Η μετάλλαξη πέτυχε απολύτως
Το τέλος της πρώτης φάσης της new age εποχής του 007 έφτασε. Ο ήρωας εξανθρωπίστηκε και περιδινήθηκε στα άγχη της ύπαρξης
N «o time to die» λοιπόν, πολύωρο, με σπάνια εικόνα και νέες μεταβάσεις. Ντάνιελ Κρεγκ, η τελευταία του ταινία σε αυτό τον ρόλο. Πόσο μαγικά καταγράφει την τοπιογραφία του προσώπου του ο Κάρι Φουκουνάγκα. Υπάρχει ένα ξεθώριασμα, κάτι παγερό, μια προαναγγελία θανάτου. Ποιο σαράκι σιγοτρώει αυτό τον άντρα – τον ίδιο, όχι το ομοίωμά του, όχι τον ρόλο του. Ετσι κι αλλιώς βρισκόταν σε διακοπές, σε διακοπές μεταβαίνει και τώρα και μάλιστα οριστικές και μόνιμες. Μια περσόνα λιώνει, μια προσωπικότητα απέρχεται, η μελαγχολία γεμίζει τα πάντα. Ενα κινηματογραφικό όνειρο δύει, βρίσκεται σε οριστική ματαίωση, μοιάζει με παράπλευρη απώλεια της πανδημίας: πανδημία, αποδημία, αποδόμηση, αποχρωματισμός. Ο θάνατος της μάσκας, η αιώνια μνήμη του φετίχ της.
Ο επόμενος Τζέιμς Μποντ μετά τον Ντάνιελ Κρεγκ θα έχει κερδίσει το δικαίωμα του άλλου γονιδίου. Ποια είναι αυτή η μετάλλαξη, από πού προήλθε, πώς συνέβη ύστερα από 60 περίπου χρόνια αυτός ο ενανθρωπισμός; Γιατί είναι πια τόσο τρωτός, ευένδοτος και αρκετά συναισθηματικός; Βέβαια, το γνωρίζω καλά, οι καιροί αλλάζουν, οι υπερήρωες κουράστηκαν, μένουν η περισυλλογή τους και τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα. Σε ένα τόσο αποσταθεροποιημένο περιβάλλον όπως είναι η εποχή μας ο ήρωας επείγεται να βρίσκεται σε αστάθεια. Δικαιούται μόνο να πυροβολεί σωστά, να κάνει ευλύγιστα άλματα, να δρα σαν αστραπή. Κέρδισε όμως και το δικαίωμα των ενδοσκοπήσεων και της αναζήτησης ενός μόνιμου, πιο σταθερού έρωτα. Ετσι ή αλλιώς, αναζητούμε όλοι μας τις ταυτότητές μας· ο 007 αρνείται το παρελθόν, ζει στο τώρα και αναρωτιέται ποιες άλλες υποχωρήσεις θα πρέπει να κάνει στην εικόνα του στο μέλλον.
Η αναζήτηση του πλάστη και η αναλώσιμη ομορφιά
Ολα δείχνουν πως η πρόβλεψή μου μάλλον θα ισχύσει: ο επόμενος εχθρός θα φτάσει από τη μακρινή Κίνα, εκτός αν είναι Ρώσος τρομοκράτης. Σημασία για το επόμενο σενάριο έχει με ποιον τρόπο θα «πλουτιστεί» αυτή η σκεπτόμενη πια εικονογραφία. Και ακόμη μπορεί και πάλι να αξιοποιεί την τεχνολογία, χωρίς όμως αυτή την υπερβολή του παρελθόντος. Τότε όλοι εμείς του αντρικού πληθυσμού εντυπωσιαζόμασταν από τα περίφημα γκάτζετ, επιθυμούσαμε να εμφανιστούν και στην αγορά ανάλογα εξαρτήματα, σκεφτόμασταν πότε θα έρθει αυτή η στιγμή: να πηγαίνεις σινεμά στο παρελθόν μόνο και μόνο για να βλέπεις αυτά τα εξαρτήματα-φετίχ.
Στις νέες ταινίες όμως τα γκάτζετ έχουν μειωθεί για πολλούς λόγους. Κατά πρώτον δεν μπορείς να επιθυμείς κάτι που έχεις δίπλα σου. Κατά δεύτερον δημιουργοί της υψηλής εμβέλειας ενός Σαμ Μέντες δεν θέ
λουν να αποσπάται η προσοχή του θεατή με αυτά τα νταραβέρια. Οταν νιώθεις πως είσαι δημιουργός αναλαμβάνεις και την ευθύνη να γίνεις και φιλόσοφος των εικόνων. Ο Σαμ Μέντες θα περάσει στην ιστορία του κινηματογράφου ως ο άνθρωπος που τροποποίησε το μοντέλο του 007 και το έκανε να αναζητήσει τον πλάστη του, το παρελθόν του, την καταγωγή του.
Οταν στον πρώτο Τζέιμς Μποντ, στο «Πράκτωρ 007 εναντίον Δρος Νο», πέραν του Μποντ εμφανίστηκε και εκείνο το εκπληκτικό μπικίνι της Ούρσουλα Αντρες άρχισε η σειρά να γίνεται και πινακοθήκη πανέμορφων σέξι γυναικών. Ο νέος Τζέιμς Μποντ όμως δεν λειτουργεί έτσι, δεν χρησιμοποιεί το γυναικείο κορμί ως απλή σάρκα ηδονής – είναι λιγότερο κυνικός, πιο ρομαντικός και κάπου βλέπουμε ίχνη συναισθήματος. Αυτά βεβαίως υπήρχαν, αν κάποιος ψάξει εκεί στην αρχή, σε ένα φιλμ που αγαπώ. Στο «Από τη Ρωσία με αγάπη» πέραν του έξοχου φιλμαρίσματος συναντούμε με την οδύνη της απώλειας το μεγάλο χάσμα, το τραγικό κενό και πάνω από όλα την αίσθηση μιας δίνης: να χάνεις την άλλη και να τη βλέπεις πεσμένη δίπλα σου νεκρή δίχως πνοή. Αυτή η αποτύπωση υπήρξε εξαιρετική για κάτι που δεν συνεχίστηκε στις υπόλοιπες ταινίες, αλλά παρέμεινε μια εξαίρεση και ταυτόχρονα ένα εντύπωμα, μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Κατά τ’ άλλα, ο Τζέιμς Μποντ συνέχισε να είναι μια μηχανή του σεξ αλλά και άκρως δολοφονικός ως προς τις γυναίκες που συνδεόταν ερωτικά. Ο μισογυνισμός ήταν σαφής. Ολα αυτά τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν προορισμό να πεθάνουν, να φύγουν από τη μέση, έτσι ανώνυμα σαν άχρηστοι σάκοι σκουπιδιών.
Motherfucker guys και κοσμοπολιτισμός
Η εποχή που εμφανίζονται οι πρώτες ταινίες είναι εποχή Ψυχρού Πολέμου, ως εκ τούτου οι αντίπαλοι είναι βασικά Σοβιετικοί και οι σύμμαχοί τους. Με το πέρασμα του χρόνου όμως κανένας δεν έδινε πια σημασία σε αυτήν τη σχηματοποιημένη ιδεολογική αντιπαράθεση. Ολοι γνώριζαν πως είναι τεχνική ακραία, την παρέκαμπταν και απολάμβαναν τις φιλμικές περιπέτειες. Υπήρχαν πάντως και κάποιες εξαιρέσεις που έδειχναν πώς βλέπουν τα πράγματα οι δυτικοί. Ας πούμε, στο «Ζεις μονάχα δυο φορές» γίνεται σαφής υπαινιγμός ότι πέραν των δυο υπερδυνάμεων διεκδικήσεις σε αυτό τον κόσμο σε οικονομικό επίπεδο ελέγχου έχει και η Ιαπωνία.
