Οι «αδικοσκοτωμένες Λυγερές»
Η γυναίκα-σύζυγος, η γυναίκα-μάνα, η γυναίκα-θύμα, η γυναίκα-ρόλος
Το καλοκαίρι, με αφορμή την παραλογή του «Γιοφυριού της Aρτας», φτιάξαμε στο Θέατρο Τέχνης μια παράσταση για όλες τις «αδικοσκοτωμένες Λυγερές» των θρύλων και της δημοτικής ποίησης. Μια παράσταση που εξερευνούσε τις βαθιές ρίζες της πατριαρχίας στην ελληνική κοινωνία. Ρίζες που θρέφουν δέντρα αειθαλή που δεν έπαψαν ποτέ να βγάζουν σάπιους καρπούς: γυναικοκτονίες και κάθε είδους μεταφορικές και κυριολεκτικές «θυσίες» γυναικών.
Αιώνες τώρα η πατριαρχική ελληνική κοινωνία εκπαιδεύει με κάθε δυνατό τρόπο τις γυναίκες να συμπεριφέρονται σαν «δούλες και κυράδες» στα σπίτια και τα κρεβάτια που μοιράζονται με τους άντρες. Και σήμερα ακόμη, απαιτεί από αυτές να είναι ακούραστες μάνες, ενάρετες σύζυγοι, άψογες νοικοκυρές. Αλλά και αγέραστες και ποθητές ερωμένες. Και επιτυχημένες επαγγελματίες. Οποια δεν συμμορφώνεται, τιμωρείται με μικρούς και μεγάλους διαφορετικούς τρόπους. Ναι, ο έσχατος είναι η γυναικοκτονία.
Η κοινωνία δίνει την «άδεια» στον άντρα να τιμωρεί –ακόμη και με θάνατο– την «ανυπάκουη» γυναίκα. Στο κάτω κάτω η γυναίκα πρέπει να ανήκει πάντα σε κάποιον άντρα: τον πατέρα, τον σύζυγο, τον εραστή. Ετσι μας μάθαιναν. Αιώνες τώρα.
Και επιτέλους, έφτασε η στιγμή να το συνειδητοποιήσουμε. Και να το πολεμήσουμε.
Για επίλογο, ας θυμηθούμε ένα δημοτικό τραγούδι που συμπεριλάβαμε στην παράσταση…
Ο Κωσταντής, ο Μαυριανός κι ο Αλέξης ο μεγάλος
Ετρώσασι κι επείνασι στ’ Αλέξη το περβόλι
Κι εκίνησεν ο Μαυριανός κι επαίναν την καλή του
Κι επαίναν την καλίτσαν του, την αγαπητικιάν του.
– Ως είν’ το μήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο
Και το φεγγάρι τ’ άγλαμπρον, έτσι είναι κι η κυρά μου.
– Ως είν’ το μήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο
Και το φεγγάρι τ’ άγλαμπρον, έτσι είναι κι η κυρά σου,
Μα που δανείζει και πουλεί κι είναι ντροπή δικιά σου.
– Πλουσία είναι κι ας δανεί, αρκόντισσα κι ας δίνει.
– Ε Μαυριανέ μου κι άρκοντα, Μακάρι και να δάνειζε γρόσια ’που το πουγκί σου,
Μα που δανείζει το φιλί κι είναι ντροπή δική σου!
– Και ποιος το ’πε και ποιος το λε’ και ποιος το βεβαιώνει;
– Εγώ το ’πα και εγώ το λε’ και ’γω το βεβαιώνω.
Κι αν δε μπιστεύκεις Μαυριανέ, κι αν δεμ πιστολοάσαι
Πιάσε και τουρκοφόρεσε και βάλε άλλα ρούχα.
Και ’λλάσει και τα ρούχα του και βάλλει Τούρκου ρούχα.
Καβαλικά τον μαύρο του, στο σπίτι του πααίνει:
– Ωρα καλή σου θείτσα μου. – Καλώς τον τον υιόν μου. – Εχεις κρασί, έχεις ρακί, έχει ταήν του μαύρου;
Εχεις και κόρην όμορφη να μείνω πόψ’ αντάμα;
– Εχω κρασί, έχω ρακί, έχω ταήν του μαύρου.
Eχω και κόρην όμορφη να μείνεις πόψ’ αντάμα…
Ο μαύρος εχλιμίντρισε, κείνη τόνε γνωρίζει.
– Μωρή σκύλα, μωρ’ άνομη, σκύλα μαγαρισμένη,
τον μαύρο μου εγνώρισες κι εμέ δε με γνωρίζεις;
Το μαχαιράκιν του έβγαλε ’που τ’ αργυρό φηκάρι,
Την κεφαλήν της έκοψε πάνω στο μαξελάρι.
Στον μαχραμάν την έδεσε, στη μάναν της τημ πήρε.
– Να πεθερά, μαγείρεψε της κόρης τηγ κεφάλη.
Ως τρώεις τα μαχλιστικά, φάε και τηγ κεφάλη.
– Ωχου την, την κορούλα μου, το μοναχό κλωνάρι,
Μάνα μου την κανακαριά, την ακριβή μου κόρη,
Απού ’λουνα και χτένιζα τη νύχτα με το φέγγος,
Απού τη μορφοσκούφωνα όξω στο φεγγαράκι!