους Σοβιετικούς σε περίπτωση που η Γερμανία κατέρρεε πριν από την απόβαση στη Γαλλία. Αλλά γινόταν επιτακτική η παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στην Ευρώπη το συντομότερο δυνατόν. Αυτό το ζήτημα είχαν θέσει στους Αμερικανούς εκπρόσωποι των εξόριστων κυβερνήσεων της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας στο Λονδίνο από το 1942, όταν οι Σοβιετικοί υπέγραψαν συνθήκη συμμαχίας με τους Βρετανούς.
Αμερικανοβρετανικό «μέτωπο» για το δεύτερο μέτωπο
Ομως οι διαφωνίες εντάθηκαν ανάμεσα σε Βρετανία και ΗΠΑ ως προς το ευρωπαϊκό μέτωπο καθώς οι Βρετανοί επέμεναν σε απόβαση στην Ιταλία και στα Βαλκάνια σε βάρος της απόβασης στη δυτική Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 1943 οι Βρετανοί για μια ακόμη φορά ζήτησαν την αναβολή του ανοίγματος του μετώπου στη δυτική Ευρώπη, αυτήν τη φορά λόγω της έλλειψης εξοπλισμού και των δεσμεύσεών τους στο μεσογειακό μέτωπο. Οι Αμερικανοί διαφώνησαν μαζί τους. Στο μεταξύ και μέχρι το καλοκαίρι του 1943 οι σχέσεις μέσα στη συμμαχία επιδεινώθηκαν πολύ λόγω των συνεχών αναβολών στο ζήτημα αυτό. Οι Σοβιετικοί διέκοψαν τις σχέσεις τους με την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση και ανακάλεσαν τους πρεσβευτές τους από το Λονδίνο και την Ουάσινγκτον, ενώ ο Στάλιν διέκοψε την αλληλογραφία με τον Τσόρτσιλ και ανέβαλε επ’ αόριστον μια προτεινόμενη συνάντηση με τον Ρούσβελτ. Ταυτόχρονα εγκαινιάστηκε μια διπλωματική επίθεση στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Στα τέλη Ιουλίου ο Κόκκινος Στρατός είχε συντρίψει τους Γερμανούς στο Κουρσκ και είχε προχωρήσει στη δημιουργία της επιτροπής «Ελεύθερη Γερμανία» από αιχμάλωτους Γερμανούς αξιωματικούς που ζητούσαν από τον γερμανικό λαό να ρίξει τη ναζιστική κυβέρνηση. Η Σοβιετική Ενωση φαινόταν ικανή να τελειώσει τον πόλεμο και φήμες για χωριστή ειρήνη εξαπλώθηκαν.
Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανέλυε τον Αύγουστο του 1943 τη σοβιετική πολιτική ως μπολσεβίκικη εχθρότητα προς όλες τις καπιταλιστικές χώρες και προειδοποιούσε την ηγεσία του στρατού ότι οι Σοβιε
τικοί προετοιμάζονταν για διαπραγμάτευση με τη Γερμανία. Η δε υπηρεσία πληροφοριών (OSS) πρότεινε συνθήκες παράδοσης της Γερμανίας που θα αντιστάθμιζαν τις σοβιετικές προτάσεις και υπογράμμιζε τη σπουδαιότητα της παρουσίας αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη. Για την ανάσχεση της σοβιετικής πολιτικής αμερικανικοί κύκλοι, όπως ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Σοβιετική Ενωση Ουίλιαμ Μπούλιτ, πρότειναν απόβαση στα Βαλκάνια, όπως προέκρινε και ο Τσόρτσιλ.
ΗΠΑ: «Η βαλκανική απόβαση ευνοεί μόνο τη Βρετανία»
Οι επιτελείς του αμερικανικού στρατού αντιδρούσαν σε αυτή την προοπτική θεωρώντας ότι θα εξυπηρετούσε βρετανικούς και όχι αμερικανικούς πολιτικούς στόχους. Υποστήριζαν δε ότι η Βρετανία προέκρινε μια επιμήκυνση του πολέμου μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ενωσης με στόχο την αμοιβαία εξάντλησή τους, πράγμα που όχι μόνο παραβίαζε την πολιτική της «άνευ όρων συνθηκολόγησης» αλλά δημιουργούσε τεράστια στρατιωτικά και πολιτικά προβλήματα στις ΗΠΑ, που επιζητούσαν το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη προκειμένου να επικεντρωθούν στο μέτωπο του Ειρηνικού. Για την επιτυχία δε του πολέμου ενάντια στην Ιαπωνία θεωρούσαν απαραίτητη τη συμμετοχή της Σοβιετικής Ενωσης, που θα εξασφαλιζόταν μόνο μετά τον εκμηδενισμό της Γερμανίας. Τόσο η συνεργασία όσο και η διαμάχη με τη Σοβιετική Ενωση καθιστούσαν επιτακτική μια απόβαση στη δυτική Ευρώπη. Αυτή η άποψη επικράτησε και στη συνάντηση Ρούσβελτ – Τσόρτσιλ στο Κεμπέκ τον Αύγουστο του 1943 όπουαποφασίστηκε η επιχείρηση «Overlord», πράγμα που οδήγησε στην εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση και τη Διάσκεψη της Τεχεράνης τον Νοέμβριο.