Οι κακοί πάντως συνήθως είναι παράξενες φιγούρες. Εκτός από μεγαλομανείς χαρακτηρίζονται και ως πειραγμένοι, ψυχοπαθείς, μερικές φορές με αμφίβολη σεξουαλικότητα, κάποιες άλλες με ιδιαίτερη έπαρση και ναρκισσισμό. Δίπλα τους γνωστοί σωματοφύλακές τους είναι κι αυτοί πειραγμένοι – θυμηθείτε π.χ. τον Κινέζο με το καπέλο που σκοτώνει στον «Χρυσοδάκτυλο» και πολλούς άλλους ανάλογους. Αντικείμενα αλλά και ζωντανά όντα-φετίχ κυκλοφορούν τακτικά. Φέρτε στον νου σας τη γατούλα που κρατάει στην αγκαλιά του ο κακός στο «Ζεις μονάχα δυο φορές».
Ο κοσμοπολιτισμός στις αρχικές ταινίες του Τζέιμς Μποντ είναι εξωφρενικός. Τα μάτια των φτωχών ανθρώπων και φυσικά και των Ελλήνων μαγεύονταν από τα εξαιρετικά κοσμοπολίτικα τοπία, τα οποία μας μετέφεραν σε κάθε σημείο του πλανήτη, κάθε κοσμικό στέκι, κάθε τόπο όπου μπορείς να βρεις κάτι διαφορετικό και πανάκριβο: ποτήρια σαμπάνιας, χαρτοπαικτικά τραπέζια όπου παίζουν μπακαρά, άψογα κοστούμια με παπιγιόν και πολυτελή ξενοδοχεία. Με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να αλλάζει αυτή η τοπιογραφία – έτσι κι αλλιώς καταλαβαίναμε ότι αυτές οι εικόνες είναι ψεύτικες, στημένες, χωρίς ψυχή και καρδιά, τις ανεχόμασταν και τις μισούσαμε γνωρίζοντας ότι δεν θα τις ζήσουμε ποτέ. Ο ενανθρωπισμός του ήρωα βαθμιαία άρχισε να τις απαλείφει. Υπάρχουν και πάλι εξωτικά μέρη, αλλά τώρα είναι σχεδιασμένα αδρά, ρεαλιστικά, πειστικά· χώροι που στεγάζουν επιθυμίες εκδίκησης αλλά και αυθεντικότητα συναισθήματος.
Τροποποίηση στα τραγούδια και στο μοντέλο
Κάθε τζεϊμσμποντική ταινία που σέβεται τον εαυτό της περιέχει και ένα εμβληματικό τραγούδι. Κάποια υπήρξαν εξαιρετικά, άλλα συμπαθητικά, ορισμένα ανεκτά και κάποια τα ξέχναγες από την αρχή. Την πρώτη περίοδο η μεγάλη επίδοση έγινε από το τραγούδι που συνόδευσε το «Από τη Ρωσία με αγάπη». Αν το ξανακούσετε, θα νιώσετε τη βαθιά μελαγχολία με την οποία το τραγουδάει ο Ματ Μόροου με τη χαρακτηριστική δήλωση ότι ο ήρωας είδε πολλούς τόπους και πολλά πρόσωπα αλλά η ουσία του βλέμματός του παρέμεινε αλλού.
Αυτό το τραγούδι έρχεται σε αντιπαράθεση με το «Thunderball» του Τομ Τζόουνς που ακουγόταν στην «Επιχείρηση Κεραυνός». Ο Τζόουνς το αποτύπωσε με τόσο χαρακτηριστικό και επικό τρόπο λες και καθόριζε την επιθυμία της κινούμενης ρουκέτας. Οταν όμως ο Μέντες τροποποίησε το μοντέλο ήταν αναμενόμενο να φτάσει και στο κορυφαίο τραγούδι. Αν παρακολουθήσετε προσεκτικά τους στίχους του «Skyfall» (από την ομώνυμη ταινία) με την Αντέλ, θα νιώσετε μεγάλη έκπληξη. Υπάρχει σαφέστατος υπαινιγμός ότι έρχεται η ώρα που θα φτάσει το κορυφαίο ασύμμετρο γεγονός, που ο μόνος τρόπος να το αντέξεις θα είναι να έχεις τον άλλο δίπλα σου. Παράλληλα, με εντυπωσιάζει ο θετικός φεμινισμός του άσματος με τη δήλωση του γυναικείου υποκειμένου ότι δεν μπορεί να δεσμευτεί με τίποτε άλλο παρά μόνο με το συναίσθημα.
