Τα μπουμπούκια του κακού
Χωρίς αυτούς ο 007 δεν θα είχε λόγο ύπαρξης και οι (ας πούμε) καλοί θα έπλητταν μέχρι αυτοκτονίας
Ο «πως μπορείτε να δείτε, είμαι έτοιμος να εγκαινιάσω έναν μικρό πόλεμο. Σε λίγες ώρες, όταν η Αμερική και η Ρωσία θα εκμηδενίσουν η μία την άλλη, θα δούμε μια νέα δύναμη να κυριαρχεί στον κόσμο». Η χαρακτηριστική φράση του Μπλόφελντ στην πρώτη συνάντησή του με τον Τζέιμς Μποντ περικλείει την ουσία της κοσμοθεωρίας των διαβολικών τύπων στη φιλμογραφία του Βρετανού κατασκόπου.
Βρισκόμαστε στο 1967 και το «Ζεις μονάχα δυο φορές» του Λιούις Γκίλμπερτ είναι η ταινία που βλέπουμε για πρώτη φορά το πρόσωπο του Μπλόφελντ με τη μορφή του Ντόναλντ Πλέζανς, ο οποίος ήταν ό,τι πιο κοντινό στο πρότυπο του κακού του Ιαν Φλέμινγκ, κυρίως λόγω της επιβλητικής παρουσίας του. Στο δίπολο του Ψυχρού Πολέμου και της παγκόσμιας ανησυχίας
μπροστά σε μια επικείμενη πυρηνική σύρραξη ο επικεφαλής της εγκληματικής οργάνωσης Spectre τολμά να προβλέψει το δυσοίωνο μέλλον που φυσικά εξυπηρετεί τις δικές του μεγαλομανείς προθέσεις.
Τον Μπλόφελντ μετά τον Πλέζανς υποδύθηκαν ο Τέλι Σαβάλας («Στην υπηρεσία της αυτής μεγαλειότητος») και ο Τσαρλς Γκρέι («Τα διαμάντια είναι παντοτινά»). Παρότι δε ο Ρότζερ Μουρ τον σκοτώνει στην προζενερίκ δράση του «Για τα μάτια σου μόνο» (τον Μπλόφελντ υποδύθηκε ο άγνωστος Ιταλοβρετανός ηθοποιός Ρόμπερτ Ράιτι, του οποίου ακούμε μόνο τη φωνή), εκείνος «ανασταίνεται» δύο χρόνια αργότερα. Ετσι θα τον υποδυθεί εκ νέου ο Μαξ φον Σίντοφ στο εκτός επίσημης σειράς «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» το 1983, το οποίο απηχεί το πνεύμα του επελαύνοντα θατσερικού νεοσυντηρητισμού (ο μεσήλικας πράκτορας έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση και είναι πλέον εκπαιδευτής, διαμαρτυρόμενος για το κομμένο μπάτζετ).
Ακολούθησε μακρά σιωπή προτού ακουστεί η βαθιά φωνή του Κριστόφ Βαλτζ ως Μπλόφελντ
στο «Spectre» του Σαμ Μέντες το 2015. Ο πιο εμβληματικός κακός στην ιστορία του Μποντ επέστρεψε για να τονίσει την υπαρξιακή κρίση του ήρωα σε μια εποχή άκρατου μηδενισμού και πολιτικής ένδειας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία ξεκινά με μια εντυπωσιακή σεκάνς από τη μεξικανική Μέρα των Νεκρών καθώς ο Μποντ προσπαθεί να ξεφύγει από το παρελθόν του. Ομως ο σατανικός εχθρός του –ο οποίος θα είναι παρών και στο «No time to die»– είναι εκεί για να του υπενθυμίσει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.
Ο πρώτος χρονικά κακός ήταν ο Γερμανοκινέζος Δρ Νο (1962), τον οποίο υποδύθηκε ο Καναδός Τζόζεφ Γουάιζμαν. Με τραβηγμένα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στον επίφοβο εξωτισμό της Απω Ανατολής, ο σατανικός επιστήμονας είναι ένα νεωτερικό κράμα της pulp αίσθησης του Φου Μαντσού και της αυστηρότητας του μαοϊκού καθεστώτος. Οι κακοί αλλάζουν όψη, αλλά η διάθεσή τους για παγκόσμια εξουσία παραμένει ακόρεστη. Τρανό παράδειγμα ο Ορικ Γκολντφίνγκερ (ο Γερμανός Γκερτ Φρέμπε στον ρόλο) με το άγγιγμα του Μίδα –ενίοτε θανατηφόρο– στον «Χρυσοδάκτυλο» το 1964, ενώ ο Γιάφετ Κότο ως δρ Κανάγκα και αρχιερέας του βουντού στο «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν» (1973) είναι μια ιστορική επιλογή (ο πρώτος μαύρος κακός στην ιστορία του 007) ενταγμένη στο πλαίσιο του κινήματος χειραφέτησης των Αφροαμερικανών στα 60s. Βέβαια η προβολή της WASP ματιάς παραμένει ελαττωματική: όταν οι λευκοί «σατανάδες» μοιάζουν με στελέχη επιχειρήσεων, ο μαύρος παραμένει προσκολλημένος σε αρχαϊκές παραδόσεις.
Εναν χρόνο μετά ο Κρίστοφερ Λι θα ενσαρκώσει περισσότερο μια καρικατούρα παρά έναν χαρακτήρα ως Σκαραμαγκά στο «Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι», ενώ οι δημοφιλείς Κλάους Μαρία Μπραντάουερ, Κρίστοφερ Γουόκεν, Κουρτ Γιούγκενς και Τοπόλ ψάχνουν να βρουν τι πήγε λάθος στη συνταγή των δικών τους ταινιών που ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία.
