Κατηγορώντας το θύμα: από τη Στέλλα στην Ανέτ
Η πρόσληψη της γυναικοκτονίας στον κινηματογράφο
Βλέπουμε γυναικοκτονίες στα δελτία ειδήσεων με ανατριχιαστική συχνότητα. Πρόσφατα. Πρόσφατα όχι επειδή το φαινόμενο είναι καινούργιο, αλλά επειδή αρχίσαμε να το κατονομάζουμε και άρα να το βλέπουμε. Γυναίκες δολοφονημένες επειδή ήταν γυναίκες, εξαιτίας πατριαρχικών δομών και αντιλήψεων. Μια παμπάλαια φρίκη που κρύβεται κάτω από την κανονικοποίησή της. Οι αντιλήψεις μας συν-δολοφονούν και κρύβουν τα εγκλήματα.
Στο πλαίσιο της μυθοπλασίας σκοτωμένες γυναίκες πλημυρίζουν τις μεγάλες και μικρές μας οθόνες χωρίς να μας προκαλούν την παραμικρή δυσφορία. Η γυναικοκτονία είναι συνήθης στις ταινίες και τις σειρές ως κεντρικό ή περιφερειακό στοιχείο της πλοκής. Ακολουθώντας τη μακρά παράδοση τόσο στις αφηΣυνειρμικά γηματικές όσο και στις εικαστικές τέχνες που θεωρεί τη νεκρή γυναίκα αισθητικό αντικείμενο, ερωτικό αντικείμενο ή αντικείμενο απλώς. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς τοποθετείται η κάθε ταινία. Επειδή οι ταινίες δεν είναι απλοί καθρέφτες του κόσμου αλλά συν-διαμορφωτές του. Και επειδή βέβαια μπορούν να μιλούν για τον μισογυνισμό χωρίς να είναι μισογυνικές.
Είναι οι χαρακτήρες μες στην ταινία που σκοτώνουν το θύμα ή μήπως και η ίδια η ταινία μετέχει στη γυναικοκτονία; Ή, για την ακρίβεια, στο πλέγμα αντιλήψεων που στηρίζει τις γυναικοκτονίες. Η σύνδεση της γυναικοκτονίας με το ερωτικό πάθος και η απόδοση ενοχής στο θύμα είναι από τους πιο συνηθισμένους μηχανισμούς ενίσχυσης αυτού του πλέγματος. Στην ταινία «Ανέτ» (Λεός Καράξ, 2021) με σόκαραν ακριβώς αυτά τα βαθύτατα μισογυνικά στοιχεία της πλοκής.
μου ήρθε στο μυαλό η πιο διάσημη γυναικοκτονία του ελληνικού κινηματογράφου: «Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι» («Στέλλα», Μιχάλης Κακογιάννης, 1955). «Κι εγώ σακούλα. Πάμε για χόρτα;» απαντούσαμε ως παιδιά, όπως γενιές σχολιαρόπαιδα πριν και ύστερα από μας, «γειώνοντας» την τραγικότητα της κραυγής του Μίλτου και άθελά μας αποκαλύπτοντας την εγγενή γελοιότητά της. Και στις δύο ταινίες η γυναικοκτονία αποτελεί την κατάληξη ενός ρομαντικού έρωτα. Και στις δύο η ταινία τελειώνει με τις παθιασμένες δηλώσεις του έρωτα του φονιά και την ενοχοποίηση του θύματος.
Ο φόνος της Στέλλας κλείνει την ομώνυμη ταινία. Τη σκοτώνει ο εραστής της επειδή αρνήθηκε να τον παντρευτεί. Η Στέλλα, σαν την Κάρμεν του Μπιζέ και τις μοιραίες γυναίκες του φιλμ νουάρ, τιμωρείται για την εξέγερσή της ενάντια στους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους. Πρόκειται για παραδοσιακή περίπτωση γυναικοκτονίας, ενταγμένη σε μια λογική την οποία σε σημαντικό ποσοστό θα επικροτούσε η κοινωνία όπου ανήκαν το θύμα και ο θύτης και με την οποία το αρχικό κοινό της ταινίας επίσης εν μέρει θα ταυτιζόταν. Ομως στην περίπτωση της Στέλλας, όπως και των μοιραίων γυναικών, η δυνατή εικόνα της αντισυμβατικής γυναίκας ανατρέπει και επιβιώνει της τιμωρητικής πλοκής. Τελικά μας κερδίζει η εικόνα της ελεύθερης Στέλλας με το ορθωμένο ανάστημα, τη σίγουρη φωνή και τις μεγάλες κινήσεις.
Στην «Ανέτ» ο φόνος της μητέρας της από τον πατέρα της σε κατάσταση μέθης λειτουργεί ως άρθρωση ανάμεσα στο μελοδραματικό πρώτο μέρος και το γοτθικό δεύτερο μιας μονοσήμαντης ταινίας, παρά τα μεταμοντέρνα πολυεπίπεδα παιχνίδια αυτοαναφορικότητας. Εξήντα έξι χρόνια μετά τη Στέλλα οι έμφυλοι ρόλοι στο ζευγάρι είναι πολύ πιο παραδοσιακοί. Στη δίκη ακούμε διεξοδικά την απολογία του γυναικοκτόνου. Μαθαίνουμε –με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση– για την άβυσσο που τον καλούσε (αλλά δεν πήγε ο ίδιος να τη συναντήσει, έστειλε τη γυναίκα του). Η οπτική γωνία και η αφηγηματική δομή κατασκευάζουν ταύτιση μαζί του. Στο τέλος η συνειδητοποιημένη και επιτέλους ομιλούσα Ανέτ θέτει στον εαυτό της το δίλημμα αν πρέπει να συγχωρήσει τους γονείς της: και τους δύο ή κανέναν. Και δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ: για ποιο πράγμα ακριβώς να συγχωρήσει τη μητέρα της που δολοφόνησαν; Βεβαίως, η γοτθική σύμβαση της ταινίας αποδίδει στη νεκρή μητέρα την ευθύνη επειδή στοίχειωσε. Τα στοιχειώματα όμως τα κουβαλάνε τα κεφάλια των ζωντανών…
Η σεκάνς ονείρου με τις γυναίκες που κατηγορούν τον μέλλοντα γυναικοκτόνο για βίαιη συμπεριφορά και που αναφέρεται προφανώς στο κίνημα #MeToo, καθώς και τα σύντομα πλάνα με τις διαδηλώτριες κατά των γυναικοκτονιών δείχνουν ότι ο κόσμος της Ανέτ αναγνωρίζει και καταδικάζει τη σεξιστική βία. Ομως η εξαιρετικά δευτερεύουσα θέση αυτών των στοιχείων στην αφήγηση της ταινίας μειώνει τη σημασία τους και τα απονομιμοποιεί. Αν είναι η φωνή της κοινωνίας της που καταδικάζει τη Στέλλα μέσα από το στόμα της συμβατικής της αντίζηλου, η ταινία «Στέλλα» περιέχει και στοιχεία αμφισβήτησης της πατριαρχικής συνθήκης. Στην «Ανέτ» είναι η ίδια η ταινία που μας καλεί να λυπηθούμε και τον θύτη και το θύμα μαζί ή κανέναν. Με άλλα λόγια –και περιέργως–, η πιο πρόσφατη είναι η πιο συντηρητική από τις δύο ταινίες. Ας ακονίσουμε τα μάτια μας για να βλέπουν και ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Ας κρατήσουμε τη δυνατή και γενναία Στέλλα και ας στείλουμε τον Μίλτο με το μαχαίρι του να μαζέψει βρούβες.