«Από τη μία είναι οι φασίστες με γραβάτα και από την άλλη είναι οι φασίστες χωρίς γραβάτα»
Οι φασίστες ξαναβγήκαν γιατί τους ευνοεί το γενικότερο κλίμα. Οι ανορθολογικές απόψεις που επικρατούν τον καιρό της πανδημίας τούς δίνουν πεδίο δράσης και τους επιτρέπουν να εμφανιστούν σαν κίνημα ύστερα από καιρό. Ταυτόχρονα υπάρχει ρεύμα ανόδου και διεθνώς, το οποίο ευνοεί τα ακροδεξιά κόμματα που πια υπάρχουν σε όλες τις χώρες τις Ευρώπης.
Αν μπορούσαμε να διαιρέσουμε την ακροδεξιά και τον νεοφασισμό σε δύο μέρη, από τη μια είναι οι φασίστες με γραβάτα και από την άλλη είναι οι φασίστες χωρίς γραβάτα. Από τη μια είναι διαδικασίες που γίνονται από τη λεγόμενη alt-right δεξιά, όπως ο Θάνος Τζήμερος, ο Φαήλος Κρανιδιώτης, η Αφροδίτη Λατινοπούλου, ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος που αποτελούν έμμεση απειλή και από την άλλη είναι η παραδοσιακή φασιστική ακροδεξιά που κυρίως εκπροσωπείται από τη Χρυσή Αυγή, τον Ηλία Κασιδιάρη, τον Γιάννη Λαγό και δεκάδες μικρότερες ομάδες που είναι τάγματα εφόδου και αποτελούν άμεση απειλή για το κίνημα, και μάλιστα θανάσιμη απειλή όπως έχει δείξει η ιστορία με τον Παύλο Φύσσα και τον Σαχζάτ Λουκμάν.
Προσπαθούν να επαναλάβουν αυτό που έκαναν το 2006, όταν η Χρυσή Αυγή ξεκινούσε από υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας και έκανε παρεμβάσεις στα σχολεία, τα γήπεδα και σε μια σειρά από χώρους προσπαθώντας να συσπειρώσει τη νεολαία, να τη μετατρέψει σε τάγματα εφόδου και κρούσης και να δημιουργήσει φόβο, άβατα. Με αυτό τον τρόπο να καταφέρει να μπει στον δήμο της Αθήνας, που αποτέλεσε εφαλτήριο για να μπει στη Βουλή. Αυτό πάει να κάνει τώρα στη Θεσσαλονίκη. Αισθάνονται πιο δυνατοί εκεί και λόγω του μακεδονικού.
Είναι σχεδιασμένο και υποκινούμενο από μέσα. Δεν είναι τυχαίο. Οι επιθέσεις είναι καθοδηγούμενες. Οι περισσότεροι έχουν ή είχαν σχέσεις με τη Χρυσή Αυγή και με ακροδεξιές ομάδες οπαδών.