Θα πρέπει να περάσει αρκετός καιρός για να ενδυθεί κάποιος ταιριαστά το σκοτεινό κοστούμι του κακού. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και με δεδομένο τις χειρότερες εισπράξεις στην ιστορία
της σειράς για το «Licence to kill» το 1989 (ορισμένοι βιάστηκαν να προεξοφλήσουν το φιλμ ως ταφόπλακα στην καριέρα του 007), το στοίχημα του «Επιχείρηση Χρυσά Μάτια» έπρεπε οπωσδήποτε να κερδηθεί. Στη νέα εποχή –βρισκόμαστε πλέον στα 1995– ο φωτογενής Πιρς Μπρόσναν αποδείχτηκε ιδανική επιλογή, όπως άλλωστε και ο Σον Μπιν στον ρόλο του πρώην Βρετανού πράκτορα που μετατρέπεται σε αρχηγό μιας ρωσικής τρομοκρατικής οργάνωσης: η Σοβιετική Ενωση μπορεί να κατέρρευσε, αλλά ο εχθρός εξακολουθεί να μιλά ρωσικά.
Στα τέλη των 90s με αρχές των 00s το έλλειμμα εχθρού επιχειρούν να καλύψουν κάπως αμήχανα οι σεναριογράφοι της σειράς. Στο φιλμ του Μάικλ Απτεντ «Ο κόσμος δεν είναι αρκετός» (1999) ο αναρχικός τρομοκράτης Ρέναρντ (θεσπέσιος στον ρόλο ο Ρόμπερτ Καρλάιλ) δεν κάνει κινήσεις εντυπωσιασμού αλλά με περίσσιο κυνισμό επιφέρει μοιραία χτυπήματα στην καρδιά της ασφάλειας των προηγμένων δυτικών χωρών. Οταν στα γραφεία της ΜΙ6 απλωθούν το σκοτάδι και ο θάνατος, η Μ υπό
σχεται ότι «αυτό δεν θα περάσει έτσι», δείχνοντας την αμείλικτη, εκδικητική πλευρά της. Εδώ για πρώτη φορά ο ρόλος του βασικού κακού όχι απλώς μοιράζεται αλλά το έτερον ήμισυ είναι μια γυναίκα: η Ηλέκτρα της Σοφί Μαρσό είναι ένας άγγελος θανάτου που από θύμα μεταμορφώνεται σε θύτη.
Στον καιρό του Ντάνιελ Κρεγκ οι κακοί εξελίχτηκαν. Στο «Casino Royale» ο Δανός Μαντς Μίκελσεν «γράφει» έναν αξεπέραστο διαβολικό τύπο, έναν αδίστακτο τραπεζίτη που ξεπλένει τα αιματοβαμμένα χρήματα πάμπλουτων εγκληματιών (η ιστορία του καπιταλισμού σε μία φράση). Σε μια από τις κορυφαίες ταινίες στην ιστορία του Μποντ τα πράγματα για τον ήρωα δείχνουν πιο απλά αλλά και καθαρά από ποτέ: δεν δίνει σημασία ούτε στο ντύσιμο ούτε στο ποτό ούτε στους τρόπους του. Δεν μοιάζει καν με αριστοκράτη όπως μας καλόμαθαν οι προκάτοχοί του. Το κύριο μέλημά του είναι να γίνει πιο ανθρώπινος και δεν δίνει δεκάρα αν αυτό τον κάνει να μοιάζει και πιο αδύναμος.
Στο νέο σύμπαν του Μποντ η πράσινη οικολογία και ο έλεγχος των ασθενέστερων χωρών (η Βολιβία ως σημείο αναφοράς) από τους ισχυρούς που εκμεταλλεύονται τους φυσικούς τους πόρους έρχονται στο προσκήνιο μαζί με την επιστροφή της Spectre. O Ντομινίκ Γκριν του αποτελεσματικότατου Ματιέ Αμαλρίκ είναι εξαίσια επιλογή αλλά πέφτει θύμα μιας μέτριας ταινίας που σωστά χαρακτηρίζεται ως η χειρότερη της εποχής Κρεγκ. Αντίθετα ο Χαβιέ Μπαρδέμ με τα εμφανή σεξουαλικά υπονοούμενα στη σκηνή που «ανακρίνει» τον αιχμάλωτο ήρωα στο «Skyfall» (2015) φανερώνει ακόμη μια στιγμή εξέλιξης για τους χαρακτήρες, αρνητικούς και θετικούς. Κυρίως για τους κακούς ο Ισπανός σταρ παραδίδει μια ερμηνεία κομβική, που θα χρειαστεί πολύς μόχθος και άλλο τόσο ψάξιμο για να ξεπεραστεί στο άμεσο μέλλον. Το ανατριχιαστικά ήρεμο ύφος του τελευταίου (ακόμη κι αν θυμίζει την τρομακτική φιγούρα του πληρωμένου δολοφόνου στο κοενικό «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους») που δεν γνωρίζει κανένα ξέσπασμα οργής είναι μια διαρκής υπενθύμιση του θανάτου. Η ψυχαναλυτική πλευρά της σχέσης του Σίλβα και του Μποντ ανοίγει νέο κεφάλαιο στην αδιάκοπη πορεία του κουρασμένου κατάσκοπου.
Βρισκόμαστε στο 1967 και το «Ζεις μονάχα δυο φορές» είναι η ταινία που βλέπουμε για πρώτη φορά το πρόσωπο του Μπλόφελντ με τη μορφή του Ντόναλντ Πλέζανς, ο οποίος ήταν ό,τι πιο κοντινό στο πρότυπο του κακού του Ιαν Φλέμινγκ