Ηδη έχω δει και διαβάσει βαρυσήμαντες συνεντεύξεις κοινωνιολόγων του σινεμά από το BBC και άλλα έγκυρα Μέσα για την τροποποίηση του νέου μοντέλου του Τζέιμς Μποντ. Ολοι συμφωνούν –και ο γράφων– πως έγινε με ελαφρά προσομοίωση προς το μοντέλο του Τζέισον Μπορν (Ματ Ντέιμον), ιδίως όπως το διαχειρίστηκε ο Πολ Γκρίνγκρας. Εχουμε λοιπόν επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας, μνήμες που ξυπνάνε από αλλού, αναζήτηση καταστάσεων ξεθωριασμένων, βαθύτατους υπαρξιακούς προβληματισμούς. Είναι φανερό
ότι ο νέος τρωτός Τζέιμς Μποντ πλησιάζει στο να είναι ένας δικός μας άνθρωπος. Οι ανάγκες της εποχής έφεραν την τροποποίηση του μοντέλου. Οταν τόσα σύγχρονα ανταγωνιστικά φιλμ κομίζουν ως ήρωες πρόσωπα βρομισμένα, ευάλωτα, αιχμάλωτα των εμμονών τους, τότε και ο Τζέιμς Μποντ υποχρεούται να αλλάξει, να παραμείνει σούπερ ήρωας αλλά και ένας από εμάς, ένας δικός μας άνθρωπος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και ενώ οι ταινίες μεγαλώνουν συνεχώς σε διάρκεια καταλήγουμε τελικά σε θολές τοιχογραφίες εποχής.
Βλέπεις στις νέες ταινίες του Τζέιμς Μποντ έναν λανθάνοντα χαρακτήρα μιμητισμού κορυφαίων κινηματογραφικών δημιουργών του παρελθόντος. Ενώ η γραφή είναι φλασάτη και το μοντάζ δυναμικό, μέσα από τα πλάνα –κάποιες φορές τεχνητά ανορθόδοξα– μπορώ να διακρίνω την πατρική φιγούρα που σχηματίζεται και μου γνέφει πονηρά και με ένα χαμόγελο. Κατ’ εμέ είναι τελικά η ενσωμάτωση στη νέα εκδοχή του Τζέιμς Μποντ του ζωοφόρου αγγίγματος του Ντέιβιντ Λιν. Ενας «Δόκτωρ Ζιβάγκο», κάποιος «Λόρενς της Αραβίας», κάποιος, κάπου, κάποτε.
Πάνω από όλα λοιπόν οι νέοι Τζέιμς Μποντ είναι ιδιαίτερα σινεφίλ, ενσωματώνουν όλη τη μνήμη του κινηματογράφου, όλες τις αντιλήψεις γι’ αυτόν. Ως εκ τούτου δεν μένει παρά μια επόμενη σκηνοθεσία κάποτε στο μέλλον να κάνει και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Εξάλλου το «Μόναχο» είναι ή δεν είναι νεοτζεϊμσμποντική ταινία πολλαπλών ρόλων;
Είναι φανερό ότι ο νέος τρωτός Τζέιμς Μποντ πλησιάζει στο να είναι ένας δικός μας άνθρωπος. Είναι η ενσωμάτωση στη νέα εκδοχή του Τζέιμς Μποντ του ζωοφόρου αγγίγματος του Ντέιβιντ Λιν. Ενας «Δόκτωρ Ζιβάγκο», κάποιος «Λόρενς της Αραβίας», κάποιος, κάπου, κάποτε