Η Βρετανία ήταν ο μεγάλος χαμένος από τη φορά των πραγμάτων. Οι συμμαχικές διακηρύξεις και η γραμμή τής «άνευ όρων συνθηκολόγησης» περιόριζαν τις πολιτικές διευθετήσεις που θα επιθυμούσε να κάνει ώστε να αποκαταστήσει την επιρροή της στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό. Κι αν οι Σοβιετικοί φαινόταν ότι θα κατάφερναν να ελέγξουν τη ζώνη επιρροής τους μέσω του προελαύνοντα Κόκκινου Στρατού, οι Βρετανοί βρίσκονταν σε δυσχερέστερη θέση μιας και ο έτερος δυτικός σύμμαχος, οι ΗΠΑ, δεν φαινόταν διατεθειμένος να εξυπηρετήσει τους βρετανικούς πολιτικούς σκοπούς. Ο Τσόρτσιλ, που δεν είχε παραιτηθεί από την ιδέα διάσωσης της αυτοκρατορίας, διάλεξε να κινηθεί δημιουργώντας τετελεσμένα και δοκιμάζοντας τα όρια των συμμάχων του, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας.
Εναν χρόνο περίπου μετά την υπόθεση Νταρλάν, τον Σεπτέμβριο του 1943 η Ιταλία συνθηκολογούσε με τους δυτικούς συμμάχους εξ ονόματος των Ηνωμένων Εθνών. Πρωθυπουργός της Ιταλίας μετά την καθαίρεση του Μουσολίνι ήταν ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, μέλος του φασιστικού κόμματος και υπεύθυνος για εγκλήματα πολέμου στην Αιθιοπία. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας είχε γίνει ερήμην των Σοβιετικών, πράγμα για το οποίο ο Στάλιν δεν έκρυψε την προσωπική του δυσαρέσκεια.
Μόσχα, Κάιρο, Τεχεράνη, Κάιρο
Η περίοδος που εγκαινιάστηκε από τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των τριών μεγάλων στη Μόσχα,
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙNΓΚΡΑΝΤ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗ… ΝΟΡΜΑΝΔΙΑ
τη συνάντηση κορυφής Στάλιν – Ρούσβελτ – Τσόρτσιλ στην Τεχεράνη με το κωδικό όνομα «Eureka» και τις συναντήσεις Ρούσβελτ – Τσόρτσιλ στο Κάιρο πριν και μετά την Τεχεράνη ήταν ένας «μήνας του μέλιτος» για τη συμμαχία. Εκεί, εκτός των άλλων και καθώς σχεδιάζονταν οι μεγάλες επιχειρήσεις που θα τερμάτιζαν τον πόλεμο τόσο στην Ευρώπη όσο και στον Ειρηνικό, φάνηκε καθαρά ο υποβιβασμός της δύναμης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση. Ο Τσόρτσιλ συναισθανόμενος την επικίνδυνη αυτή κατάσταση, ενόψει μάλιστα του τέλους του πολέμου και των μεταπολεμικών διευθετήσεων, άρχισε να κρατά αποστάσεις από τις ΗΠΑ και αντιλήφθηκε ότι θα έπρεπε να αναλάβει πιο τολμηρές πρωτοβουλίες για τη διάσωση της αυτοκρατορίας.
Τη Συνδιάσκεψη της Τεχεράνης προετοίμασε η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών τον Οκτώβριο του 1943 στη Μόσχα. Παρά τις μεγάλες επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού και τους φόβους των συμμάχων της για μονομερή τερματισμό του πολέμου στην Ευρώπη, η Σοβιετική Ενωση συνέχιζε να επιζητεί το άνοιγμα του δεύτερου μετώπου για την ταχύτερη δυνατή ήττα της Γερμανίας, μιας και τα οικονομικά βάρη του άρχιζαν να γίνονται δυσβάστακτα. Οι Σοβιετικοί μάλιστα φαίνεται ότι ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν το τίμημα του ελέγχου της νότιας και κεντρικής Ευρώπης από τους δυτικούς συμμάχους για την επιτάχυνση του τέλους. Ετσι ο Στάλιν έδειξε ότι δεν ενοχλήθηκε όταν ο Ιντεν του ανακοίνωσε στις 28 Οκτωβρίου πως οι συμμαχικές επιχειρήσεις στην Ιταλία ίσως καθυστερούσαν το άνοιγμα του μετώπου στη Γαλλία, το οποίο είχε συμφωνηθεί για τον Μάιο του 1944.
Μπροστά στην αδιαμφισβήτητη πλέον ήττα του Αξονα οι συζητήσεις μπορούσαν να επεκταθούν πιο ανοικτά στα πολιτικά ζητήματα της μεταπολεμικής οργάνωσης του κόσμου. Οι Βρετανοί ιδιαίτερα, που ανησυχούσαν για τη θέση τους σε αυτή την οργάνωση, είχαν προετοιμάσει μια μακρά λίστα που μεταξύ άλλων διαπραγματευόταν τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών, τις σφαίρες επιρροής και τη δημιουργία μιας συμμαχικής επιτροπής για τα ευρωπαϊκά προβλήματα. Οι Αμερικανοί από τη μεριά τους ενδιαφέρονταν για μια διακήρυξη κορυφής ως προς την εγκαθίδρυση μιας διεθνούς οργάνωσης για τη διατήρηση της ειρήνης και για τη μεταπολεμική μεταχείριση της Γερμανίας. Οι Σοβιετικοί έδειχναν με πιο πρακτικούς τρόπους το μοίρασμα των ζωνών ευθύνης, όπως οι ίδιοι τις αντιλαμβάνονταν, με γνώμονα τον ταχύτερο τερματισμό του πολέμου.
Η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των συμμάχων στη Μόσχα τελείωσε στις 11 Νοεμβρίου. Είχε έρθει η ώρα για την πρώτη συνάντηση των τριών μεγάλων στην Τεχεράνη στις 28 του ίδιου μήνα. Στη συνάντηση αυτή θεωρείται πως αναδύθηκε ο διπολισμός και ο ρόλος της Βρετανίας πέρασε οριστικά σε δεύτερο πλάνο. Ο Στάλιν βλέποντας τη συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ Αμερικανών και Βρετανών για το θέατρο του δεύτερου μετώπου –Μεσόγειος ή Ατλαντικός– και συνεκτιμώντας την αμερικανική προσέγγιση προς τη Σοβιετική Ενωση έριξε αυτήν τη φορά αποφασιστικά το βάρος του υπέρ της απόβασης στη Γαλλία, επισημαίνοντας τους κινδύνους που η επιχείρηση στη Μεσόγειο θα μπορούσε να επιφέρει στην κύρια απόβαση.
1944: Η ώρα της μεταπολεμικής διευθέτησης
Στη σκακιέρα του πολέμου τίποτε σχεδόν δεν μπορούσε να προαποφασιστεί. Οι Αμερικανοί, προσβλέποντας σε μια ευνοϊκή για τους ίδιους μεταπολεμική διευθέτηση των πραγμάτων, δηλαδή στο άνοιγμα των διεθνών αγορών και τον τερματισμό της παλιάς αποικιοκρατίας των εμπορι
κών προνομίων, και έχοντας ως προμετωπίδα τον Χάρτη του Ατλαντικού, αντιτίθονταν σε κάθε συζήτηση για επανασχεδιασμό συνόρων. Η Βρετανία, θέλοντας να διατηρήσει την αυτοκρατορία της και να συνεχίσει να έχει κυρίαρχο ρόλο τόσο στην Ευρώπη όσο και στον κόσμο, και η Σοβιετική Ενωση, θέλοντας να διασφαλίσει την ασφάλειά της και να αποτρέψει έναν νέο σχηματισμό «υγειονομικής ζώνης» γύρω της, δεν έβλεπαν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Αν και με αντιθετικές βλέψεις, ενδιαφέρονταν για έναν επανασχεδιασμό της Ευρώπης, πράγμα που δύσκολα κρυβόταν παρά τις διακηρύξεις.
Το 1944 η βρετανική θέση γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη μέσα στη μεγάλη συμμαχία. Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού εξασφάλιζε τη σοβιετική επιρροή στην ανατολική και ίσως την κεντρική Ευρώπη. Η αγωνιώδης προσπάθεια των Βρετανών να σώσουν ό,τι μπορούσαν από την προπολεμική επιρροή τους τους οδηγούσε να υιοθετούν και να υποστηρίζουν απροκάλυπτα πολιτικά κριτήρια σε αντίθεση με τα στρατιωτικά δεδομένα, προς μεγάλο εκνευρισμό των συμμάχων τους.
Γενικότερα ήταν πλέον η ώρα να κλείσουν συμφωνίες για τη μεταπολεμική διευθέτηση. Επιστέγασμα αυτής της δραστηριότητας ήταν η περίφημη συνάντηση Τσόρτσιλ – Στάλιν στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1944 και η συμφωνία περί ποσοστών, την οποία τόσο επίμονα επιζητούσε η βρετανική πλευρά. Οι προσεγγίσεις και διαπραγματεύσεις για τις «σφαίρες επιρροής» είχαν μπει στην τελική τους ευθεία από νωρίτερα. Τον Μάιο του 1944 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Ιντεν και ο Σοβιετικός πρεσβευτής Ιβάν Μάισκι είχαν συμφωνήσει για την κυριαρχία της σοβιετικής επιρροής στη Ρουμανία και αντίστοιχα της βρετανικής στην Ελλάδα, έστω κι αν θεωρητικά το σχήμα αυτό θα ίσχυε μόνο για την περίοδο του πολέμου. Η απόβαση στη Νορμανδία και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού ανατολικά διαμόρφωναν de facto τις ζώνες επιρροής στη μεταπολεμική Ευρώπη.