Documento

Οι «αδικοσκοτω­μένες Λυγερές»

Η γυναίκα-σύζυγος, η γυναίκα-μάνα, η γυναίκα-θύμα, η γυναίκα-ρόλος

- Μαριάννας Κάλμπαρη Καλλιτεχνι­κής διευθύντρι­ας Θεάτρου Τέχνης

Το καλοκαίρι, με αφορμή την παραλογή του «Γιοφυριού της Aρτας», φτιάξαμε στο Θέατρο Τέχνης μια παράσταση για όλες τις «αδικοσκοτω­μένες Λυγερές» των θρύλων και της δημοτικής ποίησης. Μια παράσταση που εξερευνούσ­ε τις βαθιές ρίζες της πατριαρχία­ς στην ελληνική κοινωνία. Ρίζες που θρέφουν δέντρα αειθαλή που δεν έπαψαν ποτέ να βγάζουν σάπιους καρπούς: γυναικοκτο­νίες και κάθε είδους μεταφορικέ­ς και κυριολεκτι­κές «θυσίες» γυναικών.

Αιώνες τώρα η πατριαρχικ­ή ελληνική κοινωνία εκπαιδεύει με κάθε δυνατό τρόπο τις γυναίκες να συμπεριφέρ­ονται σαν «δούλες και κυράδες» στα σπίτια και τα κρεβάτια που μοιράζοντα­ι με τους άντρες. Και σήμερα ακόμη, απαιτεί από αυτές να είναι ακούραστες μάνες, ενάρετες σύζυγοι, άψογες νοικοκυρές. Αλλά και αγέραστες και ποθητές ερωμένες. Και επιτυχημέν­ες επαγγελματ­ίες. Οποια δεν συμμορφώνε­ται, τιμωρείται με μικρούς και μεγάλους διαφορετικ­ούς τρόπους. Ναι, ο έσχατος είναι η γυναικοκτο­νία.

Η κοινωνία δίνει την «άδεια» στον άντρα να τιμωρεί –ακόμη και με θάνατο– την «ανυπάκουη» γυναίκα. Στο κάτω κάτω η γυναίκα πρέπει να ανήκει πάντα σε κάποιον άντρα: τον πατέρα, τον σύζυγο, τον εραστή. Ετσι μας μάθαιναν. Αιώνες τώρα.

Και επιτέλους, έφτασε η στιγμή να το συνειδητοπ­οιήσουμε. Και να το πολεμήσουμ­ε.

Για επίλογο, ας θυμηθούμε ένα δημοτικό τραγούδι που συμπεριλάβ­αμε στην παράσταση…

Ο Κωσταντής, ο Μαυριανός κι ο Αλέξης ο μεγάλος

Ετρώσασι κι επείνασι στ’ Αλέξη το περβόλι

Κι εκίνησεν ο Μαυριανός κι επαίναν την καλή του

Κι επαίναν την καλίτσαν του, την αγαπητικιά­ν του.

– Ως είν’ το μήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο

Και το φεγγάρι τ’ άγλαμπρον, έτσι είναι κι η κυρά μου.

– Ως είν’ το μήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο

Και το φεγγάρι τ’ άγλαμπρον, έτσι είναι κι η κυρά σου,

Μα που δανείζει και πουλεί κι είναι ντροπή δικιά σου.

– Πλουσία είναι κι ας δανεί, αρκόντισσα κι ας δίνει.

– Ε Μαυριανέ μου κι άρκοντα, Μακάρι και να δάνειζε γρόσια ’που το πουγκί σου,

Μα που δανείζει το φιλί κι είναι ντροπή δική σου!

– Και ποιος το ’πε και ποιος το λε’ και ποιος το βεβαιώνει;

– Εγώ το ’πα και εγώ το λε’ και ’γω το βεβαιώνω.

Κι αν δε μπιστεύκει­ς Μαυριανέ, κι αν δεμ πιστολοάσα­ι

Πιάσε και τουρκοφόρε­σε και βάλε άλλα ρούχα.

Και ’λλάσει και τα ρούχα του και βάλλει Τούρκου ρούχα.

Καβαλικά τον μαύρο του, στο σπίτι του πααίνει:

– Ωρα καλή σου θείτσα μου. – Καλώς τον τον υιόν μου. – Εχεις κρασί, έχεις ρακί, έχει ταήν του μαύρου;

Εχεις και κόρην όμορφη να μείνω πόψ’ αντάμα;

– Εχω κρασί, έχω ρακί, έχω ταήν του μαύρου.

Eχω και κόρην όμορφη να μείνεις πόψ’ αντάμα…

Ο μαύρος εχλιμίντρι­σε, κείνη τόνε γνωρίζει.

– Μωρή σκύλα, μωρ’ άνομη, σκύλα μαγαρισμέν­η,

τον μαύρο μου εγνώρισες κι εμέ δε με γνωρίζεις;

Το μαχαιράκιν του έβγαλε ’που τ’ αργυρό φηκάρι,

Την κεφαλήν της έκοψε πάνω στο μαξελάρι.

Στον μαχραμάν την έδεσε, στη μάναν της τημ πήρε.

– Να πεθερά, μαγείρεψε της κόρης τηγ κεφάλη.

Ως τρώεις τα μαχλιστικά, φάε και τηγ κεφάλη.

– Ωχου την, την κορούλα μου, το μοναχό κλωνάρι,

Μάνα μου την κανακαριά, την ακριβή μου κόρη,

Απού ’λουνα και χτένιζα τη νύχτα με το φέγγος,

Απού τη μορφοσκούφ­ωνα όξω στο φεγγαράκι!

 ?? ??

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece